

Πολλές έρευνες και κλινικές μελέτες έχουν διεξαχθεί για να αξιολογηθεί η αξία της προσευχής στη ζωή, και πιο συγκεκριμένα, στην υγεία του ανθρώπου. Τα αποτελέσματα… αντικρουόμενα.Από πολύ νωρίς έχει συσχετιστεί η ωφελιμότητα της αυτο-προσευχής (το ίδιο άτομο προσεύχεται για τον εαυτό του) με έμμεσους και βιολογικούς παράγοντες ή μηχανισμούς. Φαίνεται πως η ευεργετική της επίδραση οφείλεται (1) σε μια συμπεριφορά βασισμένη σε έναν υγιεινό τρόπο ζωής, (2) στην ενισχυμένη κοινωνική στήριξη, (3) στην ελάττωση του άγχους, (4) αλλά και στην ψυχοδυναμική της πίστης (Levin & Vanderpool, 1989; Strawbridge et al., 1997). Από την άλλη, έχει γνωστοποιηθεί πως όταν το ίδιο το άτομο προσεύχεται ή γνωρίζει ότι κάποιος προσεύχεται για αυτόν αυτόματα διεγείρεται το ανοσοενδοκρινολογικό του σύστημα. Τόσο η ψυχοφυσιολογία όσο και η ψυχοανοσολογία (δηλαδή η μελέτη της αλληλεπίδρασης μεταξύ των ψυχολογικών διεργασιών και του νευρικού και ανοσοποιητικού συστήματος του ανθρώπινου σώματος) έχουν αποδείξει την επίδραση των συναισθημάτων και των συγκινήσεων επάνω στην λειτουργία του οργανισμού (Ader, Felten, & Cohen, 1991). Με το σκεπτικό αυτό, για να ξεπεράσουν οι επιστήμονες τα τεχνικά «προβλήματα» που προκύπτουν από την αυτο-προσευχή, με σκοπό να αυξήσουν την αντικειμενικότητα των αποτελεσμάτων τους, ξεκίνησαν να μελετούν, ιδιαίτερα μετά το 2000, την επιρροή που έχει η προσευχή στην υγεία με τη διαδικασία της μεσολαβητικής προσευχής, όταν δηλαδή οι προσευχές ενός προσώπου γίνονται για λογαριασμό ενός άλλου ατόμου, σε διπλές τυφλές μελέτες. Μια ομάδα ανθρώπων δέχονται την προσευχή από άλλους, ενώ σε μια δεύτερη ομάδα δε γίνεται η «υπηρεσία» της προσευχής. Ούτε οι ασθενείς ούτε και οι γιατροί ή οι διαχειριστές της μελέτης συνήθως γνωρίζουν ποιος είναι σε ποια ομάδα. Οι άνθρωποι που κάνουν την προσευχή, οι μεσολαβητές, προσλαμβάνονται σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο και προσεύχονται για τους ανθρώπους που είναι στη μελέτη από μερικές έως πολλές φορές.