Μάλιστα, η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε αυτά που αφορούν την καθημερινότητά μας και σε αυτά που δεν την αγγίζουν καθόλου γίνεται συνεχώς και πιο δυσδιάκριτη και θα μπορούσε να πει κανείς, χωρίς υπερβολή, ότι, στον σημερινό παγκοσμιοποιημένο κόσμο της διάχυτης πληροφορίας, οτιδήποτε συμβαίνει οπουδήποτε επιδρά με κάποιον τρόπο στη ζωή μας. Μέσα σε αυτό όμως το πλαίσιο, ένα μεγάλο μέρος της επικαιρότητας καταλαμβάνεται από ψευδείς ειδήσεις, θεωρίες συνωμοσίας και ψευδοεπιστημονικές τοποθετήσεις.
Γιατί όμως κανείς να πιστεύει σε κάτι που είναι ψευδές;
Ίσως δεν γνωρίζει ότι ισχύει κάτι τέτοιο, ίσως πρόκειται για μια «αλήθεια» που βρίσκεται πιο κοντά στις ανάγκες του και τις πρότερα διαμορφωμένες πεποιθήσεις του. Εδώ θα ασχοληθούμε κυρίως με το θέμα της ψευδοεπιστήμης, όμως το μεγαλύτερο μέρος της περιγραφής αφορά ομοίως τις θεωρίες συνωμοσίας και τις ψευδείς ειδήσεις.
Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι συχνά αντιφατικοί, υπερβολικοί, μη διαψεύσιμοι και στηρίζονται εν πολλοίς στην προδιάθεση επιβεβαίωσης (confirmation bias), δηλαδή την τάση του ανθρώπου να επιβεβαιώνει τις πρότερες αντιλήψεις του. Από την περιγραφή αυτή προκύπτουν μια σειρά από ερωτήματα, όπως ποια είναι η επιστημονική μέθοδος, τι σημαίνει «μη διαψεύσιμος», ποιοι διακατέχονται από την προδιάθεση της επιβεβαίωσης κ.λπ.
Επομένως, γίνεται αντιληπτό ότι η ψευδοεπιστήμη δεν σχετίζεται απλώς με μια εναλλακτική θεώρηση του κόσμου ή μια ποικιλία διαφορετικών απόψεων, αλλά πολύ συχνά έχει οικονομικές και πολιτικές προεκτάσεις. Για παράδειγμα, συμπληρώματα διατροφής και σκευάσματα που αντιμετωπίζουν διαφόρων ειδών καταστάσεις έχουν εκατομμύρια πωλήσεις παγκοσμίως, ενώ φορείς ψευδοεπιστημονικών πεποιθήσεων έχουν τεράστια προβολή στον Τύπο και επιρροή στην κοινή γνώμη.
Πολλές φορές μάλιστα, αυτές οι πεποιθήσεις εκφράζονται και από επιστήμονες. Επομένως, το θέμα της διάκρισης μεταξύ επιστήμης/ψευδοεπιστήμης δεν αποτελεί απλώς ακαδημαϊκό, αλλά ευρύτερο κοινωνικό θέμα.
Η Γενική Σχετικότητα κάνει προβλέψεις για φαινόμενα του Σύμπαντος και η εγκυρότητά της επιβεβαιώνεται μέχρι στιγμής, αλλά μπορεί να υπάρξει κάποια παρατήρηση στο μέλλον η οποία να τη διαψεύσει. Είναι λοιπόν μια διαψεύσιμη θεωρία και επομένως έγκυρη επιστημονικά. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει ωστόσο με τις θεωρίες συνωμοσίας και την ψευδοεπιστήμη, καθώς οι φορείς αυτών των απόψεων προσαρμόζουν τα γεγονότα ώστε να επιβεβαιώνονται εκ των υστέρων, ενώ δεν υπάρχει (ή δεν προτείνεται) τρόπος να ελεγχθούν με νέες παρατηρήσεις.
Σημαντική διάκριση για τον Popper μεταξύ επιστήμης και ψευδοεπιστήμης είναι ότι η πρώτη προσπαθεί να απορρίψει θεωρίες, ενώ η δεύτερη να επιβεβαιώσει. Αν μια θεωρία δεν μπορεί να ελεγχθεί ως προς την εγκυρότητά της, τότε δεν είναι επιστημονική. Θα έλεγε κανείς ότι οι απόψεις του Popper έχουν κυριαρχήσει σε μεγάλο βαθμό μεταξύ των επιστημόνων ως προς το τι συνιστά ψευδοεπιστήμη.
Διάφορα επιστημονικά πεδία και θεωρίες έχουν «χτίσει» γύρω τους έναν όγκο γνώσης και έχουν αναπτύξει μεθοδολογίες τόσο στις Φυσικές όσο και στις Ανθρωπιστικές Επιστήμες. Μάλιστα, όλα αυτά τα πεδία έχουν δείξει τη δυναμική παραγωγής νέας γνώσης από πολύ νωρίς στην ιστορία τους.
Αντιθέτως, η αστρολογία υπάρχει εδώ και χιλιάδες χρόνια χωρίς να έχει συμβεί κάτι τέτοιο κι αν αποδεχτούμε την εγκυρότητά της, χρειάζεται να απορρίψουμε τις γνώσεις που έχουμε συσσωρεύσει εδώ και αιώνες στη Φυσική. Ένα τέτοιο επιχείρημα μπορεί φυσικά να επικαλεστεί κανείς και για τη θεωρία της επίπεδης Γης και τον δημιουργισμό.
Είναι ίσως εκτός των σκοπών του παρόντος κειμένου να αναλυθούν οι λόγοι για τους οποίους ισχύει κάτι τέτοιο, ωστόσο το κατά πόσο η επιστήμη προοδεύει και κατά πόσο είναι από μόνη της αρκετή για να καλύψει τις ανθρώπινες ανάγκες είναι άλλο ένα θέμα υπό μελέτη.
Πολλοί από εμάς μπορεί να μην έχουμε τη δυνατότητα είτε να αναζητήσουμε τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε είτε να σκεφτούμε εντατικά και δομημένα ώστε να καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα. Ταυτόχρονα όμως, μας φαίνεται προτιμότερο να υιοθετούμε κάποιες απόψεις για τον κόσμο από το να μην έχουμε καμία.
Αυτή η τάση δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο των ανθρώπων με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο. Μάλιστα, ένας άνθρωπος με υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο είναι περισσότερο ικανός να στηρίξει τις ήδη διαμορφωμένες, αλλά πιθανόν λάθος, απόψεις του ακριβώς λόγω της καλύτερης μόρφωσής του. Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται μάλιστα πολλοί επιστήμονες που προβάλλουν συστηματικά ψευδοεπιστημονικές απόψεις, είτε επικαλούμενοι το κύρος τους ή/και χρησιμοποιώντας επιστημονικοφανή επιχειρήματα και αναφορές σε αμφίβολες πηγές.
Ο μόνος τρόπος, σύμφωνα με τον Popper, είναι να θέτουμε τις αντιλήψεις μας υπό το πρίσμα της διαψευσιοκρατίας. Δεδομένου ότι δεν είναι εφικτό να παρατηρούμε τον κόσμο χωρίς πρότερες αντιλήψεις, οφείλουμε να αναζητούμε τα στοιχεία που μπορούν να διαψεύσουν τις απόψεις μας και όχι να αρκούμαστε σε αυτά που απλώς τις επιβεβαιώνουν.