Στο παρακάτω απόσπασμα από τα «Αρεοπαγιτικά συγγράμματα», μας εξηγείται το γιατί δεν είναι κακό να χρησιμοποιούμε την φράση «θείος έρωτας», προκειμένου να περιγράψουμε την αγάπη προς τον Θεό.
«Όμως, για να μη φανεί ότι λέγοντας αυτά τα πράγματα παραβαίνομε τα θεία Λόγια ας τα ακούσουν όσοι διαβάλλουν τον όρο έρως. Λέγει, ‘’Εράσθητι αυτής και τηρήσει σε· παριχαράκωσον αυτήν, και υψώσει σε· τίμησον αυτήν, ίνα σε περιλάβη’’ (Παροιμίες 4: 6.8). Μερικοί μάλιστα από τους ιερολόγους μας νόμισαν ότι το όνομα του έρωτος είναι θειότερο από το όνομα της αγάπης. Γράφει ο θείος Ιγνάτιος· ‘’ο εμός έρως εσταύρωται’’ (Ρωμαίους 7:3). Αλλά και στα κείμενα που εισάγουν στα Λόγια θα εύρεις λόγους που λέγουν τα εξής περί της θείας Σοφίας· ‘’Εραστής εγενόμην του κάλλους αυτής’’ (Σοφία Σολομώντα, 8:2). Ώστε λοιπόν να μη φοβηθούμε αυτή τη λέξη του έρωτος ούτε να μας θορυβήσει κανένας λόγος φοβίζοντάς μας γι’ αυτόν.
Εγώ πραγματικά νομίζω ότι οι θεολόγοι θεωρούν ταυτόσημες τις λέξεις της αγάπης και του έρωτος· γι’ αυτό μάλιστα στα θεία αναφέρουν περισσότερο τον όντως έρωτα, εξ αιτίας της άτοπης αντιλήψεως εκείνων των ανθρώπων. Ενώ δηλαδή ο όντως έρως υμνείται, όχι μόνο από μας, αλλά και από τα ίδια τα Λόγια, θεοπρεπώς, τα πλήθη μη μπορώντας να χωρέσουν το ενοειδές της ερωτικής θεωνυμίας γλίστρησαν όπως τους ταίριαζε προς τον μεριστό και σωματοπρεπή και διηρεμένο έρωτα, που δεν είναι αληθινός έρως, αλλά είδωλο ή έκπτωσις του όντως έρωτος· διότι το ενιαίο του ενός θείου έρωτος είναι αχώρητο στο νου του πλήθους. Για αυτό το όνομα τούτο του έρωτος, αν και θεωρείται από τους πολλούς ως απρεπέστερο, χρησιμοποιείται επί της θείας σοφίας, για να ανυψωθούν κι αναστηθούν στη γνώση του έρωτος κι έτσι να απαλλαγούν από την αντιπάθεια προς αυτό. Επί του ανθρωπίνου πεδίου όμως, όπου οι χαμερπείς πολλές φορές θα μπορούσαν να σκεφτούν και κάτι άτοπο, λέγει κάποιος με μια λέξη που φαίνεται ευφημότερη, ‘’η αγάπησίς σου επ’ εμέ ως η αγάπησις των γυναικών’’ (Β’ Βας. 1:26). Διότι, για όσους καταλαβαίνουν τα θεία σωστά, το όνομα της αγάπης και του έρωτος από τους θεολόγους φέρεται ισοδύναμο σύμφωνα με τις θείες αποκαλύψεις. Και είναι αυτό το όνομα δηλωτικό της ενοποιού και συνδετικής και εξόχως συναπτικής δυνάμεως στο καλό και αγαθό, που προϋφίσταται εξ αιτίας του καλού και αγαθού και εκχέεται από το καλό και αγαθό για το καλό και αγαθό, που συνέχει τα ομοταγή κατά την κοινωνική τους αλληλουχία, κινεί δε τα προηγούμενα προς την πρόνοια των κατωτέρων και επιστροφικώς εδράζει τα υποδεέστερα στα υπέρτερα.
Είναι δε και εκστατικός ο θείος έρως, διότι δεν αφήνει τους εραστάς να ανήκουν στον εαυτό τους, αλλά στους ερωμένους. Κι αυτό το φανερώνει το γεγονός ότι τα μεν υπέρτερα με την πρόνοια γίνονται των υποδεεστέρων, τα ομόστοιχα με τη συνοχή γίνονται το ένα του άλλου και τα κατώτερα με τη θειότερη προς αυτά επιστροφή γίνονται των πρώτων. Γι’ αυτό και ο μέγας Παύλος, όταν κατέκτησε τον θείο έρωτα και μετάλαβε από την εκστατική του δύναμη, λέγει με ένθεο στόμα,‘’Ζω εγώ ουκ έτι, ζη δε εν εμοί Χριστός’’ (Γαλάτας 2:20), ως αληθινός εραστής που είναι σε έκσταση προς τον Θεό, όπως λέγει ο ίδιος, και ζει όχι τη δική του ζωή, αλλά τη ζωή του εραστού, ως πολύ αγαπητή».
(Απόσπασμα από το «Περί Θείων Ονομάτων», Φ. ΕΠΕ 3, σελ. 113-115).