«Ο Όλιβερ Σακς, «ένας από τους μεγαλύτερους κλινικούς συγγραφείς του 20ού αιώνα» (The New York Times), διηγείται τις ιστορίες ασθενών χαμένων μέσα στον παράξενο λαβύρινθο των νευρολογικών διαταραχών… ιστορίες ανθρώπων που πάσχουν από περίεργες εκτροπές της αντίληψης και της νόησης: ασθενείς χωρίς μνήμη και με χαμένο παρελθόν· ασθενείς που δεν αναγνωρίζουν τους γνωστούς τους ανθρώπους και τα πιο κοινά αντικείμενα· που τα μέλη τους τους έχουν γίνει ξένα· άνθρωποι που έχουν αποκλειστεί σαν καθυστερημένοι και εντούτοις είναι προικισμένοι με αλλόκοτα καλλιτεχνικά ή μαθηματικά ταλέντα.
Αν και ασύλληπτα παράξενες, οι διηγήσεις αυτές παραμένουν, χάρη στην υπέροχη διήγηση του Όλιβερ Σακς, βαθιά ανθρώπινες μελέτες της ζωής που πολεμά ενάντια σε απίστευτες εκτροπές. Ο Σακς-συγγραφέας δεν παύει να είναι πριν απ’ όλα θεραπευτής – και αυτό σημαίνει ότι ποτέ δε χάνει από το βλέμμα του την τελική ευθύνη της ιατρικής: «το πάσχον, βασανισμένο και αγωνιζόμενο ανθρώπινο ον».
Η παρακάτω ιστορία είναι απόσπασμα από ένα κεφάλαιο του βιβλίου του.
— Τι θα πάρουμε σήμερα; λέει τρίβοντας τα χέρια του. Μισή λίβρα Βιρτζίνια, ένα ωραίο κομμάτι Νόβα;(Προφανώς με έβλεπε σαν έναν πελάτη· συχνά σήκωνε το τηλέφωνο της πτέρυγας του νοσοκομείου λέγοντας «Παντοπωλείο Τόμσον, ορίστε».)
— Ω, κ. Τόμσον! του φώναξα. Ποιος νομίζετε ότι είμαι;
— Α στο καλό, το φως φταίει, είναι κακό, σας πήρα για πελάτη. Μα είναι ο παλιός μου φίλος, ο Τομ Πίτκινς… Εγώ και ο Τομ (ψιθυρίζει στο αυτί της νοσοκόμας) πηγαίναμε πάντα στον ιππόδρομο μαζί.
— Κύριε Τόμσον, κάνετε πάλι λάθος.
— Όντως κάνω λάθος, συμφωνεί, χωρίς να ενοχληθεί καθόλου. Γιατί θα φορούσες μια άσπρη μπλούζα, αν ήσουν ο Τομ; Είσαι ο Χίμυ, ο χασάπης κασέρ στη δίπλα πόρτα. Αν και δεν έχεις λεκέδες από αίμα στην μπλούζα σου. Πήγαν άσκημα οι δουλειές σήμερα; Μην ανησυχείς, μέχρι το τέλος της βδομάδας θα μοιάζεις με σφαγείο!
Νιώθοντας και εγώ ο ίδιος να παρασύρομαι σ’ αυτό το στρόβιλο των ταυτοτήτων, έδειξα το στηθοσκόπιο μου κουνώντας το στο λαιμό μου, απ’ όπου κρεμόταν.
—Ένα στηθοσκόπιο! φώναξε. Και ισχυρίζεσαι ότι είσαι ο Χίμυ! Εσείς οι μηχανικοί έχετε αρχίσει όλοι να παριστάνετε τους γιατρούς στα σοβαρά, μ’ αυτές τις άσπρες μπλούζες και τα στηθοσκόπια, σαν να σας χρειαζόταν ένα στηθοσκόπιο για να ακούσετε ένα αυτοκίνητο! Έτσι, λοιπόν, είσαι ο παλιός μου φίλος ο Μάνερς από το σταθμό της Μόμπιλ στο τέρμα του τετραγώνου. Έλα μέσα να πιεις το ουίσκι σου με κόκα…
Ο Ουίλιαμ Τόμσον έτριψε πάλι τα χέρια του με την κίνηση του μπακάλη και αναζήτησε τον πάγκο του. Καθώς δεν τον έβρισκε, με κοίταξε πάλι με απορία.
— Πού βρίσκομαι; είπε με ένα βλέμμα ξαφνικά τρομοκρατημένο. Νόμισα ότι ήμουνα στο μαγαζί μου, γιατρέ, θα ‘μουν αφηρημένος φαίνεται… Θέλετε να βγάλω την μπλούζα μου να μου πάρετε τα ακροαστικά ως συνήθως;
—Όχι, όχι ως συνήθως. Δεν είμαι ο συνηθισμένος σας γιατρός.
— Πράγματι, δεν είσαστε. Μπορούσα να το καταλάβω αμέσως! Δεν είσαστε ο συνηθισμένος μου γιατρός που μου χτυπά το στήθος. Και, μα το Χριστό, έχετε ένα μούσι! Μοιάζετε με τον Sigmund Freud. Μπας και τρελάθηκα, μουρλάθηκα;
—Όχι, κ. Τόμσον, δεν τρελαθήκατε. Έχετε μόνο μερικά προβλήματα με τη μνήμη σας, μερικές δυσκολίες να θυμάστε και να αναγνωρίζετε τους ανθρώπους.
— Ναι, η μνήμη μου μου κάνει μερικά κόλπα, παραδέχτηκε. Μερικές φορές κάνω λάθη, παίρνω κάποιον για κάποιον άλλο… Τι θα πάρετε τώρα, Νόβα ή Βιρτζίνια;
Έτσι γινόταν πάντα, κάθε φορά με παραλλαγές, με απρόοπτους αυτοσχεδιασμούς, πάντα ξαφνικούς, συχνά αστείους, κάποτε έξυπνους και τελικά τραγικούς. Ο κ. Τόμσον θα με αναγνώριζε —θα με αναγνώριζε λάθος, θα με ψευτοαναγνώριζε— σαν μια ντουζίνα διαφορετικούς ανθρώπους στη διάρκεια πέντε λεπτών. Θα πέρναγε ταχύτατα, ανετότατα, από μία εικασία, μία υπόθεση, μία πεποίθηση, στην επόμενη, χωρίς την παραμικρή ένδειξη αβεβαιότητας καμιά στιγμή· ποτέ δεν ήξερε ποιος ήμουν ή τι ήταν και πού ο ίδιος βρισκόταν: ένας πρώην μπακάλης, που έπασχε από ένα βαρύ σύνδρομο Korsakov, σε ένα νευρολογικό ίδρυμα.
Δε θυμόταν τίποτα για περισσότερο από λίγα δευτερόλεπτα. Έχανε διαρκώς τον προσανατολισμό του. Άβυσσοι αμνησίας ανοίγονταν συνεχώς κάτω από τα πόδια του, τις γεφύρωνε, όμως, αμέσως με αυθόρμητες μυθοπλασίες και φανταστικές ιστορίες κάθε είδους. Για τον ίδιο, αυτές οι ιστορίες δεν ήταν φανταστικές, ήταν ο τρόπος με τον οποίο ξαφνικά έβλεπε ή ερμήνευε τον κόσμο.
Μην μπορώντας ποτέ να ανεχτεί, να παραδεχτεί, ούτε για μια στιγμή, αυτή τη διαρκή ριζική αλλαγή και την ασυναρτησία που έμοιαζε να έχει ο κόσμος εξαιτίας της αμνησίας του, τη θέση τους έπαιρνε αυτή η παράξενη, παραληρηματική, ατελής συνοχή, καθώς ο κ. Τόμσον με τις ασταμάτητες, ασυνείδητες, ταχύτατες εφευρέσεις του αυτοσχεδίαζε συνεχώς έναν κόσμο γύρω του, έναν κόσμο από τις Χίλιες και μια Νύχτες, μία φαντασμαγορία, ένα όνειρο με ανθρώπους, μορφές και καταστάσεις που διαρκώς άλλαζε μια σειρά συνεχών καλειδοσκοπικών μεταλλαγών και μεταμορφώσεων. Για τον ίδιο τον κ. Τόμσον, όμως, όλα αυτά δεν ήταν καθόλου ένας ιστός από διαρκώς μεταβαλλόμενες, φευγαλέες φαντασιώσεις και ψευδαισθήσεις, αλλά αποτελούσαν έναν εντελώς κανονικό, σταθερό και τεκμηριωμένο κόσμο.
Για τον ίδιο δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Μία μέρα τού συνέβη να βγει και παρουσιάστηκε στο γραφείο της εισόδου σαν «αιδεσιμότατος Ουίλιαμ Τόμσον», ζήτησε να του βρουν ένα ταξί και έφυγε για όλη τη μέρα. Ο ταξιτζής, με τον οποίο μιλήσαμε αργότερα, μας είπε ότι ποτέ δεν του είχε τύχει ένας τόσο συναρπαστικός πελάτης, γιατί ο κ. Τόμσον του διηγόταν τη μία ιστορία μετά την άλλη, εκπληκτικές ιστορίες με ήρωα τον εαυτό του, γεμάτες από φανταστικές περιπέτειες. «Έμοιαζε να έχει πάει παντού, να έχει κάνει τα πάντα, να έχει συναντήσει τους πάντες. Μου ήταν δύσκολο να πιστέψω ότι μπορούσαν να έχουν συμβεί τόσα πράγματα σε μία και μοναδική ζωή», μας είπε. Του απαντήσαμε ότι «δεν είναι ακριβώς μία μοναδική ζωή, αλλά πρόκειται για κάτι περίεργο, για μια υπόθεση ταυτότητας»…
…Ο κ. Τόμσον μόλις έβγαινε από το νοσοκομείο —το Korsakov(σ.σ. η νόσος του) είχε εκδηλωθεί μόλις τρεις βδομάδες πριν, όταν παρουσιάστηκε ένας πολύ υψηλός πυρετός, έπεσε σε ένα παραλήρημα και σταμάτησε να αναγνωρίζει την οικογένεια του— και εξακολουθούσε να βρίσκεται σε βρασμό, εξακολουθούσε να είναι χωμένος μέσα σε ένα σχεδόν φρενήρες μυθοπλαστικό παραλήρημα (αυτό που ονομάζεται μερικές φορές «ψύχωση του Korsakov», παρόλο που δεν πρόκειται καθόλου για ψύχωση) και δημιουργούσε ασταμάτητα έναν κόσμο και ένα Εγώ, για να μπορέσει να αναπληρώσει αυτό που συνεχώς ξεχνούσε και έχανε από μπροστά του. Αυτή η φρενίτιδα απαιτεί την ύπαρξη ιδιαίτερα λαμπρών δυνατοτήτων εφευρετικότητας και φαντασίας —μία πραγματική μυθοπλαστική φαντασία— γιατί ένας τέτοιος ασθενής πρέπεικυριολεκτικά να επινοεί τον εαυτό του (και τον κόσμο τον) σε κάθε στιγμή.
Ο καθένας από μας έχει μία ιστορία ζωής, μία εσωτερική αφήγηση, που η εξέλιξη της, η έννοια της είναι η ίδια η ζωή μας. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο καθένας από μας κατασκευάζει και ζει μία «διήγηση» και ότι αυτή η διήγηση είναι εμείς, αποτελεί, την ταυτότητα μας. Αν θέλουμε να μάθουμε για κάποιον, ρωτάμε: «Ποια είναι η ιστορία του, η αληθινή εσωτερική ιστορία του;», γιατί ο καθένας μας είναι μία βιογραφία, μία ιστορία.
Ο καθένας από μας είναι μία ξεχωριστή διήγηση που κατασκευάζεται ασταμάτητα, ασυνείδητα, από εμάς, διαμέσου και μέσα μας, διαμέσου των προσλήψεων μας, των αισθημάτων μας ,των σκέψεων μας, των πράξεων μας· και άλλο τόσο, από το λόγο μας και τις προφορικές μας διηγήσεις. Βιολογικά, φυσιολογικά, δε διαφέρουμε πολύ ο ένας από τον άλλο- ιστορικά, όμως, σαν αφηγήσεις, ο καθένας μας είναι μοναδικός. Για να είμαστε ο εαυτός μας, πρέπει να έχουμε τον εαυτό μας, να τον κατέχουμε και, αν χρειαστεί, να μπορούμε να επανακτήσουμε τον εαυτό μας, την ιστορία της ζωής μας. Είμαστε υποχρεωμένοι να «συγκεντρώνουμε» τον εαυτό μας, να αναθυμόμαστε την εσωτερική πλοκή, την αφήγηση του εαυτού μας. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη μίας τέτοιας αφήγησης, μίας συνεχούς εσωτερικής αφήγησης, για να διατηρεί την ταυτότητα του, το Εγώ του.
Η ζωτική ανάγκη αυτής της ιστορίας είναι, ίσως, το κλειδί για την κατανόηση της απελπισμένης μυθοπλασίας, της πολυλογίας του κ.Τόμσον. Στερημένος εντελώς κάποιας συνέχειας, μιας ομαλής, αδιάκοπης, εσωτερικής διήγησης, οδηγείται σε ένα είδος αφηγηματικής φρενίτιδας και από κει προέρχονται οι ασταμάτητες ιστορίες του, οι μυθοπλασίες του, η μυθομανία του. Ανίκανος να διατηρεί μια αυθεντική αφήγηση και μια συνέχεια, ανίκανος να συντηρεί έναν αυθεντικό εσωτερικό κόσμο, αναγκάζεται να πολλαπλασιάζει τις ψεύτικες αφηγήσεις μέσα σε μία ψευτοσυνέχεια, ψεύτικους κόσμους κατοικημένους από πλασματικούς ανθρώπους, από φαντάσματα.
Με τι μοιάζει αυτή η κατάσταση για τον ίδιο τον κ. Τόμσον;
Επιφανειακά, δίνει την εντύπωση ενός αστείρευτου κωμικού. Ο κόσμος λέει ότι «είναι καταπληκτικός». Υπάρχουν πράγματι πολλά στοιχεία φάρσας στην κατάσταση του που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για μια κωμική νουβέλα. Είναι κωμική, αλλά άλλο τόσο είναι τρομερή. Έχουμε να κάνουμε με έναν άνθρωπο που βρίσκεται σε μια απελπιστική κατά κάποιο τρόπο κατάσταση, χωμένος μέσα σε μία φρενίτιδα. Ο κόσμος εξαφανίζεται διαρκώς χάνοντας τη σημασία του, χάνεται.
Και αυτός είναι υποχρεωμένος να ψάχνει για κάποιο νόημα, να φτιάχνει ένα νόημα απελπισμένα, αδιάκοπα εφευρίσκοντας, βάζοντας γέφυρες νοήματος πάνω από αβύσσους μη νοήματος, πάνω από το χάος που συνεχώς χάσκει κάτω από τα πόδια του. Ο ίδιος, όμως, ο κ. Τόμσον το ξέρει αυτό το πράγμα, το νιώθει; Αφού οι άνθρωποι τον θεωρήσουν «αστείρευτο», «γελωτοποιό», «απίστευτα αστείο», αρχίζουν να ανησυχούν, ακόμα και να τρομοκρατούνται από κάτι που κουβαλάει επάνω του. «Δε σταματά ποτέ», λένε. «Μοιάζει με κάποιον που τρέχει σε μια κούρσα, έναν άνθρωπο που προσπαθεί να πιάσει κάτι που συνέχεια του ξεφεύγει».
Και, πράγματι, του είναι αδύνατο να σταματήσει να τρέχει, γιατί το ρήγμα που έχει στη μνήμη, στην ύπαρξη, στην έννοια, ποτέ δεν κλείνει, αλλά πρέπει να γεφυρώνεται, να «μπαλώνεται» κάθε δευτερόλεπτο. Και οι γέφυρες, τα μπαλώματα, παρ’όλη τους την ευφυΐα, αποτυγχάνουν να λειτουργήσουν γιατί είναι μυθοπλασίες, φανταστικές ιστορίες, που δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την πραγματικότητα, ενώ την ίδια στιγμή αποτυγχάνουν και να ταιριάζουν με την πραγματικότητα.
Αυτό το αισθάνεται τάχα ο κ. Τόμσον; Ή, αλλιώς, τι «αίσθηση της πραγματικότητας» έχει;
Βρίσκεται άραγε μέσα σε ένα συνεχές μαρτύριο, το μαρτύριο ενός ανθρώπου χαμένου μέσα στο εξωπραγματικό, που αγωνίζεται για να γλιτώσει, αλλά που όλο και βυθίζεται, εξαιτίας των ασταμάτητων εφευρέσεων, των ψευδαισθήσεων του, που είναι οι ίδιες εντελώς εξωπραγματικές;
Το σίγουρο είναι ότι δεν αισθάνεται άνετα, υπάρχει κάποια ένταση, που φαίνεται συνέχεια στο πρόσωπο του, το πρόσωπο ενός ανθρώπου κάτω από ασταμάτητη εσωτερική πίεση· και κάποτε, όχι πολύ συχνά—γιατί ακόμα και αν υπάρχει, το κρύβει μία μάσκα—βγαίνει στην επιφάνεια ένα βλέμμα ανοιχτής, γυμνής και αξιολύπητης σύγχυσης.
Αυτό που, κατά κάποια έννοια, σώζει τον κ. Τόμσον και, κατά κάποια άλλη, έννοια τον καταδικάζει, είναι αυτή η καταναγκαστική ή αμυντική επιφανειακότητα της ζωής του: ο τρόπος της, ο τρόπος με τον οποίο στην πραγματικότητα η ζωή του μειώνεται σε μια επιφάνεια, αστραφτερή, λαμπυριστή, ιριδίζουσα, που διαρκώς αλλάζει, αλλά, παρ’ όλα αυτά, περιορίζεται σε μια επιφάνεια, μια μάζα ψευδαισθήσεων, ένα παραλήρημα χωρίς βάθος.
Και πέρα απ’ όλα αυτά, δεν έχει καμία αίσθηση ότι έχει χάσει την ευαισθησία του, καμία αίσθηση ότι έχει χάσει το βάθος του, αυτό το ανεξιχνίαστο, μυστηριώδες βάθος με τα μυριάδες επίπεδα που καθορίζει με κάποιο τρόπο την ταυτότητα ή την πραγματικότητα. Αυτό εντυπωσιάζει όποιον βρέθηκε σε επαφή μαζί του έστω και για κάποιο μικρό διάστημα: κάτω από αυτή τη ροή λόγου, τη φρενίτιδα, θα λέγαμε, υπάρχει μία περίεργη απώλεια της ευαισθησίας, αυτής της ευαισθησίας ή της κρίσης που δίνει τη δυνατότητα διάκρισης ανάμεσα στο «πραγματικό» και το «μη πραγματικό», το «αληθινό» και το «μη αληθινό» (δεν μπορεί κανείς εδώ να μιλήσει για «ψέματα», μόνο για «μη αλήθεια»), το σημαντικό και το κοινό, το σχετικό και το άσχετο.
Αυτό που παράγεται σαν χείμαρρος μέσα στην ασταμάτητη μυθοπλασία του έχει τελικά μία παράξενη αίσθηση αδιαφορίας… σαν να μην είχε στ’ αλήθεια σημασία το τι λέγεται ή το τι γίνεται από τον ίδιο ή από όποιον άλλο· σαν τίποτα πια να μην είχε στ’ αλήθεια σημασία.
Ένα εντυπωσιακό παράδειγμα μας παρουσιάστηκε ένα απόγευμα, όταν ο Ουίλιαμ Τόμσον, φλυαρώντας ακατάπαυτα για κάθε πρόσωπο που επιτόπου δημιουργούσε, στον ίδιο, διεγερμένο αλλά ομαλό και αδιάφορο, τόνο, όπως και στο υπόλοιπο του μονολόγου του, είπε: «Και να ο μικρός μου αδελφός, ο Μπομπ, που περνά μπροστά από το παράθυρο». Έμεινα εμβρόντητος όταν, ένα λεπτό αργότερα, ένας άντρας ξεπρόβαλε από την πόρτα και είπε: «Είμαι ο Μπομπ, είμαι ο μικρότερος αδελφός του, μου φαίνεται ότι με είδε να περνάω μπροστά από το παράθυρο». Τίποτα στον τόνο ή τον τρόπο του Ουίλιαμ, στο πληθωρικό αλλά αναλλοίωτο και αδιάφορο στιλ του μονολόγου του, δε με είχε προετοιμάσει για την πιθανότητα της… πραγματικότητας.
Ο Ουίλιαμ μίλησε για τον αδελφό του, που ήταν αληθινός , με τον ίδιο ακριβώς τόνο ή, μάλλον, την έλλειψη τόνου, με τον οποίο μίλαγε για το μη πραγματικό, και τώρα, έξαφνα, μέσα από τα φαντάσματα πρόβαλε μία πραγματική μορφή! Πέρα απ’ αυτό, όμως, δε μεταχειριζόταν το μικρότερο αδελφό του σαν «πραγματικό» —δεν έδειχνε καμία αληθινή συγκίνηση, η παρουσία του ούτε στο ελάχιστο δεν τον προσανατόλιζε ούτε τον απελευθέρωνε από το παραλήρημα του— αλλά, αντίθετα, άρχισε αμέσως να μεταχειρίζεται τον αδελφό του σαν να ήταν κι αυτός μη πραγματικός, εξαλείφοντας τον, χάνοντας τον κι αυτόν μέσα στο στρόβιλο του παραληρήματός του…
Στη μέση των μυθοπλασιών του, ίσως από κάποιο νήμα μνήμης, από κάποια ανάμνηση συγγένειας ή ταυτότητας που κρατιόταν άθικτη (ή που του ξαναρχόταν για μια στιγμή), ο Ουίλιαμ μίλησε για το μεγαλύτερο αδελφό του, τον Τζωρτζ, χρησιμοποιώντας τον ίδιο, αμετάβλητο παρόντα, οριστικό χρόνο.
— Μα ο Τζωρτζ έχει πεθάνει εδώ και δεκαεννιά χρόνια! είπε ο Μπομπ εμβρόντητος.
— Ναι, ναι, ο Τζωρτζ είναι πάντα ο καλαμπουρτζής μας!
Ο Ουίλιαμ έλεγε τις εξυπνάδες του αγνοώντας;, όπως φαίνεται, ή μένοντας αδιάφορος στο σχόλιο του Μπομπ και συνέχισε να μιλά ασυνάρτητα για τον Τζωρτζ με το διεγερμένο, πεθαμένο του τρόπο, αναίσθητος στην αλήθεια, στην πραγματικότητα, στην ορθότητα των πραγμάτων, στο καθετί, αναίσθητος, επίσης, στην έκδηλη θλίψη του ζωντανού αδελφού του που βρισκόταν μπροστά του. Αυτό ήταν που με έπεισε, πάνω απ’ όλα, ότι υπήρχε μία τελειωτική και ολοκληρωτική απώλεια της μύχιας πραγματικότητας του, της αίσθησης και του νοήματος, της ψυχής, μέσα στον Ουίλιαμ και με έκανε να ρωτήσω τις αδελφές,…
…Για τον Ουίλιαμ, όμως, με τη λαμπρή, αστραφτερή του επιφάνεια, το ασταμάτητο αστείο με το οποίο υποκαθιστά τον κόσμο (και αν αυτό το αστείο καλύπτει μία απελπισία, αυτή την απελπισία δεν τη νιώθει), για τον Ουίλιαμ, με την έκδηλη αδιαφορία του για τη σχέση του με τον κόσμο και την πραγματικότητα πιασμένη μέσα σε μια ατέλειωτη φλυαρία, μπορεί να μην υπάρχει τίποτα το «λυτρωτικό», απολύτως τίποτα· οι μυθοπλασίες του, οι οπτασίες του, η έξαλλη αναζήτηση νοημάτων είναι το οριστικό εμπόδιο μπροστά στο οποιοδήποτε νόημα.
Παραδόξως, λοιπόν, το μεγάλο χάρισμα του Ουίλιαμ —της μυθοπλασίας που επιστρατευόταν για τη συνεχή υπερπήδηση της παντοτινά ανοιχτής αβύσσου της αμνησίας— το μεγάλο χάρισμα του Ουίλιαμ είναι ταυτόχρονα και η καταδίκη του. Αν, σκέφτεται κανείς, μπορούσε να μείνει σιωπηλός μόνο για μια στιγμή· αν μπορούσε μόνο να σταματήσει την αδιάκοπη φλυαρία και την κουβέντα· αν μπορούσε να αφήσει την απατηλή επιφάνεια των ψευδαισθήσεων, τότε (αχ, τότε!) μόνο η πραγματικότητα θα μπορούσε να περάσει· κάτι γνήσιο, κάτι βαθύ, κάτι αληθινό, κάτι που να τον αγγίζει, θα μπορούσε να μπει στην ψυχή του.
Γιατί δεν είναι η μνήμη που είναι το τελικό, «υπαρξιακό» θύμα εδώ(παρότι η μνήμη του είναι ολοκληρωτικά καταστραμμένη)· δεν είναι μόνοη μνήμη που έχει τόσο αλλοιωθεί σ’ αυτόν, αλλά κάποια ύστατη ικανότητα αισθήματος που έχει φύγει· με αυτή την έννοια λέμε ότι «έχει χάσει την ψυχή του». Ο Luria μιλάει γι’ αυτή την αδιαφορία με τον όρο «ισοπέδωση» (αγγλικά: equalisation) και μερικές φορές μοιάζει να τη θεωρεί σαν την τελειωτική παθολογία, τον τελικό καταστροφέα κάθε κόσμου, του οποιουδήποτε Εγώ. Νομίζω ότι ασκούσε μία τρομαχτική γοητεία επάνω του και την ίδια στιγμή αποτελούσε γι’ αυτόν μία έσχατη θεραπευτική πρόκληση…
…Ο Ουίλιαμ, είναι τόσο καταδικασμένος, που δεν το ξέρει καν, γιατί δεν είναι απλώς μια ιδιότητα ή μερικές ιδιότητες που έχουν καταστραφεί αλλά το ίδιο το κάστρο, το Εγώ, η ίδια η ψυχή…
…Όλες μας οι προσπάθειες να «επανασυνδέσουμε» τον Ουίλιαμ απέτυχαν και, αντίθετα, αύξησαν τη μυθοποιητική πίεση. Αφότου, όμως, εγκαταλείψαμε τις προσπάθειες μας και τον αφήσαμε όπως είναι, του συμβαίνει να περπατά μερικές φορές στον ήσυχο κήπο που περιβάλλει το Ίδρυμα και που δε ζητά τίποτε από τον Ουίλιαμ. Εκεί, μέσα σ’ αυτή την ησυχία, ξαναβρίσκει την ίδια του την ηρεμία.
Η παρουσία των άλλων, των άλλων ανθρώπων, τον διεγείρει και τον ταράζει, τον εξαναγκάζει σε μία ατέλειωτη, φρενήρη κοινωνική φλυαρία, ένα πραγματικό παραλήρημα κατασκευής και αναζήτησης ταυτοτήτων. η παρουσία των φυτών, ένας ήσυχος κήπος, η μη ανθρώπινη τάξη, που δεν έχει κοινωνικές ή ανθρώπινες απαιτήσεις επάνω του, επιτρέπει σ’ αυτό το ταυτοτικό παραλήρημα να ηρεμήσει, να υποχωρήσει· με την ήσυχη μη ανθρώπινη αυτάρκεια και πληρότητα τους επιτρέπουν και σ’ αυτό τον ίδιο μία σπάνια γαλήνη και αυτάρκεια, προσφέροντας του (κάτω ή πέρα από όλες τις απλώς ανθρώπινες ταυτότητες και σχέσεις) μια βαθιά κοινωνία με την ίδια τη Φύση, χωρίς τη συμμετοχή του κόσμου, και μαζί μ’ αυτό την αποκατεστημένη αίσθηση του να ανήκει στον κόσμο, του να είναι πραγματικός.
***
Όλιβερ Σακς – «O άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο και άλλες κλινικές ιστορίες». Εκδόσεις Καστανιώτη, Μετάφραση: Κώστας Ποταγάς
Σχέδια: Richard Silvaggio
Επιμέλεια: Χρήστος Τσιτσιπάνης
Ειδικευόμενος Νευροχειρουργός