Πότε γεννήθηκε ο Χριστός; - Point of view

Εν τάχει

Πότε γεννήθηκε ο Χριστός;






Οι πληροφορίες Ιστορικών και τα Ευαγγέλια



Στο υπ’ αριθμ. 228 τεύχος του «Δαυλού» καταχωρίσθηκε επιστολή συν-συνεργάτη του «Δαυλού» κ. Ε. Ατταβυρίου με την οποία εσχολιάζετο ερευνά μου σχετική με τις χρονολογήσεις της γέννησης και της σταύρωσης του Χρίστου. Είμαι υποχρεωμένος να τον ευχαριστήσω τόσο για την επισήμανση του λάθους στον προσδιορισμό της ιδρύσεως της Ρώμης το έτος 746 προ Χρίστου εκ των στοιχείων του Πολυβίου, όσο και για την ευκαιρία βαθύτερης έρευνας του όλου θέματος προς πληρέστερη ενημέρωση των αναγνωστών του περιζήτητου πλέον «Δαυλού». 




Οι πληροφορίες των Ευαγγελίων οπωσδήποτε είναι πολύ περιληπτικές και έχουν πολλές ελλείψεις ιστορικής θεμελιώσεως των γεγονότων τής περιόδου εκείνης, άλλα σε συσχετισμό και παραλληλισμό με γεγονότα που αναφέρονται από άλλους αρχαίους συγγραφείς μπορούν να φανούν χρήσιμες για το προς υπολογισμό θέμα, δεδομένου ότι η κριτική της ιστορικότητας της περιόδου εκείνης έχει γίνει από πολλούς επί 2.000 χρόνια τώρα. Η διδασκόμενη αρχαία ιστορία στα σχολεία μας είναι αποσπασματική και δεν παρέχει πλήρη εικόνα των γεγονότων του κόσμου. Εκτός αυτού οι περισσότεροι αρχαίοι συγγραφείς δεν είναι γνωστοί έστω και κατ’ όνομα στους σημερινούς Έλληνες. Επίσης πολλά γεγονότα έχουν διατυπωθεί λανθασμένα και όμως έχουν γίνει αποδεκτά ευρέως. 




Ένα εκ τούτων είναι η «Κτίσις της Ρώμης». Ο Α. Lapple στο βιβλίο του «Ο Άλλος Ιησούς» (μετ. Εύαγ. Γεωργούλα, εκδ. Κονιδάρη 1999, σελ. 17) λέγει: «ως ημερομηνία ιδρύσεως τής Ρώμης θεωρήθηκε το έτος 753 προ Χριστού». Και στη σελ. 18 συμπληρώνει: «ο μοναχός Διονύσιος ο Μικρός το έτος 525 μετά Χριστόν επρότεινε μία χριστιανική χρονολόγηση, τοποθετώντας τη γέννηση του Χριστού στο έτος 754 από κτίσεως Ρώμης. Ωστόσο ο δημιουργός του ημερολογίου έκανε ένα μικρό σφάλμα κατά επτά χρόνια, όπως διαπιστώθηκε αργότερα. Η χρονολόγηση αυτή, που προτάθηκε τον 6ο αιώνα μετά Χριστόν, αποδείχθηκε λανθασμένη από μεταγενέστερους υπολογισμούς, με αποτέλεσμα η ιστορική χρονολογία της γεννήσεως του Χριστού να πρέπει να τοποθετηθεί στο 7ο έτος προ Χρίστου. Το υπολογιστικό λάθος του μονάχου Διονυσίου του Μικρού δεν έχει διορθωθεί μέχρι σήμερα ». Κατόπιν αυτών ο Η.G. Wells στη «Σύντομη Παγκόσμια Ιστορία» του (μετ. Μπ. Γραμμένου, έκδ. Άγκυρα 1971, σελ. 139) λέγει: «Σύμφωνα με τις παλιές χρονολογίες η Ρώμη ιδρύθηκε το 753 προ Χριστού και 23 χρόνια μετά την πρώτη Ολυμπιάδα». 




Ο Μ. Ντινάν στην «Παγκόσμια Ιστορία» του (τόμος 1ος, εκδ. Πάπυρος 1966, σελ. 74) λέγει: «Πάνω στους λόφους πού δεσπόζουν στην περιοχή ιδρύθηκε η Ρώμη το 753 προ Χριστού, σύμφωνα με τη μυθική παράδοση». Ο Θ. Διαμαντόπουλος στη «Συνοπτική Ιστορία των Λαών» (εκδ. 1966, σελ. 146) σημειώνει: «Το 754 προ Χριστού αναφέρεται Ιστορικά σαν χρονολογία ίδρυσης τής Ρώμης». Και ο Η.W. van Loon στην «Ιστορία τής Ανθρωπότητας» (μετ. Π. Βραχιώτης, εκδ. Σελίδες, σελ. 95) λέγει: «Βρισκόμαστε στο 753 από κτίσεως Ρώμης». 




Πότε όμως ιδρύθηκε στην πραγματικότητα η Ρώμη; Ο Πολύβιος λέγει: το 746 π.Χ. Ο Διόδωρος Σικελιώτης στο 7ο βιβλίο της «Ιστορικής Βιβλιοθήκης» του λέγει: «Η Ρώμη εκτίσθη στο δεύτερο έτος της 7ης Ολυμπιάδος» ή το έτος 746 π.Χ. Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς στην Ρωμαϊκή Αρχαιολογία (βιβλ. Α, παρ. 75, εκδ. Τeubner 1967), γράφει: «Ο Ρωμύλος ηγήθη της Ρώμης από τον πρώτου έτους της 7ης Ολυμπιάδος», δηλ. το έτος 747 π.Χ. Ο Ευσέβιος στην «Προπαρασκευή Ευαγγελίου» (βιβλ. 10ον, παρ. 14) αναφέρει: «Ο Αχαζ βασίλεψε 16 έτη. Τότε έγινε η πρώτη Ολυμπιάδα. Τον διεδέχθη ο Εζεκίας επί 29 έτη. Τότε ο Ρωμύλος έκτισε τη Ρώμη και εβασίλευσε ταύτης», δηλ.: 776 π.Χ. - 29 χρ. = 747 π.Χ. Ο Πλούταρχος στο «Βίος Ρωμύλου» (μετ. Μ.Γ. Μερακλή, εκδ. Γαλαξίας 1968, σελ. 64) λέγει: «Ο Ρωμύλος έκτισε την πόλη της Ρώμης το τρίτο της 6ης Ολυμπιάδος», δηλ. το έτος 749 π.Χ. Ήδη παρουσιάζονται πέντε χρονολογίες ιδρύσεως της Ρώμης από αρχαίους συγγραφείς, που η μικρότερη διαφέρει της μεγαλύτερος κατά τρία μόλις χρόνια. Ο «μέσος όρος» των χρονολογιών τούτων είναι το έτος 747 προ Χρίστου. Το 747 π.Χ., αφαιρούμενο από το 754 του Διονυσίου του Μικρού, δίνει υπόλοιπο 7 χρόνια, όσο ήταν το προσδιορισθέν ανωτέρω σφάλμα του περί τής γεννήσεως Χρίστου. 







Αφαιρούμενο όμως από το 753 π.Χ. δίνει υπόλοιπο - 6 χρόνια, πού αντιστοιχούν στη γέννηση του Χριστού, όπως υπολογίσθηκε και αποδείχθηκε από αστρονομικά στοιχεία στο σχετικό άρθρο μου, που δημοσιεύθηκε στο τεύχος 216 του «Δαυλού». Κανονικά η χρονολογία ιδρύσεως τής Ρώμης χρειάζεται διόρθωση, άλλα ποιος μπορεί σήμερα να ασχοληθεί με τέτοιες σταγόνες ιστορικής ψευδολογίας; 




Τα χρονικά διαστήματα τόσο τής Βίβλου όσο και των Ευαγγελίων ορίζονται από της ενάρξεως ή των μεσοδιαστημάτων ή του συνολικού χρόνου της ηγεμονίας ενός βασιλέως. Εκτός τούτου περί του ενιαυτού ή του έτους των Εβραίων σημαντική είναι και η πληροφορία του Ιουλίου Αφρικανού στις «Χρονογραφίες» του (εκδ. Αποστ. Διακ. της Εκκλ. της Ελλάδος, 1958, σελ. 179-180), κατά την οποία: «Οι Εβραίοι αριθμούν τους ενιαυτούς κατά τον δρόμον της Σελήνης... δια τούτο ανά οκτώ χρόνια παρεμβάλλουν τρεις εμβόλιμους μήνας.» Τούτο δεν οδηγεί σε ένα συγκεκριμένο και παραδεκτό υπολογισμό του ετησίου ενιαυτού. Κατ’ ανάγκην σε πολλές περιπτώσεις πολλοί συγγραφείς όπως ο Ιώσηπος, ο Ευσέβιος, ο Ιούλιος ο Αφρικανός και άλλοι για ένα πιο ακριβή χρονολογικό προσδιορισμό χρησιμοποιούν την αρίθμηση των ελληνικών ολυμπιάδων.



Η χρονολογία 750 π.Χ. «από κτίσεως Ρώμης», που αποδίδεται στον Ιώσηπο, δεν συναντάται πουθενά στα έργα του, άλλα πολλές φορές χρησιμοποιεί τη χρονολογική αρίθμηση των Ελληνικών ολυμπιάδων. Έτσι η χρονολογία «750 από κτίσεως Ρώμης» του θανάτου του Ηρώδη είναι αθεμελίωτη και πιθανώς οφείλεται στον χρονολογικό υπολογισμό του Διονυσίου του Μικρού, ο όποιος απεδείχθη πιο πάνω λανθασμένος. Όμως ο Ιώσηπος στο 14ο βιβλίο του, παρ. 389 (εκδ. Weidmann, Βερολίνο 1955) γράφει, ότι: «Ο Ηρώδης αναλαμβάνει την βασιλεία την 184ην Ολυμπιάδα», δηλ. 184 Χ 4 = 736 χρ. - 776 π.Χ. = 40 π.Χ. Κατά τον Ιούλιο Αφρικανό στη σελ. 181 του αναφερθέντος βιβλίου του: «Ο Ηρώδης άνηγορεύθη βασιλιάς τών Ιουδαίων υπό της Συγκλήτου και του Οκτάβιου Σεβαστού, και εβασίλεψε επί 34 χρόνια». Όποτε ο Ηρώδης πέθανε: 40 π.Χ. - 34 χρ. = 6 προ Χρίστου, όπως προσδιορίσθηκε πιο πάνω και στο άρθρο μου του τεύχους 216 του «Δαυλού». Πέθανε περίπου τρεις με τέσσαρες μήνες μετά τη γέννηση του Χρίστου, διότι τον θάνατο του ο Ιωσήφ τον έμαθε στην Αίγυπτο, όπως γράφει ο Ματθαίος (κεφ. Β., παρ. 19). Έπειτα, αν είχε πεθάνει πριν από τη γέννηση του Χρίστου, δεν θα υπήρχε λόγος αναχωρήσεως του Ιωσήφ με τον Ιησού για την Αίγυπτο. 




Κατά τον Ιώσηπο («Αρχαιολογία», βιβλ. 18ον, παρ. 32): «ο Καίσαρ, ο δεύτερος αυτοκράτωρ των Ρωμαίων πεθαίνει επί Αννίου του Ρούφου, αφού βασίλεψε επί 57 χρόνια, και έζησε 77 χρόνια. Τον διαδέχεται ο Τιβέριος» (το έτος 14 μετά Χριστόν, όπως γράφει ό Μ. Ντυνάν, σελ. 153 και ο Η.G . wWells στη σελ. 158 των αναφερθέντων βιβλίων τους). Οπότε ο Καίσαρ ανέλαβε την εξουσία: 14 μ. Χ. - 57 χρ. = 43 προ Χρίστου και γεννήθηκε: 14 μ.Χ. - 77 χρ. = 63 προ Χρίστου. 




Ο Ευσέβιος στην «Εκκλησιαστική Ιστορία» (βιβλ. Α, παρ. 5) γράφει: «Ήταν πλέον το 42ο έτος τής βασιλείας του Αυγούστου, όταν διετάχθη η πρώτη απογραφή, ηγεμονεύοντος στη Συρία του Κυρηνίου». Οπότε η εν λόγω απογραφή, η όποια αναφέρεται και από τον Λουκά (Β, 1), έγινε: 43 π.Χ. (αρχή βασιλείας Αυγούστου) - 42 χρ. = 1 προ Χρίστου. Στο διάστημα του έτους 1 προ Χρίστου, ή μεταξύ του έτους 7 και 6 π.Χ. κατά την χρησιμοποιούμενη παραδοσιακή χρονολόγηση, η Παναγία ήταν έγκυος και το έτος 6 π.Χ. γεννήθηκε ο Ιησούς, όπως αποδεικνύεται στο σχετικό άρθρο μου, πού δημοσιεύτηκε στο τεύχος 216 του «Δαυλού». 




Ο Ευσέβιος στο αναφερθέν βιβλίο του (κεφ. Α, παρ. 9) αναφέρει, ότι: «Στό δωδέκατο έτος της βασιλείας του Τιβερίου εγκαθίσταται επίτροπος της Ιουδαίας ο Πιλάτος». Στο δέκατο πέμπτο έτος της βασιλείας του Τιβερίου (όπως λέγει και ο Λουκάς στο κεφ. Γ΄, παρ. 1 του Ευαγγελίου του) ο Πιλάτος έκλεινε τέσσερα χρόνια στην Ιουδαία, ενώ ο Ιησούς (κλείνοντας το 29ο έτος της ηλικίας του) εισηρχετο στο 30ό έτος, και, αφού βαπτίστηκε, άρχισε το κήρυγμα του Ευαγγελίου του (όπως γράφει και ο Λουκάς στην παρ. 23 του ιδίου κεφαλαίου). Εκ των στοιχείων τούτων έχομε: 




14 μ.Χ. (αρχή Τιβερίου) +12 χρ. = 26 μ.Χ., (αρχή της εξουσίας του Πιλάτου). Όποτε τα τέσσαρα χρόνια αντιστοιχούν στα 26,27,28 και 29, κατά τα όποια ο Πιλάτος εξακολουθούσε να είναι επίτροπος της Ιουδαίας. Αλλά το ίδιο εξαγόμενο προκύπτει από: 14 μ.Χ. (αρχή της βασιλείας του Τιβερίου) + 15 χρ. = 29 μ.Χ. (τότε αρχίζει η δημοσία παρουσία του Ιησού, όταν συμπλήρωσε το 29ο έτος της ηλικίας του και εισήρχετο στο 30ό). Τέλος ο Ευσέβιος στο Β΄ βιβλίο του (παρ. 4) αναφέρει, ότι: «ο Τιβέριος πέθανε, αφού βασίλεψε επί 22 χρόνια», δηλαδή το έτος 36 μ.Χ. Το ίδιο έτος, το 36 μ.Χ., έφυγε και ό Πιλάτος από την Ιουδαία, αφού ηγεμόνευσε επί δέκα χρόνια, όπως λέγει και ο Ευσέβιος στο αναφερθέν βιβλίο του (Α΄, παρ. 9.2.). 




Η υπόθεση της σταυρώσεως του Ιησού είναι θέμα ώρας, και ο Ιωάννης λέγει περί αυτού (κεφ. ΙΘ, παρ. 14-34): «Ήταν Παρασκευή του Πάσχα, περί την έκτην ώρα και ο Πιλάτος παρέδωσε σ’ αυτούς τον Ιησούν, για να σταυρωθη. Τον έφεραν στον Κρανίον τόπον, όπου τον σταύρωσαν εν μέσω δύο κακούργων. Τότε οι στρατιώτες διεμερίσαντο τα ιμάτια τον». Στις έξι η ώρα το πρωί τελείωσε η δίκη του Πιλάτου και παρέδωσε τον Ιησού στους Ιουδαίους για να τον σταυρώσουν. Σε αυτά συμφωνούν περίπου και οι υπόλοιποι ευαγγελιστές, με την διαφορά ότι στο διάστημα από 6ης μέχρις 9ης ώρας αναφέρουν ότι παρατηρήθηκε μείωση του ηλιακού φωτός λόγω εκλείψεως. Επίσης αναφέρουν, ότι περί την 9ην πρωινήν ώρα ο Ιησούς παρέδωσε το πνεύμα του. Και προσθέτει ο Ιωάννης στις παρ. 31-33: «Λοιπόν οι Ιουδαίοι, για να μην μείνουν τα σώματα στο σταυρό το Σάββατο, γιατί ήταν Παρασκευή το απόγευμα (ή το βραδάκι), ρώτησαν τον Πιλάτο, για να συντρίψουν τα σκέλη των σταυρωμένων, άλλα ο Ιησούς ήταν πεθαμένος και δεν του συνέτριψαν τα σκέλη, αλλά ένας των στρατιωτών τον κέντησε με την λόγχη και αμέσως έτρεξε αίμα και νερό». Αυτό σημαίνει, ότι το σώμα του Ιησού ήταν ακόμη ζεστό. Άρα εξέπνευσε περί την ένατη πρωινήν ώρα, και η νύξις διά της λόγχης έγινε περίπου τις απογευματινές ώρες της Παρασκευής. Κατά συνέπειαν την 12η ώρα δεν δικαζόταν ο Ιησούς, αλλά ήταν ήδη νεκρός επί του σταυρού. Για το θέμα της εκλείψεως του ήλιου, την οποίαν αναφέρουν οι ευαγγελιστές Ματθαίος, Μάρκος και Λουκάς, πλην του Ιωάννου, όπως απεδείχθη υπολογιστικά από αστρονομικά στοιχεία στο τεύχος 216 του «Δαυλού» (πού διωρθώθηκε στο τεύχος 218 και επεξηγήθηκε στο τεύχος 221), έγινε την 18ην Απριλίου του έτους 31 μετά Χριστόν. 




Η ημερομηνία του Πάσχα των Εβραίων καθορίσθηκε από τον Μωυσή (Έξοδος, κεφ. ΙΒ, παρ. 2 και 6): «ο μήνας αυτός είναι ή αρχή των μηνών, πρώτος είναι για σας στους μήνες του ενιαυτού. Την δεκάτην αυτού τον μηνός κάθε οικογένεια να αγοράσει ένα πρόβατο. Να το διατηρήσετε μέχρι την 14η του μηνός τούτον, οπότε να το σφάξετε (εις ανάμνηση της εξόδου εκ της Αιγύπτου)». Πότε άρχιζε το νέο έτος; Πώς λεγόταν ο πρώτος μήνας του νέου έτους; Άγνωστον. Οι Εβραίοι χρησιμοποιούσαν και χρησιμοποιούν το σεληνιακό ημερολόγιο. Αλλά οι ημέρες της εβδομάδος δεν συμπίπτουν με τις φάσεις της σελήνης. Είναι φυσικόν ότι η αρχή των σεληνιακών φάσεων σπάνια συμπίπτει με την ήμερα της εβδομάδος ή του μηνός. Έτσι 14η του πρώτου μηνός του έτους του Μωυσή δεν μπορεί να έχει καμιά σχέση με την 14ην ενός μηνός, που ονομάσθηκε Νισάν σε μεταγενέστερη εποχή χωρίς καμιά αναγωγή αφετηρίας. Μία πρώτη ένδειξη ονοματοθεσίας των εβραϊκών μηνών αναφέρεται στη Βίβλο (Βασιλειών Γ, παρ. 1γ), όπου: « Στο 4ο έτος της βασιλείας του Σολομώντος εθεμελιώθη ο ναός τον Κυρίου, στον δεύτερο μήνα, τον Νισώ. Το 11ο έτος στον όγδοο μήνα, τον Βάαλ, ετελείωσε ο ναός». Δηλαδή περί το 953 προ Χρίστου, όπως αποδεικνύεται στο βιβλίο μου «Η Αναχρονολόγηση της Προϊστορίας» (εκδ. «Δαυλός» 1999). Σε δεύτερη φάση μήνες με ονόματα αναφέρονται από τα βιβλία του Έσδρα κατά την εποχή της βασιλείας του Δαρείου και της Εσθήρ κατά την εποχή του Αρταξέρξου. 




Περί της εορτής του εβραϊκού Πάσχα πέραν των εντολών του Μωυσή, πού αναφέρθηκαν πιο πάνω, υπάρχει και άλλη απόφαση καταχωρισμένη στη Βίβλο (Παραλειπόμενα, κεφ. Λ, παρ. 12), που λέγει: «και αποφάσισε ο βασιλεύς (Εζεκίας, 726-697 προ Χριστού) και οι άρχοντες και όλη η εκκλησία να εορτάζουν το Φασέκ (το Πάσχα) στον δεύτερο μήνα». Και στην παράγραφο 13 προστίθεται: «και συγκεντρώθηκε στην Ιερουσαλήμ λαός πολύς, για να αποφασίσουν να κάνουν την εορτή των άζυμων τον δεύτερο μήνα και έκαμαν το Φασέκ (Φάσκα ή Πάσχα) την 14η του δευτέρου μηνός (οπότε ή απόφαση ήταν έγκυρη, γιατί ελήφθη με την παρουσία μεγάλου πλήθους)». 




Προκύπτει όμως το βασανιστικό ερώτημα: Ποιος ήταν ο δεύτερος μήνας των Εβραίων; Σε αυτό έρχεται να απάντηση ο Εβραίος Ιώσηπος στην «Ιουδαϊκή Αρχαιολογία» (βιβλ. 3ο, παρ. 201), όπου λέγει: «Αρχομένου του δευτέρου έτους στον μήνα Ξανθικον των Μακεδόνων, Νισάν δε κατά τους Εβραίους, στην πρώτη του μηνός». Το στοιχείο αυτό συμπληρώνει ο Ευσέβιος στο βιβλίο του «De Martyribus Palaestinae» (βιβλ. 1ο παρ. 1η) λέγοντας: «Ο Ξανθικός των Μακεδόνων είναι ο Απρίλιος των Ρωμαίων». Όποτε ο Νισάν των Εβραίων μεταφέρθηκε από την πρώτη θέση του Μωυσή στη δεύτερη κατόπιν αποφάσεως του λαού και της ηγεσίας του και ταυτίστηκε με τον μήνα Ξανθικον των Μακεδόνων και τον Απρίλιο των Ρωμαίων, ο όποιος είναι ακόμη και σήμερα σε παγκόσμια σχεδόν χρήση. Κατά συνέπειαν με τα δεδομένα αυτά τής Βίβλου, του Ιωσήπου και του Ευσεβίου ο Ιησούς σταυρώθηκε κατά μήνα Απρίλιον και δη την 13η Απριλίου. 





Στο άρθρο μου «Ο Χριστός γεννήθηκε το 6 π.Χ.», που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 216 του «Δαυλού», προσδιορίστηκε από αστρονομικά στοιχεία, ότι ο Ιησούς σταυρώθηκε την 18η Απριλίου του 6 μ.Χ., διορθώθηκε στο τεύχος 218 του «Δαυλού», επαληθεύοντας περίπου ακριβώς το προηγούμενο εξαγόμενο εκ των βιβλικών δεδομένων. 




Από τα στοιχεία αυτά, πού προέκυψαν από μία συμπληρωματική έρευνα του όλου θέματος, προσδιορίζονται με χρονολογική ακρίβεια τα ακόλουθα γεγονότα τής ιστορίας: 




α. - 747 π.Χ. Κτίση τής Ρώμης. 




β. - 63 π.Χ. Γέννηση του Καίσαρος Αυγούστου 




γ. - 43 π.Χ. Ο Καίσαρ Αύγουστος αναλαμβάνει αυτοκράτωρ 




δ. - 40 π.Χ. Ο Ηρώδης αναλαμβάνει βασιλεύς των Ιουδαίων 




ε. - 7 π.Χ. Η απογράφη των Ιουδαίων 




στ. - 6 π.Χ. Η γέννηση του Ιησού Χρίστου 




ζ. - 6 π.Χ. Ο θάνατος του Ηρώδη 




η. -14 μ.Χ. Ο θάνατος του Καίσαρος Αυγούστου 




θ. -14 μ.Χ. Ο Τιβέριος αυτοκράτωρ των Ρωμαίων 




ι. - 26 μ.Χ. Ο Πιλάτος επίτροπος των Ιουδαίων 




ια. - 29 - 30 μ.Χ. Η δημόσια εμφάνιση του Ιησού 




ιβ. - 31 μ.Χ. (18η Απρ.) Η σταύρωση του 




ιγ. - 36 μ.Χ. Ο θάνατος του Τιβερίου. 




Αυτή είναι ή πραγματική ιστορία και χρειάζεται διόρθωση. Υπάρχει κανείς, για να τη διόρθωση; 




Κων. Β. Κουτρουβέλης 




Πηγή: Κων. Β, Κουτρουβέλης, Περιοδικό Δαυλός, τεύχος 240, σσ. 15469-15472 










Μυθοπλάστης: Κων. Β. Κουτρουβέλης 




Απάντηση: 




Ο Χρόνος της Κτίσεως της Ρώμης 




Μπορεί να μην τύχει αναφοράς εφόσον ο χρόνος γεννήσεως του Ιησού Χριστού δεν καθορίζεται σύμφωνα με αυτό το γεγονός μέσα στα Ευαγγέλια αλλά σύμφωνα με άλλα. 




Ο Ηρώδης 




«Η χρονολογία 750 π.Χ. «από κτίσεως Ρώμης», που αποδίδεται στον Ιώσηπο, δεν συναντάται πουθενά στα έργα του, άλλα πολλές φορές χρησιμοποιεί τη χρονολογική αρίθμηση των Ελληνικών ολυμπιάδων. Έτσι η χρονολογία «750 από κτίσεως Ρώμης» του θανάτου του Ηρώδη είναι αθεμελίωτη και πιθανώς οφείλεται στον χρονολογικό υπολογισμό του Διονυσίου του Μικρού, ο όποιος απεδείχθη πιο πάνω λανθασμένος. Όμως ο Ιώσηπος στο 14ο βιβλίο του, παρ. 389 (εκδ. Weidmann, Βερολίνο 1955) γράφει, ότι: «Ο Ηρώδης αναλαμβάνει την βασιλεία την 184ην Ολυμπιάδα», δηλ. 184 Χ 4 = 736 χρ. - 776 π.Χ. = 40 π.Χ. Κατά τον Ιούλιο Αφρικανό στη σελ. 181 του αναφερθέντος βιβλίου του: «Ο Ηρώδης άνηγορεύθη βασιλιάς τών Ιουδαίων υπό της Συγκλήτου και του Οκτάβιου Σεβαστού, και εβασίλεψε επί 34 χρόνια». Όποτε ο Ηρώδης πέθανε: 40 π.Χ. - 34 χρ. = 6 προ Χρίστου, όπως προσδιορίσθηκε πιο πάνω και στο άρθρο μου του τεύχους 216 του «Δαυλού». Πέθανε περίπου τρεις με τέσσαρες μήνες μετά τη γέννηση του Χρίστου, διότι τον θάνατο του ο Ιωσήφ τον έμαθε στην Αίγυπτο, όπως γράφει ο Ματθαίος (κεφ. Β., παρ. 19). Έπειτα, αν είχε πεθάνει πριν από τη γέννηση του Χρίστου, δεν θα υπήρχε λόγος αναχωρήσεως του Ιωσήφ με τον Ιησού για την Αίγυπτο.» 




Ο Ηρώδης αναγορεύθη το 40 π.Χ. Βασιλιάς αλλά δεν άρχισε να βασιλεύει αμέσως. 




Η Απογραφή 




Κατά τον Ιώσηπο («Αρχαιολογία», βιβλ. 18ον, παρ. 32): «ο Καίσαρ, ο δεύτερος αυτοκράτωρ των Ρωμαίων πεθαίνει επί Αννίου του Ρούφου, αφού βασίλεψε επί 57 χρόνια, και έζησε 77 χρόνια. Τον διαδέχεται ο Τιβέριος» (το έτος 14 μετά Χριστόν, όπως γράφει ό Μ. Ντυνάν, σελ. 153 και ο Η.G . wWells στη σελ. 158 των αναφερθέντων βιβλίων τους). Οπότε ο Καίσαρ ανέλαβε την εξουσία: 14 μ. Χ. - 57 χρ. = 43 προ Χρίστου και γεννήθηκε: 14 μ.Χ. - 77 χρ. = 63 προ Χρίστου. 




Ο Ευσέβιος στην «Εκκλησιαστική Ιστορία» (βιβλ. Α, παρ. 5) γράφει: «Ήταν πλέον το 42ο έτος τής βασιλείας του Αυγούστου, όταν διετάχθη η πρώτη απογραφή, ηγεμονεύοντος στη Συρία του Κυρηνίου». Οπότε η εν λόγω απογραφή, η όποια αναφέρεται και από τον Λουκά (Β, 1), έγινε: 43 π.Χ. (αρχή βασιλείας Αυγούστου) - 42 χρ. = 1 προ Χρίστου. Στο διάστημα του έτους 1 προ Χρίστου, ή μεταξύ του έτους 7 και 6 π.Χ. κατά την χρησιμοποιούμενη παραδοσιακή χρονολόγηση, η Παναγία ήταν έγκυος και το έτος 6 π.Χ. γεννήθηκε ο Ιησούς, όπως αποδεικνύεται στο σχετικό άρθρο μου, πού δημοσιεύτηκε στο τεύχος 216 του «Δαυλού». 




Δεν είναι αυτή του Αυγούστου αλλά 




Η «Ιστορία» 




α. - 747 π.Χ. Κτίση τής Ρώμης. 




β. - 63 π.Χ. Γέννηση του Καίσαρος Αυγούστου 




γ. - 43 π.Χ. Ο Καίσαρ Αύγουστος αναλαμβάνει αυτοκράτωρ 




δ. - 40 π.Χ. Ο Ηρώδης αναλαμβάνει βασιλεύς των Ιουδαίων 




ε. - 7 π.Χ. Η απογράφη των Ιουδαίων 




στ. - 6 π.Χ. Η γέννηση του Ιησού Χρίστου 




ζ. - 6 π.Χ. Ο θάνατος του Ηρώδη 




η. -14 μ.Χ. Ο θάνατος του Καίσαρος Αυγούστου 




θ. -14 μ.Χ. Ο Τιβέριος αυτοκράτωρ των Ρωμαίων 




ι. - 26 μ.Χ. Ο Πιλάτος επίτροπος των Ιουδαίων 




ια. - 29 - 30 μ.Χ. Η δημόσια εμφάνιση του Ιησού 




ιβ. - 31 μ.Χ. (18η Απρ.) Η σταύρωση του 




ιγ. - 36 μ.Χ. Ο θάνατος του Τιβερίου. 




Αυτή είναι ή πραγματική ιστορία και χρειάζεται διόρθωση. Υπάρχει κανείς, για να τη διόρθωση; 




Κων. Β. Κουτρουβέλης 




Αμ δεν είναι αυτή όπως φαίνεται η ιστορία.


via

Pages