Η έρευνα του «Ιστορικού Ιησού» - Point of view

Εν τάχει

Η έρευνα του «Ιστορικού Ιησού»



  Πρέπει να σηµειωθεί ευθύς εξαρχής ότι ένα από τα ευαίσθητα σηµεία της Βιβλικής επιστήµης στην Ορθόδοξη Θεολογία είναι η έρευνα για το πρόσωπο και το έργο του Ιησού της ιστορίας. 

Κατ’ αρχήν τίθεται το ερώτηµα:


Είναι δυνατή από πλευράς ιστορικής αλλά και θεολογικής η αναζήτηση του «
Ιστορικούύ  Ιησούύ»; 

 Στην  παρούύσα  εργασία  θα  αναφερθούμε  με  κάθε  δυνατή  συντοµία  

(Ι) στις  νέέες  αναζητήσεις  των  Δυτικών  ερευνητών  επί   του  θέματος    και   εν  συνεχεία 

 (ΙΙ) στην επισήμανση   της  όποιας  αναφοράς   σύγχρονων   Ορθοδόξων   θεολόγων στο   θέμα   του  ιστορικού   Ιησού   καθώς   και   στο   ερώτηµα, που   θέσαµμε   αµέσως  προηγουµένως,  εάν  είναι  δυνατή  και  θεµιτή  μια  τέτοια έρευνα στην  Ορθόδοξη  θεολογία.  


Ι

Στην έρευνα της Καινής Διαθήκης σε διεθνές επίπεδο η νέα ιστορική προσέγγιση των κειµένων συνδέεται µε µια στροφή στην αναζήτηση του ιστορικού Ιησού. 

Ο γνωστός Γερµανός ερµηνευτής της Καινής Διαθήκης R. Bultmann, που άφησε τη σφραγίδα του στη θεολογική έρευνα του 20ου αιώνα, µε την άποψή του ότι τα ευαγγέλια µας οδηγούν πίσω στην πρώτη εκκλησία, στην πίστη της Ανάστασης, όχι όµως και στον ιστορικό Ιησού, κλείνει µια εποχή, αλλά συνάµα σηµατοδοτεί και την έναρξη µιας νέας αναζήτησης του Ιστορικού Ιησού. 

Μεταξύ των διακεκριµένων µαθητών του ο E. Käsemann, δεν βλέπει τόσο στεγανή ασυνέχεια µεταξύ του Ιησού της ιστορίας και του Χριστού της πίστης, υποστηρίζοντας ότι χωρίς τη συνέχεια ανάµεσα στον Ιησού της ιστορίας και στον Χριστό του χριστιανικού κηρύγµατος η πίστη και το κήρυγµα δεν θα είχαν κανένα απολύτως νόηµα.

 Εάν ο R. Bultmann αποτελεί σταθµό µε την άποψή του ότι δεν είναι δυνατή η οποιαδήποτε γνώση µας για τον ιστορικό Ιησού πέρα από την πίστη της πρώτης Εκκλησίας και εάν µε το άρθρο του διάσηµου εκ των µαθητών του, E. Käsemann, “Das Problem
des historischen Jesus”
1, σηµατοδοτείται αυτό που ονοµάστηκε “Η νέα έρευνα για τον ιστορικό Ιησού”, τότε η αναθέρµανση του ενδιαφέροντος για το θέµα αυτό από τη δεκαετία του 1980 και εξής καλώς ονοµάζεται από πολλούς, ως “η τρίτη αναζήτηση”2. Αφετηριακή µορφή στην “τρίτη αναζήτηση” θεωρείται ο E. P. Sanders µε τα βιβλία του Jesus and Judaism, 1985 και Τhe Historical Figure of Jesus, 1993.

Πέρα από αυτές τις τρεις φάσεις της έρευνας περί του ιστορικού προσώπου του Ιησού, από τη δεκαετία του 1980 και εξής άρχισε να
εµφανίζεται στον Δυτικό κόσµο µια νέα ιστορική προσέγγιση αρχικά των λογοτεχνικών και εν συνεχεία των βιβλικών κειµένων. 

Η νέα αυτή τάση ονοµάζεται New Historicism, και συµπορεύεται µε µια νέα ιδεολογική προσέγγιση των κειµένων, την λεγόµενη Ideological criticism.

 Πρέπει εδώ να σηµειωθεί 

α) ότι η “νέα” αυτή προσέγγιση δεν είναι και τόσο νέα, αφού συµπληρώνει ήδη τριακονταετή περίπου βίο και 

β) δεν χαρακτηρίζεται από τους ίδιους τους οπαδούς της ως µέθοδος ερµηνευτική αλλά τρόποςαντιµετώπισης και προσέγγισης των υπό εξέταση κειµένων3.

Από την ίδια δεκαετία περίπου χρονολογούνται και οι µεταστρουκτουραλιστικές προσεγγίσεις των βιβλικών κειµένων. 

Στις νέες προσεγγίσεις των βιβλικών κειµένων εντάσσονται η Κοινωνιολογική προσέγγιση, η οποία εξηγεί τα κείµενα από µια κοινωνική σκοπιά και η Φεµινιστική προσέγγιση, η οποία αναδεικνύει το σηµαντικό ρόλο των γυναικών µέσα στα κείµενα, που η ανδροκρατική ερµηνεία παραµέλησε επί αιώνες.

 Πέρα από τις δυο αυτές αξίζει να σηµειώσουµε, χωρίς να εισέλθουµε σε εκτενέστερη ανάλυση, τη Ρητορική ανάλυση των βιβλικών κειµένων, την Αφηγηµατική ανάλυση (Narrative criticism - Narratologie), τη Μέθοδο της ανταπόκρισης του αναγνώστη (Reader - Response Criticism), και τη Μέθοδο της αποδόµησης ή του αποδοµισµού (Deconstuction).


Παράλληλα µε τις παραπάνω ερµηνευτικές κατευθύνσεις αρχίζει να καθιστά φανερή την παρουσία της κυρίως από τους Stephen Greenblatt και Michel Foucault ο New Historicism µε κύριο άξονα τη σκέψη ότι η νέα αυτή προσέγγιση συνίσταται στην απόρριψη της άποψης ότι η λογοτεχνία και η τέχνη αποτελούν ένα άχρονο και αυτόνοµο βασίλειο υπερβατικών αξιών. 


Από αυτή τη βασική αρχή προκύπτουν τα εξής τέσσερα συµπεράσµατα:

α) Η σπουδή ενός φιλολογικού έργου δεν είναι δυνατό να γίνεται αυτόνοµα και ανεξάρτητα από τις διάφορες κοινωνικές και πολιτιστικές παραµέτρους της εποχής του.

 Βέβαια, οφείλουµε να παρατηρήσουµε εξ αφορµής του πρώτου αυτού συµπεράσµατος ότι αυτό ήταν ήδη γνωστό από τη χρήση της ιστορικο-κριτικής µεθόδου ερµηνείας των κειµένων, εκείνο όµως που τονίζεται τώρα είναι ότι τα κείµενα που εξετάζονται δεν απηχούν απλώς τις κοινωνικές και πολιτιστικές συνθήκες της εποχής τους αλλά ουσιαστικά διαµορφώνονται από αυτές.



β) Ο λεγόµενος ανώτερος πολιτισµός (High culture) δεν έχει ουσιαστική υπεροχή έναντι του «λαϊκού» πολιτισµού (“ popular” ή “mass” culture), ούτε ο δεύτερος απηχεί πιο πραγµατικά την κοινωνία από ό,τι ο πρώτος. 

Οι διακρίσεις αυτές αποτελούν µια ιδεολογική παρέµβαση που πρέπει να εξετασθεί.


γ) Στην όλη θεώρηση των θεµάτων αυτών γίνεται δεκτό ένα είδος υλισµού (όχι κατ’ ανάγκη Μαρξιστικού τύπου).


δ) Τα άκαµπτα τείχη µεταξύ συγχρόνων ανθρωπιστικών και κοινωνικών σπουδών πρέπει να πέσουν.
4

Παρόλο που δεν το δέχονται όλοι οι οπαδοί της νέας ιστορικής προσέγγισης, αυτή πολύ συχνά συµπορεύεται µε µια ιδεολογική τοποθέτηση, τη λεγόµενη Ideological Criticism, έναντι των εξεταζοµένων κειµένων.

Κατ’ αυτήν οι απόψεις του ερευνητή και της εποχής του προβάλλονται άλλοτε ασυνείδητα και άλλοτε συνειδητά στα κείµενα. 

Έτσι π.χ. δέχονται ότι η εικόνα για τον ιστορικό Ιησού µετεβλήθη καθ’ οδόν από τη Ναζαρέτ, όπου έζησε µέχρι την Κωνσταντινούπολη, όπου διαµορφώθηκε η περί αυτού διδασκαλία των Οικουµενικών Συνόδων.

 Όπως γνωρίζουµε άλλωστε από το κλασικό βιβλίο του A. Schweitzer για την ιστορία των βιογραφιών του Ιησού5, οι διάφοροι συγγραφείς βιογραφίας του Ιησού κατά τον 19ον αιώνα, από όποια φιλοσοφική σχολή ή κατεύθυνση κι αν εµπνέονταν, έφτιαχναν κάθε φορά µια εικόνα του Ιησού αποδεσµευµένη από το δόγµα, όχι µε βάση αντικειµενικά δεδοµένα, αλλά κατ’ εικόνα και οµοίωση της δικής τους εποχής. 

Αυτό και µόνο µαρτυρεί το ναυάγιο των πολλών προσπαθειών για µια αντικειµενική και ενιαία περί του ιστορικού Ιησού εικόνα.


Στο ερώτηµα, πώς είναι δυνατόν να προβάλλει κανείς συνειδητά τη δική του πολιτική ή πολιτιστική άποψη στην ιστορία που αφηγείται, η απάντηση 
προκύπτει από τη συγκριτική µελέτη των ίδιων των βιβλικών κειµένων.

 Ο Χρονικογράφος, όπως συνήθως ονοµάζεται ο συγγραφέας των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης Α΄ και Β΄ Παραλειποµένων, περιγράφει το ιστορικό παρελθόν και τις µεσσιανικές προσδοκίες των Ισραηλιτών από τη σκοπιά αυτών που είχαν µείνει στη Χαναάν κατά τη Βαβυλώνια αιχµαλωσία, ενώ ο συγγραφέας του Β΄ Έσδρας - Νεεµίας εκθέτει τις απόψεις και τα ενδιαφέροντα αυτών που επέστρεψαν από την αιχµαλωσία (536 π.Χ.). 

Η έξοδος από την Αίγυπτο για τον πρώτο αναφέρεται ως γεγονός του µακρινού παρελθόντος, ενώ για τον δεύτερο παίζει καθοριστικό ρόλο για την ιστορία του λαού, ο οποίος βιώνει µια πρόσφατη έξοδο από τη γη της τωρινής αιχµαλωσίας του στην πατρώα γη.

 Για τον Χρονικογράφο ο Δαβίδ και η δυναστεία του αποτελούν το
κέντρο της ιστορικής του αφήγησης, µε το οποίο κέντρο πρέπει να
εναρµονίσουν τη ζωή και τις πεποιθήσεις τους και οι επιστρέψαντες από την αιχµαλωσία. 

Το ιστορικό παρελθόν εκτίθεται από το συγγραφέα όχι απλώς για την ιστορία, αλλά για να δώσει απαντήσεις στα φλέγοντα θέµατα της ισραηλιτικής κοινότητας της εποχής του.

 Η εξέταση του παρελθόντος γίνεται µε την προοπτική του µέλλοντος και ως εκ τούτου η επιλογή των πηγών του και των γεγονότων υπαγορεύονται από αυτήν την προοπτική6.


ΙΙΕίναι γεγονός ότι στον ελληνικό και τον ορθόδοξο χώρο γενικότερα δεν προωθήθηκε η έρευνα για τον Ιστορικό Ιησού. 

Παλαιότερα, για λόγους κυρίως απολογητικούς επιστρατεύονταν από τους Ορθόδοξους Θεολόγους µαρτυρίες των ιστορικών του 1ου µ.Χ. αιώνα για τον Χριστό και το κίνηµα που προκάλεσε, καθώς και άλλοι έµµεσοι υπαινιγµοί στο πρόσωπο και το έργο του (από ιουδαϊκά κείµενα και άλλους συγγραφείς της εποχής), ώστε να ενισχυθεί η πίστη των χριστιανών, ύστερα µάλιστα από την αµφισβήτηση ακόµα και της ιστορικής ύπαρξης του Χριστού κατά τον 19ο αιώνα. Τα βιβλία των καθηγητών του πρώτου µισού του 20ού αιώνα Γρ. Παπαµιχαήλ, Ο Ιησούς Χριστός ως ιστορικόν πρόσωπον (1921) και Π. Τρεµπέλα, Ιησούς ο από Ναζαρέτ (α΄ έκδ.
1928) κινούνται στις ανάγκες της εποχής τους για απολογητική µε επίκεντρο του ενδιαφέροντος τη συγκέντρωση εξωχριστιανικών ιστορικών µαρτυριών για το πρόσωπο και το έργο του Ιησού (π.χ. Ιωσήπου, Σουητωνίου, Τακίτου.κ.ά.).


Στο τελευταίο τέταρτο του 20
ου αιώνα αξίζει να µνηµονεύσουµε τα έργα των Π. Ανδριόπουλου, Το πρόβληµα του «ιστορικού Ιησού» εν τη συγχρόνω ερµηνευτική της Κ. Δ. υπό το φως της θεολογίας Κυρίλλου του Αλεξανδρείας, 1975, Γ. Πατρώνου, Η ιστορική πορεία του Ιησού, 1991, τη µετάφραση ξενόγλωσσων έργων από το ίδρυµα «Άρτος Ζωής»7, και τα έργα που αναφέρονται στο θέµα της έρευνας του ιστορικού Ιησού του αείµνηστου καθηγητή Σ. Αγουρίδη8, πρωτοπόρου στην βιβλική έρευνα του τόπου µας.


Γενικότερα στον ορθόδοξο χώρο η θεολογική και ερµηνευτική προσέγγιση των Βιβλικών κειµένων θεωρήθηκε πιο πρόσφορη από την ιστορική εξέταση.

 Παρά το ότι σπάνια βρίσκει κανείς π.χ. τον όρο «Χριστολογία» σε σύγχρονα ερµηνευτικά έργα στον Ελληνικό χώρο9, ωστόσο η Χριστολογία διαποτίζει το σύνολο σχεδόν του περιεχοµένου πολλών εργασιών, που αναφέρονται στις Παραβολές των Συνοπτικών ή στα Θαύµατα του Ιησού στο κατά Ιωάννην, στην Επί του όρους οµιλία, στην έννοια του χρόνου στο κατά Ιωάννην, στον άνθρωπο ως εικόνα Θεού κατά τον Απ. Παύλο, στην αµαρτία κατά την Καινή Διαθήκη, στις ευαγγελικές διηγήσεις περί του Πάθους του Ιησού, στην Εκκλησία, στην Αποκάλυψη του Ιωάννη – για να περιορισθώ σε µερικούς χαρακτηριστικούς τίτλους πρόσφατων διδακτορικών διατριβών στις δυο Θεολογικές Σχολές της Ελλάδος. 


Φυσικά δεν αναφέροµαι εδώ στα πολυάριθµα εκλαϊκευµένα έργα περί του Χριστού και της διδασκαλίας του, που εξεδόθησαν από τις διάφορες χριστιανικές οργανώσεις και αποβλέπουν στην οικοδοµή των πιστών ανεξάρτητα από τη θεολογική και δη βιβλική έρευνα που εν τω µεταξύ προωθήθηκε εντυπωσιακά, ιδίως µετά τον Β΄ παγκόσµιο πόλεµο.

 Αξίζει να αναφέρουµε εδώ το συλλογικό έργο περισσοτέρων Ορθοδόξων Θεολόγων (και όχι µόνο ερµηνευτών) Chemins de la Christologie Orthodoxe (Textes réunis par Asterios Argyriou ), Paris 2005.


Πρέπει ακόµη να παρατηρηθεί ότι τα ρεύµατα των ιστορικών ή νεοϊστορικών τοποθετήσεων (π.χ. του New Historicism), έµειναν χωρίς αντίλογο στην Ελλάδα και στον Ορθόδοξο χώρο γενικότερα.


Οι ερµηνευτικές αναζητήσεις των Ορθοδόξων θεολόγων διαφοροποιούνται κατά τον 20
ον αιώνα ως προς το ότι άλλοι µεν προσαρµόζονται στη µεθοδολογία και θεµατολογία των συγχρόνων Δυτικών ερευνητών, ενώ άλλοι αναζητούν την έµπνευση και θεµατολογία στην πατερική ερµηνευτική παράδοση.

 Εδώ να σηµειωθεί ότι η γνώση και η βίωση των παραδοσιακών και πατερικών θέσεων προφύλαξε την Ορθόδοξη Θεολογία από τον φονταµενταλισµό που είναι τελείως ασύµβατος µε την Ορθόδοξη παράδοση.

 Εάν παρουσιάστηκαν τέτοιες τάσεις, αυτές τοποθετούνται όχι τόσο σε ακαδηµαϊκό επίπεδο αλλά στο επίπεδο των εκλαϊκευτικών εξηγητικών έργων διαφόρων εκκλησιαστικών οµάδων ή µεµονωµένων προσώπων.


Είναι επίσης άξια σηµείωσης η ελευθερία των Νεοελλήνων Θεολόγων στην έκφραση θεολογικών απόψεων.

 ΄Ετσι, η πολυµορφία και πολυφωνία της παραδοσιακής εκκλησιαστικής εξήγησης επαναλαµβάνεται και στα νεότερα ορθόδοξα έργα. 

΄Αλλο ζήτηµα βέβαια είναι το ότι η ελευθερία αυτή χρησιµοποιήθηκε από ορισµένους για διατύπωση περισσότερο συντηρητικών απόψεων και λιγότερο για αναζήτηση προοδευτικών θέσεων.

Σήµερα οι γνώσεις µας για τον ιστορικό Ιησού και την εποχή του έχουν σηµαντικά εµπλουτισθεί χάρη στις αρχαιολογικές έρευνες. 

Η βιβλιογραφία επί του θέµατος Καινή Διαθήκη και Αρχαιολογία είναι τεράστια10

Επίσης οι πολιτικές και πολιτιστικές συνθήκες της εποχής του Ιησού, όπως απηχούνται µέσα στα Ευαγγέλια, έχουν µελετηθεί από την λεγόµενη Κοινωνική και Πολιτισµική Ανθρωπολογία11.

 Τα Χειρόγραφα της Νεκρής Θάλασσας διαφώτισαν µερικές πλευρές του ιουδαϊκού περιβάλλοντος του Ιησού12

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα παρατηρείται ένα εξαιρετικό ενδιαφέρον για τη µελέτη των Αποκρύφων Χριστιανικών κειµένων. (Ευαγγελίων, Πράξεων κλπ.). 

Στα κείµενα αυτά ιστορικά και µυθικά στοιχεία συµπλέκονται στενά µεταξύ τους, ώστε να είναι δύσκολο να µας οδηγήσουν ξεκάθαρα στον ιστορικό Ιησού.

 Ωστόσο αυτά τα κείµενα έθρεψαν πολυάριθµες γενιές πιστών, ιδίως κατά τον Μεσαίωνα, και είναι υπεύθυνα για ορισµένες λαϊκές αντιλήψεις γύρω από το πρόσωπο του Ιησού και τη διδασκαλία του
κυρίως αναφορικά µε τη µετά θάνατον ζωή.

 Στο σηµείο αυτό πρέπει να σηµειώσουµε ότι ορισµένοι κύκλοι Αµερικανών ερµηνευτών υπερεκτιµούν την ιστορική αξία αυτών των αποκρύφων κειµένων, ώστε να τα θεωρούν χρονικά παράλληλα των Καινοδιαθηκικών κειµένων, σε µερικές µάλιστα περιπτώσεις και αρχαιότερα!.


Σηµειώσαµε και προηγουµένως ότι η έρευνα του ιστορικού Ιησού δεν προωθήθηκε αρκετά στον Ορθόδοξο κόσµο.

 Εάν π.χ. αποτολµούσε κανείς µια έρευνα βιογραφιών του Ιησού στον Ορθόδοξο χώρο παρόµοια προς αυτήν του Albert Schweitzer, τα αποτελέσµατα θα ήταν µάλλον πενιχρά.


 Οι λόγοι για τους οποίους δεν ευνοήθηκε στην Ορθοδοξία η εκτενής έρευνα για τον ιστορικό Ιησού, ή ακριβέστερα για τη σχέση του Ιησού της ιστορίας µε τον Χριστό της πίστης, είναι κατά τη γνώµη µας οι ακόλουθοι:


1. Κατά το β΄ µισό του 20
ου αιώνα, που παρατηρείται άνθηση των βιβλικών σπουδών στον Ορθόδοξο κόσµο, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, το ενδιαφέρον των ερευνητών εστράφη περισσότερο στη θεολογία και την ερµηνεία των ιερών κειµένων και λιγότερο, πολύ λιγότερο στην ιστορία.

 Προσπάθησαν οι θεολόγοι να απαντήσουν στα φλέγοντα ερωτήµατα του λαού µετά τον Β΄ παγκόσµιο πόλεµο και στα προβλήµατα της Δυτικοευρωπαϊκής βιβλικής έρευνας αναλύοντας θεολογικά τα βιβλικά κείµενα και παραµελώντας την ιστορική αναζήτηση για το πρόσωπο του Ιησού ως προϋπόθεση της θεολογίας και ερµηνείας τους.

 Ωστόσο το ιστορικό πλαίσιο των κειµένων δεν έµεινε έξω από τα ενδιαφέροντά τους, πράγµα που φαίνεται από την υιοθέτηση, τουλάχιστον από την πλειονότητα των ερµηνευτών, της ιστορικο-κριτικής µεθόδου ακόµη και µέχρι σήµερα παρά τα πυρά που δέχεται η µέθοδος αυτή τόσο από φιλελεύθερους Δυτικούς ερµηνευτές όσο και από Ορθοδόξους συντηρητικούς αλλά και Δυτικούς ερµηνευτές.


2. Η προβληµατική «Ιησούς της Ιστορίας ή Χριστός της πίστης;» θεωρήθηκε καρπός του Διαφωτισµού που παρέπεµπε σε ερωτήµατα που ανεφύησαν στη Δυτική Θεολογία, είτε Ρωµαιοκαθολική είτε Προτεσταντική.

Στους κόλπους της Ορθοδόξου θεολογίας δεν τέθηκε ποτέ θέµα ασυνέχειας µεταξύ ιστορικού Ιησού και Ιησού της πίστης της Εκκλησίας.

 Οι θεολόγοι των αρχών του 20ού αιώνα που έγραψαν για τον ιστορικό Ιησού και τους οποίους αναφέραµε προηγουµένως µελέτησαν το όλο θέµα µόνο από πλευράς απολογητικής, προσπαθώντας να απαντήσουν σ’ αυτούς που αµφέβαλλαν για την ιστορική ύπαρξη του Ιησού και να ενισχύσουν την πίστη του Ορθοδόξου λαού παραθέτοντας µαρτυρίες εθνικών συγγραφέων των πρώτων χριστιανικών αιώνων. 

Μερικοί θεολόγοι κατά τα µέσα και ιδίως προς τα τέλη του 20ού αιώνα γνωρίζοντας την προβληµατική των Δυτικών ερµηνευτών και θέλοντας για λόγους επιστηµονικούς να ενηµερώσουν τους Έλληνες Ορθοδόξους αναγνώστες κατέφυγαν στη λύση των µεταφράσεων ξενόγλωσσων έργων επί του θέµατος, όπως π.χ. των A.Schweitzer, E. Renan, G. Riccioti, R. Guardini, E. Trocmé κ.ά.


3. Η λειτουργική εµπειρία της πρώτης εκκλησίας θεωρείται στην Ορθοδοξία πρωταρχικής σηµασίας έναντι των διαφόρων “αποδείξεων” της ιστορικής ύπαρξης του Ιησού, η λειτουργική βεβαίως εµπειρία
όχι αντί του µηνύµατος των ευαγγελίων και της εκκλησίας, αλλά ως το µέσο και η ζωτική περιοχή µε τα οποία παραδίδεται και µεταδίδεται το βιβλικό µήνυµα.

Με τον τρόπο αυτό εξαίρεται περισσότερο η συνέχεια µεταξύ ιστορικού Ιησού και Ευαγγελίων, µεταξύ Ιησού της ιστορίας και Χριστού του κηρύγµατος και της χριστιανικής πίστης.


Συνεπώς µπορεί να υποστηρίξει κανείς τελικά ότι για την Ορθόδοξη θεολογία δεν είναι νοητή η έρευνα του Ιστορικού Ιησού, δεδοµένου ότι ιστορικά γνωρίζουµε τον Ιησού Χριστό µέσα από την µαρτυρία των πρώτων µαθητών του, αλλά και µέσα στη λειτουργική βίωση του χριστιανικού 
µηνύµατος – πράγµα το οποίο δέχονται και ορισµένοι δυτικοί ερµηνευτές, όπως π.χ. οι O.Hofius13 και L.W.Hurtado14.

Στο ερώτηµα, τέλος, εάν η έρευνα για τον ιστορικό Ιησού, παρά τις όποιες αποτυχίες της, προσφέρει κάτι στη Χριστολογία, η απάντηση βρίσκεται στην επαναφορά της ισορροπίας που απαντά στη φράση του όρου της Συνόδου της Χαλκηδόνας:

 «Eπµενοι τονυν τος γοις πατρσιν να κα τν ατν
µολογεν υν τν κριον µν ησον Χριστν συµφνως παντες
κδιδσκοµεν …
Θεόν αληθώς και άνθρωπον αληθώς τον αυτόν».


Παραπομπές
1Στο Zeitschrift für Theologie und Kirche 51 (1954), σ. 125 - 53 (και αγγλ. µετάφραση “The Problem of the Historical Jesus”, στο έργο του Essays on New Testament Themes, 1964, σ. 15 - 47)

2Για περισσότερα βλ. Ι. Καραβιδόπουλου, «Η ‘τρίτη αναζήτηση’ του Ιστορικού Ιησού», Δελτίο Βιβλικών Μελετών 21-22 (2002 -2003). Τιµητικό αφιέρωµα στον Καθηγητή Σάββα Αγουρίδη, σ.117-130.

Βλ. Stephen Moore, “History after Theory? Biblical Studies and the New Historicism”, Biblical Interpretation, 5(1997), σ. 289-299.

4
Stephen Moore, όπ.παρ.,σ. 293.
5Die Geschichte der Leben - Jesus – Forschung, α΄ έκδ. 1906, ελληνική µετάφραση από το ίδρυµα «Άρτος Ζωής» µε τον τίτλο Ιστορία της έρευνας του βίου του Ιησού, Αθήνα, 1982.

6
 Βλ. Μ. Κωνσταντίνου, “Θεολογία και Ιστορία στο έργο του Χρονικογράφου”, στον Τιµητικό τόµο για τον Καθ. Ι. Καραβιδόπουλο, Αγία Γραφή και σύγχρονος άνθρωπος, 2006, σ. 271-286.

7
 Βλ. π.χ. το προαναφερθέν βιβλίο του A. Schweitzer, Ιστορία της έρευνας του βίου του Ιησού, µετάφρ. από οµάδα, 1982, ανατύπωση 1999. E.Trocmé, Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ , όπως τον είδαν όσοι τον γνώρισαν, µετάφρ, Π.Λαλιάτσης- Σ. Αγουρίδης,1983. Γ. Ρηγόπουλου, Ο Ιησούς και οι µαθηταί του, 1997. Ντ. Μερεσκόφκι, Ο άγνωστος Ιησούς, µετάφρ. Ελ. Μάινας, 2000.

8
 Βλ. Σ. Αγουρίδη, Ερµηνευτική των ιερών κειµένων (α΄ έκδ. 1979, β΄ έκδ. βελτιωµένη 2000), βλ. ιδιαίτερα το κεφ. Ζ΄ του ΙΙ µέρους: «Η ιστορία της έρευνας για τον ιστορικό Ιησού. Πορτραίτα του Ιησού», σ. 276-321 της β΄ έκδ. Του ιδίου, «Η αναζήτηση του ιστορικού Ιησού από τη νεότερη ευρωπαϊκή σκέψη», στο Δελτίο Βιβλικών Μελετών 1986 και αναδηµοσίευση στο βιβλίο του Άραγε γινώσκεις ά αναγινώσκεις; 1989, σ. 46 - 64.

9
 Βλ. ενδεικτικά Γ. Γαλίτη, Η Χριστολογία του Αποστόλου Πέτρου, Μέρος Α΄ Εισαγωγικόν, Μέρος Β΄ Συστηµατικόν, 1990. Β. Τσάκωνα, Η Χριστολογία των επιστολών του ευαγγελιστού Ιωάννου, 1970. Δ. Τρακατέλλη, Εξουσία και Πάθος. Χριστολογικές απόψεις του κατά Μάρκον ευαγγελίου, 1983 κ.ά.

10
 Βλ. την ιστοσελίδα www.torreys.org/Bible/Biblia03.html.

11
 Βλ. π.χ. C. H. Kraft, «Cultural Anthropology : its Means for Christian Theology», Theology Today 41 (1985), σ. 390 - 400. Β. Malina, Christian Origins and Cultural Anthropology, Atlanta 1986. Neyrey J.H. (ed.), The social world of Luke – Acts, 1991. B Malina., The New Testament world: Insights from cultural anthropology, 1993. J.H Elliott, What is social – scientific criticism?, 1993. Ph Esler., The first Christians in their social worlds: Social – scientific approach to New Testament, 1998. B Malina. – R Rohtbaugh., Social – science commentary on the synoptic Gospels, 1992. B.Malina, The Social World of Jesus and the Gospels,. W. Taylor, «Cultural Anthropology as a tool for studying the New Testament», Trinity Seminary Review 18 (1996) σ. 13 - 27, και 1997, σ. 69 -82 κ.ά.

12
 Βλ. Δ. Καϊµάκη, Τα χειρόγραφα του Κουµράν και η θεολογία τους, 2004, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.

13 
Βλ. π.χ. Otfried Hofius, "Neutestamentliche Exegese in systematischtheologischer Verantwortung", Exegetische Studien (WUNT 223), Tübingen 2008, σ. 267-281, βλ. Ιδιαίτερα σ. 276-277.

14
Larry W. Hurtado, Lord Jesus Christ. Devotion to Jesus in Earliest Christianity, Cambridge, 2003. 


ΙΩΑΝΝΗΣ Δ. ΚΑΡΑΒΙΔΟΠΟΥΛΟΣ

Οµότιµος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.
Η ΕΡΕΥΝΑ ΤΟΥ «ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΙΗΣΟΥ» ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Στον φίλο Καθηγητή Otfried Hofius, Tübingen

Pages