Ο Μόρτονσον διηγείται ότι, ενώ περιπλανιόταν στους πρώτους λόφους των Ιμαλαΐων, μια πελώρια φωνή, που έμοιαζε να έρχεται από παντού και πουθενά, του είπε, “Επ, εσύ;”.
“Θα χρειαστώ λίγη ώρα γι’ αυτό”, είπε.
Διηγείται ότι έστριψε επιτόπου και άφησε πίσω του τη φωνή και τα ανώτερα μυστήρια και ξαναγύρισε στην πανσιόν του στο Κατμαντού. Τώρα έχει ξαναγυρίσει στη δουλειά του, κλητήρας στο εργοστάσιο κατεργασίας χόνδρων στο Σκογουέγκαν, που ανήκει στον πατέρα του και περνά τις διακοπές του στη Μαγιόρκα.