Ἡ μάνα σου σ᾿ ἀποζητᾶ σ᾿ ἀναζητᾶ ὁ πατέρας,
Σὲ περιμένουν τὰ χαρτιὰ καὶ τ᾿ ἀνοιχτὸ βιβλίο,
Τάκη μας, πὲς ποῦ βρίσκεσαι γιὰ νά ῾ρθουμε κοντά σου,
Δὲ θέμε νὰ πιστέψουμε πὼς ἔφυγες γιὰ πάντα
Καὶ θὰ σὲ περιμένουμε, νὰ ῾ρθεῖτε μὲ τὸν Πέτρο,
Ἕνας τὸν ἄλλον πιάσετε σφιχτὰ χέρι μὲ χέρι,
Θέτε νὰ ῾ρθεῖτε Κυριακή; Καθημερινή; γιὰ σκόλη;
Ξημέρωμα; Μεσάνυχτα; Ὅποτε βουληθεῖτε...
Τὶς πόρτες θά ῾βρετ᾿ ἀνοιχτὲς καὶ τοὺς γονιοὺς στὸ πόδι
Κρεβάτι δὲ γευτήκαμε κι ὕπνος δὲ μᾶς ἐπῆρε
Ἀπὸ τὴν ὥρα, Τάκη μου, ποὺ σβήστηκ᾿ ἡ λαλιά σου...