Ως άνθρωποι έχουμε ευθύνες και η παραμέληση αυτών έχει συνέπειες που μας φορτώνουν ενοχές.
Ας ορίσουμε καταρχήν τις τρεις έννοιες της άνωθεν πρότασης, για να δούμε στη συνέχεια τις μεταξύ τους σχέσεις. Η ‘ευθύνη’ αναφέρεται στις αρμοδιότητες, τα καθήκοντα και τις εξουσίες που έχει κάποιος (λέμε ότι «κατέχει θέση ευθύνης» και συνεπώς έχει και την «ευθύνη των πράξεών του»). Με τον όρο ‘συνέπεια’ εννοούμε ότι κάποιος ανταποκρίνεται στα καθήκοντά του («είναι συνεπής υπάλληλος»), αλλά δηλώνουμε και τα αποτελέσματα των πράξεων ή των παραλείψεών του (π.χ. «η απροσεξία του θα έχει συνέπειες»). Τέλος, με τον όρο ‘ενοχή’ σημαίνουμε τη νομική ή ηθική υπαιτιότητα κάποιου για το αποτέλεσμα μιας πράξης του (π.χ. «κρίθηκε ένοχος», «έχει αισθήματα ενοχής»).
Ας επιχειρήσουμε εδώ μια γενικότερη σύντομη θεώρηση του θέματος, όσο επιτρέπουν οι δυνάμεις μας.
Ως άνθρωποι έχουμε την αυθόρμητη τάση να επιρρίπτουμε ευθύνες και να προχωρούμε σε άμεσες ενέργειες εναντίον αυτών που (ορθά ή εσφαλμένα) θεωρούμε ενόχους. Σε πιο πρωτόγονες εποχές και κοινωνίες (χωρίς όμως να έχει εκλείψει τελείως το φαινόμενο) η τάση αυτή οδηγούσε/οδηγεί σε λιθοβολισμούς και ‘λυντσάρισμα’ των υπαιτίων με συνοπτικές διαδικασίες (σήμερα οι ‘λιθοβολισμοί’ έχουν περάσει στην αρμοδιότητα των μέσων ενημέρωσης…). Η Δικαιοσύνη, ως ανεξάρτητη εξουσία των πολιτισμένων κοινωνιών, αποτελεί το φίλτρο που ξεχωρίζει τις πραγματικές ευθύνες από τις ενστικτώδεις καταδικαστικές αποφάσεις του όχλου και επιδικάζει τις προβλεπόμενες από τον νόμο ποινές. Αυτό ως προς τα ανθρώπινα πράγματα.
Όταν όμως αναφερόμαστε στη δικαιοσύνη του Θεού θα πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί. Αυτή δεν εκδηλώνεται με τον δικό μας τρόπο. Πολλές φορές κάνουμε το λάθος να προβάλλουμε τις δικές μας επιθυμίες στον Θεό, και σε ακραίες περιπτώσεις να φθάνουμε σε κατάρες, ζητώντας από Εκείνον να επιφέρει την τιμωρία των άλλων. Αυτό δεν είναι απλώς λάθος, αλλά αποτελεί βαρύ αμάρτημα. Αν ο Θεός ενεργούσε με τον δικό μας αυθόρμητο τρόπο, πολύ σύντομα δεν θα είχε μείνει κανένας μας ζωντανός, διότι «πολλὰ πταίομεν ἅπαντες» [Ιακ. 3:2]. Και ισχύει, όπως διδασκόμαστε, ο πνευματικός νόμος ότι «ἐν ἄλλοις πταίομεν, καί ἐν ἄλλοις παιδευόμεθα».
Υπάρχει στο ευαγγέλιο του Λουκά [κεφ. 13] ένα επεισόδιο που δείχνει μια εντελώς διαφορετική αντίληψη δικαιοσύνης. Κάποιοι ρωτούν τον Κύριο για μερικούς Γαλιλαίους που ο Πιλάτος είχε σφάξει ενώ προσέφεραν θυσίες. Εκείνος τους απαντά: «Νομίζετε ότι αυτοί ήταν χειρότεροι από τους άλλους Γαλιλαίους και το έπαθαν αυτό; Όχι, αλλά αν δεν μετανοήσετε, όλοι θα χαθείτε με τον ίδιο τρόπο. Ή μήπως εκείνοι οι δεκαοκτώ που σκοτώθηκαν όταν γκρεμίσθηκε ο πύργος του Σιλωάμ ήταν πιο αμαρτωλοί από όλους τους άλλους; Και πάλι σας λέω, ότι αν δεν μετανοήσετε, όλοι θα χαθείτε με τον ίδιο τρόπο». Τα δυο τραγικά γεγονότα που αναφέρονται στη συνομιλία αυτή αποτελούν παραδείγματα προειδοποίησης του Θεού προς όλους τους ανθρώπους, ότι η γενικά αμαρτωλή ζωή (όχι κάποιων συγκεκριμένων προσώπων αλλά της όλης κοινωνίας) θα έχει συνέπειες όχι απλώς δυσάρεστες αλλά αιώνιες.
Επί του προκειμένου: εμείς ως άνθρωποι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πότε και για ποιο λόγο πεθαίνει ο καθένας: το αυθόρμητο «γιατί;» συχνά δεν έχει απάντηση, και είναι λάθος να το αποδίδουμε σε «τιμωρία απ’ τον Θεό». Κάποιες φορές αυτό μπορεί να μας φαίνεται προφανές (π.χ. οδηγεί κάποιος σε κατάσταση μέθης και σκοτώνεται), αλλά δεν γνωρίζουμε ούτε την ψυχική του κατάσταση ούτε την προηγούμενη ζωή του (κυρίως την εσωτερική) για να εκφέρουμε αντικειμενική κρίση για το πρόσωπό του και την όποια ενοχή του. Αυτό που μπορούμε όμως να πούμε, όχι ως ‘προφήτες’ ή τιμητές αλλά ως έχοντες πίστη στα λόγια του Κυρίου, είναι ότι αν ως κοινωνία, ως επίσημη πολιτεία, ως άνθρωποι λογικοί, νομοθετούμε και αποδεχόμαστε και ακολουθούμε τρόπους ζωής αντίθετους με τον νόμο του Θεού (τα παραδείγματα αφθονούν), θα κριθούμε με βάση τον νόμο αυτό, από Κριτή που δεν έχει ανάγκη αποδεικτικών μέσων διότι «αὐτὸς γινώσκει τὰ κρύφια τῆς καρδίας» [Ψαλμ. 43:22]. Για να γυρίσουμε στις τρεις αρχικές έννοιες, έχουμε ευθύνη για τη ζωή μας και οι πράξεις μας έχουν συνέπειες, οι οποίες μπορεί τελικά να μας καταστήσουν αμετάκλητα ενόχους.