Έχουμε αναφερθεί πολλές φορές στον άγιο γέροντα Πορφύριο Καυσοκαλυβίτη (1906-1991 – η επωνυμία από την παραμονή του στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους). Η περίπτωσή του έχει μελετηθεί αρκετά και υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία για το πρόσωπό του, όπως και για τον άλλο εξαιρετικά χαρισματούχο σύγχρονο άγιο του Αγίου Όρους, το γέροντα Παΐσιο. Το Μάιο του 2007, στο χώρο της μονής Χρυσοπηγής Χανίων διοργανώθηκε διεθνές συνέδριο για το πρόσωπό του, με τη συμμετοχή πλήθους εισηγητών, μεταξύ των οποίων οι Γεώργιος Κρουσταλάκης, καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, Ηλίας Κουρούμαλης, καθηγητής της Ιατρικής Σχολής πανεπιστημίου Κρήτης (με το θέμα «Ο Γέροντας Πορφύριος και οι ιατρικές του εμπειρίες»), Hannu Poyhonen, καθηγητής της Θεολογίας Ακαδημίας Νέου Βάλαμο Φινλανδίας, Marianne Boesen, λέκτορας του πανεπιστημίου Aarhus Δανίας, ιερομόναχος Λεόντιος, καθηγητής της Θεολογικής Ακαδημίας Αγίου Σεργίου Μόσχας, ο πρεσβύτερος Ιωάννης Raffan (με το ιδιαίτερα ενδιαφέρον θέμα «Η ανάγνωση του βιβλίου Βίος και λόγοι, Γέροντος Προφυρίου Καυσοκαλυβίτου στη Δύση») κ.π.ά.
Εκτός της βιβλιογραφίας, είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι στο χωριό Πλατάνια Ρεθύμνης (του καποδιστριακού δήμου Κουρητών, πολύ κοντά στο χωριό μου, το Αποδούλου) πριν λίγα χρόνια αναστηλώθηκε ένα εξωκλήσι του αγίου Χαραλάμπους, στη θέση παλαιού, αφανισμένου ναΐσκου, που τα θεμέλιά του ανακαλύφθηκαν με ανασκαφή μετά από όραμα του γέροντα και πληροφορία που έδωσε σε άγνωστό του κάτοικο του χωριού, που είχε έρθει σ’ αυτόν να εξομολογηθεί, ανύποπτος για την αγιότητά του. Συνεπώς, η ιδέα ότι τα χαρίσματα του γέροντα αποτελούν ένα είδος αστικού μύθου, θα το θέσω απλά, είναι εσφαλμένη.
Τι έλεγε όμως ο ίδιος ο γέροντας για το θέμα αυτό; Υπάρχουν αρκετές «αυτομαρτυρίες» αγίων για τα χαρίσματά τους, όπως του αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη, του γέροντα Παΐσιου κ.ά. Ο γέροντας Πορφύριος μιλάει γι’ αυτά στο βιβλίο Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος και Λόγοι, έκδ. ιεράς μονής Χρυσοπηγής Χανίων, Χανιά 2006, από μαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις του γέροντα στις μοναχές της μονής. Εκεί, μεταξύ πολλών άλλων, ο άγιος αναφέρει:
«Να σας πω πώς μου συνέβηκε. Ένα πρωί, κατά τις τρεισήμισι, επήγα στο Καθολικό, στην Αγία Τριάδα, για την ακολουθία. Ήταν νωρίς ακόμη. Δεν είχε χτυπήσει ακόμη το σήμαντρο. Κανείς δεν ήταν μες στην εκκλησία. Κάθισα στον πρόναο, κάτω από μία σκάλα. Ήμουν αθέατος και προσευχόμουν. Σε μια στιγμή ανοίγει η πόρτα της εκκλησίας και μπαίνει ένας ψηλός κι ηλικιωμένος μοναχός. Ήταν ο Γερο-Δημάς. Μόλις μπήκε, κοίταξε δεξιά-αριστερά· δεν είδε κανένα. Τότε, λοιπόν, κρατώντας ένα μεγάλο κομποσχοίνι, άρχισε τις μετάνοιες τις στρωτές, πολλές και γρήγορες, κι έλεγε συνεχώς: “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με... Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς”. Σε λίγο έπεσε σ’ έκσταση[1]. Δεν μπορώ, δεν βρίσκω λόγια να σας περιγράψω τη συμπεριφορά του απέναντι στον Θεό· κινήσεις αγάπης και λατρείας, κινήσεις θείου έρωτος, θείας αγάπης κι αφοσιώσεως. Τον είδα να στέκεται, ν’ ανοίγει τα χέρια του όρθιος, σε σχήμα σταυρού, όπως έκανε ο Μωυσής στη θάλασσα, κι έκανε ένα πράγμα: “Ούουουουου!...”. Τι ήταν αυτό; Ήταν μέσα στην χάρι. Έλαμπε μέσα στο φως. Αυτό ήταν! Αμέσως μου μετέδωσε την ευχή. Αμέσως μπήκα στη δική του ατμόσφαιρα. Δεν με είχε δει. Ακούστε με. Συγκινήθηκα κι άρχισα να κλαίω. Ήλθε σ’ εμένανε τον ταπεινό κι ανάξιο η χάρις του Θεού. Πώς να σας το πω; Μου μετέδωσε την χάρι. Δηλαδή η χάρις που είχε εκείνος ο άγιος ακτινοβόλησε και στη δική μου την ψυχή. Μου μετέδωσε τα χαρίσματά του τα πνευματικά».
«Η χαρά μου γίνεται πολύ μεγάλη όταν ο άλλος μου βεβαιώνει ότι αυτό που “βλέπω” είναι πράγματι έτσι, γιατί καταλαβαίνω πως αυτή η γνώση δεν προέρχεται παρά μόνον εκ Θεού. Να σας πω τι εννοώ. Σας ζητάω πολλές φορές να μου διαβάσετε[2] μία παράγραφο, παραδείγματος χάριν, από κάποιον Πατέρα και σας λέω: “Κοιτάξτε στη σελίδα δέκα, στην παράγραφο δύο, στο μέσον της σελίδας και θα το βρείτε αυτό που σας είπα”. Ανοίγεται, πράγματι, στη συγκεκριμένη σελίδα, το βρίσκετε, μου το διαβάζετε. Είναι γραμμένο ακριβώς όπως σας το έχω πει. Παραξενεύεσθε εσείς, γιατί μου έρχεται μεγάλη χαρά και λέω, “ α! δεν το ήξερα, πρώτη φορά τ’ ακούω”, ενώ σας το έχω πει πιο πριν απ’ έξω. Κι όμως, αλήθεια σας λέγω, δεν λέγω ψέματα. Όντως δεν το ήξερα, διότι ποτέ δεν το είχα διαβάσει πιο πριν. Τη στιγμή που σας είπα την παράγραφο, εκείνη τη στιγμή μού το εφανέρωσε μέσα μου η θεία χάρις, το Άγιο Πνεύμα. Εγώ, όμως, τ’ άκουσα για πρώτη φορά την ώρα που το διαβάσατε, γιατί ποτέ δεν το είχα διαβάσει και μου έκανε εντύπωση και χάρηκα, που επιβεβαιώσατε αυτό που μου εφανέρωσε η θεία χάρις. Να σας πω κι άλλο ένα παράδειγμα.
Κάποια μέρα, ο ηγούμενος της Μεγίστης Λαύρας ομίλησε στην Αρχαιολογική Εταιρεία στις εφτά το απόγευμα. “Πήγα” με την προσευχή και τον “είδα”. Παρακολούθησα σχεδόν μισή ώρα. Η αίθουσα ήταν γεμάτη κόσμο, που ήταν πολύ αφοσιωμένος και συγκινημένος. Και τι βλέπω! Τον ηγούμενο, που ο ιδρώτας είχε βγει έξω απ’ τα ράσα του. Ποτάμι τον ιδρώτα έχυνε αυτός ο άνθρωπος τη στιγμή αυτή που ομιλούσε».
«Μια άλλη φορά πηγαίναμε εκδρομή προς τη βόρειο Εύβοια τέσσερις πέντε άνθρωποι. Τ’ αυτοκίνητο κυλούσε μες στην πανέμορφη φύση. Φυτά, δέντρα, άνθη από αριστερά· δεξιά η απέραντη θάλασσα. Όλα ωραία, καθαρά, ολοφώτεινα. Κανείς δεν μιλούσε. Ξαφνικά ρώτησα τους συνοδούς μου:
– Τι βλέπετε έξω; Ό,τι βλέπετε, το “βλέπω” κι εγώ, ο τυφλός, αυτή τη στιγμή μέσω των δικών σας ματιών.
Άρχισα να τραγουδάω: “Τα μάτια σου είναι μάτια μου, τα φρύδια σου δικά μου, τα δυο σου χέρια είν’ κλειδιά π’ ανοίγουν την καρδιά μου”.
Αυτό το τραγούδι είναι κοσμικό, αλλά το παίρνουμε μεταφορικά. Καταλάβατε;».
«Σας το έχω πει πολλές φορές, το χάρισμα ούτε το περίμενα, ούτε το ήθελα, ούτε το εζήτησα. Οι Γέροντές μου δεν μου λέγανε τίποτα. αυτή την παράδοση είχαν. Δεν με διδάσκανε με λόγια, μόνο με τη στάση τους. Όλα τα μάθαινα απ’ τους βίους των αγίων και τα πατερικά. Οι Πατέρες δεν έκαναν εκβιασμούς[3], δεν ζητούσαν σημεία, δεν ζητούσαν χαρίσματα. Κι εγώ δεν επεδίωξα ποτέ χαρίσματα, μόνο την αγάπη του Χριστού· τίποτ’ άλλο. Το χάρισμα μού το έδωσε ο Θεός, για να γίνω καλός.
Όταν “βλέπω” κάτι με την χάρι του Θεού, το χαίρομαι πολύ κατά βάθος· με την εν Κυρίω χαρά. Εκεί που με επισκέπτεται η χάρις του Θεού, εκεί που κοιτάζω και διαβάζω την ψυχή του άλλου διά της θείας χάριτος, τη στιγμή εκείνη η θεία χάρις φέρνει μέσα μου έναν ενθουσιασμό. Με τον ενθουσιασμό εκδηλώνεται η θεία χάρις, που φέρνει ένα είδος φιλικότητος, οικειότητος, αδελφικότητος, ενώσεως. Μετά απ’ αυτή την ένωση έρχεται μεγάλη χαρά, τόση χαρά που πάει να σπάσει η καρδιά μου. Φοβάμαι, όμως, να εκδηλωθώ. Βλέπω, αλλά δεν μιλάω, έστω κι αν μου το βεβαιώνει η χάρις ότι αυτά είναι αληθινά. Όταν, όμως, με πληροφορήσει η χάρις να μιλήσω, τότε μιλάω. Λέω μερικά πράγματα που ο Θεός φωτίζει να πω απ’ την αγάπη μου για όλους. Για να αισθανθεί ο κόσμος το αγκάλιασμα που κάνει ο Χριστός σε όλους μας. Σκοπός μου είναι να βοηθηθούν οι χριστιανοί και να σωθούν ευρισκόμενοι σε κοινωνία αγάπης με τον Χριστό.
Συγχωράτε με, που τα λέγω έτσι. […] Τώρα που τα βλέπω όλα, αισθάνομαι πάρα πολύ ταπεινός. Δηλαδή πώς να σας το εξηγήσω… Ο Θεός με προστατεύει. Στέλνει την χάρι Του σ’ εμένανε. Και λέω: “Εγώ, τόσο ταπεινός και τόσο ανάξιος! Τι θέλει ο Θεός από εμένα;”. Κι όμως, ο Θεός και τους αμαρτωλούς, όπως εμένα, τους αγαπάει και θέλει να γίνουνε καλοί. Κάνει και τέτοια η χάρις του Θεού. […] Προσοχή! Ο Θεός κρύβεται πολύ· τόσο που νομίζομε ότι δεν υπάρχει.
Σας λέω πολλά που είναι βαθιά, εσωτερικά, δικά μου. Ίσως κάποιος θα με παρεξηγούσε, που δεν κρατάω μυστικά τα βιώματά μου, αυτά που μου αποκαλύπτει ο Θεός, και λέω τόσα πολλά. Θα πει κανείς ότι είμαι εγωιστής, που λέω κι εγώ τα βιώματά μου. Το κάνω απ’ την πολλή μου αγάπη για σας, τα παιδιά μου. Για να σας ωφελήσω, να πάρετε κι εσείς αυτό το δρόμο […] Έχω όμως πολύ βαθιά τη συναίσθηση στην καρδιά μου ότι άλλος τα λέει [σ.σ.: αυτά που του αποκαλύπτει η θεία χάρη κατά καιρούς]. Αυτό το πιστεύω πολύ, γιατί βλέπω κάτι κι αμέσως μετά αισθάνομαι τις αδυναμίες μου πάρα πολύ, διότι δεν είναι ούτε από αγιοσύνη, ούτε από τίποτ’ άλλο, αλλά απ’ την αγάπη του Θεού προς εμένα, που με θέλει να γίνω καλός».
«Κι όταν καμιά φορά βλέπω ότι κάποιος πάει για καταστροφή στη ζωή του, δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Του το δείχνω λίγο, δεν καταλαβαίνει. Δεν πρέπει να επέμβω ισχυρά και να περιορίσω την ελευθερία του. Δεν είναι απλό το πράγμα»[4]
Μήπως ήταν απατεώνας ο γέροντας; Ένας απατεώνας που βοηθούσε τους άλλους, αντί να θησαυρίζει; Μήπως ήταν ψυχικά ασθενής; Και παράλληλα σοφός, ώστε ένα σωρό επιστήμονες να τον θεωρήσουν υγιή και να ασχολούνται με το πρόσωπο και τη διδασκαλία του και ενώ ζούσε και αφού κοιμήθηκε;
Ας ερευνήσει ο ενδιαφερόμενος, χωρίς προϋποθέσεις, και, μετά από έρευνα, ας εξαγάγει τα συμπεράσματά του.
Για την αντιγραφή/σχόλια: Θ. Ρηγινιώτης
[1] Λέγοντας έκσταση οι ορθόδοξοι διδάσκαλοι εννοούν μια κατάσταση εντελώς διαφορετική από την τρέχουσα έννοια του όρου, γιατί στην ορθόδοξη «έκσταση», ακόμη κι αν είναι κατειλημμένος από το Άγιο Πνεύμα, ο άνθρωπος διατηρεί πλήρη συνείδηση της ύπαρξής του και των γεγονότων που του συμβαίνουν.
[2] Προς το τέλος της ζωής του, που είχε τυφλωθεί.
[3] Δηλ. δεν προσπαθούσαν να «εκβιάσουν τη θεία χάρη», να την εξαναγκάσουν με διάφορες μεθόδους να έρθει σ’ αυτούς, ώστε να βιώσουν «σημεία» (θαύματα) και να αποχτήσουν χαρίσματα.
[4] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος και Λόγοι, έκδ. ιεράς μονής Χρυσοπηγής Χανίων, Χανιά 2006, σελ. 79-80, 500-502, 505-507, 509, 511-512.