Βασικές έννοιες της ψυχολογίας - Point of view

Εν τάχει

Βασικές έννοιες της ψυχολογίας



1.
Εξαιτίας των προκαταλήψεων που συνεχίζουν να υπάρχουν ενάντια στην ψυχιατρική και την ψυχολογία η ενημέρωση του ευρύτερου κοινού πάνω σε θέματα ή έννοιες που αφορούν στις επιστήμες αυτές είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Ακόμα και το μάθημα ψυχολογίας που ούτως ή άλλως διδάσκονταν μία χρονιά μόνο στο λύκειο, εδώ και μερικά χρόνια έχει μπει στα «αζήτητα». Προσωπικά πιστεύω ότι το μάθημα αυτό θα έπρεπε να διδάσκεται καθ'όλη τη διάρκεια της εκπαίδευσης, ενόσω όλοι μας ανά πάσα στιγμή κάτι αισθανόμαστε και κάπως συμπεριφερόμαστε. Η επιστήμη που ασχολείται διεξοδικά με τα συναισθήματα και γενικότερα με την ανθρώπινη συμπεριφορά είναι η ψυχολογία.

Αναφέρω λοιπόν μερικές βασικές έννοιες που θα βοηθήσουν στην καλύτερη κατανόηση των κειμένων που θα ακολουθήσουν:
Ψυχολογία:Η επιστήμη που μελετά τις ψυχικές διεργασίες και την συμπεριφορά του ανθρώπου.
Ψυχιατρική:Ο κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με την προέλευση, διάγνωση, πρόληψη και θεραπεία των ψυχικών διαταραχών.
Ψυχή:Οι ψυχοπνευματικές λειτουργίες του ανθρώπου σε αντιδιαστολή προς τις βιολογικές του λειτουργίες.
Ψυχοθεραπεία:Η αντιμετώπιση προβλημάτων, ψυχικών διαταραχών ή συμπτωμάτων , κυρίως μέσα από τη «συζήτηση» παρά με τη χρήση φαρμάκων ή άλλων ουσιών και μεθόδων.
Ψυχανάλυση:Μία από τις ψυχοθεραπευτικές τεχνικές, όπως επίσης και μία θεωρία της ψυχολογίας της ανθρώπινης ψυχοσυναισθηματικής (ή ψυχοσεξουαλικής) ανάπτυξης και συμπεριφοράς που αναπτύχθηκε αρχικά από τον Freud. Αντικείμενο ανάλυσης και ερμηνείας αποτελούν κυρίως οι ασυνείδητες συγκρούσεις, οι μηχανισμοί άμυνας και γενικότερα οι ασυνείδητες ψυχικές διεργασίες.
Ψυχαναλυτική
ψυχοθεραπεία:
Φάσμα ψυχοθεραπειών που στο ένα άκρο του είναι η ψυχανάλυση και στο άλλο η υποστηρικτική ψυχοθεραπεία. Βασίζεται στην ψυχαναλυτική θεωρία. Όσο περισσότερο αποκαλυπτική είναι τόσο περισσότερο μοιάζει στην ψυχανάλυση.
Ψυχοθεραπευτής:Εκπαιδευμένο άτομο που εξασκεί την ψυχοθεραπεία.

2.
 Στο σημείο αυτό θα πρέπει να κάνω μερικές επιπλέον επισημάνσεις:

Είναι σημαντικό να γνωρίζει κανείς αν ο ψυχοθεραπευτής του είναι εκπαιδευμένος ή όχι. Το αναφέρω αυτό διότι δυστυχώς υπάρχουν άτομα που ασκούν την ψυχοθεραπεία χωρίς να έχουν την κατάλληλη κατάρτιση.
Η εκπαίδευση στην ψυχοθεραπεία είναι μια μακροπρόθεσμη διαδικασία και προϋποθέτει τυπικά και ουσιαστικά προσόντα. Ο υποψήφιος θα πρέπει να έχει πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (ψυχιατρική, ψυχολογία, κοινωνιολογία, κοινωνικός λειτουργός κλπ) και κατάλληλη προσωπικότητα (που διερευνάται στις συνεντεύξεις που προηγούνται, αλλά και κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης/θεραπείας του).
Η εκπαίδευση διαρκεί τουλάχιστον 5 χρόνια και περιλαμβάνει θεωρία, πρακτική, εργασίες, συμμετοχή σε σεμινάρια, εποπτία κ.λ.π. Αναλυτική περιγραφή του εκάστοτε εκπαιδευτικού προγράμματος μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να διαβάσουν στις ιστοσελίδες των αντίστοιχων εκπαιδευτικών ινστιτούτων ή εταιριών (π.χ. www.groupanalysis.gr για ομαδική ψυχοθεραπεία).
Όπως προαναφέρθηκε υπάρχουν διάφορες ψυχοθεραπευτικές τεχνικές. Ο περισσότερος κόσμος γνωρίζει την ψυχανάλυση και για διάφορους λόγους την έχει εξιδανικεύσει, δικαιολογημένα θα έλεγα. Είναι μια δύσκολη «ιστορία», απαιτεί πολύ χρόνο και χρήμα και δεν σχετίζεται με ψυχοφάρμακα και άρα με την τρέλα! Αυτός που κάνει ψυχανάλυση θεωρείται πλούσιος, «επιπέδου» και σίγουρα δεν είναι ψυχοπαθής (τρελός). Επομένως, πολύ πιο εύκολα, μάλιστα με καύχημα, θα πει κανείς ότι κάνει ψυχανάλυση παρά οποιαδήποτε άλλη μορφή θεραπείας.

3.
Πρόκειται βέβαια για λανθασμένες αντιλήψεις. Ούτε αυτός που επισκέπτεται έναν ψυχίατρο ή ψυχολόγο θεωρείται τρελός, ούτε κι αυτός που ακολουθεί κάποια μορφή ψυχοθεραπείας. Η τρέλα είναι μια κατάσταση στην οποία μπορεί να βρεθεί ο οποιοσδήποτε από μας, κάτω από ορισμένες συνθήκες. Ακόμα κι αυτός που θεωρείται πραγματικός τρελός, αυτός δηλαδή που έχει την πάθηση «ψύχωση», γίνεται εξωπραγματικός μόνον κατά τη διάρκεια μιας κρίσης. Με την κατάλληλη θεραπεία επανέρχεται σ'αυτό που ήταν πριν. (Περισσότερα για τις ψυχώσεις σε άλλο κεφάλαιο). Με την έννοια αυτή λοιπόν η προκατάληψη «ψυχοθεραπεία=τρέλα» θα πρέπει σταδιακά να εξαφανιστεί από τις αντιλήψεις μας, κάτι που ευτυχώς φαίνεται να συμβαίνει.
Επανερχόμαστε στην ψυχοθεραπεία. Στην πράξη αυτό που συνήθως εφαρμόζεται είναι η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία. Κλασική ψυχανάλυση σημαίνει μεταξύ άλλων συνεδρίες 3-5 φορές την εβδομάδα για περίπου 5 χρόνια, κάτι που λίγοι άνθρωποι μπορούν ν'ακολουθήσουν. Υπάρχουν επίσης και περιπτώσεις όπου η ψυχανάλυση, ως θεραπευτική τεχνική δεν ενδείκνυται (ιδιαίτερα διαταραγμένα άτομα, άτομα που χρειάζονται φαρμακευτική αγωγή, άτομα μεγάλης ηλικίας κ.λ.π.).

Γι'αυτούς και για άλλους λόγους (και για να μπορεί να βοηθηθεί περισσότερος κόσμος) αναπτύχθηκε η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, όπου τροποποιήθηκε μερικώς η τεχνική, αλλά διατηρήθηκε η ψυχανάλυση ως θεωρητικό υπόβαθρο, ως τρόπος δηλαδή κατανόησης και ανάλυσης της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η συχνότητα των συνεδριών είναι συνήθως 1-2 φορές την εβδομάδα, η διάρκεια εξαρτάται από την ψυχοπαθολογία του «πελάτη» και από τους στόχους που βάζουν μαζί, θεραπευτής και θεραπευόμενος. Εκεί που χρειάζεται εφαρμόζεται και παράλληλη φαρμακοθεραπεία.
Αυτά τα λίγα προς το παρόν όσον αφορά στις ψυχοθεραπείες (ψυχανάλυση και ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία) που βασίζονται στην ψυχαναλυτική θεωρία.
Υπάρχουν βέβαια και άλλες μορφές θεραπείας με διαφορετικό θεωρητικό υπόβαθρο, όπως είναι οι συμπεριφορικές θεραπείες, η οικογενειακή θεραπεία κ.λ.π. Επίσης υπάρχουν και οι ομαδικές θεραπείες με ψυχαναλυτικό ή όχι θεωρητικό υπόβαθρο. Σ'όλα αυτά θα αναφερθώ σε άλλα σημεία.
Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι να καταφέρει κανείς σταδιακά ν'απαλλαγεί από τις προκαταλήψεις και τις μεταφυσικές πεποιθήσεις και ν'αρχίσει να βλέπει τον κόσμο και τον εαυτό του από διαφορετική σκοπιά. Αυτό μπορεί να το πετύχει μόνο μέσα από τη γνώση ή και εμπειρία που προσφέρει η ψυχαναλυτική θεώρηση των πραγμάτων. Στις ανθρώπινες σχέσεις δεν ισχύει το 1+1=2, αλλά κάτι άλλο. Κι αυτό το κάτι άλλο δημιουργείται κυρίως μέσα από ασυνείδητες ανάγκες και αλληλοεπιδράσεις. Η συμπεριφορά μας δεν είναι αποτέλεσμα λογικών επιλογών. Και με την έννοια αυτή έχει μεγάλη σημασία να τη γνωρίσουμε στην πραγματική της διάσταση.

4.
 
Κλείνουμε τη μεγάλη παρένθεση και συνεχίζουμε με άλλες έννοιες της ψυχολογίας.
Ασυνείδητο:Eίναι εκείνες οι ψυχικές λειτουργίες που δε γίνονται συνειδητά αντιληπτές. Συναισθηματικές καταστάσεις κι εμπειρίες που δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές ή να επεξεργαστούν σε επίπεδο συνειδητό, απωθούνται. Το υλικό όμως που έχει απωθηθεί και δεν είναι συνειδητό, δεν εξαφανίζεται και εμφανίζεται έμμεσα δια μέσου των ονείρων, των ψυχογενών συμπτωμάτων των μηχανισμών άμυνας και άλλων εν μέρη δυσνόητων καταστάσεων και συμπεριφορών.
Παράδειγμα: Όταν ένα παιδί βλέπει στο όνειρό του ότι πήγαν τον μικρό αδελφό του στο γιατρό και του έβγαλαν το δόντι (ή ότι ο αδελφός του έπεσε από το ποδήλατο κι έσπασε το πόδι του), αυτό προφανώς σημαίνει ότι υπάρχουν επιθετικά συναισθήματα προς τον αδελφό αυτό, τα οποία δε γίνονται αποδεκτά (υποτίθεται ότι τ'αδέλφια δεν πρέπει να μισούνται) και απωθούνται. Έμμεσα εμφανίζονται στο όνειρο. Ένας που πλένει κάθε τόσο τα χέρια του (πολλές φορές μάλιστα και με οινόπνευμα) προσπαθεί σε συνειδητό επίπεδο να προφυλαχθεί από τα μικρόβια, στην ουσία όμως, σε ασυνείδητο επίπεδο, προσπαθεί ν'απαλλαγεί από τις ενοχές του.
Άγχος:Δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση ως απάντηση / αντίδραση σε αναμενόμενο κίνδυνο/απειλή. Σε αντιπαράθεση με το φόβο, στο άγχος ο κίνδυνος δεν είναι πραγματικός, αλλά έχει ενδοψυχική προέλευση (π.χ. ασυνείδητη σύγκρουση, ενοχή, κατάρρευση κ.λ.π).
Φόβος / φοβία:Ο φόβος είναι ένα φυσιολογικό συναίσθημα. Η φοβία είναι ένας επίμονος, παθολογικός, έντονος φόβος ενός αντικειμένου ή μιας κατάστασης. Το φοβικό άτομο αντιλαμβάνεται ότι ο φόβος είναι παράλογος, αλλά δεν μπορεί ν'απαλλαγεί από αυτόν.
Οι φοβικές διαταραχές (ή νευρώσεις) περιλαμβάνουν την αγοραφοβία, την κλειστοφοβία, καρκινοφοβία κλπ. με ή χωρίς πανικό, την κοινωνική φοβία (φόβος του ατόμου να τον παρατηρούν, π.χ. φόβος ομιλίας μπροστά σε ακροατήριο, φόβος κοκκινίσματος κ.λ.π.) και την απλή φοβία.
Όταν κυριαρχεί το άγχος χωρίς εμφανές ή συγκεκριμένο αντικείμενο τότε μιλάμε για αγχώδεις διαταραχές.
Παρένθεση: για τους ψυχοθεραπευτές με ψυχοδυναμική κατεύθυνση (αυτοί δηλ. που ασκούν την τεχνική της ψυχανάλυσης ή της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας) δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία οι κατηγορίες και υποκατηγορίες των φοβικών διαταραχών που χρησιμοποιούν συνήθως οι κλασικοί ψυχίατροι για να συνεννοούνται μεταξύ τους, ή οι φαρμακευτικές εταιρίες για να διαφημίσουν τα φάρμακά τους. Στόχος τους είναι η συνειδητοποίηση και επεξεργασία ασυνείδητων κινήτρων, τάσεων ή ενδοψυχικών συγκρούσεων που έχουν οδηγήσει σε οποιοδήποτε φοβικό σύμπτωμα. (Λεπτομέρειες για τις φοβίες θ'αναφέρω σε ειδικό κεφάλαιο).
Θεραπεία συμπεριφοράς (behavior therapy): Εστιάζεται στη φανερή και αντικειμενικά παρατηρούμενη συμπεριφορά, χρησιμοποιώντας διάφορες τεχνικές που προέρχονται από τη θεωρία της μάθησης. Ότι έχει «μάθει» κανείς μπορεί να το «ξεμάθει». Σε αντιδιαστολή με τις ψυχαναλυτικές ψυχοθεραπείες στοχεύει στη βελτίωση των συμπτωμάτων χωρίς να απευθύνεται στην ψυχοδυναμική αιτιολογία ( τι και πως συμβαίνει κάτι και όχι γιατί να συμβαίνει, ενώ η ψυχαναλυτική προσέγγιση των προβλημάτων ή συμπτωμάτων ασχολείται ιδιαίτερα με το «γιατί»).
Χαρακτήρας:Σχετικά σταθερά στοιχεία και ιδιότητες της προσωπικότητας ενός ατόμου που κυβερνούν/καθορίζουν τους συνηθισμένους τρόπους αντίδρασής του.
Προσωπικότητα:Ο χαρακτηριστικός τρόπος με τον οποίο ένα άτομο σκέφτεται, αισθάνεται και συμπεριφέρεται. Αναπτύσσεται σταδιακά, συνειδητά και ασυνείδητα ως τρόπος ύπαρξης στην προσπάθεια προσαρμογής στο περιβάλλον.
Με άλλα λόγια, προσωπικότητα = χαρακτήρας + επιπλέον ιδιότητες, όπως είναι οι αντιλήψεις, οι πεποιθήσεις, οι ιδεολογίες, αλλά και η ικανότητα/δυνατότητα προσαρμογής και αντιμετώπισης νέων συνθηκών ή καταστάσεων κλπ.
Σύμπτωμα (ψυχικό):Ασυνείδητη ψυχική διεργασία στην οποία μια απωθημένη ενόρμηση απελευθερώνεται έμμεσα και εμφανίζεται μέσα από ένα σύμπτωμα. Μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα είδος συμβιβασμού που αντανακλά μια μερική ικανοποίηση τόσο της απαγορευμένης ενόρμησης, όσο και της αντίδρασης του εγώ απέναντι σ'αυτήν.
Μεταβίβαση:Ασυνείδητη τάση ενός ατόμου να μεταφέρει στους άλλους τού παρόντος και άμεσου περιβάλλοντος εκείνα τα συναισθήματα και τις στάσεις που αρχικά συνδέθηκαν με σημαντικές μορφές της πρώιμης ζωής του (γονείς, αδέλφια κ.λ.π). Είναι μια θεμελιώδης διεργασία στην ψυχανάλυση και την ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, στην οποία ο άρρωστος συνήθως ταυτοποιεί το θεραπευτή με ένα γονιό ή άλλη μορφή. Η μεταβίβαση μπορεί να είναι αρνητική (εχθρική) ή θετική (αγάπη). Η ανάλυση των μεταβιβαστικών φαινομένων χρησιμοποιείται ως σημαντικό θεραπευτικό εργαλείο τόσο στην ατομική όσο και στην ομαδική ψυχοθεραπεία για να βοηθήσει τον άρρωστο στην καλύτερη κατανόηση και απόκτηση ευαισθησίας ως προς τη συμπεριφορά του και την προέλευσή της.
Αμυντικός μηχανισμός:Ασυνείδητη ενδοψυχική διεργασία που δρα για να ανακουφίσει τη σύγκρουση και το άγχος που προέρχονται από τις ενορμήσεις του ατόμου. (Στους αμυντικούς μηχανισμούς, όπως είναι η άρνηση, η μετάθεση, η εξιδανίκευση, η προβολή, η εκλογίκευση, η απώθηση κ.λ.π. θα ανεφερθώ σε ειδικό κεφάλαιο).
Ενόρμηση:Βασική ανάγκη ή τάση. Ένστικτο με ψυχική αναπαράσταση. Ενώ το ένστικτο ορίζεται ως βασική έμφυτη ορμή. Στον άνθρωπο είναι αρκετά δύσκολη η διαφοροποίηση μεταξύ ενόρμησης και ενστίκτου (π.χ. η σεξουαλικότητα και η επιθετικότητα θεωρούνται πιο κοντά στην έννοια του ενστίκτου).
Ομαδική ψυχοθεραπεία:Εφαρμογή ψυχοθεραπευτικών τεχνικών σε ομάδα ατόμων που χρησιμοποιεί τις διαντιδράσεις μεταξύ των μελών για να επιφέρει βελτιώσεις και αλλαγές στη συμπεριφορά και τα προβλήματα των μελών.

5.
 Σημ: Παρότι θα υπάρξει ειδικό κεφάλαιο για την ομαδική ψυχοθεραπεία, αναφέρω στο σημείο αυτό μερικές παρατηρήσεις / διευκρινήσεις.

Όπως στην ατομική ψυχοθεραπεία έτσι και στην ομαδική χρησιμοποιούνται διάφορες τεχνικές ανάλογα με το θεωρητικό υπόβαθρο και τους στόχους που βάζει μια ομάδα. Στην πράξη βέβαια η χρησιμοποίηση της μιας ή της άλλης τεχνικής εξαρτάται από την εκπαίδευση κι εμπειρία του κάθε θεραπευτή ομάδας.
Όχι μόνο οι τεχνικές αλλά και οι μορφές ομάδων ποικίλουν. Υπάρχουν οι μικρές 5-10(12) άτομα, οι μεσαίες 12-25(30) άτομα, οι μεγάλες ομάδες, οι κλειστές (τα άτομα δεν αλλάζουν και δεν αντικαθιστούνται καθ'όλη τη διάρκεια της θεραπείας), οι ημιανοιχτές (τα άτομα που σταματούν ή τελειώνουν τη θεραπεία αντικαθιστούνται από άλλα) και οι ανοιχτές (σε κάθε συνεδρία μπορεί να συμμετάσχει κάποιο καινούργιο άτομο) ομάδες, οι μικτές ομάδες, οι ομάδες γυναικών, αντρών, γονέων, ζευγαριών, δασκάλων κ.α., οι μαραθώνιες ομάδες (συνεδρίες καθόλη τη διάρκεια μιας μέρας για 2-5 ημέρες), οι ομάδες εργασίας, οι ομάδες εποπτείας και ούτω καθεξής.
Στις ομάδες με ψυχαναλυτική/ψυχοδυναμική κατεύθυνση ο θεραπευτής εστιάζει την προσοχή των μελών όχι μόνο στο τι συμβαίνει μέσα στην ομάδα, αλλά και στο γιατί να συμβαίνει. Πέραν δηλαδή των συνειδητών αντιδράσεων ή αλληλοεπιδράσεων προσπαθεί να εντοπίσει και να υποδείξει (ερμηνεύσει) τα πιθανά ασυνείδητα κίνητρα της εκάστοτε συμπεριφοράς, είτε της ομάδας σαν σύνολο, είτε κάποιου μέλους. Η συμμετοχή σε μια ομαδική ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία διαρκεί συνήθως 2-3 χρόνια, μία φορά την εβδομάδα. Οι ομάδες αυτές είναι κλειστές ή ημιανοιχτές.
Σε άλλες ομάδες (μη ψυχαναλυτικές) δίδεται μεν έμφαση στο «εδώ και τώρα» (δηλαδή τι συμβαίνει τώρα μεταξύ των μελών) χωρίς όμως να λαμβάνονται υπόψιν τα πιθανά ασυνείδητα κίνητρα. Στις ομάδες αυτές συχνά χρησιμοποιούνται διάφορες ασκήσεις με στόχο τη συνειδητοποίηση ή την βελτίωση δυσκολιών ή τρόπων συμπεριφοράς. Η διάρκεια των ομάδων αυτών είναι μικρότερη, αρκετές φορές με τη μορφή μαραθώνιας ομάδας (πολλές συνεδρίες για λίγες ημέρες).
Το εύλογο ερώτημα ποιος, πότε και ιδιαίτερα ποια μορφή θεραπείας θα πρέπει να ακολουθήσει κανείς, δεν είναι πάντα εύκολο ν'απαντηθεί. Και τούτο για διάφορους λόγους:
  1. Όλες οι ομάδες έχουν κάτι να προσφέρουν.
  2. Οι θεραπευτές ακολουθούν συνήθως μία κατεύθυνση και χρησιμοποιούν την τεχνική που γνωρίζουν και έχουν εκπαιδευτεί.
  3. Δεν υπάρχουν πάντα σαφή κριτήρια και ενδείξεις για συγκεκριμένα προβλήματα. Το ίδιο πρόβλημα μπορεί ν'αντιμετωπιστεί από διαφορετικές μορφές και τεχνικές θεραπείας.
  4. Αρκετές φορές η επιλογή θεραπευτή ή θεραπευτικής μεθόδου εξαρτάται όχι μόνο από την ψυχοπαθολογία, αλλά κι από τις δυνατότητες του υποψήφιου ατόμου («επίπεδο», χρόνος, κόστος, ηλικία). 
6.
 Οι πολύ γενικές αυτές παρατηρήσεις ισχύουν για σχετικά υγιή άτομα, άτομα δηλαδή που μπορεί να έχουν δυσκολίες με τον εαυτό τους ή με το περιβάλλον τους, αλλά δεν έχουν κάποια ψυχιατρική πάθηση ή δεν διακατέχονται από έντονα συμπτώματα. Σε ένα άτομο ιδιαίτερα διαταραγμένο δε συνιστάται -τουλάχιστον αρχικά- η ομαδική ψυχοθεραπεία. Στις περιπτώσεις αυτές (ψυχώσεις, μανία, βαριά κατάθλιψη, βαριές μορφές νευρώσεων κ.λ.π). ενδείκνυται ατομική υποστηρικτική θεραπεία, συνήθως με παράλληλη φαρμακοθεραπεία. Με την πάροδο του χρόνου, όταν τα συμπτώματα υποχωρήσουν και το άτομο είναι σε θέση να συμμετάσχει σε ομάδα, μπορεί ο θεραπευτής να προτείνει την ένταξή του σε μια ειδική ομάδα (π.χ. ομάδα ψυχωσικών).

Η προσωπική μου άποψη ως προς το πιο πάνω ερώτημα (ποιος, πότε, ποια θεραπεία) είναι συνοπτικά η εξής:

Θεωρητικά κάθε άτομο θα έπρεπε να έχει την επιθυμία ή και τη δυνατότητα να «περάσει» από μια διαδικασία αυτογνωσίας. Διότι μόνο έτσι θα μπορούσε να καταλάβει καλύτερα τον εαυτό του και το περιβάλλον του. Η συναισθηματική ωρίμανση του καθένα από μας θα οδηγούσε στην σταδιακή ωρίμανση της ανθρωπότητας.
Η σκέψη αυτή είναι απλή και κατανοητή αλλά - τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα - ουτοπική και εξωπραγματική.
Στην πράξη αυτοί που οδηγούνται σε κάποια μορφή θεραπείας γενικότερα είναι καταρχήν εκείνοι που έχουν συμπτώματα που προέρχονται από κάποια ψυχιατρική ή άλλη πάθηση. Αϋπνία, ανησυχία, επιθετικότητα, φόβος ή φοβία, κατάθλιψη, τάσεις αυτοκτονίας, παρανοϊκές ιδέες ή παραλήρημα, ψευδαισθήσεις, παράλογη ενασχόληση με σκέψεις ή πράξεις και πολλά άλλα συμπτώματα θα οδηγήσουν ένα άτομο (από μόνο του ή με την παρότρυνση τρίτων) σε θεραπεία. Στις περιπτώσεις αυτές ο θεραπευτής θα πρέπει να είναι γιατρός (ψυχίατρος), ο οποίος είναι σε θέση να διαγνώσει την πάθηση και να προτείνει την ανάλογη θεραπεία, αρχικά κυρίως την αναγκαία φαρμακοθεραπεία και στη συνέχεια ή παράλληλα την ψυχοθεραπεία του ιδίου ή και της οικογένειάς του. Σε περίπτωση που δε χρειάζεται φαρμακοθεραπεία, την παρακολούθηση-ψυχοθεραπεία μπορεί να την αναλάβει/συνεχίσει κι ένας ψυχοθεραπευτής που δεν είναι ψυχίατρος.

7.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσω ότι η οποιαδήποτε (κυρίως η ξαφνική, αλλά και η σταδιακή) αλλαγή συμπεριφοράς, ακόμα κι αν δεν είναι ενοχλητική, μπορεί να σημαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά, κι αυτό το κάτι ίσως να είναι πολύ σοβαρό. Μια ψύχωση για παράδειγμα αρκετές φορές αρχίζει να εκδηλώνεται με μια σταδιακή απόσυρση από το περιβάλλον, αυξημένη τάση ενασχόλησης με τη θρησκεία ή άλλες μεταφυσικές πεποιθήσεις, με μια καχυποψία που συνήθως δεν εκφράζεται λεκτικά κ.λ.π. Τα συμπτώματα αυτά δεν ενοχλούν το περιβάλλον, μάλιστα μπορούν να ερμηνευτούν τελείως λανθασμένα («επιτέλους ο γιος μας άρχισε να μαζεύεται») με αποτέλεσμα η κατάσταση να μην αντιμετωπίζεται και να χρονίζει.
Επίσης οι ναρκισσιστικές ανάγκες που λίγο ως πολύ όλοι μας έχουμε, δεν μας επιτρέπουν να παρατηρήσουμε ή να αποδεχτούμε ότι το παιδί μας π.χ. έχει ένα «πρόβλημα». Κι αυτό συμβαίνει όχι μόνο στις βαριές περιπτώσεις, αλλά γενικότερα, παρότι γνωρίζουμε ότι όσο νωρίτερα ξεκινήσει η αντιμετώπιση ενός προβλήματος ,τόσο το καλύτερο.
Μια άλλη «μερίδα» ανθρώπων που στο παρελθόν δεν είχαν κάποιο ιδιαίτερο ψυχολογικό πρόβλημα και ξαφνικά βρίσκονται αντιμέτωποι με δύσκολες ή απρόβλεπτες καταστάσεις (θάνατος συντρόφου ή παιδιού, καρκίνος, σκλήρυνση κατά πλάκας ή άλλες χρόνιες οργανικές παθήσεις, γέννηση ενός παιδιού με σοβαρή πάθηση κ.λ.π.), μπορούν να βοηθηθούν ψυχοθεραπευτικά με την έννοια της συμπαράστασης και υποστήριξης. Στις περιπτώσεις αυτές ο ψυχοθεραπευτής δεν είναι απαραίτητο να είναι ψυχίατρος.
Την πλειονότητα πάντως ατόμων που ακολουθούν κάποια μορφή ψυχοθεραπείας, με την έννοια που γνωρίζει ο περισσότερος κόσμος, ατομική ή/και ομαδική, αποτελούν άτομα με φαινομενικά ελαφρότερα ή ευκολότερα προβλήματα ή συμπτώματα. Προβλήματα σχέσεων, χαρακτηρολογικά προβλήματα (παρορμητικότητα, επιθετικότητα ή αποφυγή επιθετικότητας, εξάρτηση, ανασφάλεια, σχολαστικότητα, ζήλια, γκρίνια, εσωστρέφεια, εξωστρέφεια, φιλαργυρία, σπατάλη και διάφοροι άλλοι τρόποι συμπεριφοράς που μας χαρακτηρίζουν) όπως και διάφορα συμπτώματα νευρωτικών καταστάσεων (φοβίες με ή χωρίς κρίσεις πανικού, ιδεοληψίες - παράλογες σκέψεις που δε φεύγουν από το μυαλό - καταναγκαστικές πράξεις, σεξουαλικές δυσκολίες, ψυχοσωματικά συμπτώματα, διαταραχές διατροφής κ.λ.π.) γίνονται συνήθως αφορμή για να επισκεφθεί κανείς κάποιον ψυχοθεραπευτή.
Σ΄όλες αυτές και σε παρόμοιες περιπτώσεις οι πιο κατάλληλες μορφές ψυχοθεραπείας είναι εκείνες που έχουν ως βάση την ψυχαναλυτική θεωρία. Η τεχνική μπορεί να διαφέρει, αλλά τη συνειδητοποίηση κι επεξεργασία ασυνείδητων τάσεων κι αναγκών και με την έννοια αυτή του ψυχαναλυτικού υπόβαθρου τη θεωρώ πολύ σημαντική και πολλές φορές απαραίτητη. Αυτό βέβαια δε σημαίνει, όπως προαναφέρθηκε, ότι διαφορετικές προσεγγίσεις δεν μπορούν να βοηθήσουν. Ένας που θέλει να σταματήσει το κάπνισμα ή άλλου τύπου εξαρτήσεις δε χρειάζεται να κάνει ψυχανάλυση. Για τις περιπτώσεις αυτές υπάρχουν ειδικά θεραπευτικά κέντρα. Μια συζυγική κρίση μπορεί να βελτιωθεί ή να ξεπεραστεί με σχετικά λίγες συνεδρίες με έναν θεραπευτή ζευγαριών (εάν βέβαια οι σύντροφοι δεν είναι ιδιαίτερα διαταραγμένοι). Θεραπευτές σε συμβουλευτικούς σταθμούς μπορούν να καθοδηγήσουν ενδιαφερόμενους γονείς για το 'μεγάλωμα' των παιδιών τους, για συμπεριφορές που απαιτείται προσοχή κλπ. Όταν ένα πρόβλημα σχετίζεται με έναν συνειδητό φόβο (π.χ. το πρόβλημα στύσης σ'έναν άνδρα αν σχετίζεται με το φόβο αποτυχίας), τότε η αντιμετώπισή του είναι ευκολότερη και δεν απαιτείται μακροπρόθεσμη θεραπεία.

8.
Υπάρχουν δηλαδή πολλές καταστάσεις ή προβλήματα όπου η ψυχανάλυση δε χρειάζεται να χρησιμοποιηθεί ως θεραπευτική μέθοδος (3-5 φορές τη βδομάδα για 5 χρόνια...).
Το «δε χρειάζεται» δε σημαίνει, βέβαια, ότι δε θα μπορούσε. Ούτε και η πιθανή σκέψη «όσο πιο ασυνείδητο είναι ένα πρόβλημα ή σύμπτωμα τόσο πιο «ψυχαναλυτικά» θα πρέπει ν'αντιμετωπιστεί» έχει πρακτική βάση. Θεωρητικά όμως το οποιοδήποτε πρόβλημα ή σύμπτωμα μπορεί να κατανοηθεί στην πραγματική του διάσταση μόνο μέσα από την ψυχαναλυτική προσέγγιση.
Από την άλλη πλευρά το θεραπευτικό αποτέλεσμα δεν εξαρτάται μόνο από τη μέθοδο, αλλά κι από άλλους παράγοντες, όπως είναι για παράδειγμα οι δυνατότητες και ικανότητες του θεραπευτή και του θεραπευόμενου, το είδος και το μέγεθος της ψυχοπαθολογίας κ.λ.π. Οι περισσότεροι ψυχοθεραπευτές έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτό που τελικά βοηθά ή θεραπεύει ουσιαστικά είναι, πέραν από τη γνώση, η ποιότητα σχέσης που αναπτύσσεται μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου.
Πιστεύω πάντως ότι, ανεξάρτητα από τη θεραπευτική της δυνατότητα, αυτό που προσφέρει η ψυχαναλυτική προσέγγιση ως προς την αυτογνωσία και την κατανόηση σε βάθος της ανθρώπινης ύπαρξης και συμπεριφοράς δεν μπορούν να το προσφέρουν οι μέχρι στιγμής υπάρχουσες άλλες θεωρίες και αντιλήψεις.
Κάποιος λοιπόν που έχει κάποιο σύμπτωμα συνήθως επισκέπτεται έναν γιατρό. Όταν το σύμπτωμα έχει ψυχογενή προέλευση ο γιατρός θα παραπέμψει το άτομο στον ειδικό, συνήθως σε ψυχίατρο. Ο ψυχίατρος θ'αντιμετωπίσει την κατάσταση φαρμακευτικά (αν χρειάζεται) κι εν ανάγκη και ψυχοθεραπευτικά (αν φυσικά έχει την κατάλληλη κατάρτιση). Αν κρίνει ότι το άτομο έχει ανάγκη ψυχοθεραπείας κι ο ίδιος δεν είναι σε θέση ν'ανταποκριθεί σ'αυτό (επειδή δεν έχει την κατάλληλη εκπαίδευση, δεν έχει χρόνο κ.λ.π.) θα παραπέμψει το άτομο σε κάποιον άλλον ψυχοθεραπευτή, ο οποίος δεν είναι απαραίτητο να είναι ψυχίατρος.
Αρκετοί γιατροί, ακόμα και ψυχίατροι ή νευρολόγοι, δεν παραπέμπουν εύκολα κάποιον για ψυχοθεραπεία (είτε επειδή ο ίδιος ο πελάτης αντιδρά ή δε θέλει, είτε επειδή εκείνοι δεν «πιστεύουν» ιδιαίτερα στην ψυχοθεραπεία, είτε για άλλους λόγους). Στις περιπτώσεις αυτές ενδέχεται η αντιμετώπιση του προβλήματος να είναι ελλιπής και τα συμπτώματα να διαιωνίζονται. Ένα φοβικό άτομο π.χ. μπορεί να ταλαιπωρηθεί για μεγάλο διάστημα πηγαίνοντας από εξέταση σε εξέταση μήπως το σύμπτωμά του (ζαλάδα, ταχυκαρδία, σφίξιμο στο λαιμό ή στο στομάχι, μουδιάσματα κ.α.) έχει κάποια οργανική προέλευση.

9.
Αλλά και οι συγγενείς 1ου βαθμού (γονείς, παιδιά, αδέλφια) συνήθως δεν ξέρουν πως ν'αντιμετωπίσουν παρόμοιες καταστάσεις. Αρκετές φορές δε «θέλουν» να πιστέψουν, ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα, όπως προαναφέρθηκε. Σ'αυτό συμβάλλει και η άστοχη παρατήρηση πολλών γιατρών: «δεν έχεις τίποτα». Η παρατήρηση αυτή δε σημαίνει ότι το άτομο/πελάτης δεν έχει πράγματι τίποτα, αλλά ότι δεν έχει τίποτα οργανικό. Και η διαταραγμένη ψυχική ισορροπία χρειάζεται αντιμετώπιση/θεραπεία, όχι μόνο οι οργανικές παθήσεις.
Τη διαδικασία αυτογνωσίας/θεραπείας ακολουθούν επίσης και οι ανερχόμενοι ψυχοθεραπευτές. Με τον τρόπο αυτό ωριμάζουν οι ίδιοι περισσότερο και γρηγορότερα αφενός και αφετέρου θα είναι σε θέση να κατανοήσουν και να βοηθήσουν τους μελλοντικούς τους πελάτες.
Συνεχίζω με άλλες διευκρινήσεις:
Νευρολόγος:Ιατρός ειδικευμένος στις παθήσεις του νευρικού συστήματος.
Σημαντική παρατήρηση:
Όταν κάποιος ισχυρίζεται ότι είναι νευρικός ή ότι «έχει τα νεύρα του» δε σημαίνει ότι έχει κάποια νευρολογική πάθηση. Αν θελήσει να επισκεφτεί κάποιον ειδικό, αυτός θα πρέπει να είναι ψυχίατρος ή ψυχολόγος (αν είναι και ψυχοθεραπευτής ακόμη καλύτερα). Ο νευρολόγος ασχολείται με τα πραγματικά νεύρα (νευρώνες), διαταραχές των οποίων οδηγούν σε διάφορα συμπτώματα ή παθήσεις. Εγκεφαλικές κακώσεις, το λεγόμενο εγκεφαλικό επεισόδιο, καλοήθεις ή κακοήθεις όγκοι, πονοκέφαλοι με οργανικό υπόστρωμα, επιληψία, ατροφία του εγκεφάλου, σύνδρομο parkinson, διαταραχές όρασης ή ακοής που σχετίζονται με τα αντίστοιχα νεύρα (οπτικό, ακουστικό νεύρο), μετατραυματικές καταστάσεις (κώμα, αφασία, επιληψία, πάρεση, αμνησία κ.α.), διάφορα «σύνδρομα» του εγκεφάλου και της περιφέρειας (συνήθως των άκρων) κ.α. αποτελούν αντικείμενο της νευρολογίας/του νευρολόγου. Έχουν οργανική βάση.
Ενσωμάτωση:Ένας αρχέγονος ασυνείδητος αμυντικός μηχανισμός στον οποίο η ψυχική αναπαράσταση κάποιου ατόμου ή τμημάτων κάποιου ατόμου αφομοιώνεται μέσα στον εαυτό μέσα από μια διεργασία συμβολικής στοματικής πρόσληψης. Αναπαριστά ειδικό τύπο ενδοβολής και είναι ο πιο πρώιμος μηχανισμός ταυτοποίησης.
Εναισθησία/ενόραση:Συνειδητή αναγνώριση από το άτομο της ψυχολογικής κατάστασής του. Πιο ειδικά αναφέρεται στη συνειδητή αναγνώριση και κατανόηση από το άτομο της προέλευσης, της φύσης και των μηχανισμών (ψυχοδυναμικών κ.λ.π.) της στάσης του και των συμπτωμάτων της δυσπροσαρμοστικής συμπεριφοράς του. Είναι πολύ σημαντική προϋπόθεση στην προσπάθεια για αλλαγή στην προσωπικότητα και συμπεριφορά του ατόμου. Η διανοητική εναισθησία ( intellectual insight ) αναφέρεται στην επίγνωση της πραγματικότητας μιας κατάστασης χωρίς την ικανότητα να χρησιμοποιήσει το άτομο με επιτυχία αυτή τη γνώση για να πραγματοποιήσει μια προσαρμοστική αλλαγή στη συμπεριφορά. Η συναισθηματική εναισθησία ( emotional insight ) αναφέρεται σ'ένα βαθύτερο επίπεδο κατανόησης, συναίσθησης και επίγνωσης που είναι πιο πιθανό να οδηγήσει σε θετικές αλλαγές στην προσωπικότητα και συμπεριφορά.
Ένστικτο:Βασική έμφυτη ορμή. Ο Freud πρότεινε την ύπαρξη δύο αντιθετικών πρωτογενών ενστίκτων: ένα ένστικτο της ζωής (Έρως) (life instinct- E ros) και ένα ένστικτο θανάτου (θάνατος) (death instinct-Thanatos). Ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπινων ενστίκτων έχει επίσης προταθεί, όπως ένστικτο της αυτοδιαφύλαξης (αυτο-διατήρησης), σεξουαλικό ένστικτο, επιθετικό ένστικτο, ένστικτα του εγώ, κυριαρχικό ένστικτο, κοινωνικό ή ένστικτο αγέλης κ.α. Ο όρος έγινε αμφιλεγόμενος και αμφισβητήσιμος στην εφαρμογή του για την ανθρώπινη συμπεριφορά εξαιτίας της ενοχοποίησής του για κάποια σταθερή, ουσιαστικά αμετάβλητη, κατ'εξοχήν κληρονομική απάντηση ή ψυχική τάση που δεν περιλαμβάνει μάθηση ή αιτία. Είναι εξαιρετικά δύσκολο αν όχι αδύνατο, να αποδειχθεί πειστικά ότι κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα είναι στην ουσία ενστικτική. Πολλοί μοντέρνοι ψυχαναλυτές προτιμούν τον όρο ενόρμηση (drive) γι'αυτό που ο Freud ονόμαζε ένστικτο.
Διανοητικοποίηση:Ασυνείδητος αμυντικός μηχανισμός στον οποίο χρησιμοποιείται η λογική σε μια προσπάθεια του ατόμου ν'αποφύγει να έρθει αντιμέτωπο με ασυνείδητες συγκρούσεις και το άγχος που συνεπάγονται.
Ερμηνεία:Η διεργασία με την οποία ο θεραπευτής οδηγεί τον ασθενή να αντιληφθεί και να κατανοήσει κάποια πλευρά των προβλημάτων του, της συμπεριφοράς του ή των ενδοψυχικών του διεργασιών (αντιστάσεις, άμυνες, μεταβιβάσεις και άλλες συμβολικές δραστηριότητες, όπως όνειρα και φαντασίες).
Ενδοψυχική σύγκρουση:Κατάσταση τάσης που ξεκινά από τη σύγκρουση δύο ή περισσοτέρων ασυμβίβαστων ή αντίθετων δυνάμεων - π.χ. επιθυμιών, αναγκών, κινήτρων, σκέψεων - μέσα στο άτομο.
Ενδοβολή:Η ασυνείδητη συμβολική εσωτερικοποίηση κάποιας ψυχικής αναπαράστασης ενός αγαπητού ή μισητού εξωτερικού αντικειμένου με σκοπό να εγκατασταθεί εσωτερικά σταθερή παρουσία του αντικειμένου. Το αντίθετο της προβολής ( projection ). Πρόκειται για το ασυνείδητο αμυντικό μηχανισμό ο οποίος στα πρώτα χρόνια της ζωής, μαζί με την προβολή, διαδραματίζει σημαντικότατο ρόλο στην ανάπτυξη του εγώ ή εαυτού του ατόμου. Στην περίπτωση του αγαπητού αντικειμένου, το άγχος από τον αποχωρισμό ή η τάση που ξεκινά από την αμφιθυμία προς το αντικείμενο ελαττώνεται. Στην περίπτωση του φοβούμενου ή μισητού αντικειμένου, η εσωτερικοποίηση των κακών ή επιθετικών χαρακτηριστικών του βοηθά να αποφευχθεί το άγχος τοποθετώντας συμβολικά αυτά τα χαρακτηριστικά κάτω από τον έλεγχο του ατόμου.
Libido:Στην ψυχαναλυτική θεωρεία πρόκειται για την ψυχική ενέργεια η οποία συνδέεται με τη σεξουαλική ενόρμηση ή το ένστικτο της ζωής. (Ο όρος «σεξουαλικός» εδώ χρησιμοποιείται με την πλατιά έννοια και περιλαμβάνει την αναζήτηση ευχαρίστησης και αντικειμένου αγάπης). Σε ελεύθερη χρήση σημαίνει ερωτική διάθεση.
Ναρκισσισμός:Αγάπη για τον εαυτό. Η λέξη προέρχεται από τον Νάρκισσο, πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, που ερωτεύτηκε το είδωλο της μορφής του. Στην ψυχαναλυτική θεωρία υποδιαιρείται σε πρωτογενή και δευτερογενή. Ο πρωτογενής ναρκισσισμός αναφέρεται στην αρχική βρεφική φάση της ανάπτυξης των σχέσεων με το αντικείμενο, όταν το παιδί δεν έχει διαφοροποιήσει τον εαυτό του από τον εξωτερικό κόσμο. Όλες τις πηγές ευχαρίστησης τις θεωρεί, με μη ρεαλιστικό τρόπο, ότι προέρχονται από μέσα του, δίνοντάς του μια ψευδή αίσθηση παντοδυναμίας. Ο δευτερογενής ναρκισσισμός προκύπτει όταν η libido, που προηγουμένως έχει επενδυθεί σε εξωτερικά αντικείμενα αγάπης, κατευθύνεται και πάλι στον εαυτό. Κάποιου βαθμού ναρκισσισμός είναι φυσιολογικός. Υπερβολικός όμως ναρκισσισμός παρεμποδίζει τις διαπροσωπικές σχέσεις, είτε εμφανίζεται υπό τη μορφή διαταραχής της προσωπικότητας, είτε ψύχωσης. Η ναρκισσιστική προσωπικότητα περιγράφεται σε ειδικό κεφάλαιο.
Ψυχική υγεία:Μια κατάσταση ισορροπίας και εσωτερικής αρμονίας στην οποία ένα άτομο είναι ικανό να λειτουργεί άνετα μέσα στο κοινωνικό του περιβάλλον και να πετυχαίνει εξίσου καλά στην αγάπη, την εργασία, τη δημιουργικότητα και την ψυχαγωγία.
papapan

Pages