Η ώρα της κρίσεως - Point of view

Εν τάχει

Η ώρα της κρίσεως




Και έπεσε σιωπή την Ώρα της Κρίσεως και ο Άνθρωπος γυμνός στάθηκε εμπρός στο Θεό…
Και ο Θεός άνοιξε το Βιβλίο της Ζωής του Ανθρώπου…
Και είπε ο Θεός στον Άνθρωπο…
“Η ζωή σου ήταν κακή, έδειξες σκληρότητα σ’εκείνους που χρειάστηκαν τη συνδρομή σου και σ’ εκείνους που χρειάστηκαν βοήθεια φέρθηκες με πικρία και σκληρότητα. Οι φτωχοί σου φώναξαν και δεν άκουσες έκλεισες τα αυτιά σου στη φωνή των βασανισμένων Μου. Καταχράστηκες την κληρονομιά των ορφανών και έστειλες τις αλεπούδες στον αμπελώνα του γείτονά σου. Πήρες τον άρτο των παιδιών και στα σκυλιά τον έδωσες για να τον φάνε, και τους λεπρούς Μου που ζούσαν ειρηνικά στους βάλτους και Με δόξαζαν, τους οδήγησες στις λεωφόρους και πάνω στη γη Μου από την οποία σε έπλασα έχυσες αίμα αθώων…”
Και ο άνθρωπος απάντησε…
“Αυτά τα έκανα…”
Και ο Θεός άνοιξε πάλι το Βιβλίο της Ζωής του Ανθρώπου…
Και είπε ο Θεός στον Άνθρωπο…
“Η ζωή σου ήταν κακή. Την ομορφιά που σου έδειξα έψαχνες να τη βρεις και το καλό που σου έκρυψα το προσπέρασες. Οι τοίχοι του δωματίου σου ήταν ζωγραφισμένοι με εικόνες κι από την αποτρόπαια κλίνη σου σηκωνόσουν με τον ήχο φλάουτου. Έχτισες επτά βωμούς για τα αμαρτήματα που υπέφερα και έφαγες από αυτό που δεν πρέπει να φαγωθεί, και η πορφύρα των ενδυμάτων σου ήταν κεντημένη με τα τρία αμαρτήματα της αισχύνης. Τα είδωλά σου δεν ήταν ούτε από ασήμι ούτε από χρυσό που διαρκούν μα από σάρκα που πεθαίνει. Μόλυνες τα μαλλιά τους με αρώματα και έβαζες στα χέρια τους ρόδια. Μόλυνες τα πόδια τους με ζαφορά και έστρωνες χαλιά για να πατούν. Μόλυνες τα μάτια τους με αντιμόνιο και με μύρα άλειφες το σώμα τους. Υποκλινόσουν ως το πάτωμα μπροστά τους και στον ήλιο τοποθέτησες τους θρόνους των ειδώλων σου. Έδειξες στον ήλιο την αισχύνη σου και στη σελήνη την παραφροσύνη σου…”
Και ο άνθρωπος απάντησε…
“Και αυτό το έκανα…”
avengerΚαι Τρίτη φορά άνοιξε ο Θεός το Βιβλίο της Ζωής του Ανθρώπου…
Και είπε ο Θεός στον Άνθρωπο…
“Κακή ήταν η ζωή σου. Με κακό ανταπέδωσες το καλό και με αδικία την καλοσύνη. Δάγκωσες τα χέρια που σε τάισαν και περιφρόνησες το στήθος που σε θήλασε. Αυτός που ερχόταν σε σένα με νερό έφευγε διψασμένος και τους ληστές μου που σε έκρυψαν τη νύχτα στις σκηνές τους τους πρόδωσες πριν ξημερώσει. Τον εχθρό σου που σε ευσπλαχνίστηκε τον παγίδεψες με ενέδρα και το φίλο που πορεύτηκε μαζί σου τον πούλησες και την Αγάπη την ανταπέδιδες με Πόθο…”
Και ο Άνθρωπος απάντησε και είπε…
“Και αυτά τα έκανα…”
Και ο Θεός έκλεισε το Βιβλίο της Ζωής του Ανθρώπου και είπε…
“Θα σε στείλω σίγουρα στην Κόλαση…”
Και ο Άνθρωπος φώναξε…
“Δε μπορείς…”
Και ο Θεός είπε στον Άνθρωπο…
“Και για ποιο λόγο δεν μπορώ να σε στείλω στην Κόλαση…”
“Γιατί πάντα στην κόλαση έζησα” απάντησε ο Άνθρωπος…
Και έπεσε σιωπή την Ώρα της Κρίσεως…
Και ύστερα από λίγο μίλησε ο Θεός και είπε στον Άνθρωπο…
“Βλέπω πως δεν μπορώ να σε στείλω στην Κόλαση. Θα σε στείλω στον Παράδεισο…”
Και ο Άνθρωπος φώναξε…
“Δε μπορείς…”
Και είπε ο Θεός στον Άνθρωπο…
“Και για ποιο λόγο δε μπορώ να σε στείλω στον Παράδεισο;”
“Γιατί ποτέ, και με κανένα τρόπο δε μπόρεσα να τον φανταστώ”, απάντησε ο Άνθρωπος…
Και έπεσε σιωπή την Ώρα της Κρίσεως…
oscarwilde
*Αφιερωμένο σε έναν έγκλειστο που όσες φορές αφέθηκα στις απομακρυσμένες μας συνομιλίες ένιωσα παράξενα ελεύθερος!  
Antikleidi

Pages