πάνω από όλα τά κτίσματα Του
προτίμα την γνώσιν Του
κι αδιάλειπτα μέ πόθο την προσμένει.
που δίνει ή πνευματική γνώσις,
κι αυτόν τόν γεννά ή αγάπη προς τόν Θεόν,
ορθά έχει λεχθεί πώς δέν είναι τίποτε πιό μεγάλο
από τήν θεία αγάπη.
ό νους μεταβαίνει προς τόν Θεό,
τότε δέν έχει διόλου αίσθησι
γιά κανένα από τά κτίσματα.
Καθώς καταφωτίζεται
από τό θείον καί άπειρον φως,
γίνεται αναίσθητος γιά όλα τά κτίσματα,
όπως τά μάτια δέν βλέπουν τά άστρα
όταν ανατέλλει ό ήλιος.
γιά νά αποκτήση τόν θείον ερωτά,
περισσότερο όμως άπ' όλες
ή καθαρά προσευχή.
Γιατί μέ αυτήν ό νους παίρνει φτερά
καί πετά προς τόν Θεόν
καί βγαίνει εξω από όλα τά όντα.
από τήν θεία γνώσι,
καί αφού βρεθεί έξω από τά όντα,
αισθάνεται τήν απειρία του Θεού
• τότε, όπως συνέβη στον Ησαΐα,
από τήν έκπληξι έρχεται σέ συναίσθησι
της μηδαμινότητάς του
καί λέει μέ κατάνυξι τά λόγια του προφήτου:
'"Ώ εγώ, ό άθλιος, τί συντριβή νιώθω!
Έγώ, ένας άνθρωπος που εχω χείλη ακάθαρτα,
καί ανάμεσα σέ λαό
πού έχει χείλη ακάθαρτα κατοικώ,
είδα μέ τά μάτια μου τόν Βασιλέα,
τόν Κύριον Σαββαώθ".
νά άγαπήση κάθε άνθρωπο στον ϊδιο βαθμό.
σε κανένα πράγμα φθαρτό ή πρόσκαιρο.
καί απολαμβάνει συνεχώς την θείαν ωραιότητα.
έτσι ή πίστις χωρίς αγάπη
δεν φέρνει στην ψυχή
τόν φωτισμόν της γνώσεως.
έτσι καί ή γνώσις τοϋ Θεού τραβά φυσικώς
τόν καθαρόν νουν στον εαυτό της με τήν αγάπη.
πού απομακρύνθηκε από τήν άγνοια
καί καταφωτίζεται από τό θείον φώς.
πού ελευθερώθηκε από τά πάθη
καί ευφραίνεται ακατάπαυστα
μέ τήν θείαν άγάπην.
μέ τόν ζήλο του,
δέν χωρίζεται από αυτή,
ακόμη κι αν υποφέρη μύρια κακά.
"Ας σέ πείσει γι' αυτό ό Στέφανος,
ό μαθητής τοϋ Χριστοϋ καί οι όμοιοί του,
πού προσευχόταν γιά εκείνους πού τόν έφόνευαν
καί έζητούσε νά τους συγχώρηση ο Θεός,
επειδή ένεργούσαν έτσι από αγνοία.
καί απέκτησε διά μέσου της αγάπης
τόν φωτισμόν της,
δέν θά παρασυρθή ποτέ από τό πνεύμα
της κενοδοξίας.
Εύκολα όμως παρασύρεται άπό αυτήν
οποίος δέν αξιώθηκε τήν θεία γνώσι.
Άλλα αν ο άνθρωπος αυτός σέ κάθε τι πού πράττει έχει στραμμένο τό βλέμμα του στον Θεόν,
μέ τήν αίσθησι ότι όλα τά πράττει γι'Αυτόν,
εύκολα με την βοήθεια του Θεου
θά απαλλαγή από τήν κενοδοξία.
πού εκδηλώνεται με τήν αγάπη,
έχει μεγάλη ιδέα γιά όσα έργα κάνει
σύμφωνα μέ τό θέλημα του Θεου.
Εκείνος, όμως, που αξιώθηκε καί τήν απέκτησε,
λέει μέ βαθιά συναίσθησι τά λόγια
πού είπε ό πατριάρχης Αβραάμ,
όταν είδε τό Θεό:
"Έγώ είμαι χώμα καί στάχτη".
κάνει απαθείς όσους τίς εφαρμόζουν.
Διά μέσου τών θείων δογμάτων,
χαρίζει σ' αυτούς τον φωτισμόν της θείας γνώσεως.
όταν πάει νά πετάξη, πέφτει στό χώμα,
επειδή τό τραβάει τό σχοινί,
έτσι καί ό νους πού δέν απέκτησε ακόμη τήν απάθεια καί πετά προς τήν γνώσιν τών επουρανίων,
σύρεται από τά πάθη στή γη.
τότε πορεύεται προς τήν θεωρία τών όντων
χωρίς νά γυρίζει πίσω,
βαδίζοντας πλέον προς τήν γνώσιν
της Αγίας Τριάδος.
έτσι καί τόν καθαρόν νουν ή γνώσις τών αοράτων. Αόρατα εννοώ τά ασώματα.
σε κάποιο πάθος άπό τά πράγματα•
πολύ μεγαλύτερο, όμως, είναι νά μένη απαθής απέναντι στίς φαντασίες των πραγμάτων.
Γιατί ό πόλεμος των δαιμόνων εναντίον μας
μέ τους λογισμούς είναι πολύ πιό φοβερός
άπό τόν πόλεμο μέσω των πραγμάτων.
τά πάθη μέ την πνευματική θεωρία τών ορατών,
τά εμπαθή νοήματα τών πραγμάτων
μέ τή γνώσι τών αοράτων,
τήν θεωρία τών ορατών τέλος
κι αυτήν τήν αποβάλλει,
μέ τήν γνώσιν της Αγίας Τριάδος.
ζητεί πρώτα νά μάθη τους λόγους
περί της ουσίας Του,
καθώς φλέγεται άπό τόν πόθον.
Δέν μπορεί, όμως, νά ικανοποίηση
τόν πόθο του αυτόν
(γιατί κάτι τέτοιο είναι τελείως αδύνατο
σέ όλα γενικώς τά λογικά δημιουργήματα) •
έτσι παρηγορείται άπό τήν γνώσι τών σχετικών
μέ τίς ιδιότητες του Θεου.
Δηλαδή της αιωνιότητος, της απειρίας,
της άπεριοριστίας, της άγαθότητος, της σοφίας,
της δυνάμεως νά δημιουργή,
νά προνοή καί νά κρίνη τά όντα.
Τό μόνο πού μπορούμε νά καταλάβωμε γι' Αυτόν, είναι ή απειρία Του καί τό ότι
είναι αδύνατο νά γίνη γνωστός,
όπως έχουν ειπεί οι θεολόγοι
Γρηγόριος καί Διονύσιος Αρεοπαγίτης.
γιά νά έλευθερωθή τελείως ό νους άπό τά πάθη, ώστε νά μπόρεση νά προσεύχεται απερίσπαστα,
αν δέν ακολουθούν
καί διάφορες πνευματικές θεωρίες.
Γιατί ή πρακτική αρετή ελευθερώνει τόν νουν
μόνον άπό τήν ακράτεια καί τό μίσος,
ενώ οι πνευματικές θεωρίες τόν άπαλλάσουν
άπό τήν λήθη καί τήν αγνοία.
Καί έτσι θά μπόρεση νά προσευχηθή όπως πρέπει.
σ' αυτό καί είναι προσηλωμένος
και καταφρονεί όλα όσα τόν εμποδίζουν από αυτό,
γιά νά μη τό στερηθή.
Καί εκείνος πού αγαπά τόν Θεό,
καλλιεργεί τήν καθαρά προσευχή,
καί κάθε πάθος πού τόν εμποδίζει
από τήν αγάπη του αυτή,
τό αποδιώκει από μέσα του.
τήν φιλαυτία, εύκολα απαλλάσσεται,
με τήν βοήθεια του Θεού καί από τά άλλα πάθη,
τήν οργή, τήν λύπη, τήν μνησικακία κ.λ.π.
Έκεϊνος, όμως, πού είναι υποχείριος στό πρώτο, ακόμα καί αν δέν θέλη,
πληγώνεται καί από τά άλλα πάθη.
Φιλαυτία είναι ή άλογη αγάπη προς τό σώμα μας.
τά νοεί όπως είναι στην φύσι τους
διά μέσου της αισθήσεως.
Καί βέβαια, ούτε ό νους είναι κακό,
ούτε ή κατά φύσιν νόησις,
ούτε τά πράγματα, ούτε ή αίσθησις.
Επειδή αυτά είναι έργα του Θεού.
Ποιο είναι, λοιπόν, τό κακό;
Είναι φανερό ότι είναι τό πάθος
πού εισέρχεται στην κατά φύσιν νόησιν
καί τό όποιο μπορεί νά μήν υπάρχη
στά διάφορα νοήματα,
αν ό νους είναι άγρυπνος.
έξω από τήν φυσική της κατάστασι
ή προς μία αγάπη παράλογη,
ή προς ενα μίσος άκριτο γιά κάποιον
ή γιά κάτι από τά αισθητά.
Παράλογη είναι ή αγάπη λ.χ.
γιά φαγητά ή γιά γυναίκα ή γιά χρήματα
ή γιά δόξα περαστική ή γιά κάτι άλλο
από τά αισθητά πράγματα
ή προς κάποιον πού εξασφαλίζει τά παραπάνω.
Μίσος άκριτο είναι λ.χ.
είτε γιά κάτι άπ' όσα προείπαμε,
είτε εναντίον κάποιου εξαιτίας αυτών.
Ανταμοιβή της πίστεως είναι ή γνώσις.
Ή απάθεια γεννά τή διάκρισι,
ενώ ή γνώσις τήν αγάπη προς τόν Θεόν.
μήν αναζήτησης τους λόγους
πού άφορούν στην ουσία τοϋ Θεού,
γιατί δέν μπορεί νά τους εύρη νους ανθρώπου,
αλλά καί νους κάποιου από τά όντα
πού είναι μετά τόν Θεόν,
δηλαδή γιά τήν αιωνιότητα Του,
τήν απειρία καί άπεριοριστία,
τήν αγαθότητα, τή σοφία καί τή δύναμί Του
νά δημιουργή, νά προνοή καί νά κρίνη τά όντα.
Μεταξύ των ανθρώπων, μέγας Βιολόγος
είναι εκείνος πού ανακαλύπτει
- έστω γιά λίγο -
τους λόγους αυτούς.
πού ένωσε τήν γνώσιν με τήν πράξιν.
Γιατί μέ τήν πράξιν μαραίνει τήν επιθυμία
καί ημερώνει τόν θυμό,
ενώ μέ τήν γνώσιν δίνει φτερά στον νουν
καί υψώνεται προς τόν Θεόν.
είναι ή απάθεια καί ή γνώσις.
Αυτές γίνονται πρόξενοι
της Βασιλείας τών ουρανών,
όπως αντιθέτως τά πάθη καί ή αγνοία
προξενούν τήν αιώνια κόλασιν.
Εκείνος λοιπόν πού κοπιάζει γιά ανθρώπινη δόξα
καί όχι γιά τό αληθινό καλό,
ακούει από τή Γραφή:
"Ζητάτε καί δέν παίρνετε,
επειδή ζητάτε μέ κακό σκοπόν".
επειδή αναλογίζεται
τήν θεραπευτικήν ενέργεια
της κρίσεως του Θεού,
υπομένει ευχαρίστως
τίς συμφορές πού του επέρχονται
καί σκέπτεται ότι κανένας άλλος δέν είναι
αίτιός τους παρά μόνον οι αμαρτίες του.
Ό ανόητος, όμως, επειδή δέν γνωρίζει
τήν σοφότατη πρόνοια του Θεού,
όταν άμαρτάνει καί τιμωρείται,
θεωρεί ως αιτίους τών συμφορών του
ή τόν Θεόν, ή τους ανθρώπους.
την πρόοδο των παθών
καί δεν τά αφήνουν νά μεγαλώσουν
καί άλλα πού όδηγουν στην έλάττωσί τους
καί τά περιορίζουν.
Ή νηστεία, γιά παράδειγμα,
ό κόπος καί ή αγρυπνία
δεν αφήνουν τήν (αισχρά) επιθυμία νά αύξηθή.
Ή άναχώρησις, όμως, καί ή θεωρία,
ή προσευχή καί ό έρως προς τον Θεόν
τήν ελαττώνουν καί τήν όδηγούν στην έξαφάνισι.
Τό ίδιο συμβαίνει με τον θυμόν.
Ή μακροθυμία, ή άμνησικακία καί ή πραότητα σταματούν τόν θυμόν
καί δεν τόν αφήνουν νά μεγαλώνη,
ενώ ή αγάπη, ή ελεημοσύνη,
ή καλωσύνη καί ή φιλανθρωπία,
όδηγοϋν στην έξαφάνισι του θυμού.
καί κάθε κόπο καί λύπη.
"Ας σε πείσουν όλοι οί άγιοι,
οι όποιοι τόσα έπαθαν γιά τόν Χριστόν.
από τήν μητέρα τών κακών, τήν φιλαυτία,
ή οποία είναι
ή παράλογη αγάπη τού σώματος.
Άπό αυτή γεννώνται, μοιάζοντας εύλογοι,
οί πρώτοι καί εμπαθείς καί γενικότατοι
τρεις μανιώδεις λογισμοί:
της γαστριμαργίας, της φιλαργυρίας
καί της κενοδοξίας,
ξεκινώντας άπό τήν ανυπέρβλητη τάχα
ανάγκη του σώματος,
κι άπό αυτούς γεννάται
όλος ό κατάλογος τών κακών.
Πρέπει, λοιπόν, όπως είπαμε,
νά προσέχωμε καί νά τήν πολεμούμε
με μεγάλη νήψιν.
Καί όταν άφανισθή ή φιλαυτία,
αφανίζονται μαζί της καί ολα όσα
γεννώνται άπό αυτήν.
ή στην ψυχή, ή στό σώμα, ή γύρω άπό τό σώμα.
"Οσα αναφέρονται στην ψυχή είναι
ή γνώσις καί ή αγνοία, ή λήθη καί ή μνήμη,
ή αγάπη καί τό μίσος, ή λύπη καί ή χαρά καί τά λοιπά.
"Οσα αναφέρονται στό σώμα είναι
ή ηδονή καί ό πόνος, ή αισθησις καί ή αναισθησία,
ή υγεία καί ή αρρώστια,
ή ζωή καί ό θάνατος καί τά όμοια.
Γύρω από τό σώμα είναι
ή άπόκτησις τέκνων καί ή άτεκνία,
ό πλούτος καί ή φτώχεια,
ή δόξα καί ή αφάνεια καί τά λοιπά.
Άπό αυτά, άλλα νομίζονται καλά
από τους ανθρώπους κι άλλα κακά.
Κανένα, όμως, άπ' αυτά
δέν είναι κακό άπό τόν εαυτό του,
αλλά ανάλογα με τή χρήσι τους
γίνονται πράγματι κακά ή καλά.
όπως καί ή υγεία•
αλλά τά αντίθετα τους ωφέλησαν πολλούς περισσότερο άπό ο,τι αυτά.
Στούς κακούς ή γνώσις δέν βγαίνει σέ καλό,
αν καί φύσει είναι καλή.
Όμοίως ούτε ή υγεία,
ούτε ό πλούτος, ούτε ή χαρά,
γιατί δέν τά χρησιμοποιούν
γιά τό συμφέρον της ψυχής.
"Αρα λοιπόν τους συμφέρουν τά αντίθετα.
Επομένως ούτε τά αντίθετα είναι φύσει κακά,
αν καί νομίζονται κακά.
πού μας τραβά σ' αυτό.
Αυτή ομως δέν είναι τίποτε άλλο
παρά ή αμέλεια
των φυσικών ενεργειών του νου.
Γι' αυτό εκείνοι πού έχουν επιμέλεια
στίς ενέργειες του νου,
πράττουν πάντοτε τά καλά
καί ουδέποτε τά κακά.
"Αν θέλης καί σύ, διώξε τήν αμέλεια
καί διώχνεις μαζί μέ αυτή καί τήν κακία,
πού είναι ή εσφαλμένη χρήσις των νοημάτων,
τήν οποία ακολουθεί ή κακή χρήσις τών πραγμάτων.
νά υποτάσσεται στον θείο λόγο,
αλλά καί νά έξουσιάζη
τό άλογο στοιχείο μέσα μας.
"Ας φυλαχθή σέ όλα αυτή ή τάξις,
καί τότε ούτε τό κακό
θά ύπάρχη στον κόσμο,
ούτε ή δύναμις
πού τραβάει σ' αυτό θά ευρεθή.
από την θεία Πρόνοια στην ευσέβεια,
δοκιμάζονται με τους έξης πειρασμούς:
ή μέ την δωρεά αγαθών,
όπως είναι ή υγεία, ή ομορφιά, ή εύτεκνία,
τά χρήματα, ή δόξα καί τά όμοια,
ή μέ τό χτύπημα από λυπηρά,
όπως ή στέρησις τέκνων καί χρημάτων καί δόξας•
ή μέ όσα προκαλούν πόνο στό σώμα,
π.χ. ασθένεια, βάσανα καί τά λοιπά.
Καί προς τους πρώτους ό Κύριος λέει:
""Οποιος δέν απαρνείται όλα τά υπάρχοντα του,
δέν μπορεί νά είναι μαθητής μου".
Προς τους δεύτερους καί τους τρίτους:
"Μέ τήν υπομονή σας θά κερδίσετε τίς ψυχές σας".
"Ύδωρ αναπαύσεως", ή γνώσις των δημιουργημάτων.
Τό γυμνασμένο λογικό
φέρνει μπροστά του εκείνα πού είδε.
Ή καθαρή ακοή τά δέχεται.
Εκείνος πού στερείται αυτά τά τρία,
κατηγορεί αυτόν πού διδάσκει ορθά.
καί ή "βακτηρία" τήν πρόνοια Του.
Εκείνος λοιπόν πού απέκτησε
τήν γνώσι αυτών των δύο,
μπορεί νά λέη:
"Ή ράβδος σου καί ή βακτηρία σου,
αυταιίς με παρεκάλεσαν (παρηγόρησαν)".
(Ψαλμ. 21, 5).
Τό τραπέζι εδώ σημαίνει τήν πρακτική αρετή,
γιατί αυτή ετοιμάσθηκε από τόν Χριστό
κατά πρόσωπο αυτών πού μας θλίβουν.
Τό λάδι πού λιπαίνει τόν νουν σημαίνει
τήν θεωρία τών δημιουργημάτων.
Τό ποτήρι του Θεού σημαίνει τήν γνώσι του Θεού, ενώ τό "ελαιον" Αυτού σημαίνει
τόν Λόγον του Θεού καί Θεόν.
Γιατί Αυτός μέ τήν ένανθρώπησί Του,
καταδιώκει καθημερινά
μέχρις ότου πιάσει όλους εκείνους πού θά σωθούν, όπως π.χ. τον Παύλο.
Ό οίκος σημαίνει, την βασιλεία,
όπου καταλήγουν όλοι οί, άγιοι.
Και ή "μακαριότης των ημερών"
σημαίνει την αιώνια ζωή.
από την κακή χρήσι των δυνάμεων της ψυχής, δηλαδή της λογιστικής καί τής έπιθυμητικής.
Τής λογιστικής δυνάμεως κακή χρήσις είναι
ή άγνοια καί ή αφροσύνη.
Της θυμοειδούς καί τής έπιθυμητικής είναι
τό μίσος καί ή ακολασία.
Καλή χρήσις τους είναι
ή γνώσις καί ή φρόνησις,
ή αγάπη καί ή σωφροσύνη.
"Αν αυτό είναι αλήθεια,
τότε κανένα κτίσμα τοϋ Θεού
καί δημιούργημα δεν είναι κακό.
δεν είναι κακά τα φαγητά αλλά η γαστριμαργία
ούτε ή παιδοποι'ί'α, αλλά ή πορνεία•
ούτε τά χρήματα, αλλά ή φιλαργυρία•
ούτε ή δόξα, αλλά ή κενοδοξία.
"Αν είναι έτσι, κανένα από τά όντα δέν είναι κακό• κακό είναι ή εσφαλμένη χρήσις τους,
πού οφείλεται στην αμέλεια του νου
γιά τήν καλλιέργεια των φυσικών του δυνάμεων.
εμπαθής καί παράλογη αγάπη,
τήν οποία αντιμάχεται ή αγάπη καί ή εγκράτεια.
Έκείνος πού έχει τήν φιλαυτία,
είναι φανερό ότι έχει όλα τά πάθη.
μέ τους πιό ασθενείς ανθρώπους,
αλλά νά αύξάνης τήν αγάπη σου
σύμφωνα μέ τήν εντολή.
Γιατί μέ τή σύγκρισι πέφτεις
στό λάκκο τής οιήσεως,
ενώ μέ τήν αύξησι τής αγάπης
ανεβαίνεις στό ύψος τής ταπεινοφροσύνης.
γιά νά ζή μέ απολαύσεις.
Ό κενόδοξος γιά νά δοξασθή μέ αυτά,
καί ό άπιστος γιά νά τά κρύψη καί νά τά φυλάξη, επειδή φοβάται πείνα,
γηρατειά, άσθένεια ή ξενιτεμό,
καί ελπίζει πιό πολύ στά χρήματα,
παρά στον Θεό, τόν Δημιουργό όλης της Κτίσεως
που προνοεί καί γιά τά πιό μικρά όντα.
οι τρεις πού αναφέραμε,
καί τέταρτος ό οικονομικός
(αυτός πού οικονομεί τίς ανάγκες των άλλων).
Κι αυτός μόνο είναι φανερό ότι τά μαζεύει ορθά,
γιά νά βοηθή πάντοτε καθένα στίς ανάγκες του.
καί τά δημιουργήματα Του.
Γνωρίζουν καί οι αγγελικές δυνάμεις τόν Θεό, γνωρίζουν καί όσα έχει δημιουργήσει,
αλλά δεν γνωρίζουν τόν Θεό,
όπως αυτός γνωρίζει τόν εαυτό Του,
ούτε γνωρίζουν τά δημιουργήματα Του
όπως τά γνωρίζει ό Θεός.
από τή μακαριά ουσία Του.
Τά δημιουργήματα Του
τά γνωρίζει μέ τή σοφία Του,
με τήν οποία καί μέσω της οποίας
έδημιούργησε τά πάντα.
Οί αγγελικές όμως δυνάμεις γνωρίζουν τόν Θεό
μέ τήν μετοχή των ενεργειών Του
(ενώ Αυτός είναι πέρα από κάθε μετοχή),
καί τά δημιουργήματα Του
μέ τήν θεωρητική τους έξέτασιν.
τήν θεωρητική τους γνώσιν.
Δέν συμβαίνει όμως τό ίδιο
μέ τόν αίώνιον καί άπειρον καί άπερίγραπτον Θεόν,
ό όποιος έχάρισε στά όντα τήν υπαρξι
καί τήν ευδαιμονία καί τήν αιωνιότητα.
γιά νά πούμε όλη τήν αλήθεια,
είναι καί πάνω άπ' όλες αυτές τίς ιδιότητες,
δέν έχει τίποτε απολύτως τό αντίθετο σ' αυτές.
Τά κτίσματα όμως,
πού έχουν στό σύνολο
καί τά λογικά καί νοερά
που έχουν επιπλέον καί την ελευθερία
γιά αγαθότητα καί σοφία,
έχουν αντίθετα δηλαδή στην ύπαρξι
έχουν αντίθετη την μη ύπαρξι,
καί αντίθετα στην αγαθότητα καί την σοφία
έχουν την κακία καί την άγνωσία.
Καί τό νά υπάρχουν αυτά ή νά μην υπάρχουν,
είναι στην εξουσία τοϋ Δημιουργού.
Τό νά μετέχουν όμως στην αγαθότητα
καί την σοφία Του ή όχι,
εξαρτάται άπό τή βούλησι
των λογικών κτισμάτων.
λέγοντας οτι προαιωνίως συνυπάρχει με τόν Θεό
ή ουσία των όντων,
καί ότι μόνο οι Ιδιότητες τους
δέχθηκαν την ύπαρξι άπό Αυτόν,
λένε ότι στην ουσία δέν υπάρχει τίποτε ενάντιο,
καί έναντίωσι υπάρχει μόνο προς τίς ιδιότητες.
Έμείς όμως λέμε οτι μόνο ή θεία Ουσία
δέν έχει τίποτε τό αντίθετο,
επειδή είναι αιώνια, άπειρη
καί χαρίζει τήν αιωνιότητα στά αλλά όντα.
Ένώ στην ουσία των όντων
είναι αντίθετο ή ανυπαρξία,
καί είναι στην εξουσία τού κυρίως Όντος
τό νά υπάρχη αύτη αιώνια ή νά μην ύπάρχη.
Επειδή όμως ό Θεός δέν ανακαλεί τά χαρίσματα Του (Ρωμ. 11, 29),
γι' αυτό τά όντα καί υπάρχουν πάντοτε
καί θά υπάρχουν,
συγκρατούμενα άπό τήν παντοκρατορική δύναμι,
αν καί ή ουσία τους έχει ώς αντίθετο τήν ανυπαρξία, όπως είπαμε, γιατί άπό αυτήν ήρθε στην ύπαρξι,
καί εξαρτάται άπό τή βούλησι του Θεού
τό νά υπάρχη αυτή ή νά μήν υπάρχη.
εννοώ σε σχέσι με τόν άνθρώπινον νουν,
γιατί είναι ιδίωμα αγγέλου
τό νά μήν άγνοή τίποτε άπό τά μερικά.
Τρίτον, τό νά εχη εμπαθείς λογισμούς.
Τέταρτον νά συγκατατίθεται στην αμαρτία.
από τά κοσμικά.
Καί αγαπά όλους τους ανθρώπους
εκείνος που δεν αγαπά κάτι ανθρώπινο.
Κι έχει γνώσι του Θεού και των θείων
εκείνος πού δεν σκανδαλίζεται από άλλον,
είτε γιά αμαρτίες, είτε
γιά συμπερασμούς από υποψίες.
πάθος προς τά πράγματα.
Όμως πολύ μεγαλύτερο άπ' αυτό είναι
νά μένη απαθής προς τά νοήματα τους.
Ή γνώσις γιά εκείνον πού τήν απέκτησε.
Εκείνος πού έχει την γνώσι,
τήν έχει γιά τόν Θεό,
ό όποιος γνωρίζεται χωρίς νά γνωρίζωμε πώς,
καί γνωρίζει πέρα από κάθε γνώσιν.
δέν έφερε στην ύπαρξι τά δημιουργήματα
γιατί είχε ανάγκη άπό κάτι,
αλλά γιά νά απολαύσουν αυτά τόν Θεό,
μετέχοντας Τον αναλόγως,
καί Αυτός γιά νά εύφρανθή γιά τά έργα του
(Ψαλμ. 103, 31),
βλέποντας τα νά εύφραίνωνται καί νά χορταίνουν αδιάκοπα άπό εκείνα πού δέ χορταίνονται.
πού προέρχεται άπ' αυτήν,
αυτός καταφρονεί όλες τίς ηδονές
πού γεννώνται άπό τό έπιθυμητικόν.
επιθυμεί ή τροφές, ή σαρκικές ηδονές,
ή δόξα ανθρώπινη, ή χρήματα,
ή κάτι άλλο σχετικό μέ αυτά.
Καί αν ό νους δέν εύρη κάτι ανώτερο
γιά νά μεταφέρη σ' αυτό τήν επιθυμία του,
δέν θά πεισθή ποτέ
νά καταφρόνηση τά παραπάνω.
Καί άσυγκρίτως ανώτερο άπ' αυτά
είναι ή γνώσις τού Θεού καί των θείων.
έτσι καί ή ψιλή γνώσις των θείων
δεν πείθει τελικά
νά καταφρόνηση κανείς τά ανθρώπινα.
Γιατί ή αλήθεια, τώρα υπάρχει
ώς σκιά καί σε εικασίες,
καί γι' αυτό χρειάζεται
τό μακάριο πάθος της αγίας αγάπης,
ή οποία δεσμεύει τόν νου
μέ τίς πνευματικές θεωρίες
καί τόν πείθει νά προτίμα τά αϋλα από τά υλικά,
καί τά νοητά καί θεία από τά αισθητά.
όχι στην αίσθησι καί έχομε την αρετή αμυδρά,
όπως μέσα σέ καθρέπτη
(Β' Κορ. 5, 7)
καί γι' αυτό έχομε ανάγκη
νά ασχολούμεθα πολύ μέ τά θεία,
ώστε μέ την πολυχρόνια
καί εμπεριστατωμένη μελέτη,
νά άποκτήσομε συνήθεια των θείων θεωριών,
πού δύσκολα αποσπάται.
καί ασχοληθούμε μέ τίς πνευματικές θεωρίες
γιά λίγο μόνο,
χωρίς νά έπιμείνωμε σ' αυτές
καί νά τίς κάνωμε κύριο έργο μας,
εύκολα πάλι ξαναγυρίζομε στά σαρκικά πάθη,
χωρίς νά κερδίσωμε τίποτε άλλο
από γυμνή γνώσι καί οίησι.
Τό τέλος της είναι ό σκοτισμός σιγά-σιγά
καί της ψιλής γνώσεως
καί τό ολοκληρωτικό παραστράτημα τοϋ νου
προς τά υλικά.
απασχολεί τόν νουν μέ τά υλικά πράγματα,
ενώ αξιέπαινο πάθος αγάπης τόν δένει μέ τά θεία.
Γιατί έχει συνήθεια ό νους,
στά πράγματα μέ τά όποια ασχολείται πολύν καιρό,
σ' αυτά καί νά απλώνεται.
Καί σέ εκείνα πού απλώνεται,
σ' εκείνα νά στρέφη τήν επιθυμία καί την αγάπη
είτε στά θεία καί συγγενή του καί νοητά,
είτε στά πράγματα καί τά πάθη της σαρκός.
καί ό ίδιος έπλασε καί την ψυχή καί τό σώμα.
Καί αν ο ορατός κόσμος είναι τόσο ωραίος,
πόσο άραγε είναι ό αόρατος;
Καί αν ό αόρατος είναι ωραιότερος άπό τόν ορατό, πόσο τους ξεπερνά καί τους δύο
ό Δημιουργός τους Θεός;
Αν, λοιπόν, ανώτερος άπ' όλα τά δημιουργήματα
είναι ό Δημιουργός όλων τών καλών,
με ποιο λόγο ό νους εγκαταλείπει τό καλύτερο
καί ασχολείται με τά χειρότερα άπ' όλα,
δηλαδή με τά πάθη της σαρκός;
Ή είναι φανερό,
επειδή αυτά άπό την γέννησί του
τά συναναστράφηκε καί τά συνήθισε,
ενώ τόν Θεό,
τόν ανώτερο άπ' όλα καί πάνω άπ' όλα,
δεν Τόν έγνώρισε ακόμη τελείως.
Αν, λοιπόν,
με πολύκαιρη άσκησι στην εγκράτεια τών ηδονών
καί με τήν μελέτη τών θείων,
λίγο-λίγο τόν χωρίσωμε
άπό αύτη τήν σχέσι με τά πάθη,
τότε εκτείνεται προς τά θεια
καί σιγά-σιγά προοδεύει
καί γνωρίζει τήν θεϊκή αξία του.
Καί τέλος όλον τόν πόθον του
τόν μεταφέρει στον Θεό.
είναι φανερό ότι καί τήν γνώσι
γιά λόγους κενοδοξίας τήν επιδιώκει.
Αυτός ούτε λέει, ούτε κάνει κάτι
γιά πνευματική οικοδομή τών άλλων,
αλλά σε όλα κυνήγα τήν δόξα εκείνων
πού τόν βλέπουν ή τόν άκούνε.
Τό πάθος του ελέγχεται,
όταν μερικοί άπ' αυτούς τόν κατηγορήσουν
γιά τά έργα του ή γιά τά λόγια του.
Τότε λυπάται υπερβολικά,
όχι διότι δέν ωφελήθηκαν εκείνοι πού τόν άκουσαν, γιατί δέν ήταν αυτός ό σκοπός του,
αλλά γιατί έξευτελίσθηκε.
"Αν θέλης νά εχης έπίγνωσι καί μετριοφροσύνη
καί νά μήν είσαι δούλος στό πάθος της οιήσεως,
νά άναζητής στά όντα τί είναι εκείνο
πού διαφεύγει τήν γνώσιν σου.
Θά εύρης τότε, ότι σου διαφεύγουν πάρα πολλά
καί διάφορα, καί θά θαυμάσης για την άγνοια σου
καί θά ταπεινωθής.
Καί αφού γνωρίσης τόν εαυτό σου,
θά κατανόησης πολλά
καί σπουδαία καί θαυμαστά πράγματα.
Γιατί ή φανταστική γνώσις δεν αφήνει κανένα
νά προχώρηση στην πραγματική γνώσιν.
νά απόκτηση τήν πνευματική γνώσιν,
πρέπει νά διατηρή απαθή
τά νοήματα των πραγμάτων,
τά αντικείμενα της θεωρίας
ασφαλισμένα άπό λάθος,
καί τήν κατάστασι της προσευχής άθόλωτη.
Αυτά, όμως, δέν μπορεί νά τά φυλάγη πάντοτε, καθώς τόν θολώνουν οι αναθυμιάσεις της σαρκός
μέ τήν επιβουλή τών δαιμόνων.
ό όποιος μέ τήν αληθινή πίστι του
έγνώρισε πάνω άπό κάθε γνώσι,
μέ τρόπον υπεράγνωστο, τόν Ύπεράγνωστο,
καί είδε καθολικά τά δημιουργήματα Του,
καί έλαβε άπό τόν Θεόν τήν περιεκτική γνώσιν
περί Προνοίας καί Κρίσεως
τών δημιουργημάτων Του•
εννοώ βέβαια όσο αυτό είναι δυνατόν σέ ανθρώπους.
ούτε βαθιά γνώσι της θείας Προνοίας,
εκείνος πού σέ καιρό πειρασμού
δέν κάνει υπομονή
γιά οσα λυπηρά του συμβαίνουν,
αλλά αποκόβεται άπό τήν αγάπη
τών πνευματικών αδελφών.
τήν αναφέρομε στό σώμα του ζώου,
καί τό φώς καί τό σκοτάδι στό μάτι,
έτσι ή αρετή καί ή κακία αναφέρονται στην ψυχή
καί ή γνώσις καί ή άγνωσία στον νουν.
στρέφεται στά έξης τρία:
στίς εντολές, στά δόγματα καί στην πίστι.
Οι εντολές χωρίζουν τόν νουν άπό τά πάθη,
τά δόγματα τόν εισάγουν
ενώ ή πίστις στη θεωρία της Αγίας Τριάδος.
νά ελευθερώσουν τον νουν από την άκρασία
καί τό μίσος, καί νά τόν φέρουν στην αγάπη
Αυτού καί του πλησίον, από τά όποια γεννάται
τό φώς της ένεργού αγίας γνώσεως.
μία μερική πνευματική γνώσι,
μήν αμελείς την αγάπη καί την εγκράτεια.
Γιατί αυτές καθαρίζουν
τό παθητικό μέρος της ψυχής
καί διαρκώς ανοίγουν τόν δρόμο
προς τήν πνευματική γνώσιν.
ή απάθεια καί ή ταπείνωσις"
χωρίς αυτά κανείς δεν θά Ίδή τόν Κύριον.
ένώ ή αγάπη οικοδομεί,
ένωσε με την γνώσιν την αγάπη
καί θά είσαι ταπεινός καί πνευματικός οικοδόμος,
που θά οικοδομής καί τόν εαυτό σου
καί όλους εκείνους πού σέ πλησιάζουν.
μήτε νά πικραίνεται προς εκείνους πού τόν φθονούν, μήτε νά κοινολογή επιδεικτικά
τό προτέρημα πού προκαλεί φθόνο,
μήτε νά νομίζη ότι επέτυχε πιά τόν σκοπό του,
καί γιά όσα δέν γνωρίζει,
νά ομόλογη χωρίς νά ντρέπεται την αγνοιά του.
Έτσι ή αγάπη κάνει τόν νουν ταπεινό
καί νά προχωρή συνεχώς στην πνευματική γνώσιν.
της γνώσεως ή οίησις καί ό φθόνος,
καί μάλιστα στην αρχή.
Καί ή οίησις φυτρώνει μέσα μας μόνο,
ένώ ό φθόνος καί εσωτερικά καί εξωτερικά
εσωτερικά εναντίον εκείνων πού έχουν γνώσιν έξωτερικά, από εκείνους που έχουν αγνοία.
Ή αγάπη λοιπόν ανατρέπει καί τά τρία:
την οίησι, γιατί ή αγάπη δε "φουσκώνει"
τόν εσωτερικό φθόνο, γιατί ή αγάπη δε ζηλεύει-
τόν εξωτερικό, επειδή ή αγάπη δείχνει
μακροθυμία καί αγαθότητα
(Α' Κορ. 13, 4).
Είναι αναγκαίο λοιπόν, εκείνος πού έχει γνώσι,
νά πρόσθεση σ' αυτή καί την αγάπη,
γιά νά διατηρή πάντοτε τό νουν του άπλήγωτον.
καί έλαβε τό χάρισμα της γνώσεως,
έχει όμως εναντίον ανθρώπου
λύπη ή μνησικακία ή μίσος,
είναι όμοιος μ' εκείνον πού τρυπά τά μάτια του
με αγκάθια καί τριβόλια.
Γι' αυτό ή γνώσις έχει ανάγκη
απαραιτήτως από την άγάπην.
χαλιναγώγησε το με την αγάπη•
τό έπιθυμητικό, μάρανε το με την εγκράτεια•
καί τό λογιστικό, φτέρωσε το μέ την προσευχή.
Έτσι τό φως του νου δεν σκοτεινιάζει ποτέ.
ελευθερώνουν την ψυχή από τά πάθη.
Ή άνάγνωσις καί ή θεωρία
ελευθερώνουν τόν νουν άπό την άγνοια.
Ή αληθινή προσευχή τόν φέρνει
μπροστά στον ίδιο τόν Θεό.
νά χρησιμοποιούμε λογικά
τά πράγματα πού δέν όδηγοϋν σε πάθος.
Η λογική χρήσις αυτών των πραγμάτων
κάνει καθαρή την κατάστασι της ψυχής.
Ή καθαρή κατάστασις γεννά την απάθεια,
από την οποία γεννάται ή τελεία αγάπη.
αν όμως την αναζητήσης,
θα την εύρης μόνο στους μαθητάς του Χριστού, επειδή μόνο αυτοί είχαν
την αληθινή Αγάπη δάσκαλο της αγάπης,
γιά την οποία έλεγαν:
"Αν έχω τό χάρισμα της προφητείας
και αν γνωρίζω όλα τα μυστήρια του Θεού,
καί έχω όλη τήν γνώσι,
αλλά δεν έχω αγάπη,
δεν ωφελούμαι τίποτε"
(Α' Κορ. 13, 2-3).
Εκείνος λοιπόν πού απέκτησε την αγάπη,
απέκτησε τον Θεό,
επειδή ο Θεός είναι αγάπη
(Α' Ίωάν. 4, 8).