Μέχρι την εφεύρεση της τυπογραφίας από τον Γουτεμβέργιο, το 1450, η γνώση ήταν προνόμιο λίγων. Τα χειρόγραφα βιβλία ήταν πανάκριβα και φυλάσσονταν κυρίως σε μοναστήρια και αυλές βασιλιάδων. Η τυπογραφία ανέτρεψε το κατεστημένο και τα λόγια των συγγραφέων άρχισαν να μεταδίδονται και στα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα. Όμως με τη γνώση έρχονται η κριτική σκέψη και η αμφισβήτηση, έννοιες που ουδέποτε συμπάθησε η Καθολική Εκκλησία. Η Καθολική Εκκλησία με την Ιερά Εξέταση το 1542, έλεγχε, σύμφωνα με τη Μηχανή του Χρόνου, και τα λεγόμενα «αιρετικά» βιβλία. Όμως εκδίδονταν τόσα βιβλία, που το Βατικανό αναγκάστηκε να δημιουργήσει ξεχωριστό παράρτημα, που να ασχολείται μόνο με τα έντυπα.
«Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή. Σας εύχομαι να ’ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή, όσο είναι η δική μου και να ’στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ».
«Αν και η επίσημη απαγόρευση καταργείται, ο Κατάλογος διατηρεί την ηθική του ισχύ, με την έννοια ότι δίδαξε στους Χριστιανούς να φυλάσσονται από τα γραπτά που διακινδυνεύουν την πίστη και το ήθος τους. Η επιτηδευμένη παραβίαση αυτού του καθήκοντος είναι αμαρτία, ακόμα και αν δεν επιφέρει εκκλησιαστική τιμωρία».