Ο Σπινόζα έγραψε στα λατινικά, εφήρμοσε καρτεσιανές και μεσαιωνικές τεχνικές και καλλιέργησε το προσωπικό του στυλ το οποίο ήταν λιτό αλλά επιβλητικό. Οι εκάστοτε αφορισμοί ξεπηδούν μέσα από τις σελίδες με ορμή γιατί βασίζονται σε επιχειρήματα τα οποία παρουσιάζονται με μαθηματική ακρίβεια. Εδώ μπορούμε να εξετάσουμε μόνο το μεγαλύτερο έργο του Σπινόζα, την Ηθική γιατί τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί ισχύουν ακόμα και για μας που ζούμε τρεις αιώνες μετά τη δημοσίευσή τους ώστε όλοι οι σύγχρονοι σκεπτόμενοι άνθρωποι έχουν κάθε λόγο να δεχθούν τις έννοιες που εισάγει όπως ακριβώς έκαναν και οι διανοούμενοι της εποχής του.
Η Ηθική χωρίζεται σε πέντε μέρη, το καθένα από τα οποία παρουσιάζεται με βάση τη γεωμετρία του Ευκλείδη, ξεκινώντας με ορισμούς και αξιώματα και συνάγοντας θεωρήματα από αόριστες αποδείξεις. Τα αξιώματα υποτίθεται ότι είναι αυταπόδεικτα και τα θεωρήματα συμπεράσματα που ισχύουν. Αν αυτό ίσχυε βέβαια, τότε η φιλοσοφία δεν θα ήταν αληθινή εν μέρει αλλά αναγκαία αληθινή – όπως και τα μαθηματικά είναι κατ’ ανάγκην αληθή. Η απιθανότητα αυτού δεν θα πρέπει να μας αποθαρρύνει. Ακόμα κι αν οι αποδείξεις μπορούν να κλονισθούν, ακόμη και αν τα αξιώματα είναι ασαφή, ακόμα και σε αυτήν την περίπτωση υπάρχει ένας ολόκληρος πνευματικός θησαυρός που μπορούμε να εξαγάγουμε από αυτά -αν κριθούν στο σύνολό τους και με βάση αυτά που υποδηλώνουν- και η φιλοσοφία του Σπινόζα είναι πιο κοντά στην αλήθεια από οποιαδήποτε φιλοσοφία η οποία έχει θέσει τα ίδια απλά ερωτήματα. Τα ερωτήματα αυτά είναι εξίσου σημαντικά για μας όσο ήταν και για τον Σπινόζα. Η διαφορά είναι ότι σπανίως τα συνειδητοποιούμε. Να ποια είναι:
1. Γιατί υπάρχει ό,τι υπάρχει;
2. Πώς συντίθεται ο κόσμος;
3. Γιατί κινούμαστε μέσα στο πλαίσιο των πραγμάτων;
4. Είμαστε ελεύθεροι;
5. Πώς θα έπρεπε να ζούμε;
Η δυσκολία του σημερινού ανθρώπου να απαντήσει στα ερωτήματα αυτά έγκειται στο γεγονός ότι ουσιαστικά δεν θέλει να τα αντιμετωπίσει, πράγμα βεβαίως που ευθύνεται και για τον βαθύ αποπροσανατολισμό του. Αυτό που έγινε της μόδας να ονομάζουμε τελευταία «μεταμοντέρνο» είναι η κατάσταση των ανθρώπων εκείνων οι οποίοι θεωρούν πιο εύκολο να κρύβουν τα θεμελιώδη άγχη τους παρά να τα αντιμετωπίζουν. Οι άνθρωποι αυτοί δεν ξέρουν πια τι να ελπίζουν ή πώς. Για την κατάστασή τους δεν υπάρχει καλύτερος θεραπευτής από τον Σπινόζα ούτε καλύτερος συνήγορος της πνευματικής ζωής όλων όσοι έχουν χάσει κάθε επιθυμία να την κατακτήσουν και πάλι.
Τα πέντε ερωτήματα που έθεσα είναι φιλοσοφικά και δεν μπορούν να απαντηθούν ούτε με την παρατήρηση ούτε με τα πειράματα αλλά μόνο με τη χρήση της λογικής
([1.1] ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος, καὶ ὁ λόγος ἦν πρὸς τὸν θεόν, καὶ θεὸς ἦν ὁ λόγος. [1.2] οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν θεόν. [1.3] πάντα δι᾽ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν· [1.4] ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων· [1.5] καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν.)
(Αρχικά ήταν ο Λόγος. Και ο Λόγος ήταν προς τον Θεό, και Θεός ήταν ο Λόγος. 2.Αυτός ήταν αρχικά προς τον Θεό. 3.Όλα[Η κτίση] έγιναν μέσω αυτού, και χωρίς αυτόν δεν έγινε ούτε ένα το οποίο έγινε. [4] Αυτός ήταν ζωή και η ζωή ήταν το φως των ανθρώπων. [5] Και το φως φέγγει μέσα στο σκοτάδι και το σκοτάδι δεν το νίκησε.)
Οι Κοσμολόγοι διατυπώνουν διάφορες και συχνά αντιμαχόμενες απόψεις για την «προέλευση του Σύμπαντος». Μερικοί υποστηρίζουν ότι υπήρξε μια μεγάλη έκρηξη κι άλλοι ότι το σύμπαν προήλθε από μια αργή διαδικασία συμπύκνωσης. Και οι δύο θεωρίες, όμως, αφήνουν αναπάντητο το βασικό ερώτημα. Ακόμα κι αν καταλήξουμε στο ότι το Σύμπαν δημιουργήθηκε κάποια στιγμή από το μηδέν (όχι από το τίποτα), πρέπει να απαντήσουμε σε κάτι άλλο: ποια ήταν «η αρχική του κατάσταση». Θα πρέπει να υπήρχε μια αλήθεια όταν το Σύμπαν βρισκόταν σε μηδενικό ακόμα σημείο(Ο Ησίοδος αφού ευχαριστεί τις Μούσες για την έμπνευση που του έδωσαν, εξηγεί ότι αυθόρμητα εμφανίστηκε το Χάος ) – δηλαδή, ότι αυτό το μεγάλο γεγονός επρόκειτο να γίνει οντότητα και να δημιουργήσει αποτελέσματα σύμφωνα με προϋπάρχοντες, κατά τη αρχική εκείνη στιγμή, νόμους. Και πώς μπορεί να εξηγηθεί αυτό:
Αυτό είναι το πρώτο ερώτημα το οποίο ανέφερα πιο πάνω. Καμία επιστημονική θεωρία δεν μπορεί να δώσει απάντηση σε αυτό. Παρ’ όλα αυτά, αν δεν υπάρχει απάντηση, τότε τίποτα δεν μπορεί στην πραγματικότητα να ερμηνευθεί. Μπορούμε να περιγράψουμε πώς λειτουργεί το Σύμπαν, αλλά όχι γιατί υπάρχει. Η αλήθεια είναι ότι η ύπαρξη ενός σύμπαντος που λειτουργεί, ενός σύμπαντος που επιδέχεται επιστημονικών ερμηνειών αποτελεί ακόμα μεγαλύτερο μυστήριο από την ύπαρξη του τυχαίου χάους. Ποιο είναι το αθάνατο χέρι ή μάτι που θα μπορέσει να οριοθετήσει αυτήν την τρομακτική συμμετρία; Συνέβη, έτσι απλά; Κι αν έγινε αυτό, πώς και γιατί;
Ο Σπινόζα έζησε σε μια εποχή όπου από τον θεολογικό διαλογισμό άρχισε να αναδύεται η επιστήμη. Ήταν ένας στοχαστής που όσον αφορά στις σύγχρονες θεωρίες της Φυσικής και της Κοσμολογίας επροηγείτο της εποχής του από πολλές απόψεις. Δεν δεχόταν, όμως, τη σαφή διάκριση ανάμεσα στην επιστήμη και στη φιλοσοφία. Γι’ αυτόν, όπως και για τον Ντεκάρτ, η Φυσική έχει να κάνει με τη μεταφυσική κι ένας επιστήμονας ο οποίος αγνοεί τα θεμελιώδη ερωτήματα, στην πραγματικότητα δεν καταλαβαίνει τι κάνει. Αυτά τα θεμελιώδη ερωτήματα δεν μπορούν να απαντηθούν με τα πειράματα. Η λογική και όχι το πείραμα μπορεί να μας καθοδηγήσει προς την υπέρτατη πραγματικότητα. Ακριβώς επειδή σκεφτόταν κατά τον τρόπο αυτόν ο Σπινόζα περιγράφεται ως ορθολογικής (κι όχι ως εμπειριστής, δηλαδή κάποιος που εντοπίζει τη γνώση στο σύνολό της στην εμπειρία). Γι' αυτό ακριβώς εφήρμοσε την «γεωμετρική μέθοδο», εφ’ όσον η λογική δεν αναγνωρίζει καμία άλλη μέθοδο. Κάθε αλήθεια που προέρχεται από τη λογική είναι είτε αυταπόδεικτη είτε προέρχεται από αυταπόδεικτες αλήθειες που συνάγονται αλυσιδωτά από κάποια επιχειρήματα.
Η εφαρμογή της γεωμετρικής μεθόδου σημαίνει ότι η φιλοσοφία του Σπινόζα φαίνεται υπερβολικά αυστηρή εκ πρώτης όψεως. Είναι φυσικό για τους φιλοσόφους να αρχίζουν από επιμέρους ζητήματα και μετά να προχωρούν σιγά-σιγά προς μια πιο αφηρημένη εικόνα της πραγματικότητας. Κι έτσι ο Ντεκάρτ άρχισε ρωτώντας τον εαυτό του κατά πόσο υπάρχει κάτι για το οποίο θα μπορούσε να μην αμφιβάλλει και προχώρησε για να φτιάξει μια μεταφυσική θεωρία η οποία θα μπορούσε να θέσει τέλος στις αμφιβολίες του. Ο Σπινόζα αρχίζει από το σημείο όπου καταλήγουν οι άλλοι στοχαστές – δηλαδή από τα αξιώματα μιας αφηρημένης θεωρίας. Μετά κατεβαίνει σταδιακά στην ανθρώπινη πραγματικότητα και στο πρόβλημα το οποίο υποτίθεται ότι λύνει η θεωρία του. Το να καταφέρει κανείς κάτι τέτοιο είναι έτσι κι αλλιώς μεγάλο επίτευγμα αλλά το να το καταφέρει κανείς με τον τρόπο του Σπινόζα έτσι ώστε να βρει απαντήσεις στα αιώνια ερωτήματα, είναι σχεδόν θαύμα.
Μεγάλοι φιλόσοφοι
Baruch Spinoza
- Roger Scruton
via