Συχνά αισθανόμαστε την πίεση των άλλων ανθρώπων, οι οποίοι μας κάνουν ή να αισθανόμαστε αναγκασμένοι να πράξουμε ό,τι θέλουν ή μας φέρνουν λύπη επειδή δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε να ικανοποιήσουμε τις επιθυμίες τους.
Αντίστοιχα κι εμείς λειτουργούμε έτσι προς αυτούς.
Τους αναγκάζουμε με την συμπεριφορά μας, την πίεσή μας, την γκρίνια, την μεμψιμοιρία μας ή την εξουσιαστική μας ικανότητα ή ιδιότητα να κάνουν αυτό που εμείς επιθυμούμε.
Αυτή η κατάσταση περιγράφεται καλύτερα όταν αναφερόμαστε στο ζήτημα της ελεημοσύνης:
Η ελεημοσύνη είναι μία από τις κορυφαίες εντολές της πνευματικής παράδοσης του χριστιανισμού.
Ενώ οι χριστιανοί προτρέπονται να ευσπλαχνιστούν τους άλλους, καλούνται να μην προχωρούν στην ελεημοσύνη «μη εκ λύπης ή εξ ανάγκης, αλλ’ έκαστος καθώς προαιρείται τη καρδία» (Β’ Κορ. 9, 7).
Ο καθένας ας δώσει ό,τι του λέει η καρδιά του, χωρίς να στενοχωριέται ή να εξαναγκάζεται, γιατί ο Θεός αγαπά αυτόν που δίνει με ευχαρίστηση. «Ιλαρόν γαρ δότιν αγαπά ο Θεός».
Αυτά τα λόγια απευθύνονται και σ’ αυτούς που ζητάνε και σ’ εκείνους από τους οποίους ζητείται κάτι.
Αυτοί που ζητούνε καλούνται να μην στενοχωρούν τους άλλους.
Να μην τους εξαναγκάζουν να τους δώσουν αυτό που θέλουν.
Να μην τους στερούν τη χαρά και την ιλαρότητα από την καρδιά.
Κι εκείνοι που καλούνται να δώσουν χρειάζεται σ’ αυτές τις τρεις προϋποθέσεις να εντρυφούν:
Να μην αισθάνονται υποχρεωμένοι, να μην στενοχωριούνται όταν δίνουν και να προσφέρουν με την καρδιά τους σ’ αυτόν που τους ζητά.
Συνήθως οι άνθρωποι είμαστε απαιτητικοί.
Και γι’ αυτό η ελεημοσύνη πρωτίστως απευθύνεται σε όσους έχουν να δώσουν.
Καλούνται να εξετάσουν την καρδιά τους και τα κίνητρά τους.
Να δούνε πόση αγάπη διαθέτουν, γιατί αυτό είναι το κριτήριο της προσφοράς, της δοτικότητας.
Η αγάπη.
Αλλά η αγάπη είναι απαραίτητο να πηγάζει από καρδιά που θέλει και όχι από καρδιά που θεωρεί υποχρέωσή της να δώσει.
Και δεν είναι απαραίτητο ότι θέλουμε πάντοτε ή είμαστε πάντοτε έτοιμοι να δώσουμε στους άλλους.
Ενίοτε αναγκαζόμαστε είτε επειδή δεν μπορούμε να αντέξουμε την πίεση των ανθρώπων είτε επειδή μας καλούνε να αποδείξουμε ότι όντως είμαστε χριστιανοί.
Ο κόσμος έχει μάθει να ταυτίζει το χριστιανισμό με την προσφορά και γι’ αυτό η καρδιά μας δεν είναι πάντοτε έτοιμη.
Ενίοτε όμως φαίνεται πως ό,τι κι αν δώσουμε οι άλλοι δεν είναι έτοιμοι να το αποδεχθούν και να το αναγνωρίσουν.
Έτσι η καρδιά μας, αντί να κινείται με βάση την προσφορά, κινείται με βάση την ανταπόδοση, τον μισθό.
Άλλοτε πάλι, νιώθουμε πραγματική αδυναμία να βοηθήσουμε.
Ο καθένας μας έχει άλλωστε τα όριά του.
Διαφαίνεται όμως μία κατάσταση, η οποία στην εποχή μας πιθανότατα αγγίζει πιο πολλούς από ό,τι στην εποχή του Χριστού.
Δεν είναι πάντοτε υγιή.
Άλλοι ζητούνε γιατί έχουν μάθει να είναι πνευματικά ή και σωματικά ράθυμοι και οκνηροί, οπότε περιμένουν τα πάντα έτοιμα.
Άλλοι ζητούνε πράγματα τα οποία ξεπερνούν τις δυνατότητες και τα μέτρα τους, με αποτέλεσμα, αντί να ωφελούνται από αυτό που ζητάνε, να τους βγαίνει σε κακό.
Άλλοι πάλι έχουν ταυτίσει τη γνώμη τους για τους ανθρώπους ανάλογα με το τι θα τους προσφέρουν.
Είναι οι ιδιοτελείς εκείνοι οι οποίοι δεν γνωρίζουν να αγαπούν, αλλά μόνο να απαιτούν.
Καλούν τους άλλους να αποδείξουν την αγάπη τους μέσω των όσων ζητούνε, οι ίδιοι όμως ούτε μπορούν και συχνά ούτε και θέλουν να δείξουν αγάπη.
Έτσι πιέζουν αυτούς που μπορούν να τους δώσουν, τους στενοχωρούν και ακόμη κι αν λάβουν αυτό που ζητάνε, τότε δεν θα είναι από την καρδιά του δότη.
Αν στα ανθρώπινα ισχύουν αυτά τα μέτρα, ας κάνουμε μία απόπειρα να σκεφτούμε πώς και τι ζητούμε οι άνθρωποι από το Θεό.
Το θέλημά μας συχνά είναι απαιτητικό.
Άλλοι θέλουν από το Θεό να αποδείξει ότι υπάρχει.
Άλλοι να τους κάνει θαύματα.
Άλλοι να τους λύσει τα προβλήματά τους.
Άλλοι να τους συνδράμει στη ζωή τους γα να κουραστούν όσο το δυνατόν λιγότερο.
Οι περισσότεροι πάντως ζητούμε από το Θεό να κάνει το δικό μας και όχι το δικό Του θέλημα στη ζωή μας.
Ίσως θα έπρεπε να αναρωτηθούμε:
Ο Θεός μας δίνει αυτά που ζητάμε επειδή το θέλει ή επειδή τον πιέζουμε;
Δεν υποχρεώνεται βέβαια ο Θεός και η διατύπωση περί ανάγκης είναι ανθρωπομορφική προβολή στην ανεξιχνίαστη άβυσσο των κριμάτων Του.
Ας αναρωτηθούμε όμως αν τελικά γνωρίζουμε τι ζητάμε και κυρίως αν ζητάμε το θέλημά Του να γίνεται πράξη στη ζωή μας ή έχουμε και τον Θεό όπως τους ανθρώπους.
Δηλαδή έναν Πατέρα που τον βλέπουμε μονίμως ως ανήλικα και γκρινιάρικα και απαιτητικά παιδιά και όχι ως έναν Φίλο που προσπαθούμε να Τον πλησιάσουμε με ταπεινοσύνη και αγάπη, κάνοντας υπακοή σε ό,τι μας δίδει από εμπιστοσύνη σ’ Αυτόν.
«Γνώρισόν μοι Κύριε, οδόν εν η πορεύσομαι», μας αναφέρει ο Ψαλμωδός ως προσευχή που δίνει νόημα στη ζωή μας.
Ζητά και αυτός από το Θεό.
Όχι όμως να κάνει ο Θεός το θέλημά του, αλλά να τον βοηθήσει να καταλάβει ποιο είναι το θέλημα και ο δρόμος τον οποίο ο Θεός θέλει από τον άνθρωπο να ακολουθήσει.
Αυτοί οι προβληματισμοί έρχονται να συναντήσουν την εποχή μας.
Αυτή που απαιτεί και θεοποιεί το θέλημά μας.
Αυτή που ακόμη και στην προσφορά δεν δείχνει γενναιοδωρία.
Και καλεί εμάς τους χριστιανούς να εργαστούμε ώστε με γενναιοδωρία ψυχής να προσφέρουμε.
Αλλά για να γίνει αυτό θα πρέπει πρώτα να μάθουμε να ζητάμε με ταπείνωση.
Χωρίς να δυσκολεύουμε τους άλλους, ιδίως όταν έχουμε την ανάγκη τους ή όταν γνωρίζουμε ότι δεν δικαιούμαστε αυτό που ζητούμε, αλλά εξαρτάται από την δική τους διάθεση το αν θα το λάβουμε.
Και πάντως, σε ό,τι αφορά την δική μας δυνατότητα για προσφορά, ας παλέψουμε να είναι σύμφωνη με το θέλημα του Θεού, να έχει αγάπη και ιλαρότητα καρδιάς.
Και τελικά να γίνεται το θέλημά Του σε ό,τι χρειάζεται.
Αμήν!
Χωρίς να δυσκολεύουμε τους άλλους, ιδίως όταν έχουμε την ανάγκη τους ή όταν γνωρίζουμε ότι δεν δικαιούμαστε αυτό που ζητούμε, αλλά εξαρτάται από την δική τους διάθεση το αν θα το λάβουμε.
Και πάντως, σε ό,τι αφορά την δική μας δυνατότητα για προσφορά, ας παλέψουμε να είναι σύμφωνη με το θέλημα του Θεού, να έχει αγάπη και ιλαρότητα καρδιάς.
Και τελικά να γίνεται το θέλημά Του σε ό,τι χρειάζεται.
Αμήν!