Περιμένετε βέβαια λόγον.
Θὰ μιλήσω, ἀγαπητοί μου· ἂν καὶ σήμερα νομίζω, ὅτι δὲν πρέπει νὰ μιλήσω ἐγὼ ἀλλὰ κάποιος ἄλλος. Καὶ αὐτὸς ὁ ἄλλος, τὸν ὁποῖο προβάλλει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, εἶνε παρακαλῶ μιὰ γυναίκα.
Δὲν εἶνε μορφωμένη, ἐπιστήμων, θεολόγος, ἱεροκήρυκας, ἐπίσκοπος· ἀγράμματη εἶνε, δὲν φοίτησε σὲ σχολεῖα.
Τί νὰ τὰ κάνῃς τὰ λύκεια καὶ πανεπιστήμια, ὅταν λείπῃ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶνε:
«ἀρχὴ σοφίας»;
(Ψαλμ. 110,10. Παροιμ. 9,10. πρβλ. Σ. Σειρ. 1,14).
Αὐτὴ εἶχε μέσα της τὸ φῶς ποὺ ἔχει κάθε ἄνθρωπος· τὸ λογικό, τὴ συνείδησι, τὸ αὐτεξούσιο – ἐλευθερία.
Φωτιζόταν ἀπὸ τοῦτο τὸ φῶς περισσότερο ἀπ᾽ ὅ,τι οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι πρόγονοί μας καὶ ἀπ᾽ ὅ,τι οἱ Ἰουδαῖοι διὰ τῆς ἱερᾶς ἀποκαλύψεως τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Γυναίκα ἀγράμματη. Καὶ μόνο ἀγράμματη; καὶ εἰδωλολάτρις. Ζοῦσε σὲ βαθὺ σκοτάδι.
Δὲν εἶχε χάσει ὅμως αὐτὸ τὸ ἀμυδρὸ φῶς. Αὐτὴν λοιπὸν προβάλλει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο.
Καὶ τὸ ὄνομά της; «Χαναναία» (Ματθ. 15,22).
Δὲν εἶνε τοῦτο τὸ μικρό της προσωπικὸ ὄνομα· εἶνε τὸ ἐθνικὸ ὄνομά της (ὅπως π.χ. ἡ γυναίκα τῆς Φλωρίνης λέγεται Φλωρινιώτισσα), δηλώνει ὅμως καὶ τὸ θρήσκευμά της· καταγόταν ἀπὸ χαναανιτικὰ φῦλα, ἀπὸ χώρα ὅπου ἐπικρατοῦσε ἡ χαναανιτικὴ θρησκεία, ἡ πλήρης εἰδωλολατρίας καὶ ὀργίων.
Αὐτή, ἀγαπητοί μου, προβάλλεται ὡς παράδειγμα μεγάλης πίστεως. Πῶς; Ἀκοῦστε.
Εἶχε φθάσει ὣς τὴν πατρίδα της μία φήμη· ἔμαθε, ὅτι στὴν Ἁγία Γῆ ἐμφανίσθηκε ἕνας ὑπέροχος ἄνδρας ποὺ λέγεται Ἰησοῦς, μὲ ἔκτακτη ἠθικὴ δύναμι καὶ καταγωγὴ ἀπὸ τὴν ἔνδοξη οἰκογένεια τοῦ βασιλέως Δαυΐδ.
Καὶ τώρα λοιπὸν ὁ Χριστός, γι᾽ αὐτὴν τὴ μία ψυχή, βαδίζει χιλιόμετρα καὶ φθάνει στὰ σύνορα τῆς χώρας της· ἄφησε τὴν Ἰουδαία, ὅπου τὸν περιφρονοῦσαν, καὶ ἦρθε στὰ σύνορα μὲ τὰ εἰδωλολατρικὰ «μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος» (ἔ.ἀ. 15,21).
Μόλις τό ᾽μαθε ἡ Χαναναία περνάει τὰ σύνορα καὶ τρέχει νὰ τὸν συναντήσῃ.
Νιώθει ἐλπίδα· πιστεύει, ὅτι αὐτὸς μπορεῖ νὰ τὴ σώσῃ. Ἀπὸ τί; Ἀπὸ ἕνα δρᾶμα.
Εἶχε ἕνα δυστυχισμένο κορίτσι ποὺ ἔπασχε ἀπὸ φοβερὴ ἀσθένεια, εἶχε δαιμόνιο.
Ἦταν ὑποχείριο δαιμονικῶν δυνάμεων – ὅπως καὶ πολλοὶ σήμερα.
Ἄφριζε ἀπ᾽ τὸ στόμα, ἔτριζε τὰ δόντια, ἔπεφτε στὴ φωτιὰ καὶ στὸ νερό, κινδύνευε νὰ βρῇ θάνατο σὲ φλόγες, γκρεμούς, πέτρες.
Ἡ μητέρα μεταχειρίστηκε ὅλα τὰ μέσα· καὶ σὲ γιατροὺς καὶ σὲ μάγους, παντοῦ τὴν πῆγε. Ἀλλὰ ματαίως. Τὸ δαιμόνιο κυριαρχοῦσε.
Γι᾽ αὐτὸ τώρα τρέχει κοντὰ στὸ Χριστό.
Καὶ μόλις τὸν ἀντικρύζει ἀκούγεται διαπεραστικὴ ἡ φωνή της· «Ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυΐδ»· «Κύριε, ἐλέησόν με» (Ματθ. 15,22).
Προσέξτε τὸ «Κύριε ἐλέησόν με»· διότι καὶ μία λέξι ἔχει σημασία. Νὰ τὴν ἐλεήσῃ; Ἔπασχε ἡ ἴδια; Ὄχι. Ἀλλὰ τὸ πάθημα τῶν παιδιῶν εἶνε πάθημα τῶν γονέων.
Ἡ φιλόστοργη μάνα προτιμᾷ χίλιες φορὲς νὰ πάσχῃ ἡ ἴδια.
Πόσες φορὲς ἡ μάνα, κοντὰ στὸ κρεβάτι τοῦ ἀρρώστου παιδιοῦ, λέει· Θεέ μου, πάρε τὴν ἀσθένεια ἀπ᾽ τὸ παιδί μου καὶ δός την σ᾽ ἐμένα. Ὤ στοργὴ μάνας! «Ἐλέησέ με», λέει, ἂν καὶ αὐτὴ εἶνε ὑγιής· τὸ πάθημα τῆς θυγατέρας τὸ νιώθει δικό της καὶ παρακαλεῖ·
«Ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυΐδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται» (ἔ.ἀ.).
Καὶ ὁ Χριστός; Περίεργο, σιωπᾷ!
Γιατί σιωπᾷ αὐτὸς ποὺ εἶνε ὅλο ἀγάπη καὶ στοργή; Ἔχει τὸ σκοπό του, σκοπὸ παιδαγωγικό. Θέλει νὰ δοκιμάσῃ τὴν πίστι της. Σιωπᾷ, ἐνῷ ἐκείνη ἐπιμένει νὰ λέῃ «Ἐλέησόν με, Κύριε…».
Ἐμεῖς δὲν ἐπιμένουμε· μιὰ φορὰ λέμε τὸ «Κύριε, ἐλέησον» κι αὐτὴν ἀνόρεχτα.
Τὸ δικό της «Κύριε, ἐλέησον» ἦταν πύρινο καὶ ὄχι μιὰ φορά· τὸ ἔλεγε συνεχῶς.
Ὁ Κύριος ὅμως ἐξακολουθεῖ νὰ κάνῃ πὼς κωφεύει.
Ἐπεμβαίνουν οἱ μαθηταὶ καὶ λένε·
–Κύριε, κάνε της αὐτὸ ποὺ ζητάει, γιατὶ εἶνε ἐνοχλητικὴ μὲ τὶς φωνές της. Ὁ Κύριος ἀπαντᾷ ν᾽ ἀκούῃ κι αὐτή·
–«Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ»· δὲν ἦρθα γιὰ ἄλλους, γιὰ εἰδωλολάτρες, ἦρθα μόνο γιὰ τὰ χαμένα πρόβατα τοῦ Ἰσραήλ, τοὺς συμπατριῶτες μου Ἰουδαίους (ἔ.ἀ. 15,24).
Τί νόημα ἔχει αὐτό; Ὄχι ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶνε ὁ Σωτήρας ὅλου τοῦ κόσμου· ἦλθε γιὰ ὅλα τὰ ἔθνη, ἀλλὰ τὸ λέει σκοπίμως, γιὰ νὰ κεντήσῃ βαθύτερα τὰ σπλάχνα της καὶ νὰ βγῇ ὁ χρυσός.
Καὶ πράγματι αὐτή, χωρὶς ν᾽ ἀπογοητευθῇ, ἔρχεται μπροστὰ καὶ πέφτοντας στὰ πόδια του παρακαλεῖ·
–«Κύριε, βοήθει μοι» (ἔ.ἀ. 15,25). Ὁ Χριστὸς τὴ δοκιμάζει ἀκόμη πιὸ σκληρὰ μὲ νέο σκόλοπα, νέα ψυχρολουσία, ποὺ θ᾽ ἀπογοήτευε καθέναν ἀπὸ μᾶς.
–Δὲν εἶνε καλό, ἀπαντᾷ, νὰ πάρω τὸ ψωμὶ πού ᾽νε γιὰ τὰ παιδιὰ καὶ νὰ τὸ δώσω στὰ σκυλιά…
Ὅποιοσδήποτε ἄλλος, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, θὰ θεωροῦσε προσβολὴ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ θά ᾽φευγε. «Ἀκοῦς ἐκεῖ νὰ μὲ πῇ σκύλο…».
Αὐτὴ ὅμως δὲν ἔφυγε· πῆρε μάλιστα τὸν λόγο αὐτὸν καὶ τὸν ἔκανε ὅπλο καὶ μ᾽ αὐτὸ νίκησε τὸ Χριστό – ἂν ἐπιτρέπεται ἡ ἔκφρασι· μὲ τὴ μεγάλη ἐπιμονή της πῆρε τὰ «ὄχι» τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ ἔκανε «ναί».
–Σκύλο μὲ εἶπες, Κύριε· ἀλλὰ καὶ τὰ σκυλάκια, λέει, κάθονται κάτω ἀπ᾽ τὸ τραπέζι τῶν κυρίων τους καὶ τρῶνε ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ πέφτουν.
Κ᾽ ἐγὼ δὲν σοῦ ζητῶ πολλὰ πράγματα· ἕνα ψίχουλο!
Ὤ τὸ ψίχουλο ἀπ᾽ τὸ τραπέζι τοῦ Χριστοῦ τί μεγάλο πρᾶγμα εἶνε!
Θέλετε νὰ τὸ δῆτε;
Εἶνε μέσα στὸ ἅγιο βῆμα πάνω στὴν ἁγία τράπεζα.
Ἐκεῖ εἶνε τὸ μυστήριο τῶν μυστηρίων, ἡ θεία εὐχαριστία.
Ἐκεῖ καὶ τὸ ἐλάχιστο ψίχουλο ἀξίζει παραπάνω ἀπ᾽ ὅλο τὸ σύμπαν, ἀστέρια, ἥλιους, γαλαξίες· εἶνε ὅλος ὁ Χριστός.
Πιστεύεις; ἔλα στὴν ἐκκλησία· δὲν πιστεύεις; μὴν πατήσῃς, δὲ σ᾽ ἔχει ἀνάγκη ὁ Χριστός.
Τὸ αἰσθάνεσαι; τότε κοινώνα τῶν ἀχράντων μυστηρίων.
Τὸ αἰσθάνθηκα αὐτὸ ἐγώ.
Ἂν μὲ ρωτήσετε, πότε κοινώνησα ἀνθρώπους μὲ συναίσθησι, εἶνε ἡ περίοδος τοῦ πολέμου, ὅταν ὑπηρετοῦσα ὡς στρατιωτικὸς ἱερεύς.
Εἶδα τὰ παιδιὰ τῆς πατρίδος, παραμονὲς ἱστορικῶν μαχῶν, νὰ τελοῦμε θεία λειτουργία στὰ ψηλὰ βουνὰ καὶ νὰ πλησιάζουν νὰ κοινωνήσουν· καὶ ἐνῷ κοινωνοῦσαν τὰ δάκρυά τους ἔπεφταν μέσα στὸ δισκοπότηρο!
Αὐτὸ δὲν τὸ ξαναεῖδα. Τὰ «ψίχουλα» ἐκεῖνα ἐξήγειραν μέσα τους κύματα ἀγάπης πρὸς τὴν πατρίδα, καὶ τὴν ἑπομένη ἡμέρα στὸ προσκλητήριο τοῦ λόχου ἄκουγες·
«Ἀπών», «ἀπών», «ἀπών»… ἔπεσε ὑπὲρ πίστεως και πατρίδος!
Τί μεγαλεῖο ἔχει ἡ πατρίδα μας συνδεδεμένη μὲ τὰ ἱερὰ καὶ ὅσια τῆς πίστεώς μας!
Ἕνα ψίχουλο ζητῶ, λέει λοιπὸν ἡ Χαναναία.
Καὶ τότε ὁ Χριστὸς θαύμασε καὶ εἶπε·
«Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις!…» (Ματθ. 15,28).
Μεγάλο δῶρο ἡ πίστις.
Δῶστε μου, δῶστε μου ἕνα μόριο ἀπὸ τὴν πίστι ποὺ εἶχαν οἱ πρόγονοί μας, οἱ ἀθάνατοι πατέρες καὶ διδάσκαλοι, οἱ ὅσιοι καὶ οἱ μάρτυρες!
Δὲν εἶνε ψέμα ἡ θρησκεία μας, εἶνε ἀλήθεια ὁλοζώντανη. Τὴν πιστεύεις; ἔλα στὴν ἐκκλησία· δὲν πιστεύεις; μεῖνε στὸ σπίτι σου καὶ παῖζε καμπολόϊ, κάνε ὅ,τι θέλεις.
Ἔχει μεγαλεῖο ἡ πίστις τοῦ Χριστοῦ μας.
Γι᾽ αὐτὸ ἡ ἀγράμματη αὐτὴ γυναίκα, ἡ Χαναναία, προβάλλεται σήμερα ὡς παράδειγμα πίστεως, θερμῆς προσευχῆς καὶ μεγάλης ταπεινώσεως.
Ἁγία ψυχή. «Καὶ ἰάθη», λέει, αὐτοστιγμεὶ ἡ κόρη της ἀπὸ τὸ δαιμόνιο (ἔ.ἀ.).
* * *
Μᾶς φωνάζει σήμερα, ἀδελφοί μου, ἡ γυναίκα αὐτὴ μέσα στὴ σύγχυσι τῆς πλάνης·
Πιστεύετε στὸ Χριστό.
Βουλῶστε τ᾽ αὐτιά σας στὶς φωνὲς τῶν σειρήνων, τῶν ἀντιχρίστων τοῦ αἰῶνος τούτου.
Νά ᾽χετε πίστι ἀκράδαντη.
Νὰ ἦστε φιλεύσπλαχνοι καὶ ἐλεήμονες.
Καὶ συνεχῶς τὰ στόματά σας νὰ μιλοῦν στὸ Θεό.
– Δὲν ζητάει πολλὲς προσευχές. Τὸ «Κύριε, ἐλέησον» νὰ εἶνε ἡ διάπυρη προσευχή μας.
Θὰ προσθέσω καὶ τοῦτο.
Ἡ Χαναναία μπορεῖ νὰ γίνῃ καὶ σύμβολο τῆς Ἑλλάδος.
Ὅπως αὐτὴ ὑπέφερε γιὰ τὸ δαιμονιζόμενο παιδί της, ἔτσι καὶ ἡ πατρίδα μας.
Σήμερα ὄχι ἕνα ἀλλὰ χίλια δαιμόνια ταλαιπωροῦν τὰ παιδιά της, χειρότερα ἀπὸ τὴν κόρη τῆς γυναίκας αὐτῆς· δαιμόνια ἀπιστίας, ἀθεΐας, σεξουαλισμοῦ, αἰσχροτήτων, ναρκωτικῶν, ἀλκοολισμοῦ, κάθε κακίας.
Γεμᾶτα ἀπὸ δαιμόνια εἶνε ἡ τηλεόρασι, τὸ ῥαδιόφωνο, ὁ τύπος, ὅλα τὰ μέσα, καὶ παγιδεύουν τοὺς νέους.
Ποῦ εἶνε ἡ ἐποχὴ ποὺ ὅλα τὰ παιδιὰ ἦταν μέσα στὴν ἐκκλησία!
Τώρα ἐλάχιστα ἐκκλησιάζονται.
Κάθονται μέχρι τὶς πρωινὲς ὧρες καὶ παρακολουθοῦν σταθμούς.
Δυστυχισμένοι κ᾽ ἐγκαταλελειμμένοι γονεῖς!
Μοῦ λέει μιὰ γυναίκα στὴν Ἀθήνα· Τό ᾽χασα τὸ παιδί μου, ἔγινε ναρκομανής.
Μιὰ ἄλλη μοῦ εἶπε, ὅτι ἀπὸ ναρκωτικὰ πέθανε τὸ παιδί της ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι, στὰ παγκάκια.
Μέχρι τὴ Φλώρινα ἔφτασαν τὰ δαιμόνια αὐτά· μαθηταὶ σχολείων εἶνε θύματα ναρκωτικῶν. Ὅλοι ἔχουν εὐθύνη.
Σήμερα, ποὺ ἀκοῦμε τὸ εὐαγγέλιο αὐτό, ἂς ἀναπέμψουμε θερμὴ προσευχή·
Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον τὴν ἀγαπημένη μας πατρίδα, τὰ παιδιά της, τὸ μέλλον της, γιὰ νὰ δῇ πάλι καλυτέρες ἡμέρες ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, τῷ αἰωνίῳ Θεῷ καὶ νομοθέτῃ ἡμῶν· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.