Εκεί ξεκινούσες να τραγουδάς σιγανά, κρατώντας με απ' τη μέση. Δεν είχαν σημασία τα λόγια, ποτέ δεν έχουν σημασία τα λόγια. Μόνο εκείνο το σχοινί, που το πιάναμε καθώς οι νότες ξεπηδούσαν, για να συρθούμε μετά τα μεσάνυχτα στα άδεια σοκάκια. Ήταν τότε που κατάλαβα πως σ΄ αγαπώ, για όλα εκείνα που μπορούμε και βλέπουμε μαζί, ακόμη κι όταν είσαι χιλιόμετρα μακριά μου.
//Τώρα θα σου πάρω δώρο έναν δρυοκολάπτη, να σκαλίζει τα δέντρα στον κήπο σου, σε σχήματα απροσάρμοστα, όμοια μ΄ εμένα.//
Πρέπει να συνηθίσω τη ζωή μου. Πρέπει να συνηθίσω το τόσο μαζί χωριστά. Μου λες πως όσα ζούμε αληθινά δεν έχουν όραση, σου λέω πως όσα δεν έχουν όραση, έχουν αφή για να ζουν. Δέκα σκλαβιές κι ένα φτου ξελευθερία και σε περιμένω να πεις "όχι για σένα", βάζοντας ερμητικά τον φελλό στο μπουκάλι και μέσα στις φωτεινές αντανακλάσεις του, εγώ ν' αναρωτιέμαι, αν θα μπορέσουμε ποτέ να ζήσουμε οικειοθελώς ερωτευμένα τυφλοί,
αγνοώντας όσα οι άλλοι πλάθουν για εμάς.
Ζούμε τον έρωτα στα χρόνια τα δικά σου και τα δικά μου,
αρκεί έρωτας να 'ναι.
Σαστισμένες νύχτες σε παράφορα συναισθήματα.