τα θολά τα ματάκια, τους αρρώστους ανθρώπους,
τα ξερά, γυμνά δέντρα και τα έρημα πάρκα,
τις νεκρές πολιτείες, τους τρισκότεινους τόπους.
για μια πολιτεία μακρυνή ξεκινάνε.
Τους τυφλούς μουσικούς των πολύβουων δρόμων,
τους φτωχούς, τους αλήτες, αυτούς που πεινάνε.
τον ιππότην που είδαν μια βραδιά στ’ όνειρό τους,
να φανεί απ’ τα βάθη του απέραντου δρόμου.
Τους κοιμώμενους κύκνους πάνω στ’ ασπρόφτερό τους.
και δεν ξέρουν καλά αν ποτέ θα γυρίσουν πίσω.
Αγαπάω, και θα `θελα μαζί τους να πάω,
κι ούτε πια να γυρίσω.
που κοιτάνε μακριά, που κοιτάνε θλιμμένα.
Αγαπάω σ’ ετούτο τον κόσμο ό,τι κλαίει,
γιατί μοιάζει με μένα.