«Διότι μέσα στην πολλή σοφία υπάρχει πολλή γνώση και όποιος προσθέτει γνώση, προσθέτει θλίψη»* - Point of view

Εν τάχει

«Διότι μέσα στην πολλή σοφία υπάρχει πολλή γνώση και όποιος προσθέτει γνώση, προσθέτει θλίψη»*




  Γνώση, αυτογνωσία και σοφία...


  Τι είναι πραγματικά ο άνθρωπος; Ποιοι είμαστε, ποιος ο προορισμός μας; Από που ερχόμαστε, και που πάμε; Oι ερωτήσεις αυτές απασχολούν τον άνθρωπο από την αρχαιότητα, και συνεχίζουν να απασχολούν κάθε ειλικρινή οδοιπόρο της Γνώσης. Ποιο είναι το στοιχείο εκείνο που ξεχωρίζει τον άνθρωπο από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο;










  Eίναι προφανές πως ο «λόγος» και η νόηση αποτελούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικό του ανθρώπου, γι’ αυτό και ο Αριστοτέλης όρισε τον άνθρωπο ως «έλλογο ον».


  Νόηση είναι η ικανότητα να αντιλαμβανόμαστε και να διαχωρίζουμε τη συμπεριφορά, τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας από αυτά των άλλων, καθώς επίσης να κατανοούμε τα κίνητρα των πράξεων μας καθώς και των ανθρώπων γύρω μας. Νόηση είναι επίσης η ικανότητα να κάνουμε περίπλοκους υπολογισμούς, να προσπαθούμε να ανακαλύψουμε και να γνωρίσουμε τα μυστήρια της φύσης. Η νόηση επιτρέπει την γνώση, η οποία αποτελεί μία συσσωρευτική στον χρόνο διαδικασία.








  Από την αρχαιότητα ήδη οι πανεπιστήμονες φιλόσοφοι προσπαθούσαν να εξηγήσουν με διάφορους τρόπους τον κόσμο. Το ζήτημα όμως πάντα ήταν πως να τον αλλάξουμε προς το καλύτερο, τόσο προς όφελος του ανθρώπου (περισσότερο) , αλλά και της βιόσφαιρας στο σύνολο της (λιγότερο έως καθόλου).


  Σήμερα ως άνθρωποι καλούμαστε να διαχειριστούμε το μεγαλύτερο κεφάλαιο γνώσης, που κατείχε ποτέ η ανθρωπότητα, εκ του αποτελέσματος όμως είναι προφανές πως η γνώση δεν εξασφαλίζει και την ευημερία. Και αυτό διότι ακόμα και σήμερα, την εποχή της ψηφιακής νανο- τεχνολογίας η συσσωρευμένη γνώση, δεν απέτρεψε τον κίνδυνο να βρεθούμε αντιμέτωποι μία σειρά εξαιρετικά σοβαρών και πολύπλοκων κρίσεων που αφορούν τόσο τις ανθρώπινες κοινωνίες, (κρίσεις οικονομικές, πολιτικές, αξιών και συστημάτων διαχείρισης καταστάσεων) όσο και το περιβάλλον.







  Και αυτό διότι ο άνθρωπος βρέθηκε να χειρίζεται δυνάμεις πολύ ισχυρές και δυνητικά καταστροφικές, δίχως την ανάλογη συνειδητοποίησης της υπευθυνότητας που του αναλογεί σε σχέση με το φυσικό περιβάλλον στο οποίο δρα. Ο άνθρωπος είναι ο μέγας «μεγαποιητής» καθώς είναι σε θέση να μεταβάλει δραστικά το περιβάλλον με τις δράσεις και τις επιλογές του.

  Το ζητούμενο της κάθε ύπαρξης, είναι η εξέλιξη και η εμπειρία. Η εμπειρία, μας αναγκάζει να χρησιμοποιούμε τις δυνατότητες μας και έτσι ανακαλύπτουμε τις δυνάμεις μας. Τα εκάστοτε εξωτερικά γεγονότα, μας αναγκάζουν να κινητοποιήσουμε τους μηχανισμούς, που όλοι διαθέτουμε, αλλά δεν το κάνουμε από μόνοι μας, γιατί όλοι θέλουμε την βολή και την σιγουριά αυτού που κατακτούμε κάθε φορά. Έτσι, γαντζωνόμαστε από τις εκάστοτε κατακτήσεις μας, γιατί νομίζουμε ότι θα τις έχουμε για πάντα. Ιδού ή πλάνη που πέφτουμε όλοι, που νομίζουμε δηλαδή, ότι τα εκάστοτε κεκτημένα θα τα έχουμε για πάντα.







  Σε κανένα δεν αρέσουν οι ξαφνικές αλλαγές, γιατί κάθε αλλαγή απαιτεί και καινούργιες υποχρεώσεις, και καινούργιες προσπάθειες. Σε όλους μας, αρέσει η ηρεμία και η στασιμότητα. Όλοι προτιμάμε την γνωστή δυστυχία καμιά φορά, από την άγνωστη ευτυχία. Όμως και η δυστυχία έχει την χρησιμότητά της . Πως θα αξιολογούσαμε την ευτυχία αν δεν υπήρχε η δυστυχία. Η αλλαγή λοιπόν έχει την χρηστικότητα της, όσο και αν την φοβόμαστε, αφού κουβαλάει το άγνωστο και το απροσδιόριστο, αυτό που δεν μπορούμε να ελέγξουμε.








  Την ιστορική περίοδο που διανύουμε, την εποχή της παγκοσμιοποίησης, της ραγδαίας τεχνολογικής εξέλιξης και του υπερκαταναλωτισμού, ο μέσος σύγχρονος άνθρωπος δεν έχει ούτε τον χρόνο, ούτε την απαραίτητη παιδεία για να ασχοληθεί με τον «εσωτερικό» του εαυτό, και τις πνευματικές του ανάγκες.


  Ίσως σε τελική ανάλυση, το πραγματικό τεστ για την ανθρωπότητα, δεν είναι πόσο καλά παίζει στη ζωή το «ρόλο» που η ίδια επινόησε για τον αυτήν, αλλά πόσο καλά παίζει το «ρόλο» που «η μοίρα» της ανέθεσε ως την κορωνίδα της δημιουργίας. Αυτό βέβαια ισχύει ως ερώτημα μόνο στην περίπτωση που κάποιος θεωρεί πως η ανθρωπότητα έχει έναν προορισμό που υπερβαίνει τον ανθρώπινο χωροχρόνο...








  Η γνώση για την οποία θα κάνουμε λόγο παρακάτω αφορά, όχι την επιστημονική η τεχνολογική γνώση, αλλά την «αυτογνωσία».


  Σύμφωνα με τον Σωκράτη άνθρωπος ανακαλύπτει τον εαυτό του, όταν φτάσει στο χώρο όπου η συνείδηση «ομολογεί» με τον εαυτό της. Στην κατάκτηση του «γνώθι σαυτόν», φτάνει κανείς μόνο όταν με άγρυπνη την προσοχή, με στερεή τη στοχαστική λογική διάκριση έχει τη δύναμη να απορρίπτει τα εσφαλμένα και παραπλανητικά, και δέχεται μόνο τα ουσιώδη και σωστά.


  Για τον Σωκράτη γνώθι σαυτόν», σημαίνει να αντιλαμβάνεσαι τα συναισθήματά σου μόλις γεννηθούν μέσα σου. Είναι η κατάσταση της συνεχούς προσοχής του ατόμου στις εσωτερικές του καταστάσεις. Η αυτοεπίγνωση δεν είναι μια προσοχή που παρασύρεται από τα συναισθήματα, αντιθέτως προϋποθέτει την αυτοκυριαρχία, την κυβέρνηση με άλλα λόγια του ανθρώπου από την αλήθεια, από τον ανιδιοτελή έρωτα για την αλήθεια, που αποτελεί την πραγματική ουσία του είναι του, την πνευματική του ουσία.







  «Αυτογνωσία» σημαίνει γνωριμία και επίγνωση των αντιδράσεων του εαυτού. Είναι η γνώση που έχει το άτομο για τη συμπεριφορά του, τις στάσεις, τις αξίες, τις πεποιθήσεις και τα συναισθήματά του.


  Δε βρίσκονται όλοι οι άνθρωποι στο ίδιο επίπεδο αυτογνωσίας. άλλοι γνωρίζουν τον εαυτό τους περισσότερο και άλλοι λιγότερο. σημαντικό ρόλο στην αυτογνωσία παίζει ο αριθμός, η ποιότητα, η ποικιλία και η διάρκεια της επικοινωνίας που έχει κάθε άνθρωπος με τα άλλα άτομα του περιβάλλοντός του.


  Για να αποκτήσει κάποιος αυτογνωσία, πρέπει να έχει και την εμπειρία του πως αντιδρούν οι άλλοι μαζί του. Μπορεί να πιστεύει μερικά πράγματα για τον εαυτό του, τα οποία όμως θα επιβεβαιωθούν ή θα απορριφθούν από τις αντιδράσεις των άλλων απέναντί του. Η επικοινωνία επικυρώνει ή καταρρίπτει τη γνώση που πιστεύει κανείς ότι έχει για τον εαυτό του. Οι αντιδράσεις των άλλων δεν επικυρώνουν ή απορρίπτουν μόνο αλλά βοηθούν και στη γνωριμία με τον εαυτό.







  Ο Σωκράτης χωρίς να χρησιμοποιεί τη λέξη «εαυτό» καθόρισε την αναζήτησή του μέσα από την ενδοσκόπηση και τη διαλεκτική, τόνισε ότι ο εαυτός ανακαλύπτεται κατά την επικοινωνία και τη συζήτηση με του άλλους. Με το γνώθι σαυτόν δείχνει ότι ο εαυτός περιβάλλεται από ένα μυστήριο και από μια πολυπλοκότητα, δηλ. ότι είναι μια άγνωστη περιοχή.


  Ορισμός Αντίληψης: Σαν αντίληψη χαρακτηρίζεται η σύνθετη ψυχολογική διαδικασία με την οποία το άτομο αναλύοντας τα χαρακτηριστικά ενός ερεθίσματος, συνθέτοντάς τα, συσχετίζοντας τα και με τις προηγούμενες εμπειρίες του ερμηνεύει ή αντιλαμβάνεται τα μηνύματα του εξωτερικού κόσμου. Είναι μια κατεξοχήν γνωστική λειτουργία και σαν τέτοια επηρεάζεται, τόσο από τους εσωτερικούς του ατόμου παράγοντες όσο και από τους εξωτερικούς περιβαλλοντολογικούς. Ο άνθρωπος δέχεται ένα σύνολο ερεθισμάτων και από αυτά επιλέγει και πράγματι αντιλαμβάνεται ό,τι θέλει, ό,τι επιθυμεί, ό,τι νομίζει ότι δίνει απάντηση στα ενδιαφέροντα και τις ανάγκες του.


  Υπό ποιες προϋποθέσεις συνεπώς μπορεί - από μόνη της η γνώση -, να αποτελέσει την λύση στα προβλήματα της ανθρωπότητας;







  Ο Φρόιντ έλεγε πως «η Γνώση οδηγεί στην Μεταμόρφωση», πως η θεωρία και η πράξη δεν πρέπει να διαχωρίζονται, πως η γνώση του εαυτού μας σημαίνει και την μεταμόρφωση του. Αυτό κάνει και την διαφορά μεταξύ της πραγματικής γνώσης και της θεωρητικής, που δεν έχει κανένα μεταμορφωτικό αποτέλεσμα.


  Πίστευε πως η συνειδητή σκέψη είναι ένα μικρό μέρος της όλης ψυχικής πορείας, που γίνεται μέσα μας, ένα ασήμαντο μέρος σε σχέση με τις τρομαχτικές δυνάμεις των σκοτεινών πηγών που κρύβονται μέσα μας. Η επιθυμία του Φρόιντ ήταν να φτάσει στο εσωτερικό, στην αληθινή φύση του ατόμου, ήθελε να σπάσει το συνειδητό σύστημα σκέψης, με την μέθοδο του ελεύθερου συνειρμού, που είναι να προσπεράσουμε την λογική συνειδητή παραδοσιακή σκέψη και να οδηγηθούμε προς μια νέα πηγή της προσωπικότητας μας.





  Συνεπώς η γνώση δεν σημαίνει τίποτα αν δεν γίνει προσωπικό βίωμα, αν δεν μεταστοιχειωθεί σε σοφία. Στην πραγματικότητα, σοφία σύμφωνα με τον Χόρχε Μπουκάι είναι όλα εκείνα που μένουν από τις γνώσεις κάποιου, όταν ο ίδιος αποποιείται όλα αυτά που έχει μάθει. Ξεκινάμε από ένα σταθμό που ονομάζεται άγνοια. Είναι ο σταθμός, στον οποίο μένουν όλοι εκείνοι που ούτε καν γνωρίζουν ότι δεν γνωρίζουν και, επομένως, δεν έχουν καμία ανάγκη να μάθουν. Αν κάποιος αποφασίσει να ανέβει στο τρένο, είναι επειδή κάποιος τού έχει απλώσει το χέρι. Αν ανέβει στο τρένο και ακολουθήσει τον σωστό δρόμο, θα φτάσει στον τόπο των ερευνητών. Αν το κάνει καλά και δεν χάσει τον δρόμο του, θα φτάσει και στον επόμενο σταθμό.


  Τον σταθμό των δασκάλων. Κάποιοι από τους δασκάλους αποφασίζουν να διδάξουν, ενώ ορισμένοι θέλουν να μείνουν μόνοι με τις γνώσεις τους. Αν ένας δάσκαλος ζήσει πολλά πράγματα για πολλά χρόνια, ίσως καταφέρει να ανέβει ξανά στο τρένο για να φτάσει στον σταθμό της σοφίας, που είναι ο τελευταίος. Είναι ο τόπος όπου ζουν όλοι αυτοί που ούτε καν γνωρίζουν ότι γνωρίζουν. Είναι αστείο, αλλά, αν ρωτήσεις έναν πραγματικά σοφό, θα σου απαντήσει «δεν γνωρίζω αν γνωρίζω», όπως ακριβώς θα σου απαντούσε ένας αδαής. Ίσως γι΄ αυτό σε αυτή την κοινωνία που ζούμε θεωρούμε αδαείς κάποιους σοφούς και κάποιους αδαείς τούς θεωρούμε σοφούς.


  Ο άνθρωπος είναι όπως ο αλχημιστικός στατήρας που μεταστοιχειώνει τη material prima της γνώσης στο χρυσό της (προσωπικής του) σοφίας. Και δεν ξέρω πόσο ωφελεί εντέλει να μένει κανείς παγιωμένος σε μια διδασκαλία, όσο σοφή κι αν είναι, όταν το ταξίδι προς τη φώτιση έχει να κάνει με το πώς να εγκαταλείψουμε τις προσκολλήσεις μας, πώς να επιστρέψουμε στη ροή και να μη μείνουμε στην κατάσταση του πάγου, πώς να γίνουμε ξανά τρεχούμενο νερό…


  Θα μπορούσαμε να συμβολίσουμε την διαδικασία αυτή με το σκάψιμο ενός πηγαδιού. Για να σκάψει κανείς ένα πηγάδι, πρώτα πρέπει να βγάλει το χώμα και τις πέτρες κι ύστερα αρχίζει το νερό να τρέχει από τις πλευρές του πηγαδιού και να το γεμίζει. Το νερό βρισκόταν ήδη εκεί, δεν χρειαζόταν να μεταφερθεί από κάπου αλλού. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να μετακινηθούν οι πέτρες και το χώμα.


  Υπήρχαν εμπόδια και μόλις αυτά μετακινήθηκαν, εμφανίστηκε το νερό. Δεν χρειαζόταν να μεταφερθεί νερό μέσα στο πηγάδι. Το νερό βρισκόταν ήδη εκεί, απλώς έπρεπε να απομακρυνθούν τα εμπόδια.


  Η γνώση βρίσκεται ήδη μέσα μας, δεν χρειάζεται να την πάρουμε από κάπου αλλού. Οι πηγές της είναι κρυμμένες μέσα μας, πρέπει απλώς να απομακρυνθούν με το σκάψιμο τα εμπόδια που βρίσκονται ανάμεσα — οι πέτρες και το χώμα. Τότε Θα αρχίσουν να εμφανίζονται οι πηγές της γνώσης.


  Εκτός από πηγάδι όμως, μπορεί κανείς να φτιάξει και δεξαμενή. Το να φτιαχτεί μια δεξαμενή είναι κάτι διαφορετικό. Δεν χρειάζεται να αναζητήσουμε τη φυσική πηγή του νερού, για να φτιάξουμε μια δεξαμενή. Ο τρόπος για να φτιαχτεί μια δεξαμενή είναι εντελώς αντίθετος από αυτόν που φτιάχνεται ένα πηγάδι.


  Για να φτιάξεις μια δεξαμενή, δεν χρειάζεται να σκάψεις και να βγάλεις έξω τις πέτρες και το χώμα. Πρέπει να φέρεις πέτρες και χώμα από κάπου αλλού και να φτιάξεις ένα τοίχο. Κι όταν φτιαχτεί ο τοίχος, το νερό δεν έρχεται από μόνο του. Πρέπει να το φέρεις από τα πηγάδια των ανθρώπων και να το βάλεις μέσα στη δεξαμενή.


  Μπορεί να βλέπεις το νερό μέσα στη δεξαμενή και να το βλέπεις και μέσα στο πηγάδι, η διαφορά όμως ανάμεσα στη δεξαμενή και το πηγάδι είναι όση διαφορά υπάρχει ανάμεσα στη γη και τον ουρανό. Η πρώτη διαφορά είναι ότι η δεξαμενή δεν έχει δικό της νερό.


  Ό,τι βρίσκεται μέσα στη δεξαμενή είναι δανεικό. Σύντομα μουχλιάζει και λιμνάζει, επειδή αυτό που είναι δανεικό, δεν είναι ζωντανό, είναι νεκρό. Το νερό που στέκεται μέσα στη δεξαμενή λιμνάζει, σαπίζει και σύντομα θα αρχίσει να βρομάει.


  Το πηγάδι όμως έχει τη δική του πηγή νερού. Το νερό δεν μουχλιάζει ποτέ. Το πηγάδι έχει τη δική του πηγή ροής.


  Με τη δεξαμενή και το πηγάδι συμβαίνουν δύο διαφορετικές διαδικασίες. Η δεξαμενή φοβάται ότι κάποιος θα της πάρει το νερό, επειδή αν φύγει το νερό, η δεξαμενή αδειάζει. Το πηγάδι όμως θέλει κάποιον να του πάρει το νερό του, ώστε να μπορεί να γεμίσει με πιο φρέσκο και ζωντανό νερό.


  Το πηγάδι φωνάζει: «Πάρε το νερό μου! Θέλω να το μοιραστώ!» Η δεξαμενή φωνάζει: «Μην πλησιάζεις! Μην αγγίζεις το νερό μου! Μη μου παίρνεις το νερό μου!» Η δεξαμενή Θέλει κάποιον που έχει νερό να της το φέρνει, να το χύνει μέσα της και να τη γεμίζει, ώστε να μπορεί να μεγαλώνει η περιουσία της.





  Αν όμως κάποιος έχει έναν κουβά, το πηγάδι θέλει αυτόν τον άνθρωπο να πάρει από το νερό του, ώστε να μπορέσει να ξεφορτωθεί το παλιό νερό και να βγάλει καινούργιο. Το πηγάδι θέλει να μοιράζεται, η δεξαμενή θέλει να συσσωρεύει. Το πηγάδι έχει ρυάκια, που συνδέονται με τον ωκεανό. Το πηγάδι μπορεί να φαίνεται μικρό, στο βάθος όμως συνδέεται με το άπειρο.







  Όσο μεγάλη όμως κι αν φαίνεται μια δεξαμενή, δεν συνδέεται με κανέναν. Τελειώνει και κλείνει στον εαυτό της. Δεν έχει κανένα ρυάκι. Δεν έχει κανένα τρόπο να συνδεθεί με το άπειρο.


  Ο νους του ανθρώπου μπορεί να γίνει είτε πηγάδι είτε δεξαμενή. Αυτές είναι οι δύο πιθανότητες για το νου του ανθρώπου. Και ο άνθρωπος που ο νους του γίνεται δεξαμενή, σιγά- σιγά θα τρελαθεί.


  Όλων μας ο νους έχει γίνει δεξαμενή. Δεν έχουμε φτιάξει πηγάδια, έχουμε φτιάξει δεξαμενές. Μαζεύουμε πράγματα από όλο τον κόσμο, από βιβλία, από ιερά κείμενα, από διδασκαλίες, τα μαζεύουμε όλα αυτά και νομίζουμε πως έχουμε γίνει γνώστες.


  Κάνουμε το ίδιο λάθος που κάνει και η δεξαμενή. Η δεξαμενή νομίζει πως είναι πηγάδι, επειδή και στα δύο μπορείς να δεις νερό μέσα τους. Μπορείς να βρεις γνώση σε ένα διανοούμενο και σε ένα συνειδητό άνθρωπο. Ο διανοούμενος όμως είναι δεξαμενή και ο συνειδητός άνθρωπος είναι πηγάδι. Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στους δύο. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο θεμελιώδης και βαθιά είναι αυτή η διαφορά. Η γνώση του διανοούμενου είναι δανεική, σάπια, μουχλιασμένη...


Ενδεικτική βιβλιογραφία

Λεονταρή  Α.,  “Αυτοαντίληψη”,  Ελλ. Γράμματα.
Bucay Jorge, "Ιστορίες να σκεφτείς",  Opera


Pages