Το να κατέχεις τόσα ώστε να ζεις χωρίς να δουλεύεις, είναι ένα πλεονέκτημα ανεκτίμητο! - Point of view

Εν τάχει

Το να κατέχεις τόσα ώστε να ζεις χωρίς να δουλεύεις, είναι ένα πλεονέκτημα ανεκτίμητο!



  Ορθά και όμορφα διαίρεσε ο μέγας διδάσκαλος περί της ευδαιμονίας Επίκουρος τις ανθρώπινες ανάγκες σε τρεις κατηγορίες.


  Πρώτον, στις φυσικές και αδήριτες: πρόκειται για εκείνες που, όταν δεν ικανοποιηθούν, προκαλούν πόνο· εδώ, συνεπώς, συγκαταλέγονται μόνο victus et amictus [τροφή κι ένδυση].

  Δεύτερον, στις φυσικές αλλά όχι στις αδήριτες: πρόκειται για την ανάγκη ικανοποίησης της γενετήσιας ορμής, αν και ο Επίκουρος – σύμφωνα με την έκθεση της διδασκαλίας του από τον Διογένη Λαέρτιο – δεν το διατυπώνει ρητά (την διδασκαλία του, παρεμπιπτόντως, την παρουσιάζω συνολικά κάπως τροποποιημένη και λειασμένη)· η ανάγκη αυτή ικανοποιείται ήδη δυσκολότερα απ’ ότι οι πρωταναφερθείσες.

  Τρίτον, στις ούτε φυσικές ούτε αδήριτες: πρόκειται για τις ανάγκες της πολυτέλειας, της αφθονίας, της επίδειξης και του μεγαλείου· τούτες δεν έχουν πέρας, η δε ικανοποίησή τους είναι πολύ δύσκολη.




  Τα όρια των εύλογων επιθυμιών μας που αφορούν στην κτήση είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο να καθορισθούν, καθώς η ικανοποίηση του κάθε ανθρώπου απ’ αυτή την άποψη εξαρτάται όχι από ένα απόλυτο, αλλά ένα σχετικό μέγεθος, από την σχέση δηλ. των απαιτήσεών του και της περιουσίας του, ούτως ώστε η τελευταία, θεωρούμενη μεμονωμένη, είναι τόσο κενή νοήματος όσο και ο αριθμητής ενός κλάσματος χωρίς τον παρονομαστή. Ένας άνθρωπος δεν στερείται καθόλου τα αγαθά εκείνα τα οποία δεν του έχει περάσει καν από το μυαλό η αξίωση να τα αποκτήσει, αλλά είναι, και χωρίς αυτά ικανοποιημένος. Ένας άλλος, αντίθετα, ο οποίος κατέχει τα εκατονταπλάσια απ’ αυτόν, νιώθει δυστυχής επειδή στερείται ένα και μόνον αγαθό το οποίο έχει την αξίωσή να κατέχει.

  Ο καθένας έχει, και απ’ αυτήν την άποψη, έναν δικό του ορίζοντα του τι είναι γι’ αυτόν δυνητικά εφικτό και οι αξιώσεις του εκτείνονται μέχρι τα όρια του ορίζοντα αυτού. Όποτε ένα αντικείμενο ευρισκόμενο εντός του ορίζοντα αυτού του παρουσιάζεται κατά κάποιο τρόπο ώστε να ευελπιστεί ότι θα το αποκτήσει, τότε νιώθει ευτυχής· δυστυχής, αντίθετα, νιώθει όποτε δυσκολίες που εμφανίζονται του στερούν αυτή την προοπτική. Ό,τι βρίσκεται εκτός του οπτικού αυτού πεδίου δεν ασκεί καμία επίδραση επάνω του. Ως εκ τούτου, η μεγάλη περιουσία των πλουσίων δεν προκαλεί ανησυχία στον φτωχό· κι από την άλλη πλευρά, ο πλούσιος, όταν αποτύχει στις επιδιώξεις του, δεν βρίσκει παρηγοριά στα πλείστα όσα κατέχει.

  Το γεγονός ότι, μετά την απώλεια πλούτου ή ευκαταστασίας και μόλις ξεπερασθεί η αρχική οδύνη, η συνήθης μας διάθεση δεν διαφέρει κατά πολύ από την προ της απώλειας οφείλεται στο ότι, αφότου η μοίρα σμίκρυνε τον παράγοντα της περιουσίας μας, μειώνουμε τώρα κι εμείς οι ίδιοι δραστικά τον παράγοντα των αξιώσεων μας. Η προσαρμογή αυτή είναι το πραγματικά επώδυνο στην περίπτωση ενός δεινού· όταν, όμως, πλέον ολοκληρωθεί, τότε ο πόνος υποχωρεί, μέχρι που, εντέλει, παύει να γίνεται αισθητός: η πληγή επουλώνεται. Στην περίπτωση, αντίθετα, ενός ευτυχούς συμβάντος, ο συμπιεστής των αξιώσεών μας μετατίθεται σε υψηλότερο σημείο, ώστε οι ίδιες οι αξιώσεις μας διογκώνονται: εδώ ακριβώς έγκειται η χαρά. Τούτη, όμως, δεν διαρκεί περισσότερο από την διαδικασία ολοκλήρωσης αυτής της προσαρμογής, μέχρις ότου δηλ. συνηθίσουμε στον αυξημένο βαθμό αξιώσεων και καταστούμε αδιάφοροι για το μέγεθος της περιουσίας που τού αντιστοιχεί.

 Στους ανθρώπους επιρρίπτεται συχνά η μορφή ότι η επιθυμία τους είναι κυρίως εστραμμένη στο χρήμα και ότι αγαπούν τούτο περισσότερο από κάθε τι άλλο. Εντούτοις, είναι φυσικό, μάλιστα προφανώς αναπόφευκτο ν’ αγαπούν το χρήμα, το οποίο – ωσάν ακαταπόνητος Πρωτέας – είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμο να μεταμορφωθεί στο εκάστοτε αντικείμενο των τόσο μεταβαλλόμενων επιθυμιών μας και των πολυσχιδών αναγκών μας. Κάθε άλλο αγαθό ικανοποιεί μια μόνον επιθυμία, μια μόνον ανάγκη: οι τροφές είναι καλές μόνο για τον πεινασμένο, το κρασί μόνο για τον υγιή, τα φάρμακα μόνο για τον ασθενή, μια γούνα μόνο για τον χειμώνα, οι γυναίκες μόνο για την νιότη κ.λ.π.

  Όλα τούτα είναι συνεπώς απλώς αγαθά προς τι, αγαθά δηλ. σε σχέση με κάτι άλλο. Μόνο το χρήμα είναι το αγαθό κατ’ απόλυτη έννοια καθώς δεν αντιστοιχεί σε μία ανάγκη in concreto [συγκεκριμένα], αλλά στην ανάγκη όλως, in abstracto [αφηρημένα].

  Άνθρωποι που δεν έχουν κληρονομήσει κάποια περιουσία, εντέλει, όμως, καταφέρνουν χάρη στα ταλέντα τους, όποιας φύσεως κι αν είναι αυτά, να πορίζονται πολλά χρήματα, υποκύπτουν σχεδόν πάντα στην ψευδαίσθηση ότι το ταλέντο τους είναι το πάγιο κεφάλαιο κι άρα τα χρήματα που αποκτούν χάρη σ’ αυτό οι τόκοι. Έτσι, δεν αποταμιεύουν ένα μέρος των αποκτηθέντων προκειμένου να συσσωρεύσουν ένα πάγιο κεφάλαιο, αλλά ξοδεύουν όλα όσα κερδίζουν. Για τον λόγο όμως αυτό, περιέχονται ως επί το πλείστον σε φτώχεια όταν η απόκτηση χρημάτων επιβραδύνεται ή σταματά εντελώς, είτε επειδή το ταλέντο τους, όντας εφήμερου χαρακτήρα, εξαντλήθηκε, όπως λ.χ. το ταλέντο σ’ όλες τις καλές τέχνες, είτε, επίσης, επειδή το ταλέντο τους κατάφερνε να επιβάλλεται χάρη σε συγκεκριμένες περιστάσεις και συγκυρίες, οι οποίες έχουν τώρα πλέον πάψει να υφίστανται.

  Ως εκ τούτου όμως, τα όσα κερδίζουν πρέπει να γίνουν το κεφάλαιό τους, ενώ αυτοί, κατά τρόπο αλαζονικό, τα θεωρούν ως απλούς τόκους και οδεύουν, έτσι, ταχέως προς τον όλεθρο.

  Άνθρωποι, αντίθετα, που κατέχουν κληρονομημένη περιουσία μαθαίνουν σύντομα να διαχωρίζουν, τουλάχιστον, ποιο είναι το κεφάλαιο και ποιοι οι τόκοι. Έτσι, οι περισσότεροι απ’ αυτούς καταβάλλουν προσπάθεια να διασφαλίσουν το κεφάλαιο, μη πειράζοντάς το, και μάλιστα, ει δυνατόν, αποταμιεύοντας ένα τουλάχιστον όγδοο των τόκων, προκειμένου ν’ αντιμετωπίσουν έναν ενδεχόμενο μελλοντικό περιορισμό των αποδόσεων. Για τον λόγο αυτό, καταφέρνουν συνήθως να διατηρούν την οικονομική τους ευμάρεια.

  Οι ανωτέρω επισημάνσεις δεν έχουν εφαρμογή στους εμπόρους, καθώς γι’ αυτούς το ίδιο το χρήμα είναι το μέσο για περαιτέρω κέρδη, ούτως ειπείν εργαλείο επαγγελματικό.

  Ως εκ τούτου, αυτοί προσπαθούν, ακόμα κι αν έχουν οι ίδιοι από μόνοι τους πορισθεί το χρήμα, να το διατηρήσουν και να το πολλαπλασιάσουν δια της χρήσης του. Έτσι, ο πλούτος δεν είναι πουθενά κάτι τόσο οικείο όσο σ’ αυτή την επαγγελματική τάξη.

  Από τούτα, θα μπορούσε κανείς να εξαγάγει το συμπέρασμα πως η ένδεια δεν είναι τόσο δεινό πράγμα όσο μοιάζει εκ του μακρόθεν. Ο αληθινός λόγος, ωστόσο, θα πρέπει μάλλον να είναι τούτος, ότι, στα μάτια όποιου έχει γεννηθεί και μεγαλώσει μέσα σε κληρονομημένο πλούτο, τούτος εμφανίζεται ως κάτι απαραίτητο, ως φυσικό στοιχείο του μόνου δυνατού βίου, όπως ο αέρας· έτσι, ένας τέτοιος άνθρωπος τον περιφρουρεί όπως την ίδια του τη ζωή, όντας επομένως τακτικός, προσεκτικός και οικονόμος. Στα μάτια, απεναντίας, όποιου έχει γεννηθεί και μεγαλώσει μέσα σε κληρονομημένη ένδεια, τούτη εμφανίζεται ως η φυσιολογική κατάσταση, ο δε πλούτος που έτυχε να βρεθεί στα χέρια του ως κάτι το περιττό, προοριζόμενο μόνο για ξόδεμα και απόλαυση· διότι ένας τέτοιος άνθρωπος, όταν ο πλούτος του έχει πλέον εξανεμισθεί, τα βγάζει πέρα όπως και παλαιότερα, έχει δε επιπλέον απαλλαγεί και από μια έγνοια.

  Από την ανθρώπινη αυτή ιδιαιτερότητα εξηγείται και το γεγονός ότι οι γυναίκες που υπήρξαν φτωχές κοπέλες είναι πολύ συχνά πιο απαιτητικές και σπάταλες από εκείνες που συνεισέφεραν στον γάμο τους πλούσια προίκα, καθώς οι πλούσιες κοπέλες δεν φέρνουν μαζί τους μόνο περιουσία, αλλά και περισσότερο ζήλο, κληρονομημένη ορμή για διατήρηση αυτής απ’ ότι οι φτωχές. Όποιος παρά ταύτα επιθυμεί να ισχυρισθεί το αντίθετο μπορεί να επικαλεσθεί ως αυθεντία τον Ariosto με την πρώτη του σάτιρα.

  Εγώ, πάντως, θα ’θελα να συμβουλεύσω εκείνον που παντρεύεται μια φτωχή κοπέλα να μην της κληροδοτήσει το κεφάλαιο, αλλά μόνο ένα εισόδημα, ιδιαίτερα δε να φροντίσει ώστε η περιουσία των παιδιών να μην περιέλθει στα χέρια της.

  Δεν κάνω, πιστεύω, κατά κανένα τρόπο κάτι ανάξιο της γραφίδας μου συνιστώντας να φροντίζει κανείς για τη διατήρηση της περιουσίας που απέκτησε ή κληρονόμησε· διότι βέβαια, το να κατέχει κανείς τόσα ώστε να μπορεί, έστω και μόνο για τον εαυτό του, χωρίς οικογένεια, να διάγει τον βίο του αληθινά ανεξάρτητος, χωρίς δηλ. να δουλεύει, είναι ένα πλεονέκτημα ανεκτίμητο, καθώς ισοδυναμεί με ασυλία που τον απαλλάσσει από τις ανάγκες και τις κακουχίες τις συνυφασμένης με τον ανθρώπινο βίο, με χειραφέτηση δηλ. από τη γενική δουλοπαροικία, τον φυσικό τούτο λαχνό των ανθρώπων επί της γης.

  Μόνον υπό τον όρο αυτής της εύνοιας της μοίρας είναι κανείς γεννημένος ελεύθερος και όχι δούλος, καθώς μόνον τότε είναι κανείς κύριος του χρόνου του και των δυνάμεών του, ώστε να μπορεί κάθε πρωί να λέγει: “η ημέρα ανήκει σ’ εμένα”. Και ακριβώς για τον λόγο αυτόν είναι η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτόν που έχει χίλια και σ’ αυτόν που έχει εκατό χιλιάδες τάλιρα εισόδημα απείρως μικρότερη απ’ ότι εκείνη ανάμεσα στον πρωτοαναφερθέντα και σ’ εκείνον που δεν έχει τίποτε.

  Την δε μέγιστη αξία της, η κληρονομημένη περιουσία την αποκτά όταν τυχαίνει σ’ εκείνον που, προικισμένος με πνευματικές δυνάμεις ανώτερου είδους, επιδίδεται σ’ εγχειρήματα που δεν συνάδουν με τον βιοπορισμό· διότι ο άνθρωπος αυτός διάγει για την ιδιοφυΐα του και αποπληρώνει στο εκατονταπλάσιο την οφειλή του στην ανθρωπότητα, προσφέροντάς της κάτι που κανείς άλλος δεν μπορεί να της προσφέρει και δημιουργώντας κάτι που την ωφελεί στην ολότητά της και που, μάλιστα, της χαρίζει επίσης τιμή. Ένας άλλος πάλι, ευρισκόμενος σε τόσο ευνοϊκή θέση, ευεργετεί την ανθρωπότητα με φιλανθρωπικά έργα. Όποιος, απεναντίας, δεν προσφέρει, έστω και σε μικρό βαθμό ή ως απλή απόπειρα, τίποτε απ’ όλα αυτά, όποιος μάλιστα ούτε καν αξιοποιεί την δυνατότητα τουλάχιστον να προάγει μια επιστήμη μαθαίνοντάς την εμβριθώς δεν είναι παρά ένας άχρηστος χασομέρης και αξιοκαταφρόνητος.

  Επίσης, ένας τέτοιος άνθρωπος δεν είναι ευτυχής, καθώς η απαλλαγή του από την ανάγκη τον εγκαταλείπει στο έλεος του άλλου πόλου της ανθρώπινης δεινοπάθειας, στο έλεος της ανίας, η οποία τον τυραννεί σε τέτοιον βαθμό ώστε θα ήταν ασφαλώς κατά πολύ ευτυχέστερος, εάν η ανάγκη τού είχε παράσχει μια απασχόληση. Ακριβώς δε η ανία αυτή είναι που τον παρασύρει εύκολα σε υπερβολές και ασωτίες, οι οποίες και, εντέλει, θα του στερήσουν το πλεονέκτημα εκείνο του οποίου αποδεικνύεται ανάξιος.

Εκείνος, απεναντίας, που διαθέτει από την οικογένειά του αρκετά προς το ζην είναι ως επί το πλείστον ανυπότακτος: έχει συνηθίσει να βαδίζει tete levee [με το κεφάλι ψηλά] και δεν έχει μάθει τα τεχνάσματα της δουλικότητας· επιμένει ίσως να κάνει χρήση κάποιων ενδεχόμενων ταλέντων του, ενώ θα ‘πρεπε, αντίθετα, να κατανοήσει την ανεπάρκειά τους απέναντι στον mediocre et rampant [στην χαμερπή μετριότητα]· μάλιστα, είναι προφανώς σε θέση να διακρίνει την κατωτερότητα των ανωτέρων του, και όταν δε στο τέλος η κατάσταση φθάσει στο επίπεδο της αναξιοπρέπειας, τότε γίνεται είτε απειθής είτε λιπόψυχος. 

  Έτσι, όμως, δεν πάει κανείς μπροστά στην ζωή· μάλλον θα καταλήξει ν’ αναφωνήσει μαζί με τον αυθάδη Βολταίρο: nous n’ avons que deux jours a vivre: ce n’ est pas la peine de les passer a ramper sous des coquins meprisables. (Δεν έχουμε παρά μόνο δύο μέρες να ζήσουμε: δεν αξίζει να τις περάσουμε υπηρετώντας χαμερπώς αξιοκαταφρόνητους παλιανθρώπους).

  Στα όσα έχει κανείς, δεν συμπεριέλαβα γυναίκα και παιδιά, καθώς στην πραγματικότητα μάλλον ο ίδιος βρίσκεται στην κατοχή τους. Περισσότερο θα μπορούσε ίσως κανείς να συναριθμήσει σ’ αυτά τους φίλους· όμως, κι εδώ ο κάτοχος βρίσκεται στην κατοχή του άλλου, κατ’ ανάγκη, στον ίδιο ακριβώς βαθμό.


Αφορισμοί, Για την πρακτική σοφία της ζωής 
- Arthur Schopenhauer

Pages