Αν έφτανε η αγάπη, τα πράγματα θα ήταν πολύ απλά - Αλμπέρ Καμύ - Point of view

Εν τάχει

Αν έφτανε η αγάπη, τα πράγματα θα ήταν πολύ απλά - Αλμπέρ Καμύ



Ο δονζουανισμός. 
Αν έφτανε η αγάπη, τα πράγματα θα ήσαν πολύ απλά. Όσο αγαπάμε, τόσο εδραιώνεται τo παράλογο. Δεν οφείλεται διόλου σε έλλειψη αγάπης το αν ο Δον Ζουάν πηγαίνει από γυναίκα σε γυναίκα. Είναι αστείο να τον παρουσιάζουμε σαν φαντασιόπληκτο πού ζητάει την ολοκληρωτική αγάπη. Είναι, όμως, συνεπής, γιατί τις έχει αγαπήσει το ίδιο παράφορα και κάθε φορά με όλο του το είναι, πράγμα πού του επιτρέπει να επαναλαμβάνει αυτό το δόσιμο κι αυτή την αναζήτηση.
Εκεί στηρίζεται το ότι κάθε μία ελπίζει να του προσφέρει εκείνο πού ποτέ καμιά δεν του πρόσφερε. Κάθε φορά πλανώνται οικτρά και το μόνο πού κατορθώνουν είναι να τον κάνουν να νοιώσει την ανάγκη αυτής της επανάληψης. «Επιτέλους, φωνάζει μια απ’ όλες, σου έδωσα την αγάπη». Εκπλήσσεται κανείς όταν ο Δον Ζουάν γελώντας: «Επιτέλους; όχι, λέει, μα μια ακόμα φορά». Γιατί έπρεπε ν’ αγαπήσει που και που για ν’ αγαπήσει πολύ;
O Δον Ζουάν είναι θλιμμένος; Δεν είναι αλήθεια. Θ’ αναφερθώ αμέσως στο χρονικό. Το γέλιο, η περηφάνια του νικητή, αυτό το σκίρτημα και η θεατρική γεύση, είναι φωτεινά και χαρούμενα. Όλο υγεία τείνουν να πολλαπλασιασθούν. Έτσι κι ο Δον Ζουάν. Οι θλιμμένοι έχουν δύο λόγους ύπαρξης, αγνοούν ή ελπίζουν.
O Δον Ζουάν ξέρει και δεν ελπίζει. Μας αναγκάζει να σκεφτούμε εκείνους τους καλλιτέχνες πού ξέρουν τα όρια τους, δεν τα περνάνε ποτέ, και στο πρόσκαιρο διάλειμμα πού το πνεύμα τους ξεκουράζεται, έχουν την υπέροχη άνεση των κατακτητών. Εκεί βρίσκεται η ικανότητα: στη σκέψη πού ξέρει τα όριά της. Ως τα σύνορα του φυσικού θανάτου ο Δον Ζουάν αγνοεί τη θλίψη. Από τη στιγμή που ξέρει, ξεσπάει το γέλιο του κι όλοι τον συγχωρούν. Ήταν θλιμμένος τον καιρό πού έλπιζε. Σήμερα, πάνω στο στόμα αυτής της γυναίκας, ξαναβρίσκει την πικρή και ενθαρρυντική γεύση της μοναδικής επιστήμης. Πικρή; Ναι: η αναγκαία ατέλεια που κάνει αισθητή την ευτυχία.
Αποτελεί μεγάλο λάθος να προσπαθήσουμε να δούμε τον Δον Ζουάν σαν έναν άνθρωπο επηρεασμένο από τον εκκλησιαστή. Γιατί, τίποτα πιο μάταιο γι’ αυτόν από την ελπίδα μιας άλλης ζωής. Το αποδεικνύει αφού τον εμπαίζει ενάντια στον ουρανό νοσταλγία του πόθου πού χάθηκε μέσα στην απόλαυση, αυτή η κοινοτοπία της αδυναμίας δεν του αρμόζει. Ταιριάζει στον Φάουστ πού πίστευε αρκετά στον Θεό για να πουληθεί στο διάβολο.
Για τον Δον Ζουάν το πράγμα είναι απλούστερο. Ο «Διαφθορέας» του Μολίνα, στις απειλές της κόλασης, απαντάει συνεχώς: «Ας μου δινες μια μεγάλη αναβολή!» Ότι έρχεται μετά το θάνατο είναι μάταιο και για τους ζωντανούς μια ατέλειωτη σειρά ημερών! Ο Φάουστ ζητούσε τα αγαθά αυτού του κόσμου: ο δυστυχής, δεν είχε παρά να απλώσει το χέρι. Την ψυχή του την είχε πουλήσει από τη στιγμή πού δεν ήξερε να τη χαρεί.
Αντίθετα, ο Δον Ζουάν εξουσιάζει τον κόσμο. Όταν εγκαταλείπει μια γυναίκα δεν το κάνει επειδή δεν την επιθυμεί πια. Μια άμορφη γυναίκα είναι πάντα επιθυμητή. Την εγκαταλείπει επειδή επιθυμεί μια άλλη και όχι, δεν είναι το ίδιο.
Αυτή η ζωή τον γεμίζει, τίποτα χειρότερο από το να τη χάσει. Αυτός ο τρελός είναι πολύ λογικός. Αλλά οι άνθρωποι πού ζουν με την ελπίδα δύσκολα συμβιβάζονται μ’ αυτό τον κόσμο όπου η καλοσύνη αντικαθίσταται με τη γενναιότητα, η τρυφερότητα με την ψυχωμένη σιωπή, η επικοινωνία με το θάρρος της μοναξιάς. Και όλοι λένε: «Ήταν συγκαταβατικός, ιδεαλιστής ή άγιος». Πρέπει οπωσδήποτε να ταπεινώσει το μεγαλείο πού χλευάζει.
Αγανακτεί κανείς (όπου αυτό το συνένοχο γέλιο εξευτελίζει ότι θαυμάζει) με τα λόγια του Δον Ζουάν και την ίδια φράση πού επαναλαμβάνει σε όλες τις γυναίκες. Αλλά γι’ αυτόν πού ζητάει την ποσότητα στις ηδονές, το αποτέλεσμα μόνο έχει σημασία. Γιατί να αντικαταστήσουμε με άλλα, τα λόγια πού είπαμε, αφού μ’ αυτά πετύχαμε το σκοπό μας; Κανείς, ούτε γυναίκα ούτε άντρας, τα ακούει, μα πιο πολύ ή φωνή πού τα λέει. Νοιώθουν τον κανόνα, τη συμφωνία και την ευγένεια. Λένε τί πιο ενδιαφέρον μένει να γίνει.
Ο Δον Ζουάν ήδη ετοιμάζεται. Γιατί να τον απασχολούσε ένα πρόβλημα ηθικής; Δε μοιάζει στον Μανιάρα του Μιλόζ πού κολάζεται για να γίνει ένας άγιος. Γι’ αυτόν η κόλαση είναι κάτι πού προκαλεί κανείς. Στη θεία οργή έχει μια απάντηση: την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. «Έχω αξιοπρέπεια, λέει στο Διοικητή, κι εκπληρώνω την υπόσχεσή μου γιατί είμαι ιππότης».
Το σφάλμα, όμως, θα ήταν εξ ίσου μεγάλο αν τον παρουσιάζαμε σαν ανήθικο. Από αυτή την άποψη είναι «πως όλος ο κόσμος»: έχει την ηθική της συμπάθειας ή της αντιπάθειας του. Καταλαβαίνουμε εύκολα τον Δον Ζουάν αν τον παρουσιάσουμε  όπως συνήθως συμβολίζεται: σαν κοινός διαφθορέας και άντρας με γυναίκες. Είναι ένας κοινός διαφθορέας. Από τη στιγμή πού συνειδητοποιεί αυτόν το χαρακτηρισμό γίνεται παράλογος. Ο διαφθορέας μένει διαφθορέας. Η διαφθορά είναι η συνηθισμένη του κατάσταση και δεν πρόκειται να αλλάξει ή να γίνει καλύτερος.
Μονάχα στα μυθιστορήματα αλλάζει ή γίνεται  με πλήρη αίσθηση και με τα ελαττώματα του. Ελαττώματα περιέχονται επίσης και σε μια σωστή στάση, κανείς καλύτερος. Μπορούμε, όμως, να πούμε πώς τίποτα δεν έχει αλλάξει και συγχρόνως όλα είναι αλλαγμένα. Εκείνο πού πραγματοποιεί ο Δον Ζουάν είναι μια ηθική ποσότητας, αντίθετη του αγίου πού τείνει προς την ποιότητα.
Χαρακτηριστικό του παράλογου ανθρώπου, είναι να μην πιστεύει στο βαθύ νόημα των πραγμάτων. Αυτά τα ζεστά και υπέροχα πρόσωπα τα διαπερνάει, τα μαζεύει σωρό και τα καίει. Ο χρόνος βαδίζει μαζί του. Παράλογος είναι ο άνθρωπος πού δε χωρίζεται από το χρόνο. Ο Δον Ζουάν δε σκέφτεται να «κάνει συλλογή» γυναικών. Τις εξαντλεί αριθμητικά και μαζί μ’ αυτές τα περιστατικά της ζωής του. Μια συλλογή θα σήμαινε πώς μπορεί να ζήσει με το παρελθόν. ’Αλλά αρνιέται τη μεταμέλεια  την άλλη μορφή της ελπίδας. Δεν ξέρει να κοιτάζει τα πορτραίτα.




Είναι εν τούτοις εγωιστής; Με τον τρόπο του, είναι. Αρκεί όμως να τον κατανοήσουμε. Υπάρχουν εκείνοι πού φτιάχτηκαν για να ζουν κι εκείνοι πού φτιάχτηκαν για ν’ αγαπούν. Ο Δον Ζουάν, τουλάχιστον, το παραδεχόταν. Μα το έκανε όσο μπορούσε πιο γρήγορα αφού είχε τη δυνατότητα της εκλογής. Γιατί η αγάπη για την όποια μιλάμε είναι στολισμένη με τις φαντασίες της αιωνιότητας. Όλοι οι ειδικοί του πάθους μας το μαθαίνουν, μονάχα η απαγορευμένη αγάπη είναι αιώνια. Δεν υπάρχει διόλου πάθος χωρίς αγώνα. Μια τέτοια αγάπη τελειώνει μέσα στην τελευταία αντίφαση πού είναι ο θάνατος.
Πρέπει να είσαι βέβαιος ή τίποτα. Στην περίπτωση αυτή υπάρχουν πολλοί τρόποι αυτοκτονίας και ένας από αυτούς είναι το ολοκληρωτικό δόσιμο και η λήθη του ίδιου του εαυτού σου. Ο Δον Ζουάν, περισσότερο από κάθε άλλον, ξέρει πώς αυτό μπορεί να είναι συγκινητικό. ’Αλλά είναι ένας από τούς λίγους πού ξέρουν πώς το ενδιαφέρον δε βρίσκεται εκεί εκείνοι πού ένας μεγάλος έρωτας τούς παρεκτρέπει από την προσωπική τους ζωή πλουτίζουν ίσως, αλλά, οπωσδήποτε, φτωχαίνουν εκείνους πού διάλεξαν για ν’ αγαπήσουν. Μια μητέρα, μια γυναίκα γεμάτη πάθος, αναγκαστικά, έχουν σκληρή καρδιά γιατί ή τελευταία έχει απομονωθεί από τον κόσμο. ‘Ένα μονάχα συναίσθημα, μια μονάχα ύπαρξη, ένα μονάχα πρόσωπο, μα ολόκληρο καταβροχθισμένο. Μια άλλη αγάπη συγκινεί τον Δον Ζουάν, κι αυτή τον απελευθερώνει. Κλείνει μέσα της όλα τα πρόσωπα του κόσμου και το ανατρίχιασμά της προέρχεται από τη φθορά. Ο Δον Ζουάν έχει διαλέξει να είναι τίποτα.
Γι’ αυτόν το θέμα είναι να βλέπει σωστά. Δε λέμε αγάπη εκείνο πού μάς συνδέει με μερικές υπάρξεις, παρά ανάγοντας το σε έναν τρόπο να βλέπουμε από κοινού και για τον όποιο είναι υπεύθυνα τα βιβλία και οι θρύλοι. Μα από την αγάπη, δεν ξέρω παρά αυτό το μίγμα πόθου, τρυφερότητας και επικοινωνίας πού με συνδέει με την τάδε ύπαρξη. Αυτό το κράμα δεν είναι το ίδιο για μια άλλη. Δεν έχω το δικαίωμα να δώσω σ’ όλες αυτές τις εμπειρίες το ίδιο όνομα. Αυτό απαλλάσσει από την υποχρέωση να γίνονται με τον ίδιο τρόπο. Εδώ, ο παράλογος άνθρωπος πολλαπλασιάζει αυτό πού δεν μπορεί να ενοποιήσει. Έτσι, ανακαλύπτει έναν καινούργιο τρόπο για να υπάρχει πού τον ελευθερώνει, περισσότερο τουλάχιστον, απ’ όσο ελευθερώνει εκείνους πού τον πλησιάζουν. Δεν υπάρχει πραγματική αγάπη έκτος εκείνης πού ξέρει να είναι συγχρόνως παροδική και μοναδική. Όλοι αυτοί οι θάνατοι κι όλες αυτές οι αναστάσεις αποτελούν για τον Δον Ζουάν το σύνολο της ζωής του. Είναι ο τρόπος του να δίνει και πού τον κάνει να ζει. ’Αφήνω να κριθεί άν μπορούμε να μιλήσουμε για εγωισμό.
Σκέφτομαι όλους αυτούς πού πολύ επιθυμούν να τιμωρηθεί ο Δον Ζουάν. Όχι μόνο σε μια άλλη ζωή αλλά και σ’ αυτή. Σκέφτομαι τους μύθους, τους θρύλους και τα γέλια για το γερασμένο Δον Ζουάν. ’Αλλά ο Δον Ζουάν είναι ήδη έτοιμος. Για έναν άνθρωπο με συνείδηση τα γερατειά και τα επακόλουθά τους δεν είναι έκπληξη. Δεν έχει απόλυτη συναίσθηση παρά στο μέτρο πού δεν κρύβει τη φρίκη.
Στην Αθήνα υπήρχε ένας ναός αφιερωμένος στα γερατειά. Εκεί πήγαιναν τα παιδιά. Για τον Δον Ζουάν, όσο περισσότερο γελάει κανείς μαζί του τόσο πιο πολύ αναγνωρίζει το πρόσωπό του. Αρνιέται ότι του προσάπτουν οι ρομαντικοί. Μ’ αυτόν το βασανισμένο και οικτρό Δον Ζουάν κανείς δε θέλει να γελάσει. Τον λυπούνται, ο ουρανός θα τον λυτρώσει; Δεν είναι αυτό όμως. Στον κόσμο πού ό Δον Ζουάν προαισθάνεται συμπεριλαμβάνεται ακόμα και το γελοίο. Θα το βρίσκε φυσικό να τιμωρηθεί. Είναι ο κανόνας τού παιχνιδιού. Και ακριβώς η γενναιότητά του τον κάνει να δεχτεί όλους τούς κανόνες τού παιχνιδιού. Ξέρει όμως, πώς έχει δίκιο και πώς δεν μπορεί να πρόκειται για τιμωρία. Το πεπρωμένο δεν είναι τιμωρία.
Αυτό είναι το έγκλημά του και, όπως καταλαβαίνει κανείς, γι’ αυτό οι άνθρωποι πού πιστεύουν στην αιωνιότητα επικαλούνται την τιμωρία. Επειδή δέχεται μια γνώση χωρίς αυταπάτες και αρνιέται το κάθε τί πού πρεσβεύουν. Αγάπη και κυριαρχία, κατάκτηση και φθορά, να ο τρόπος πού έχει για να μαθαίνει. (Υπάρχει νόημα σ’ αυτή την αγαπημένη λέξη τού Χειρόγραφου πού αποκαλεί «γνώση» την ερωτική πράξη) . Στο μέτρο πού τούς αγνοεί είναι ο χειρότερος εχθρός τους.
Κάποιος χρονικογράφος αναφέρει πώς ο πραγματικός «Διαφθορέας» πέθανε δολοφονημένος από τούς φραγκισκανούς πού ήθελαν «να θέσουν τέρμα στις  ακολασίες και στις βλασφημίες του Δον Ζουάν πού η καταγωγή του εξασφάλιζε την ατιμωρησία». Μετά διέδωσαν ότι ο ουρανός τον είχε κεραυνοβολήσει. Κανένας δεν απέδειξε αυτό το παράξενο τέλος. Κανένας επίσης δεν απέδειξε το αντίθετο. Χωρίς, όμως, να διερωτώμαι αν αυτό είναι αληθοφανές, μπορώ να πω πώς είναι λογικό. Εδώ, θέλω να καταλάβω εντελώς τον όρο «καταγωγή» και να παίξω με τις λέξεις: η ζωή του εξασφάλιζε την αθωότητά του. Ο θάνατος μόνο του προσήψε μια ενοχή ήδη παραδοσιακή.
Τι άλλο μπορεί να σημαίνει αυτός ο πέτρινος ιππότης, αυτός ο ψυχρός ανδριάντας πού πήρε ζωή για να τιμωρήσει το αίμα και το θάρρος πού τόλμησαν να σκεφτούν; Όλες οι δυνάμεις του αιώνιου λόγου, της τάξης, της παγκόσμιας ηθικής, όλο το παράξενο μεγαλείο ενός Θεού ευεπίφορου στην οργή, συγκεντρώνεται σ’ εκείνον. Αυτή η γιγαντιαία κι άψυχη πέτρα συμβολίζει, μονάχα, τις δυνάμεις πού ο Δον Ζουάν αρνήθηκε για πάντα. Μα η αποστολή του διοικητή σταματάει εκεί. Η οργή και ο κεραυνός μπορούν να ξανακερδίσουν τον ψεύτικο ουρανό απ’ όπου τα επικαλούνται.

*********

Αλμπέρ Καμί – Ο μύθος του Σίσυφου (δοκίμιο πάνω στο παράλογο)
Αντικλείδι

Pages