Πρέπει να σηµειωθεί ευθύς εξαρχής ότι ένα από τα ευαίσθητα σηµεία της Βιβλικής επιστήµης στην Ορθόδοξη Θεολογία είναι η έρευνα για το πρόσωπο και το έργο του Ιησού της ιστορίας.
Είναι δυνατή από πλευράς ιστορικής αλλά και θεολογικής η αναζήτηση του «Ιστορικούύ Ιησούύ»;
Ι
Στην έρευνα της Καινής Διαθήκης σε διεθνές επίπεδο η νέα ιστορική προσέγγιση των κειµένων συνδέεται µε µια στροφή στην αναζήτηση του ιστορικού Ιησού.
des historischen Jesus”1, σηµατοδοτείται αυτό που ονοµάστηκε “Η νέα έρευνα για τον ιστορικό Ιησού”, τότε η αναθέρµανση του ενδιαφέροντος για το θέµα αυτό από τη δεκαετία του 1980 και εξής καλώς ονοµάζεται από πολλούς, ως “η τρίτη αναζήτηση”2. Αφετηριακή µορφή στην “τρίτη αναζήτηση” θεωρείται ο E. P. Sanders µε τα βιβλία του Jesus and Judaism, 1985 και Τhe Historical Figure of Jesus, 1993.
Πέρα από αυτές τις τρεις φάσεις της έρευνας περί του ιστορικού προσώπου του Ιησού, από τη δεκαετία του 1980 και εξής άρχισε να
εµφανίζεται στον Δυτικό κόσµο µια νέα ιστορική προσέγγιση αρχικά των λογοτεχνικών και εν συνεχεία των βιβλικών κειµένων.
Από την ίδια δεκαετία περίπου χρονολογούνται και οι µεταστρουκτουραλιστικές προσεγγίσεις των βιβλικών κειµένων.
Παράλληλα µε τις παραπάνω ερµηνευτικές κατευθύνσεις αρχίζει να καθιστά φανερή την παρουσία της κυρίως από τους Stephen Greenblatt και Michel Foucault ο New Historicism µε κύριο άξονα τη σκέψη ότι η νέα αυτή προσέγγιση συνίσταται στην απόρριψη της άποψης ότι η λογοτεχνία και η τέχνη αποτελούν ένα άχρονο και αυτόνοµο βασίλειο υπερβατικών αξιών.
α) Η σπουδή ενός φιλολογικού έργου δεν είναι δυνατό να γίνεται αυτόνοµα και ανεξάρτητα από τις διάφορες κοινωνικές και πολιτιστικές παραµέτρους της εποχής του.
β) Ο λεγόµενος ανώτερος πολιτισµός (High culture) δεν έχει ουσιαστική υπεροχή έναντι του «λαϊκού» πολιτισµού (“ popular” ή “mass” culture), ούτε ο δεύτερος απηχεί πιο πραγµατικά την κοινωνία από ό,τι ο πρώτος.
γ) Στην όλη θεώρηση των θεµάτων αυτών γίνεται δεκτό ένα είδος υλισµού (όχι κατ’ ανάγκη Μαρξιστικού τύπου).
δ) Τα άκαµπτα τείχη µεταξύ συγχρόνων ανθρωπιστικών και κοινωνικών σπουδών πρέπει να πέσουν.4
Παρόλο που δεν το δέχονται όλοι οι οπαδοί της νέας ιστορικής προσέγγισης, αυτή πολύ συχνά συµπορεύεται µε µια ιδεολογική τοποθέτηση, τη λεγόµενη Ideological Criticism, έναντι των εξεταζοµένων κειµένων.
Στο ερώτηµα, πώς είναι δυνατόν να προβάλλει κανείς συνειδητά τη δική του πολιτική ή πολιτιστική άποψη στην ιστορία που αφηγείται, η απάντηση προκύπτει από τη συγκριτική µελέτη των ίδιων των βιβλικών κειµένων.
κέντρο της ιστορικής του αφήγησης, µε το οποίο κέντρο πρέπει να
εναρµονίσουν τη ζωή και τις πεποιθήσεις τους και οι επιστρέψαντες από την αιχµαλωσία.
ΙΙΕίναι γεγονός ότι στον ελληνικό και τον ορθόδοξο χώρο γενικότερα δεν προωθήθηκε η έρευνα για τον Ιστορικό Ιησού.
1928) κινούνται στις ανάγκες της εποχής τους για απολογητική µε επίκεντρο του ενδιαφέροντος τη συγκέντρωση εξωχριστιανικών ιστορικών µαρτυριών για το πρόσωπο και το έργο του Ιησού (π.χ. Ιωσήπου, Σουητωνίου, Τακίτου.κ.ά.).
Στο τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα αξίζει να µνηµονεύσουµε τα έργα των Π. Ανδριόπουλου, Το πρόβληµα του «ιστορικού Ιησού» εν τη συγχρόνω ερµηνευτική της Κ. Δ. υπό το φως της θεολογίας Κυρίλλου του Αλεξανδρείας, 1975, Γ. Πατρώνου, Η ιστορική πορεία του Ιησού, 1991, τη µετάφραση ξενόγλωσσων έργων από το ίδρυµα «Άρτος Ζωής»7, και τα έργα που αναφέρονται στο θέµα της έρευνας του ιστορικού Ιησού του αείµνηστου καθηγητή Σ. Αγουρίδη8, πρωτοπόρου στην βιβλική έρευνα του τόπου µας.
Γενικότερα στον ορθόδοξο χώρο η θεολογική και ερµηνευτική προσέγγιση των Βιβλικών κειµένων θεωρήθηκε πιο πρόσφορη από την ιστορική εξέταση.
Πρέπει ακόµη να παρατηρηθεί ότι τα ρεύµατα των ιστορικών ή νεοϊστορικών τοποθετήσεων (π.χ. του New Historicism), έµειναν χωρίς αντίλογο στην Ελλάδα και στον Ορθόδοξο χώρο γενικότερα.
Οι ερµηνευτικές αναζητήσεις των Ορθοδόξων θεολόγων διαφοροποιούνται κατά τον 20ον αιώνα ως προς το ότι άλλοι µεν προσαρµόζονται στη µεθοδολογία και θεµατολογία των συγχρόνων Δυτικών ερευνητών, ενώ άλλοι αναζητούν την έµπνευση και θεµατολογία στην πατερική ερµηνευτική παράδοση.
Είναι επίσης άξια σηµείωσης η ελευθερία των Νεοελλήνων Θεολόγων στην έκφραση θεολογικών απόψεων.
Σήµερα οι γνώσεις µας για τον ιστορικό Ιησού και την εποχή του έχουν σηµαντικά εµπλουτισθεί χάρη στις αρχαιολογικές έρευνες.
κυρίως αναφορικά µε τη µετά θάνατον ζωή.
Σηµειώσαµε και προηγουµένως ότι η έρευνα του ιστορικού Ιησού δεν προωθήθηκε αρκετά στον Ορθόδοξο κόσµο.
1. Κατά το β΄ µισό του 20ου αιώνα, που παρατηρείται άνθηση των βιβλικών σπουδών στον Ορθόδοξο κόσµο, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, το ενδιαφέρον των ερευνητών εστράφη περισσότερο στη θεολογία και την ερµηνεία των ιερών κειµένων και λιγότερο, πολύ λιγότερο στην ιστορία.
2. Η προβληµατική «Ιησούς της Ιστορίας ή Χριστός της πίστης;» θεωρήθηκε καρπός του Διαφωτισµού που παρέπεµπε σε ερωτήµατα που ανεφύησαν στη Δυτική Θεολογία, είτε Ρωµαιοκαθολική είτε Προτεσταντική.
Στους κόλπους της Ορθοδόξου θεολογίας δεν τέθηκε ποτέ θέµα ασυνέχειας µεταξύ ιστορικού Ιησού και Ιησού της πίστης της Εκκλησίας.
3. Η λειτουργική εµπειρία της πρώτης εκκλησίας θεωρείται στην Ορθοδοξία πρωταρχικής σηµασίας έναντι των διαφόρων “αποδείξεων” της ιστορικής ύπαρξης του Ιησού, η λειτουργική βεβαίως εµπειρία όχι αντί του µηνύµατος των ευαγγελίων και της εκκλησίας, αλλά ως το µέσο και η ζωτική περιοχή µε τα οποία παραδίδεται και µεταδίδεται το βιβλικό µήνυµα.
Συνεπώς µπορεί να υποστηρίξει κανείς τελικά ότι για την Ορθόδοξη θεολογία δεν είναι νοητή η έρευνα του Ιστορικού Ιησού, δεδοµένου ότι ιστορικά γνωρίζουµε τον Ιησού Χριστό µέσα από την µαρτυρία των πρώτων µαθητών του, αλλά και µέσα στη λειτουργική βίωση του χριστιανικού µηνύµατος – πράγµα το οποίο δέχονται και ορισµένοι δυτικοί ερµηνευτές, όπως π.χ. οι O.Hofius13 και L.W.Hurtado14.
Στο ερώτηµα, τέλος, εάν η έρευνα για τον ιστορικό Ιησού, παρά τις όποιες αποτυχίες της, προσφέρει κάτι στη Χριστολογία, η απάντηση βρίσκεται στην επαναφορά της ισορροπίας που απαντά στη φράση του όρου της Συνόδου της Χαλκηδόνας:
µολογεν υν τν κριον µν ησον Χριστν συµφνως παντες
κδιδσκοµεν …Θεόν αληθώς και άνθρωπον αληθώς τον αυτόν».
2Για περισσότερα βλ. Ι. Καραβιδόπουλου, «Η ‘τρίτη αναζήτηση’ του Ιστορικού Ιησού», Δελτίο Βιβλικών Μελετών 21-22 (2002 -2003). Τιµητικό αφιέρωµα στον Καθηγητή Σάββα Αγουρίδη, σ.117-130.
8
11
12
14