«Μερικοί, πάλι, αντέχουν το φόβο λόγω κάποιων ηδονών σαν το αίσθημα του θυμού· γιατί και ο θυμός προκαλεί κάποια ηδονή, αφού συνδέεται με την ελπίδα της εκδίκησης».
«Αλλά το χαρακτηρισμό του ανδρείου δεν το δικαιούται κανένας από όσους αντέχουν του θάνατο χάριν αυτής της ηδονής ή κάποιας άλλης ή για να αποφύγουν ακόμα πιο μεγάλο πόνο».
«Δεν είναι, βέβαια, ηδύς ο ίδιος ο θάνατος, αφού τότε οι ακόλαστοι, από αδυναμία θέλησης, θα διάλεγαν πολλές φορές να πεθάνουν· και ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι ηδύς ο ίδιος ο θάνατος αλλά μερικά απ’ αυτά που τον προκαλούν, πολλοί από αδυναμία πέφτουν εν γνώσει τους σε αυτά· κανέναν από αυτούς δε θα τον χαρακτηρίζαμε ανδρείο, μολονότι είναι απολύτως έτοιμος να πεθάνει».
«Αλλά από όλες τις περιπτώσεις ανδρείων που αναφέραμε, πιο πολύ φαίνονται ανδρείοι όσοι από αιδώ αντέχουν το φόβο, όπως ο Έκτορας που λέει ο Όμηρος ότι άντεξε το φόβο του για τον Αχιλλέα: “αιδώς κυρίεψε τον Έκτορα και πρώτος ο Πολυδάμαντας θα βγει να με ντροπιάσει”, και αυτή είναι η πολιτική ανδρεία».
«Αλλά η αληθινή ανδρεία δεν είναι ούτε η πολιτική ούτε καμία από τις υπόλοιπες· μοιάζει, βέβαια, με αυτές, όπως μοιάζει και η ανδρεία των θηρίων που ορμούν εξαγριωμένα εκεί που θα δεχτούν το χτύπημα. Δεν πρέπει κανείς να μπαίνει σε κίνδυνο ούτε από ντροπή ούτε από οργή ούτε επειδή πιστεύει πως δε θα πεθάνει ούτε επειδή έχει δύναμη να προφυλαχτεί. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ούτε καν υπόνοια πραγματικού φόβου δε θα έχει».
«… κάθε αρετή βασίζεται στην προαίρεση (έλλογη προτίμηση) (πώς το εννοούμε αυτό, το είπαμε προηγουμένως: με κάποιο τελικό σκοπό μάς οδηγεί η αρετή σε όλες τις επιλογές μας, και αυτός ο τελικός σκοπός δεν είναι άλλος από το καλό)· έτσι είναι φανερό ότι και η ανδρεία, ως αρετή που είναι, με κάποιο τελικό σκοπό θα μας κάνει να αντέχουμε το φόβο».
«Άρα, ούτε από άγνοια (τουναντίον, μας κάνει να κρίνουμε σωστά) ούτε από ηδονή, αλλά για το καλό γινόμαστε ανδρείοι, αφού αν δεν είναι για το καλό μα για μια τρέλα, δεν μπαίνει κανείς σε κίνδυνο, πράγμα που θα ήταν αισχρό».
«… ενώ υπάρχουν πολλές σημασίες της λέξης ακολασία, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτή σχετίζεται σε κάθε περίπτωση με ορισμένες ηδονές και λύπες· και ανάλογα με τον τρόπο της σχέσης, διακρίνονται είδη ακολασίας αλλά και η ίδια η ακολασία από άλλες κακίες».
«Απέναντι, λοιπόν, στις ηδονές των ακόλαστων κάποιοι από αναισθησία παραμένουν απαθείς· αυτούς άλλοι τους λένε αναίσθητους, άλλοι αλλιώς. Όμως αυτό το πάθος δεν το βλέπουμε εύκολα ούτε είναι και πολύ συνηθισμένο, αφού όλοι τείνουν πιο πολύ προς το αντίθετο σφάλμα, και στη φύση όλων είναι να νικιούνται από αυτές τις ηδονές και να τις βιώνουν».
«Αφού, τώρα, ο σώφρων έχει να κάνει με ορισμένες ηδονές, υποχρεωτικά θα έχει να κάνει και με τις αντίστοιχες επιθυμίες. Πρέπει, λοιπόν, να δούμε ποιες είναι αυτές. Διότι ο σώφρων δε χαρακτηρίζεται έτσι για τη στάση απέναντι σε οποιαδήποτε ηδονή και σε οτιδήποτε ηδύ, αλλά –έτσι θεωρείται– απέναντι σε δύο μόνο αντικείμενα της αίσθησης, το αντικείμενο της γεύσης και το αντικείμενο της αφής, στην ουσία όμως μόνο της αφής».
«Όσον αφορά […] τις ηδονές της γεύσης, τα άγρια ζώα δεν τα αγγίζουν όλες οι ηδονές, ειδικά εκείνες στις οποίες το αίσθημα εντοπίζεται μόνο στο άκρο της γλώσσας, αλλά όσες προκαλούν αίσθηση στο φάρυγγα. Και το αίσθημα ταιριάζει πιο πολύ στην αφή παρά στη γεύση. Γι’ αυτό και οι λαίμαργοι δεν εύχονται να έχουν γλώσσα μακριά αλλά φάρυγγα γερανού…».
«Με ένα λόγο, λοιπόν, με την αφή έχει να κάνει η ακολασία, και αντίστοιχα με τις ηδονές της αφής ο ακόλαστος. Η ασυδοσία στο πιοτό, δηλαδή, και η γαστριμαργία και η λαγνεία και η λαιμαργία και όλα τα παρόμοια σχετίζονται με αισθήματα γεύσης ή αφής, και αντίστοιχα προκύπτουν και τα είδη της ακολασίας».
«Δε μιλάμε, δηλαδή, για άνθρωπο σώφρονα όταν πρόκειται για την οπτική ηδονή από τα ωραία (αρκεί να μην υπάρχει ερωτική επιθυμία) ή τη λύπη για τα άσχημα· ούτε όταν πρόκειται για την ακουστική ηδονή ή λύπη από την ηχητική αρμονία ή δυσαρμονία· ούτε για την οσφρητική ηδονή ή λύπη από τα ευώδη ή τα δυσώδη. Εξάλλου, ούτε για τον ακόλαστο μιλάμε στις αντίστοιχες περιπτώσεις».
«Εάν […] κάποιος θεάται έναν ωραίο ανδριάντα ή ίππο ή άνθρωπο, ή εάν ακούει έναν τραγουδιστή, και δεν επιθυμεί ούτε να φάει ούτε να πιεί ούτε να προβεί σε ερωτικές πράξεις, αλλά μόνο να θεάται το ωραίο και να ακούει το τραγούδι, δεν μπορεί να θεωρηθεί ακόλαστος…».
«Η ακολασία συνδέεται μόνο με δύο αντικείμενα των αισθήσεων, με εκείνα που και τα άγρια ζώα συμβαίνει να αισθάνονται απόλαυση ή λύπη, δηλαδή τα αντικείμενα της γεύσης και της αφής. Απέναντι σε ηδονικά αντικείμενα των άλλων αισθήσεων όλα τα ζώα παρομοίως φαίνονται αναίσθητα, π.χ. απέναντι στην ηχητική αρμονία ή το οπτικό κάλλος. Με τη θεωρία των ωραίων και την ακρόαση των αρμονιών δε φαίνεται να νιώθουν τίποτε άξιο λόγου, εκτός αν συμβαίνει κάτι τελείως αφύσικο».
«… το ίδιο ισχύει και με τα ευώδη και δυσώδη, παρόλο που τα ζώα έχουν οξύτερες από τον άνθρωπο αισθήσεις. Και από τις οσμές τα ζώα απολαμβάνουν όσες τα ευφραίνουν όχι αυτές καθαυτές αλλά κάτι τυχαίο που συνδέεται με αυτές».
«… όταν λέω “όχι αυτές καθαυτές”, εννοώ αυτές που τις απολαμβάνουμε με την ελπίδα για κάτι άλλο ή τη μνήμη, π.χ. τις οσμές των φαγητών και των ποτών τις απολαμβάνουμε λόγω μιας άλλης ηδονής, να φάμε ή να πιούμε· ενώ με το “αυτές καθαυτές” εννοώ οσμές σαν αυτές των λουλουδιών».