Παρ. Βενετοπούλου
βασικό κορμό του χριστιανικού λόγου.
Η αρχαία ελληνική φιλοσοφία και η στάση της πατερικής παράδοσης, των βυζαντινών λογίων και των λογίων της περιόδου της τουρκοκρατίας
Παρότι ο πυρήνας της πνευματικής στάσης του βυζαντινού θεολογικού λόγου απέναντι στην ελληνική φιλοσοφική παράδοση παραμένει αναλλοίωτος, το γεγονός της γλωσσικής συνέχειας εξασφαλίζει την εύκολη προσπέλαση στα αρχαία κείμενα από τους βυζαντινούς λογίους: “Είναι γνωστό το ενδιαφέρον των λογίων για την αντιγραφή αρχαίων έργων, και η χειρόγραφη παράδοση των φιλοσοφικών έργων, παρά τον εν μέρει τυχαίο χαρακτήρα της, μας δίνει μια εικόνα για τη διάδοση και τη διασπορά τους. Τα περισσότερα από χίλια βυζαντινά χειρόγραφα του Αριστοτέλη και τα διακόσια εξήντα του Πλάτωνα συνιστούν έναν εντυπωσιακά μεγάλο αριθμό και φανερώνουν την προτίμηση των λογίων τόσο για τους δύο φιλοσόφους όσο και για ορισμένα από τα έργα τους”[20]. Παρότι για πολλούς βυζαντινούς λογίους η αρχαία ελληνική φιλοσοφική παράδοση πλησιάζει την αλήθεια και μερικές φορές ο σοφός ταυτίζεται με τον φιλόσοφο, στη βυζαντινή περίοδο δεν διαμορφώνεται ποτέ ένας καθαρά φιλοσοφικός λόγος. Η επικράτηση του κινήματος του ησυχασμού κατά τον 14ο αιώνα, δηλαδή στην ύστερη περίοδο της “παλαιόλογειας αναγέννησης”, είναι ενδεικτική, αφού φανερώνει το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ της “ημετέρας” και της “θύραθεν” φιλοσοφίας, το χάσμα μεταξύ του αποκαλυπτικού θείου πνεύματος και του ορθού λόγου: “Τελικά, η ένταση μεταξύ χριστιανισμού και (εθνικής) φιλοσοφίας διατηρήθηκε σε όλη την πορεία της βυζαντινής φιλοσοφίας, παρά το πατερικό παράδειγμα ή τις απόπειρες συμφιλίωσης, όπως του Ψελλού να μείνει πιστός στη θεολογική ορθοδοξία και ταυτόχρονα να χρησιμοποιήσει την αρχαία φιλοσοφική παράδοση”[21].
Ολόκληρη η Ευρώπη γνωρίζει αυτή την περίοδο μια πραγματική μεταμόρφωση μέσα από την ανεμπόδιστη και αυτόνομη καλλιέργεια της φιλοσοφίας και των επιστημών, και οι έλληνες λόγιοι της διασποράς μεταφέρουν με ενθουσιασμό τα νέα μηνύματα, καθώς, ταυτόχρονα με τη μελέτη και τη μετάφραση κειμένων του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, αρχίζουν να προχωρούν και πάλι σε επιστημονική μελέτη της αρχαίας παράδοσης με προεξάρχοντα τον Αδαμάντιο Κοραή ή ακόμη και σε απόπειρες άρθρωσης νέου φιλοσοφικού λόγου, όπως στις περιπτώσεις του Βενιαμίν Λέσβιου (1759-1824) ή του Κωνσταντίνου Κούμα (1777-1836)[24]. “Φυσικά, οι νεoτερικές αντιλήψεις και η διδασκαλία τους (…) υφίστανται και την οργανωμένη αντεπίθεση των εχθρών του Διαφωτισμού, οι οποίοι συνήθως εκπροσωπούν παραδοσιακά κέντρα της θεολογικής αυθεντίας”[25], όμως η θεολογική αυθεντία αρχίζει ήδη να συρρικνώνεται κάτω από το βάρος του ουμανισμού, που αντλεί τη δύναμή του τόσο από τα συνεχή επιτεύγματα της επιστήμης, όσο και από την απρόσκοπτη αναδίφηση στην αρχαία παράδοση και την τεράστια κοινωνική απήχηση των αρχαίων δημοκρατικών ιδεωδών.
Το χριστιανικό δόγμα και η νεώτερη ευρωπαϊκή φιλοσοφία και επιστήμη
Στα τέλη του 18ου αιώνα, η έκρηξη της γαλλικής επανάστασης συντελεί καθοριστικά στο οριστικό γκρέμισμα των παλαιών αξιών και επιταχύνει τις εξελίξεις, λειτουργώντας σαν πανευρωπαϊκός φάρος τόσο κοινωνικών όσο και πνευματικών αναζητήσεων. Την εποχή αυτή ξεχωρίζουν τρεις πνευματικοί κύκλοι που αποτελούν τα κέντρα μεταλαμπάδευσης των νέων κοινωνικών, φιλοσοφικών και επιστημονικών ιδεών, και περιορίζουν την αίγλη και το κύρος του Πατριαρχείου: ο κύκλος των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών και της Βιέννης, με κεντρικά του πρόσωπα τον Ρήγα Βελεστινλή και τον Άνθιμο Γαζή, και με έντονους κοινωνικούς και επαναστατικούς προσανατολισμούς, ο περισσότερο φιλολογικός κύκλος του Παρισιού γύρω από τον Αδαμάντιο Κοραή, και ο ελλαδικός κύκλος των Ιωαννίνων γύρω από τον Αθανάσιο Ψαλλίδα[32]. Από αυτά τα σπουδαία πνευματικά κέντρα θα ξεπηδήσουν προσωπικότητες, όπως ο Βενιαμίν Λέσβιος (1762-1824), φανατικός υπέρμαχος του ηλιοκεντρικού συστήματος, που με το έργο του “κλείνει, ουσιαστικά, η πρώτη αυτή προεπαναστατική φάση της αφομοίωσης των νέων επιστημονικών ιδεών από τους λογίους του ελλαδικού χώρου”[33]. Βρισκόμαστε πλέον στην περίοδο της ακμής του “νεοελληνικού διαφωτισμού”, ενός ανθηρού πνευματικού κινήματος, που θα επιτύχει όχι μόνο να διαδώσει στον απομονωμένο ελλαδικό χώρο τις νέες ιδέες και αξίες, αλλά και να συντελέσει τα μέγιστα στην απελευθέρωση από την οθωμανική κυριαρχία και στην ίδρυση και διακυβέρνηση του νέου ελληνικού κράτους.
Συμπεράσματα
Μετά την άλωση του 1453 παρατηρείται μεταξύ των βυζαντινών λογίων ένα αρχικό κύμα διασποράς στην Ιταλία όπου συμμετέχουν στην κυοφορία μιας πνευματικής αναγέννησης, που εμπνέεται από τα οράματα και τις ιδέες του Πλήθωνα. Ταυτόχρονα, όμως, το Πατριαρχείο, με κοσμικές και πνευματικές εξουσίες πλέον ακολουθεί μια “λατινοφοβη”, εσωστρεφή και συντηρητική πορεία, που παγιώνεται στο “νεοαριστοτελικό” κορυδαλικό σύστημα. Μόνο με το κίνημα του “νεοελληνικού διαφωτισμού”, που εμφανίζεται τον 18ο αιώνα θα φτάσει στον ελλαδικό χώρο η νεότερη ευρωπαϊκή φιλοσοφία και επιστημονική σκέψη, που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στις περιόδους της αναγέννησης και του διαφωτισμού.
Ζωγραφίδης, Γ., “Η Βυζαντινή φιλοσοφία”, στο Ελληνική φιλοσοφία και επιστήμη: από την αρχαιότητα έως τον 20ο Αιώνα, Τόμος Α΄, ΕΑΠ, (Πάτρα 2000)
Τατάκης, Β. Ν., Η Βυζαντινή φιλοσοφία, (μτφ. Ε. Καλπουρτζή), (Αθήνα 1977)
Χριστιανίδης, κ.α., “Οι Έλληνες λόγιοι στην ελληνική περίοδο της Τουρκοκρατίας”, στο Ελληνική φιλοσοφία και επιστήμη: από την αρχαιότητα έως τον 20ο Αιώνα, Τόμος Β΄, ΕΑΠ, (Πάτρα 2000)
Σημειώσεις-Παραπομπές
[1] Γ. Ζωγραφίδης, “Η Βυζαντινή φιλοσοφία”, στο Ελληνική φιλοσοφία και επιστήμη: από την αρχαιότητα έως τον 20ο Αιώνα, Τόμος Α΄, Πάτρα (2000): 343.
[2] Β. Ν. Τατάκης, Η Βυζαντινή φιλοσοφία, (μτφ. Ε. Καλπουρτζή), Αθήνα (1977): 27.
[3]Στο ίδιο: 26-27.
[4]Γ. Ζωγραφίδης, ό.π.: 345-348.
[5]Β. Ν. Τατάκης, ό.π.: 34.
[6]Γ. Ζωγραφίδης, ό.π.: 356.
[7]Στο ίδιο: 357.
[8]Στο ίδιο: 359.
[9]Στο ίδιο: 367.
[10]Στο ίδιο: 367.
[11]Σ. Βιρβιδάκης, «Η φιλοσοφική σκέψη στην Ελλάδα από τον 16ο ως τον 20ο αιώνα», στο Ελληνική φιλοσοφία και επιστήμη: από την αρχαιότητα έως τον 20ο Αιώνα, Τόμος Α΄, Πάτρα (2000): 389.
[12]Στο ίδιο: 390.
[13]Στο ίδιο: 392.
[14]Στο ίδιο: 395.
[15]Στο ίδιο: 400.
[16]Β. Ν. Τατάκης, ό.π.: 26.
[17]Στο ίδιο: 32.
[18]Στο ίδιο: 34.
[19]Γ. Ζωγραφίδης, ό.π.: 346-347.
[20]Στο ίδιο: 350.
[21] Στο ίδιο: 378.
[22]Σ. Βιρβιδάκης, ό.π. : 389.
[23] Στο ίδιο: 390.
[24]Στο ίδιο: 400-401.
[25]Στο ίδιο: 398-399.
[26]Γ. Ζωγραφίδης, ό.π.: 362.
[27]Γ. Χριστιανίδης, Δ. Διαλέτης, Γ. Παπαδόπουλος, Κ. Γαβρόγλου, “Οι Έλληνες λόγιοι στην ελληνική περίοδο της Τουρκοκρατίας”, στο Ελληνική φιλοσοφία και επιστήμη: από την αρχαιότητα έως τον 20ο Αιώνα, Τόμος Β΄, Πάτρα (2000): 327.
[28]Στο ίδιο: 332.
[29]Στο ίδιο: 332-333.
[30]Στο ίδιο: 334-336.
[31]Στο ίδιο: 343-347.
[32]Στο ίδιο: 349.
[33]Στο ίδιο: 350.