Γιατί ο άνθρωπος ξεχνάει; Και πώς επιλέγει ο ίδιος τι να ξεχάσει;
Η αποτυχία ανάκλησης μνήμης χωρίς παθολογικό αίτιο ονομάζεται λήθη και έχει απασχολήσει τον άνθρωπο προγενέστερα από την εποχή του Ομήρου. Μερικές από τις εξηγήσεις είναι η αχρηστία της ύλης, η παραμόρφωση, η παρεμβολή, η φθορά του μνημονικού ίχνους. Η πιο ενδιαφέρουσα εξήγηση, κατά την άποψή μου, είναι η απώθηση, όπου, σύμφωνα με τον Freud, η λήθη λειτουργεί ως μηχανισμός άμυνας, με το άτομο να «σπρώχνει» τις τραυματικές εμπειρίες στο ασυνείδητο. Αξίζει να σημειωθεί ότι η λήθη μπορεί να προκληθεί και από τραυματισμό στον εγκέφαλο.
Η επιλογή της λήθης
Ο ψυχισμός μας αντέχει ως ένα σημείο τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος.
Το τραύμα χαρακτηρίζεται ως το δυσάρεστο αυτό γεγονός που έχει υπερβεί το όριο αντοχής του οργανισμού.
Προκειμένου το υποκείμενο(το άτομο που βιώνει ψυχοφθόρα τραυματική εμπειρία)να επιβιώσει εφευρίσκει διάφορους μηχανισμούς άμυνας που ανακαλούνται όταν υπάρχει έκτακτη ανάγκη.
Ο πιο συχνός μηχανισμός άμυνας εξακολουθεί να είναι η επιλογή της λήθης, ή απώθηση (κατά την ψυχαναλυτική ορολογία).
«Ας το ξεχάσουμε...», «ας μην μιλάμε γιαυτό...», «πάμε παρακάτω...».
Πού παρακάτω όμως;
Η επιλογή της λήθης δεν είναι κάτι παράδοξο. Είναι μέσα στη φύση μας το δίλημμα που έχει περιγραφεί από τις επιστήμες του ανθρώπου μέσα από την αγγλική φράση: to fight or to fly, δηλ. του να παλέψει κανείς ή να φύγει μπροστά σε έναν απειλητικό για τη ζωή κίνδυνο.
Η φυγή μέσω της λήθης είναι μία λύση για να κατορθώσει να επιβιώσει ψυχικά ο οργανισμός. Αποφασίζει κανείς να θάψει το τραυματικό για να μην πονάει.
Αυτή η απόφαση είναι μία φυσιολογική αντίδραση του οργανισμού καθώς το υποκείμενο θέλει να σταματήσει κάθε δυσάρεστο συναίσθημα που προκαλεί πόνο, ντροπή, φόβο, ενοχή, λύπη κλπ.
Ωστόσο, όπως κάθε λοβοτομή, δεν παύει να προκαλεί παρενέργειες.
Η πρώτη παρενέργεια σχετίζεται με την αναποτελεσματικότητα. Και ευτυχώς γιατί τότε θα ήταν πλήρης η λοβοτομή και ακόμη μεγαλύτερη η βλάβη.
Η πρόθεση της λήθης μπορεί να υπάρχει, ωστόσο αυτή ποτέ δεν θα καταφέρει να επέλθει πλήρως. Μία μικρή τυχαία λεπτομέρεια που μπορεί σε κάτι να θυμίζει το αρχικό τραυματικό γεγονός είναι αρκετή για να ξεσπάσει ψυχική θύελλα.
Αυτή μπορεί να εκφραστεί με υπερβολικό άγχος, ή με ένα ξαφνικό κύμα θλίψης χωρίς εμφανή αιτία, με υπερβολή σε συναισθηματικές αντιδράσεις προς άλλους ή στη σχέση με τον εαυτό.
Όχι λιγότερη σε αξία είναι η τεράστια ενέργεια που καταναλώνει ο ψυχισμός στο να ξεχάσει ή να παραμείνει κάτι ξεχασμένο.
Αυτή η νοητική ενέργεια σπαταλιέται καθώς δεν επενδύεται σε στόχους δημιουργικούς και ωφέλιμους για το υποκείμενο. Οι άνθρωποι που παλεύουν να διατηρήσουν την απώθηση κουράζονται πολύ εύκολα. Εξαντλούνται γιατί βρίσκονται σε μία συνεχή ψυχική προσπάθεια.
Μία άλλη μεγάλη παρενέργεια της επιλογής της λήθης είναι η αναπόφευκτη βλάβη στην ταυτότητα. Είναι σα να επιχειρείται μία λοβοτομή. Η αίσθηση του «ποιος είμαι» στηρίζεται στην ιστορικότητα κι έτσι αναπόφευκτα πλήττεται.
Σε κάθε απώθηση, σε κάθε επιλογή λήθης, μαζί με το τραυματικό γεγονός, είναι σα να προσπαθούμε να θάψουμε και κάτι άλλο που σχετίζεται με το ποιοι είμαστε.
Τα τραύματα μας καθορίζουν, μας σμιλεύουν, μας διαμορφώνουν. Εφόσον φυσικά έχουμε κατορθώσει να επιβιώσουμε, και αποτελούν τμήμα της ιστορίας μας. Και η ταυτότητα είναι στενά συνδεδεμένη με την ιστορικότητα.
Κι επειδή η φύση είναι σοφή, ο ψυχισμός μετά την απομάκρυνση του κινδύνου και την απώθηση είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει το τι έχει συμβεί.
Αυτό τον σκοπό φαίνεται να έχει η επόμενη παρενέργεια της απώθησης. Το να κάνουμε «τα ίδια λάθη» συνεχώς.
Τα μοτίβα επανάληψης επιβλαβών συμπεριφορών, λάθος επιλογών, καταστροφικών συναισθηματικών αντιδράσεων έρχονται με στόχο την αφύπνιση της μνήμης.
Ταλαιπωρούν το υποκείμενο για χρόνια.
Οι επαναλήψεις ακολουθούν μία μάλλον αναπτυξιακή πορεία, μία πορεία που καθιστά όλο και πιο σαφές ότι κάτι δεν πάει καλά στον τρόπο ζωής που έχει συνειδητά αποφασίσει το υποκείμενο.
Συνήθως, από την ηλικία των τριάντα και μετά ο άνθρωπος αρχίζει να διαισθάνεται ότι δεν είναι στραβό το κλίμα και συνεχώς συμβαίνει η ίδια ιστορία.
Πρωτύτερα όμως, έχει προβάλλει την αιτία ως επί το πλείστον, έξω από τον εαυτό του, στους άλλους.
Πρόκειται για μία μεγάλη στιγμή συνειδητότητας αυτή, καθώς ανοίγει δρόμο προς την αλλαγή.
Το αν θα συμβεί όμως η αλλαγή ή όχι, εξαρτάται και από άλλους παράγοντες όπως είναι ο βαθμός ευφυίας του υποκειμένου, της κοινωνικότητας και του περιβάλλοντος που μεγάλωσε κανείς.
Στην χειρότερη περίπτωση, το υποκείμενο παραμένει εγκλωβισμένο σε δυσάρεστες επαναλήψεις, έχοντας κατασκευάσει μία στρεβλή εικόνα-θεωρία του κόσμου και της ζωής, που συχνά την χαρακτηρίζει ως "Αγώνα"...
Πώς όμως απελευθερώνεται κανείς;
Μέσω της επεξεργασίας του τραύματος, με έναν τρόπο που σέβεται τον οργανισμό και τις αντιστάσεις του.
Όχι με βιάση, όχι με ζόρι, όχι με βία. Κι εδώ είναι που παρεμβαίνει η τεχνική. Γιατί η θεραπεία μπορεί να βασίζεται στην επιστήμη, αλλά πρωτίστως είναι τέχνη.
Σιγά σιγά και εν καιρώ ο οργανισμός γίνεται όλο και πιο δυνατός για να αντιμετωπίσει και να διεργαστεί και τέλος να απελευθερωθεί από το τραύμα.
Αυτό που έχει συμβεί δεν μπορεί να αλλάξει.
Αποδεχόμαστε το παρελθόν και προσπαθούμε να κατανοήσουμε τι συνέβη.
Πώς δηλαδή μπορεί αυτό το (τραυματικό) γεγονός από πριν να μασκαρεύεται και να επανέρχεται για να καταστρέψει τη ζωή σήμερα.
Η ανάλυση του φαινομένου καταντά σωτήρια και καθιστά το υποκείμενο δημιουργικό αφού δεν χρειάζεται πια να σπαταλά ενέργεια άδικα.
Ανακτώντας ξανά μέσω της κατανόησης το παρελθόν η ταυτότητα ανασυγκροτείται και το μέλλον παύει να είναι επίφοβο.
Η επανάληψη σταματά καθώς έχει ολοκληρωθεί η επεξεργασία και τακτοποίηση του τραύματος στην ιστορία του υποκειμένου.
Για να συνοψίσουμε:
Το τραυματικό γεγονός κάνει τον άνθρωπο να θέλει να ξεχάσει, καταλαμβάνει συνεχώς τεράστια ενέργεια για να το απωθήσει αλλά ποτέ δεν τα καταφέρνει πλήρως.
Πλήτεται η έννοια της ταυτότητας.
Επαναλαμβάνει ίδια μάταια μοτίβα ή
Συνειδητοποιεί ότι κάτι δεν πάει καλά στον τρόπο λειτουργίας ή
Κατασκευάζει μία κοσμοθεωρία ζωής με μελανά χρώματα και ζει μίζερα.
Στην πρώτη περίπτωση επιχειρεί την αλλαγή, στην δεύτερη παγιώνει την βλάβη του τραύματος και μάλιστα την μεταφέρει και στην επόμενη γενιά, μιάς και τα τραύματα διαβιβάζονται γενεολογικά.
Όχι μέσω της λήθης, αλλά μέσω της μνήμης ο δρόμος προς το μέλλον μπορεί να είναι αίσιος, είτε πρόκειται για μεμονωμένα υποκείμενα, είτε για εθνότητες, είτε για την ανθρωπότητα ως σύνολο. Αλλιώς σαν Σίσσυφος θα ανεβάζει την πέτρα ως την κορφή του βουνού κι αυτή πάλι θα κατρακυλά προς τα πίσω αιώνια.
*Στην ελληνική μυθολογία, κατά τον Ησίοδο, η Λήθη ήταν θυγατέρα της Έριδας και προσωποποίηση της λήθης, δηλαδή της λησμονιάς και της αγνωμοσύνης. Τη θεωρούσαν μία από τις Ναϊάδες Νύμφες. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, η Λήθη ήταν η μητέρα των τριών Χαρίτων. Οι Ναϊάδες έδιναν τον έρωτα τους αδιακρίτως στους Θεούς και στους ανθρώπους, ιδίως σε ωραίους νέους, και από αυτή την ένωση γεννιούνταν ήρωες, μεγάλοι καλλιτέχνες, ποιητές και σοφοί. Τιμωρούσαν όμως με σκληρότητα τις απιστίες αυτών που είχαν συνδεθεί μαζί τους.
Αποτελούσαν, μαζί με τους Σάτυρους, την τιμητική συνοδεία του Διονύσου κατά τις εορτές του. Σε καμία από τις γιορτές Θεών που ευνοούσαν την γονιμότητα δεν έμεναν αμέτοχες.