Μια φορά κι ένα καιρό, βράδυ ήταν, μια παρέα ξέκοψε από το δρόμο που πήγαιναν οι υπόλοιποι όχι ηθελημένα. Συνεπαρμένοι από μια έντονη συζήτηση μέσα στο αυτοκίνητο απλά δεν είδαν τη ταμπέλα που είχαν βάλει στόχο να στρίψουν. Οταν σταμάτησαν να μιλάνε κατάλαβαν πως δεν είχαν ιδέα που βρισκόντουσαν. Λϊγη ώρα πριν ταξίδευαν σ΄ενα μεγάλο φωτισμένο αυτοκινητόδρομο με προορισμό μια μεγάλη πόλη.
Χωρίς να έχει πάρει χαμπάρι κανείς βρέθηκαν σε ένα παλιό δρόμο που τον σκέπαζαν τα δέντρα και στην άκρη του δρόμου φαινόντουσαν κάτι μικρά φωτάκια. Εφτασαν σε ένα μικρό χωριουδάκι βγαλμένο από κάποια άλλη στιγμή του χρόνου, όπου επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Σταμάτησαν το αυτοκίνητο και κατέβηκαν γιατί σε τόση ησυχία η μηχανή ενός αυτοκινήτου έμοιαζε παραβίαση ασύλου.
Ταμπέλα πουθενά. Κοιτώντας γύρω είδαν ένα μοναδικό σπίτι να έχει φως και χτύπησαν τη πόρτα . Ανοιξε ένας άνθρωπος που έμοιαζε με γέρο ναυτικό και χωρίς να τους ρωτήσει καν τι ήθελαν τους είπε, "περάστε, σας περίμενα" Το φοβερό ήταν πως σε κανέναν από τα παιδιά δεν έκανε εντύπωση αυτό που είπε ο γέροντας. Λες κι ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα του κόσμου. Το σπίτι του γερο-ναυτικού όμως δεν είχε ούτε μια πυξίδα. Ούτε μια ζωγραφιά θάλασσας. Απλά το βλέμμα του είχε το βάθος των μεγάλων ταξιδιών κι όλος ο χώρος μύριζε θάλασσα.
Ολα τα πράγματα μέσα σ΄αυτό το σπίτι είχαν μια συνηθισμένη μορφή, γνώριμα αλλά ο τρόπος που τα είχε τοποθετήσει, ο τρόπος που τα μεταχειριζόταν άλλαζε τη χρησιμότητά τους. Εβλεπες μια παλιά ξύλινη πιατοθήκη γεμάτη βιβλία και μια βιβλιοθήκη γεμάτη παλιά πιάτα και μ' ένα περίεργο τρόπο ένοιωθες πως έτσι ήταν η σωστή τους θέση...
Οταν η παρέα έφυγε από εκείνο το σπίτι είχε καταφέρει να μάθει τη χρησιμότητά της. Η παρέα μετά από λίγο καιρό διαλύθηκε για λόγους πεζούς όπως διαλύονται οι παρέες. Ομως στη συνέχεια της ζωής τους κανείς δεν ξέχασε το πορτραίτο που σκιαγράφησε ο γέροντας για τον καθένα τους. Τους είχε δωρίσει μια φανταστική πυξίδα , μια πορεία σ΄ενα δάσος που μύριζε θάλασσα, ένα δώρο για τη συντροφιά εκείνης της βραδιάς.
Μέσα στη πολυπλοκότητα και το απρόβλεπτο της ζωής η βραδιά εκείνη δεν ξεχάστηκε ποτέ. Γιατί τελικά για να καταλάβει κανείς μερικά πράγματα δεν χρειάζεται να έχει πάρα πολλά. Αρκεί τα λίγα που έχει να τα τοποθετήσει στη σωστή θέση για να βγαίνει νόημα. Εκείνο το βράδυ η νεαρή παρέα έμαθε πως να βάζει φρένο στην αγωνία της ερμηνείας του κάθε τι. Το μεγαλύτερο εμπόδιο για να δει κάποιος το εμφανές , αυτό το ασταμάτητο γιατί . Ενα βουνό, είναι απλά ένα βουνό που σε καλεί να το γνωρίσεις. Σκαρφάλωσε χωρίς πολλά μπαγκάζια για να ανεβαίνεις εύκολα, στη κορυφή και μπορεί να δεις όλο το πανόραμα που απλώνεται γύρω η απλά θα πάρεις πολύτιμο καθαρό αέρα.
Το σίγουρο βέβαια είναι πως για να έχεις την τύχη να δεις το σπίτι του ναυτικού, πρέπει να βγεις από τη προκαθορισμένη πορεία σου. Δίπλα στους φωτισμένους αυτοκινητόδρομους και τα διόδια, απλώνονται οι αφύλαχτοι δρόμοι. Ενα παραστράτημα από τη στάνταρ διαδρομή δεν είναι δα κι έγκλημα....
Σπουδαίο πράγμα οι αφύλαχτοι δρόμοι. Οσους και να φράζουν, κάποιοι είναι ελεύθεροι ακόμα.