Του Πέτρου Αργυρίου
Είμαστε τρία πρεζάκια, γνωστά στην πιάτσα από καιρό. Ο Τόλης, ο Μάκης και εγώ.
Η πιάτσα έχει στεγνώσει. Ρευστά δεν υπάρχουν. Κασέρι δεν παίζει.
Φάγαμε τα λεφτά του μπαμπά. Όλα. Στην πρέζα.
Η γριά μάνα μας μας ρωτούσε: που πήγαν τα λεφτά; Τις λέγαμε λεφτά υπάρχουν.
Και όταν δεν είχε λεφτά ούτε για ψωμί, τις λέγαμε μαζί τα φάγαμε γιατί κάποτε της είχα δώσει μια μπουκιά από το σταφιδόψωμο που το χε δώσει στον Μάκη μια άλλη γριά όταν εκείνος επαιτούσε για τη δόση του. «Δεν έχω λεφτά να φάω ένα σάντουιτς» έλεγε. Πάρε παιδάκι μου να φας. Έτσι κατέληξε το σταφιδόψωμο στη μάνα μου.
Δεν πείθαμε πλέον. Τότε ο Μάκης βρήκε μια φοβερή ιδέα, μια από τις συνολικά 5 ιδέες που είχε στη ζωή του. Τους πολιτικούς γιατί τους εμπιστεύονται παρότι είναι χειρότεροι από εμάς, αναρωτήθηκε φωναχτά.
Έτσι λοιπόν καθήσαμε και είδαμε τηλεόραση και μάθαμε την πολιτική γλώσσα που μας άλλαξε τη ζωή.
Έτσι λοιπόν σταματήσαμε να βρίζουμε τις μάνες μας και να απειλούμε θεούς και δαίμονες για να πάρουμε τη δόση μας. Φτιάξαμε τον πολιτισμό της πρέζας.
Αντί να λέμε αν δε μου δώσεις το σταυρουδάκι που σου χάρισε ο μπαμπάς στα νιάτα σας θα σε γαμήσω γιατί αν δεν μου το δώσεις θα με γαμήσει ο πρεζέμπορας, λέγαμε, μαμά πρέπει να φανούμε αξιόπιστοι.
Οι μαμάδες άρχισαν να μας βλέπουν με άλλο μάτι. Σαν να ήμασταν αξιόπιστοι. Και αξιόπιστοι σήμαινε να εξαπατάμε και την ίδια τη μάνα μας για έχουμε λεφτά να πάρουμε τη δόση μας.
«Μαμά, θέλουμε φράγκα για να πάρουμε τη δόση μας». Όχι δεν τα λέγαμε αυτά. Λέγαμε μάνα, η γειτονιά θέλει ρευστότητα». Και να σου που η μάνα μας έδινε τα κρυμμένα ασημικά να τα ρευστοποιήσουμε. Ρευστότητα=ρευστοποίηση.
Όταν τελειώσαν τα ασημικά αρχίσαμε να μιλάμε για ισοδύναμα. Μάνα πρέπει να βρούμε ισοδύναμα. Την πρήξαμε στα ισοδύναμα. Και τι είναι αυτά τα ισοδύναμα γιόκα μου; Έτσι η μάνα μας έδωσε τον ισοδύναμο χρυσό σταυρό που φορούσε στο σταφιδιασμένο λαιμό από τα νιάτα της, δώρο έρωτα από τον νεκρό πια πατέρα. Εκείνη ήταν η μέρα που η μάνα πέθανε μέσα της. Έτσι σιωπηλά και αδιαμαρτύρητα.
Όταν ερχόταν πια ο πρεζέμπορας μέσα στο σπίτι ελεύθερα και σήκωνε ότι ήθελε, η μάνα φοβέριζε ότι θα καλούσε τους μπάτσους. Τις έλεγα, όχι μάνα θα κάνωεπαναδιαπραγμάτευση. Τι ναι τούτο πάλι σκεφτόταν η γριά. Κάτι παραπάνω θα ξέρει το παιδί.
Επειδή για τον πρεζέμπορα τα περισσότερα πράγματα στο σπίτι ήταν άχρηστα σκεφτήκαμε να τον εξευμενίσουμε με άλλο τρόπο. Φέρναμε τις πόρνες του στο σπίτι και της αφήναμε να παίρνουν αυτές ότι θέλουν. Τι κακό έφερες πάλι στο σπίτι, διαμαρτυρόταν ξεψυχισμένα η μάνα μου: Επενδύσεις τις απαντούσα και της έκοβα το βήχα.
Όταν πια λεφτά δε μας δίναν ούτε καν οι τοκογλύφοι, σκεφτήκαμε να πουλήσουμε τα χρυσά δόντια της μάνας τα οποία θα τα ξεριζώναμε ένα ένα με τα χεράκια μας. Τι κάνεις γιέ μου; Ανακεφαλαίωση μάνα. Θα πάρω τα δόντια σου θα τα δώσω στον κύριο Σούλη (μεγαλοτοκογλύφο), αυτός θα δώσει λεφτά στον κυρ Σαδίκ (επίσης τοκογλύφο) και ο κυρ Σαδίκ θα αρχίσει να μοιράζει λεφτά στη γειτονία.
Πάλι με χρόνια και καιρούς πάλι δικά μας θα είναι τις έλεγα. Άλλωστε τι να τα κάνει τα χρυσά δόντια η μάνα αφού δεν είχε πια να φάει. Στον τάφο της θα τα παιρνε;
Η γριά Ελλάδα σήμερα δεν έχει να φάει. Η μόνη που τις λένε καλημέρα είναι οι πρεζέμπορες και οι τοκογλύφοι. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν τη δέρνουν κιόλας. Εμείς συνεχίζουμε να κυκλοφορούμε στην πιάτσα και να πουλάμε πράγματα άλλων για να εξαγοράζουμε όνειρα.
Κάποτε σε αυτόν τον τόπο πριν εμφανιστούν οι ορδές των παραμορφωμένων, υπήρχαν καλοί άνθρωποι που δεν χρειαζόντουσαν ούτε τον Μαρξ ούτε τον Άνταμς ούτε κανένα για να τους πει ότι κάτι είναι σωστό ή λάθος, ότι κάποιος είναι κλέφτης ή τίμιος. Άραγε που πήγε η λέξη τίμιος σε αυτήν την κοινωνία; Κάποτε η κοινωνία είχε αυτό που χρειαζόταν για να επιβιώσει μια κοινωνία: Ένα βασικό αίσθημα δικαίου.
Σήμερα δεν υπάρχουν καν άνθρωποι. Σήμερα η κοινωνία είναι φτιαγμένη από προϊόντα και ανθρώπους που μπορούν να τα αγοράσουν ή όχι. Πολύ πριν η κοινωνία εκφασιστεί είχε εκπορνευτεί και σε αυτό ενέδωσαν όλοι. Ποιος θα ακούσει τα παράπονα μιας πόρνης που την κακοποιεί ο νταβατζής όταν όλοι ξέρουν ότι ο νταβατζής της ήταν της απολύτου αρεσκείας της;
agriazwa
Είμαστε τρία πρεζάκια, γνωστά στην πιάτσα από καιρό. Ο Τόλης, ο Μάκης και εγώ.
Η πιάτσα έχει στεγνώσει. Ρευστά δεν υπάρχουν. Κασέρι δεν παίζει.
Φάγαμε τα λεφτά του μπαμπά. Όλα. Στην πρέζα.
Η γριά μάνα μας μας ρωτούσε: που πήγαν τα λεφτά; Τις λέγαμε λεφτά υπάρχουν.
Και όταν δεν είχε λεφτά ούτε για ψωμί, τις λέγαμε μαζί τα φάγαμε γιατί κάποτε της είχα δώσει μια μπουκιά από το σταφιδόψωμο που το χε δώσει στον Μάκη μια άλλη γριά όταν εκείνος επαιτούσε για τη δόση του. «Δεν έχω λεφτά να φάω ένα σάντουιτς» έλεγε. Πάρε παιδάκι μου να φας. Έτσι κατέληξε το σταφιδόψωμο στη μάνα μου.
Δεν πείθαμε πλέον. Τότε ο Μάκης βρήκε μια φοβερή ιδέα, μια από τις συνολικά 5 ιδέες που είχε στη ζωή του. Τους πολιτικούς γιατί τους εμπιστεύονται παρότι είναι χειρότεροι από εμάς, αναρωτήθηκε φωναχτά.
Έτσι λοιπόν καθήσαμε και είδαμε τηλεόραση και μάθαμε την πολιτική γλώσσα που μας άλλαξε τη ζωή.
Έτσι λοιπόν σταματήσαμε να βρίζουμε τις μάνες μας και να απειλούμε θεούς και δαίμονες για να πάρουμε τη δόση μας. Φτιάξαμε τον πολιτισμό της πρέζας.
Αντί να λέμε αν δε μου δώσεις το σταυρουδάκι που σου χάρισε ο μπαμπάς στα νιάτα σας θα σε γαμήσω γιατί αν δεν μου το δώσεις θα με γαμήσει ο πρεζέμπορας, λέγαμε, μαμά πρέπει να φανούμε αξιόπιστοι.
Οι μαμάδες άρχισαν να μας βλέπουν με άλλο μάτι. Σαν να ήμασταν αξιόπιστοι. Και αξιόπιστοι σήμαινε να εξαπατάμε και την ίδια τη μάνα μας για έχουμε λεφτά να πάρουμε τη δόση μας.
«Μαμά, θέλουμε φράγκα για να πάρουμε τη δόση μας». Όχι δεν τα λέγαμε αυτά. Λέγαμε μάνα, η γειτονιά θέλει ρευστότητα». Και να σου που η μάνα μας έδινε τα κρυμμένα ασημικά να τα ρευστοποιήσουμε. Ρευστότητα=ρευστοποίηση.
Όταν τελειώσαν τα ασημικά αρχίσαμε να μιλάμε για ισοδύναμα. Μάνα πρέπει να βρούμε ισοδύναμα. Την πρήξαμε στα ισοδύναμα. Και τι είναι αυτά τα ισοδύναμα γιόκα μου; Έτσι η μάνα μας έδωσε τον ισοδύναμο χρυσό σταυρό που φορούσε στο σταφιδιασμένο λαιμό από τα νιάτα της, δώρο έρωτα από τον νεκρό πια πατέρα. Εκείνη ήταν η μέρα που η μάνα πέθανε μέσα της. Έτσι σιωπηλά και αδιαμαρτύρητα.
Όταν ερχόταν πια ο πρεζέμπορας μέσα στο σπίτι ελεύθερα και σήκωνε ότι ήθελε, η μάνα φοβέριζε ότι θα καλούσε τους μπάτσους. Τις έλεγα, όχι μάνα θα κάνωεπαναδιαπραγμάτευση. Τι ναι τούτο πάλι σκεφτόταν η γριά. Κάτι παραπάνω θα ξέρει το παιδί.
Επειδή για τον πρεζέμπορα τα περισσότερα πράγματα στο σπίτι ήταν άχρηστα σκεφτήκαμε να τον εξευμενίσουμε με άλλο τρόπο. Φέρναμε τις πόρνες του στο σπίτι και της αφήναμε να παίρνουν αυτές ότι θέλουν. Τι κακό έφερες πάλι στο σπίτι, διαμαρτυρόταν ξεψυχισμένα η μάνα μου: Επενδύσεις τις απαντούσα και της έκοβα το βήχα.
Όταν πια λεφτά δε μας δίναν ούτε καν οι τοκογλύφοι, σκεφτήκαμε να πουλήσουμε τα χρυσά δόντια της μάνας τα οποία θα τα ξεριζώναμε ένα ένα με τα χεράκια μας. Τι κάνεις γιέ μου; Ανακεφαλαίωση μάνα. Θα πάρω τα δόντια σου θα τα δώσω στον κύριο Σούλη (μεγαλοτοκογλύφο), αυτός θα δώσει λεφτά στον κυρ Σαδίκ (επίσης τοκογλύφο) και ο κυρ Σαδίκ θα αρχίσει να μοιράζει λεφτά στη γειτονία.
Πάλι με χρόνια και καιρούς πάλι δικά μας θα είναι τις έλεγα. Άλλωστε τι να τα κάνει τα χρυσά δόντια η μάνα αφού δεν είχε πια να φάει. Στον τάφο της θα τα παιρνε;
Η γριά Ελλάδα σήμερα δεν έχει να φάει. Η μόνη που τις λένε καλημέρα είναι οι πρεζέμπορες και οι τοκογλύφοι. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν τη δέρνουν κιόλας. Εμείς συνεχίζουμε να κυκλοφορούμε στην πιάτσα και να πουλάμε πράγματα άλλων για να εξαγοράζουμε όνειρα.
Κάποτε σε αυτόν τον τόπο πριν εμφανιστούν οι ορδές των παραμορφωμένων, υπήρχαν καλοί άνθρωποι που δεν χρειαζόντουσαν ούτε τον Μαρξ ούτε τον Άνταμς ούτε κανένα για να τους πει ότι κάτι είναι σωστό ή λάθος, ότι κάποιος είναι κλέφτης ή τίμιος. Άραγε που πήγε η λέξη τίμιος σε αυτήν την κοινωνία; Κάποτε η κοινωνία είχε αυτό που χρειαζόταν για να επιβιώσει μια κοινωνία: Ένα βασικό αίσθημα δικαίου.
Σήμερα δεν υπάρχουν καν άνθρωποι. Σήμερα η κοινωνία είναι φτιαγμένη από προϊόντα και ανθρώπους που μπορούν να τα αγοράσουν ή όχι. Πολύ πριν η κοινωνία εκφασιστεί είχε εκπορνευτεί και σε αυτό ενέδωσαν όλοι. Ποιος θα ακούσει τα παράπονα μιας πόρνης που την κακοποιεί ο νταβατζής όταν όλοι ξέρουν ότι ο νταβατζής της ήταν της απολύτου αρεσκείας της;
agriazwa