Με τον καιρό, ο ήρωάς μας βρήκε εκατοντάδες ευκαιρίες για να επιβεβαιώσει το έξυπνο κόλπο του: όταν τύχαινε να βρεθεί μπροστά στους καθρέφτες των μεγάλων καταστημάτων κι έβλεπε τον εαυτό του ανάμεσα σε άλλους που περνούσαν από κοντά του, επαναλάμβανε με σιγουριά: «Εγώ, είμαι αυτός με τα καφέ».
Ήρεμος τώρα, με το σημάδι του, αφοσιώνεται στην απόλαυση του ατμού και του μπάνιου, και καθώς πάει κι έρχεται κολυμπώντας και κάνοντας βουτιές, δεν προσέχει πως η κλωστή έχει φύγει από το δάχτυλό του και επιπλέει στο νερό της πισίνας. Κάποιος άλλος που κολυμπάει εκεί κοντά, βλέπει την κλωστή και λέει στον φίλο του: «Τι σύμπτωση! Αυτό είναι το χρώμα που πάντα ήθελα να περιγράφω στη γυναίκα μου για να μου πλέξει ένα κασκόλ. Θα πάρω την κλωστή και θα ψάξω να βρω μαλλί σ’ αυτό το χρώμα». Πιάνει την κλωστή που επιπλέει στο νερό, κι επειδή δεν έχει πού να τη φυλάξει, του έρχεται η ιδέα να τη δέσει στο μεγάλο δάχτυλο του δεξιού του ποδιού.
Ακόμη κι αν δεν φτάσουμε στο ακραίο σημείο να εξαρτόμαστε από τους άλλους για να μας πουν ποιοι είμαστε, θα βρεθούμε πολύ κοντά, αν αρνηθούμε τα μάτια μας κι αρχίσουμε να βλέπουμε μόνο με τα μάτια των άλλων.