2. «Έστρωσες μπροστά μου τραπέζι κλπ.»(Ψαλμ. 22, 5). Το τραπέζι εδώ σημαίνει την πρακτική αρετή, γιατί αυτή ετοιμάστηκε από τον Χριστό κατά πρόσωπο αυτών που μας θλίβουν. Το λάδι που λιπαίνει το νου σημαίνει τη θεωρία των δημιουργημάτων. Το ποτήρι του Θεού σημαίνει τη γνώση του Θεού, ενώ το «έλαιο» Αυτού σημαίνει το Λόγο του Θεού και Θεό. Γιατί Αυτός με την ενανθρώπησή Του, καταδιώκει καθημερινά μέχρις ότου πιάσει όλους εκίνους που θα σωθούν, όπως π.χ. τον Παύλο. Ο οίκος σημαίνει τη βασιλεία όπου καταλήγουν όλοι οι άγιοι. Και η «μακρότης των ημερών» σημαίνει την αιώνια ζωή.
3. Οι κακίες προέρχονται από την κακή χρήση των δυνάμεων της ψυχής, δηλαδή της λογιστικής και της επιθυμητικής. Της λογιστικής δυνάμεως κακή χρήση είναι η άγνοια και η αφροσύνη. Της θυμοειδούς και της επιθυμητικής είναι το μίσος και η ακολασία. Καλή χρήση τους είναι η γνώση και η φρόνηση, η αγάπη και η σωφροσύνη. Αν αυτό είναι αλήθεια, τότε κανένα κτίσμα του Θεού και δημιούργημα δεν είναι κακό.
4. Δεν είναι κακά τα φαγητά, αλλά η γαστριμαργία. ούτε η παιδοποιΐα, αλλά η πορνεία. ούτε τα χρήματα, αλλά η φιλαργυρία. ούτε η δόξα, αλλά η κενοδοξία. Αν είναι έτσι, κανένα από τα όντα δεν είναι κακό. κακό είναι η εσφαλμένη χρήση τους που οφείλεται στην αμέλεια του νου για την καλλιέργεια των φυσικών του δυνάμεων.
5. Το κακό που υπάρχει στους δαίμονες είναι θυμός παράλογος, ανόητη επιθυμία και απερίσκεπτη φαντασία, όπως λέει ο μακάριος Διονύσιος. Η παραλογία, η άνοια και η απερισκεψία στα λογικά όντα είναι στερήσεις του λογικού, του νου και της περισκέψεως. Οι στερήσεις όμως είναι μεταγενέστερες των έξεων. Άρα λοιπόν, υπήρχε καιρός, που οι δαίμονες είχαν λογικό και νου και ευλαβή περίσκεψη. Αν είναι έτσι, τότε οι δαίμονες δεν είναι φύσει κακοί, αλλά έχουν γίνει κακοί από κακή χρήση των φυσικών τους δυνάμεων.
6. Άλλα πάθη προκαλούν ακολασία, άλλα μίσος. Άλλα και ακολασία και μίσος.
7. Η πολυλογία και η πολυφαγία είναι αίτια της ακολασίας. Η φιλαργυρία και η κενοδοξία είναι αίτια τους μίσους προς τον πλησίον. Η μητέρα τους η φιλαυτία, είναι αίτια και των δύο.
8. Φιλαυτία είναι η προς το σώμα εμπαθής και παράλογη αγάπη, την οποία αντιμάχεται η αγάπη και η εγκράτεια. Εκείνος που έχει τη φιλαυτία, είναι φανερό ότι έχει όλα τα πάθη.
9. Κανένας δεν μίσησε την σάρκα του(Εφ. 5, 29), λέει ο Απόστολος, αλλά τη σκληραγωγεί και τη χρησιμοποιεί ως δούλη(Α΄ Κορ. 9, 27), μη παρέχοντάς της τίποτε άλλο παρά τροφές και ενδύματα(Α΄ Τιμ. 6, 8), κι απ’ αυτά όσα της χρειάζονται για να ζει. Με αυτό τον τρόπο την αγαπά κανείς απαθώς και την τρέφει ως υπηρέτρια των θείων, και την περιποιείται δίνοντάς της μόνο όσα θεραπεύουν τις ανάγκες της.
10. Όποιον αγαπά κανείς, εκείνον βέβαια και περιποιείται πρόθυμα. Αν λοιπόν κανείς αγαπά τον Θεό, πρόθυμα κάνει εκείνα που Του αρέσουν. Αν αγαπά τη σάρκα, κάνει πρόθυμα εκείνα που ευχαριστούν αυτήν.
11. Στο Θεό αρέσει η αγάπη, η σωφροσύνη, η θεωρία και η προσευχή. Στη σάρκα αρέσει η γαστριμαργία, η ακολασία και όσα αυξάνουν αυτά τα πάθη. Γι’ αυτό όσοι είναι σαρκικοί, δεν μπορούν να αρέσουν στο Θεό(Ρωμ. 8, 8). Ενώ όσοι ανήκουν πράγματι στο Χριστό, σταύρωσαν τη σάρκα μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες(Γαλ. 5, 24).
12. Αν ο νους στραφεί προς το Θεό, έχει το σώμα δούλο του και δεν του παρέχει τίποτε παραπάνω από ό,τι χρειάζεται για να ζήσει. Αν όμως στραφεί προς τη σάρκα, υποδουλώνεται στα πάθη, και φροντίζει πως να ικανοποιεί πάντοτε τις κακές επιθυμίες της.
13. Αν θέλεις να νικήσεις τους πονηρούς λογισμούς, πρόσεχε τα πάθη και εύκολα τους διώχνεις από το νου σου. Στην περίπτωση της πορνείας για παράδειγμα, να νηστεύεις, να αγρυπνείς, να κοπιάζεις, να μένεις με τον εαυτό σου. Στην περίπτωση της οργής και της λύπης, να καταφρονείς την εκτίμηση και την καταφρόνηση των ανθρώπων και τα υλικά πράγματα. Στην περίπτωση της μνησικακίας, να προσεύχεσαι για κείνον που σε λύπησε. κι έτσι λυτρώνεσαι.
14. Μη συγκρίνεις τον εαυτό σου με τους πιο ασθενείς ανθρώπους, αλλά να αυξάνεις την αγάπη σου σύμφωνα με την εντολή(Ιω. 13, 34). Γιατί με την σύγκριση πέφτεις στον λάκκο της οιήσεως, ενώ με την αύξηση της αγάπης ανεβαίνεις στο ύψος της ταπεινοφροσύνης.
15. Αν εφαρμόζεις πράγματι την εντολή της αγάπης προς τον πλησίον, μη δείξεις ποτέ σ’ αυτόν πικρία για οποιοδήποτε πράγμα σε λύπησε. Διαφορετικά είναι φανερό ότι προτιμάς τα πρόσκαιρα από την αγάπη, και αυτά διεκδικώντας, πολεμάς εναντίον του αδελφού σου.
16. Ο χρυσός είναι ποθητός στους ανθρώπους όχι τόσο για την χρησιμότητά του, όσο γιατί πολλοί επιτυγχάνουν μ’ αυτόν τις ηδονές.
17. Τρία είναι τα αίτια της αγάπης των χρημάτων, η φιληδονία, η κενοδοξία και η απιστία. Η απιστία είναι χειρότερη από τα άλλα δύο.
18. Ο φιλήδονος αγαπά τα χρήματα για να ζει με απολαύσεις. Ο κενόδοξος για να δοξαστεί με αυτά, και ο άπιστος για να τα κρύψει και να τα φυλάξει, επειδή φοβάται πείνα, γηρατειά, ασθένεια ή ξενιτεμό, και ελπίζει πιο πολύ στα χρήματα, παρά στο Θεό, το Δημιουργό όλης της κτίσεως που προνοεί και για τα πιο μικρά όντα.
19. Τέσσερις είναι εκείνοι που μαζεύουν χρήματα. οι τρεις που αναφέραμε, και τέταρτος ο οικονομικός (αυτός που οικονομεί τις ανάγκες των άλλων). Κι αυτός μόνο είναι φανερό ότι τα μαζεύει ορθά, για να βοηθεί πάντοτε καθένα στις ανάγκες του.
20. Όλοι οι εμπαθείς λογισμοί, ή ερεθίζουν το επιθυμητικό μέρος της ψυχής, ή ταράζουν το θυμικό ή το λογιστικό. Και απ’ αυτό συμβαίνει στο νου να εξασθενήσει προς την πνευματική θεωρία και την ανύψωση έξω από τον κόσμο με την προσευχή. Γι’ αυτό οφείλει ο μοναχός, και μάλιστα ο ησυχαστής, να προσέχει με ακρίβεια τους λογισμούς του, για να γνωρίζει τις αιτίες τους και να τις κόβει. Και τις γνωρίζει ως εξής: για παράδειγμα ερεθίζουν το επιθυμητικό μέρος της ψυχής οι εμπαθείς ενθυμήσεις των γυναικών. Αιτία τους είναι η κατάχρηση φαγητών και ποτών και η συχνή και χωρίς λόγο συναναστροφή με γυναίκες. Τα αντίδοτα γι’ αυτές τις ενθυμήσεις είναι η πείνα, η δίψα, η αγρυπνία και η αναχώρηση από τον κόσμο. Το θυμικό πάλι το ταράζουν οι εμπαθείς ενθυμήσεις εκείνων που μας λύπησαν, και αιτία είναι η φιληδονία, η κενοδοξία και η φιλοϋλία. Γιατί γι’ αυτά λυπάται ο εμπαθής, ή επειδή στερήθηκε ή επειδή δεν πέτυχε. Τις ενθυμήσεις αυτές τις κόβουν η καταφρόνηση και ο εξευτελισμός τους για χάρη της αγάπης του Θεού.
21. Γνωρίζει ο Θεός τον εαυτό Του και τα δημιουργήματά Του. Γνωρίζουν και οι αγγελικές δυνάμεις το Θεό, γνωρίζουν και όσα έχει δημιουργήσει, αλλά δεν γνωρίζουν το Θεό όπως Αυτός γνωρίζει τον εαυτό Του, ούτε τα δημιουργήματα Του όπως τα γνωρίζει ο Θεός.
22. Ο Θεός γνωρίζει τον εαυτό Του από την μακάρια ουσία Του. Τα δημιουργήματά Του τα γνωρίζει με την σοφία Του, με την οποία και μέσω της οποίας δημιούργησε τα πάντα. Οι αγγελικές όμως δυνάμεις γνωρίζουν το Θεό με την μετοχή των ενεργειών Του (ενώ Αυτός είναι πέρα από κάθε μετοχή), και τα δημιουργήματά Του με τη θεωρητική τους εξέταση.
23. Τα δημιουργήματα βρίσκονται έξω από το νου, αυτός δέχεται όμως μέσα του τη θεωρητική τους γνώση. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τον αιώνιο και άπειρο και απερίγραπτο Θεό, ο οποίος χάρισε στα όντα την ύπαρξη και την ευδαιμονία και την αιωνιότητα.
24. Η λογική και νοερή ουσία μετέχει στον Άγιο Θεό και με την ίδια την ύπαρξη, και με την ικανότητα για την αγαθή ύπαρξη, δηλαδή την αγαθότητα, τη σοφία και τη χάρη της αιώνιας υπάρξεως. Έτσι λοιπόν γνωρίζει το Θεό. Τα δημιουργήματά Του τα γνωρίζει με την κατανόηση, όπως είπαμε, της δημιουργικής σοφίας που παρατηρείται σ’ αυτά, η οποία είναι στο νου ως απλή εικόνα, χωρίς υπόσταση.
25. Ο Θεός, αφού δημιούργησε τη λογική και νοερή ουσία, μετέδωσε σ’ αυτή τέσσερις από τις θείες ιδιότητές Του, από άκρα αγαθότητα, οι οποίες συντηρούν, φυλάγουν και διασώζουν τα δημιουργήματα. Αυτές είναι: η ύπαρξη, η παντοτινή ύπαρξη, η αγαθότητα και η σοφία. Από αυτές, τις δύο πρώτες παραχώρησε στην ουσία, ενώ τις δύο άλλες, την αγαθότητα και τη σοφία, τις παραχώρησε στην ελευθερία να αποφασίζουν, με σκοπό, εκείνο που είναι Αυτός στην ουσία, να γίνει η λογική κτίση κατά μετουσίαν. Γι’ αυτό και λέγεται ότι δημιουργήθηκε «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν Θεού»(Γεν. 1, 26). Και ως ον έγινε κατ’ εικόνα του Όντος, και ως παντοτινό ον κατ’ εικόνα του παντοτινά Όντος, αν και δεν είναι χωρίς αρχή όπως ο Θεός, είναι όμως χωρίς τέλος. Ως αγαθός είναι καθ’ ομοίωσιν του Αγαθού, και ως σοφός, καθ’ ομοίωσιν του Σοφού, έχοντας κατά χάρη τις ιδιότητες που ο Θεός έχει από τη φύση Του. Κατ’ εικόνα Θεού είναι κάθε λογική φύση, ενώ καθ’ ομοίωσίν Του μόνο οι αγαθοί και σοφοί.
26. Όλη η λογική και νοερή ουσία διαιρείται σε δύο. στην αγγελική και ανθρώπινη φύση. Και όλη η αγγελική φύση πάλι διαιρείται σε δύο γενικές προαιρέσεις και ομάδες: σε άγιες και άκαθαρτες, δηλαδή στους αγίους αγγέλους και στους ακάθαρτους δαίμονες. Η ανθρώπινη φύση έχει διαιρεθεί σε δύο γενικές προαιρέσεις μόνο: σε ευσεβείς και ασεβείς.
27. Ο Θεός καθώς είναι αυτοΰπαρξη και αυτοαγαθότητα και αυτοσοφία ή μάλλον, για να πούμε όλη την αλήθεια, είναι και πάνω απ’ όλες αυτές τις ιδιότητες, δεν έχει τίποτε απολύτως το αντίθετο σ’ αυτές. Τα κτίσματα όμως, που έχουν στο σύνολό τους κατά μετοχή και χάρη την ύπαρξη, και τα λογικά και νοερά που έχουν επιπλέον και την ελευθερία για αγαθότητα και σοφία, έχουν αντίθετα. δηλαδή στην ύπαρξη έχουν αντίθετη τη μη ύπαρξη, και αντίθετα στην αγαθότητα και τη σοφία έχουν την κακία και την αγνωσία. Και το να υπάρχουν αυτά ή να μην υπάρχουν, είναι στην εξουσία του Δημιουργού. Το να μετέχουν όμως στην αγαθότητα και τη σοφία Του ή όχι, εξαρτάται από τη βούληση των λογικών κτισμάτων.
28. Οι Έλληνες σοφοί, λέγοντας ότι προαιωνίως συνυπάρχει με το Θεό η ουσία των όντων, και ότι μόνο οι ιδιότητές τους δέχτηκαν την ύπαρξη από Αυτόν, λένε ότι στην ουσία δεν υπάρχεςι τίποτε ενάντιο, και εναντίωση υπάρχει μόνο προς τις ιδιότητες. Εμείς όμως λέμε ότι μόνο η θεία ουσία δεν έχει τίποτε το αντίθετο, επειδή είναι αιώνια, άπειρη και χαρίζει την αιωνιότητα στα άλλα όντα. Ενώ στην ουσία των όντων είναι αντίθετο η ανυπαρξία, και είναι στην εξουσία του κυρίως Όντος το να υπάρχει αυτή αιώνια ή να μην υπάρχει. Επειδή όμως ο Θεός δεν ανακαλεί τα χαρίσματά Του(Ρωμ. 11,29) , γι’ αυτό τα όντα και υπάρχουν πάντοτε και θα υπάρχουν, συγκρατούμενα από την παντοκρατορική δύναμη, αν και η ουσία τους έχει ως αντίθετο την ανυπαρξία, όπως είπαμε, γιατί από αυτήν ήρθε στην ύπαρξη, και εξαρτάται από την βούληση του Θεού το να υπάρχει αυτή ή να μην υπάρχει.
29. Όπως το κακό είναι στέρηση του αγαθού και η άγνοια είναι στέρηση της γνώσεως, έτσι και το μη ον είναι στέρηση του όντος. και στέρηση όχι του κυρίως Όντος – γιατί το Ον δεν περιέχει καμία εναντιότητα-, αλλά αυτού που είναι ον κατά μετοχή. Και οι στερήσεις του αγαθού και της γνώσεως προέρχονται από την κακή προαίρεση των δημιουργημάτων. Ενώ η στέρηση του όντος, της υπάρξεως, βρίσκεται στη βούληση του Δημιουργού, ο οποίος θέλει από αγαθότητα να υπάρχουν τα όντα και πάντοτε να ευεργετούνται από Αυτόν.
30. Όλα τα δημιουργήματα, άλλα είναι λογικά και νοερά και δέχονται ενάντιες ενέργειες, δηλαδή αρετή και κακία, γνώση και αγνωσία, και άλλα είναι διάφορα σώματα, που δημιουργήθηκαν από ενάντια μεταξύ τους στοιχεία, δηλαδή από γη, αέρα, φωτιά και νερό. Τα πρώτα είναι εντελώς ασώματα και άυλα, αν και μερικά από αυτά είναι ενωμένα με σώματα, ενώ τα άλλα έχουν σύσταση μόνο από ύλη και μορφή.
31. Όλα τα σώματα κατά φύση είναι ακίνητα. Κινούνται όμως από τη ψυχή. άλλα από λογική ψυχή, άλλα από άλογη, άλλα από αναίσθητη.
32. Από τις ψυχικές δυνάμεις, η μία είναι θρεπτική, η άλλη φανταστική και παρορμητική, η άλλη λογιστική και νοητική. Τα φυτά μετέχουν μόνο στην πρώτη. Τα άλογα ζώα μετέχουν και στη δεύτερη, μαζί με την πρώτη. Οι άνθρωποι μετέχουν και στις τρεις. Και οι δύο πρώτες δυνάμεις είναι φθαρτές. ενώ η τρίτη είναι άφθαρτη και αθάνατη.
33. Οι αγγελικές δυνάμεις μεταδίδουν μεταξύ τους θείο φωτισμό, και στην ανθρώπινη φύση μεταδίδουν ή από την αρετή τους, ή από τη γνώση που έχουν. Η αρετή που μεταδίδουν είναι η θεομίμητη αγαθότητά τους, με την οποία και τον εαυτό τους, και τις όμοιές τους, και τις κατώτερές τους δυνάμεις ευεργετούν και τις κάνουν θεόμορφες. Από τη γνώση τους πάλι μεταδίδουν ή κάποια γνώση περί Θεού υψηλότερη – καθώς λέει η Γραφή: «Εσύ Κύριε, είσαι ο ύψιστος στους αιώνες»(Ψαλμ. 91, 9)-, ή κάποια βαθύτερη γνώση περί των ασωμάτων, ή ακριβέστερη περί των υλικών όντων, ή τελειότερη περί της θείας Πρόνοιας, ή σαφέστερη περί της κρίσεως.
34. Ακαθαρσία του νου είναι πρώτον η ψευδής γνώση. Δεύτερον, η άγνοια κάποιου από τα γενικά. εννοώ σε σχέση με τον ανθρώπινο νου, γιατί είναι ιδίωμα αγγέλου το να μην αγνοεί τίποτε από τα μερικά. Τρίτον, το να έχει εμπαθείς λογισμούς. Τέταρτο, να συγκατατίθεται στην αμαρτία.
35. Ακαθαρσία της ψυχής είναι το να μην ενεργεί κατά φύση. Απ’ αυτό γεννιούνται στο νου οι εμπαθείς λογισμοί. Και ενεργεί κατά φύση, όταν οι παθητικές δυνάμεις της, δηλαδή ο θυμός και η επιθυμία, μένουν απαθείς κατά την προσβολή των πραγμάτων και των αντίστοιχων νοημάτων.
36. Ακαθαρσία του σώματος είναι η διάπραξη της αμαρτίας.
37. Αγαπά την ησυχία εκείνος που δεν επηρεάζεται από τα κοσμικά. Και αγαπά όλους τους ανθρώπους εκείνος που δεν αγαπά κάτι ανθρώπινο. Κι έχει γνώση του Θεού και των θείων εκείνος που δεν σκανδαλίζεται από άλλον, είτε για αμαρτίες είτε για συμπερασμούς από υποψίες.
38. Μεγάλο πράγμα να μην έχει κανείς πάθος προς τα πράγματα. Όμως πολύ μεγαλύτερο απ’ αυτό είναι να μένει απαθής προς τα νοήματά τους.
39. Η αγάπη και η εγκράτεια κρατούν το νου απαθή και απέναντι των πραγμάτων και απέναντι των νοημάτων τους.
40. Ο νους του θεοφιλούς ανθρώπου δεν πολεμά εναντίον των πραγμάτων ούτε των νοημάτων τους, αλλά εναντίον των παθών που συνδέονται με τα νοήματα των πραγμάτων. Για παράδειγμα, δεν πολεμά εναντίον της γυναίκας ή εναντίον εκείνου που τον λύπησε, ούτε εναντίον των φαντασιών τους, αλλά εναντίον των παθών που συνδέονται με τις φαντασίες.
41. Όλος ο πόλεμος του μοναχού με τους δαίμονες, είναι να χωρίσει τα νοήματα από τα πάθη. Διαφορετικά δεν μπορεί να βλέπει τα πράγματα με απάθεια.
42. Άλλο είναι το πράγμα, άλλο το νόημα, και άλλο το πάθος. Και πράγμα είναι, για παράδειγμα, ο άνδρας, η γυναίκα, ο χρυσός κλπ. Νόημα είναι η απαθής ενθύμησή τους. Πάθος είναι ή φιλία παράλογη, ή μίσος ασυλλόγιστο κάποιου από τα προηγούμενα. Εναντίον λοιπόν του πάθους είναι η μάχη του μοναχού.
43. Νόημα εμπαθές είναι ένας λογισμός σύνθετος από πάθος και νόημα. Ας χωρίσουμε το πάθος από το νόημα και θ’ απομείνει ο λογισμός απαθής. Και θα τα χωρίσομε, αν θέλομε, με την πνευματική αγάπη και την εγκράτεια.
44. Οι αρετές χωρίζουν το νου από τα πάθη, οι πνευματικές θεωρίες χωρίζουν το νου από τα απαθή νοήματα, ενώ η καθαρή προσευχή φέρνει το νου μπρος στον ίδιο το Θεό.
45. Οι αρετές είναι για την γνώση των δημιουργημάτων. Η γνώση για κείνον που την απόκτησε. Εκείνος που έχει την γνώση, την έχει για το Θεό, ο Οποίος γνωρίζεται χωρίς να γνωρίζομε πως, και γνωρίζει πέρα από κάθε γνώση.
46. Ο Θεός που είναι πέρα από κάθε πληρότητα, δεν έφερε στην ύπαρξη τα δημιουργήματα γιατί είχε ανάγκη από κάτι(Πραξ. 17, 25), αλλά για να απολαύσουν αυτά το Θεό μετέχοντάς Τον αναλόγως, και Αυτός για να ευφρανθεί για τα έργα Του(Ψαλμ. 103, 31), βλέποντάς τα να ευφραίνονται και να χορταίνουν αδιάκοπα από εκείνα που δε χορταίνονται.
47. Ο κόσμος έχει πολλούς φτωχούς στο πνεύμα, αλλά όχι όπως πρέπει. Και έχει πολλούς που πενθούν, αλλά από χρηματική ζημία ή θάνατο τέκνων. Έχει και πολλούς πράους, αλλά σε σχέση με τα ακάθαρτα πάθη. και πολλούς που πεινούν και διψούν αλλά για να αρπάζουν τα ξένα και να κερδίζουν με αδικία. Έχει και πολλούς ελεήμονες, αλλά προς το σώμα και σ’ εκείνα που αφορούν το σώμα, και πολλούς καθαρούς στην καρδιά, αλλά για χάρη της κενοδοξίας. Έχει επίσης ειρηνοποιούς, αλλά που υποτάσσουν την ψυχή στο σώμα, και πολλούς που διώκονται, αλλά ως άτακτοι. επίσης πολλούς που ονειδίζονται, αλλά για αισχρά αμαρτήματα. Μακάριοι όμως είναι εκείνοι που ενεργούν έτσι και πάσχουν μόνο για τον Χριστό. Και γιατί είναι μακάριοι; Γιατί σ’ αυτούς ανήκει η βασιλεία των Ουρανών και αυτοί είναι που θα δουν τον Θεό κλπ.(Ματθ. 5, 3-12). Ώστε δεν είναι μακάριοι επειδή ενεργούν έτσι και πάσχουν, γιατί και αυτοί που προαναφέραμε κάνουν το ίδιο, αλλά επειδή κάνουν και πάσχουν όλα αυτά για το Χριστό.
48. Σε ό,τι κάνομε, ζητείται από το Θεό ο σκοπός για τον οποίο το κάνομε, όπως πολλές φορές το είπαμε, αν δηλαδή το κάνομε γι’ Αυτόν, ή για κάτι άλλο. Όταν λοιπόν θέλομε να κάνομε το αγαθό, να μην έχομε σκοπό την ανθρωπαρέσκεια, αλλά το Θεό, ώστε αποβλέποντας σ’ Αυτόν, να τα κάνομε όλα γι’ Αυτόν, για να μην υποφέρομε και τον κόπο, και χάνομε και την ανταμοιβή.
49. Κατά την ώρα της προσευχής διώξε από το νου σου και τα ψιλά νοήματα των ανθρώπινων πραγμάτων και κάθε θεωρία των δημιουργημάτων, για να μην φαντάζεσαι τα κατώτερα και ξεπέσεις από τον ασύγκριτα ανώτερο απ’ όλα τα όντα.
50. Αν αγαπήσομε αληθινά τον Θεό, με την αγάπη αυτή διώχνουμε τα πάθη. Η αγάπη προς Αυτόν είναι το να προτιμούμε Αυτόν από τον κόσμο, και την ψυχή από το σώμα, καταφρονώντας τα κοσμικά πράγματα και αφιερώνοντας όλο τον χρόνο μας σ’ Αυτόν με εγκράτεια, αγάπη, προσευχή, ψαλμωδία και τα όμοια.
51. Αν αφοσιωθούμε στο Θεό για πολύ καιρό και φροντίζομε για τη θεραπεία του παθητικού μέρους της ψυχής, δε θα παρασυρθούμε πλέον από τις προσβολές των λογισμών, αλλά κατανοώντας με μεγαλύτερη ακρίβεια τις αιτίες τους και κόβοντάς τις γινόμαστε πιο διορατικοί, ώστε να εκπληρώνεται σ’ εμάς το ψαλμικό: «Το μάτι μου θα παρατηρήσει τους εχθρούς μου, και θ’ ακούσει το αυτί μου αυτούς που ξεσηκώνονται δόλια εναντίον μου»(Ψαλμ. 91, 12).
52. Όταν βλέπεις το νου σου να αναστρέφεται με ευσέβεια και δικαιοσύνη μέσα στα νοήματα του κόσμου, να ξέρεις ότι και το σώμα σου παραμένει καθαρό και αναμάρτητο. Όταν όμως βλέπεις το νου σου να ασχολείται με κατά διάνοιαν αμαρτίες και δεν τον εμποδίζεις, να γνωρίζεις ότι και το σώμα σου δεν θα αργήσει να πέσει σ’ αυτές.
53. Όπως το σώμα περιβάλλεται από τα πράγματα, έτσι και ο νους περιβάλλεται από τα νοήματα. Και όπως το σώμα πορνεύει με το σώμα της γυναίκας, έτσι και ο νους πορνεύει με το νόημα της γυναίκας, δια μέσου της φαντασίας του σώματός του, γιατί βλέπει τη μορφή του σώματός του κατά διάνοιαν ενωμένη με τη μορφή της γυναίκας. Επίσης και την μορφή αυτού που τον λύπησε, την εκδικείται κατά διάνοιαν με τη μορφή του δικού του σώματος. Παρόμοια συμβαίνει και με τ’ άλλα αμαρτήματα. Γιατί ό,τι ενεργεί το σώμα στον κόσμο των πραγμάτων, το ίδιο κάνει και ο νους στο στον κόσμο των νοημάτων.
54. Δεν πρέπει να φρίξομε και να εκπλαγούμε και να μας φύγει το μυαλό μας, που ο Θεός και Πατέρας δεν κρίνει κανένα, αλλά όλη την κρίση την έδωσε στον Υιό(Ιω. 5, 22) – και ο Υιός λέει: «Μην κρίνετε, για να μην κριθείτε(Ματθ. 7, 1). μην καταδικάζετε, για να μην καταδικαστείτε»(Λουκ. 6, 37). όμοια και ο Απόστολος Παύλος: «Μην καταδικάζετε για κάτι πρόωρα, έως ότου έρθει ο Κύριος»(Α΄ Κορ. 4, 5), και: «Με την απόφαση που καταδικάζεις τον άλλο, καταδικάζεις τον εαυτό σου»(Ρωμ. 2, 1) – όμως οι άνθρωποι, αφού σταμάτησαν να κλαίνε για τις αμαρτίες τους, αφαίρεσαν την κρίση από τον Υιό, και σαν να είναι αναμάρτητοι κρίνουν και καταδικάζουν ο ένας τον άλλον. Ο ουρανός έμεινε κατάπληκτος απ’ αυτό, η γη έφριξε, αυτοί όμως μένουν αναίσθητοι και δεν ντρέπονται.
55. Εκείνος που ασχολείται με τις αμαρτίες των άλλων ή και από υποψίες μόνο κρίνει τον αδελφό, δεν έκανε ακόμα αρχή στη μετάνοια, ούτε εξετάζει να βρει τις δικές του αμαρτίες, που είναι πράγματι πιο βαριές κι από τ’ ασήκωτο μολύβι. Ούτε κατάλαβε ακόμη πώς ο άνθρωπος γίνεται αναίσθητος, αγαπά τα μάταια και επιδιώκει το ψεύδος(Ψαλμ. 4, 3). Γι’ αυτό σαν άνθρωπος χωρίς μυαλό που περπατεί στο σκοτάδι, παραβλέποντας τις δικές του αμαρτίες, φαντάζεται τις αμαρτίες των άλλων, είτε είναι πραγματικές είτε είναι υποψίες δικές του.
56. Η φιλαυτία, όπως έχει πολλές φορές λεχθεί, γίνεται αιτία όλων των εμπαθών λογισμών. Από αυτή γεννιούνται οι τρεις καθολικότατοι λογισμοί της επιθυμίας: ο λογισμός της γαστριμαργίας, της φιλαργυρίας και της κενοδοξίας. Από τη γαστριμαργία γεννιέται ο λογισμός της πορνείας, από την κενοδοξία, ο λογισμός της υπερηφάνειας. Οι άλλοι εμπαθείς λογισμοί, δηλαδή της οργής, της λύπης, της μνησικακίας, της κατακρίσεως και οι λοιποί, ακολουθούν αυτούς τους τρεις. Αυτά τα πάθη λοιπόν, δένουν το νου μαζί με τα υλικά πράγματα, και τον τραβούν κάτω στη γη, καθώς βρίσκονται πάνω του σαν μια βαρύτατη πέτρα, ενώ εκ φύσεως ο νους είναι ελαφρότερος και πιο ευκίνητος κι από τη φωτιά.
57. Αρχή όλων των παθών είναι η φιλαυτία, τέλος η υπερηφάνεια. Φιλαυτία είναι η παράλογη αγάπη προς το σώμα. Εκείνος που την έκοψε σύρριζα, έκοψε μαζί της και όλα τα πάθη.
58. Όπως οι κατά σάρκα γονείς έχουν ιδιαίτερη αγάπη στα παιδιά τους, έτσι και ο νους συνδέεται φυσικώς με τους λόγους του. Και όπως όσοι γονείς αγαπούν παθολογικά τα παιδιά τους και, ακόμη κι αν είναι εντελώς καταγέλαστα από όλους, αυτοί τα θεωρούν πως είναι τα πιο ικανά και τα πιο ωραία, έτσι και στον άφρονα νου οι λόγοι του, ακόμη και αν είναι οι πιο χειρότεροι απ’ όλους, του φαίνονται φρονιμότατοι. Στο σοφό όμως νου δε φαίνονται έτσι οι λόγοι του. αλλά όταν νομίσει ότι είναι αληθινοί και καλοί, τότε μάλιστα δεν πιστεύει στην κρίση του, αλλά βάζει άλλους σοφούς να κρίνουν τους λόγους και τους λογισμούς του, μην τυχόν προσπαθεί ή προσπάθησε μάταια, και από αυτούς παίρνει τη βέβαιωση.
59. Όταν νικήσεις κανένα από τα ατιμότερα πάθη, π.χ. την γαστριμαργία ή την πορνείαή την οργή ή την πλεονεξία, ευθύς σου έρχεται ο λογισμός της κενοδοξίας. Αν τον νικήσεις κι αυτόν, σου έρχεται ο λογισμός της υπερηφανείας.
60. Όλα τα αισχρά πάθη, όσο κυριαρχούν στην ψυχή διώχνουν απ’ αυτή το λογισμό της κενοδοξίας. όταν όμως όλα αυτά νικηθούν, τότε τον επαναφέρουν σ’ αυτήν.
61. Η κενοδοξία, κι όταν άλλοτε διώχνεται, κι όταν άλλοτε παραμένει, γεννά την υπερηφάνεια. Και όταν διώχνεται προκαλεί την οίηση, ενώ όταν παραμένει, φέρνει την αλαζονεία. Την κενοδοξία την αφανίζει η κρυφή πνευματική εργασία. Την υπερηφάνεια την αφανίζει το να αποδίδει ο αγωνιστής στο Θεό τα κατορθώματα.
62. Εκείνος που κρίθηκε άξιος να λάβει γνώση του Θεού, και δοκίμασε γνήσια την ηδονή που προέρχεται απ’ αυτήν, αυτός καταφρονεί όλες τις ηδονές που γεννιούνται από το επιθυμητικό.
63. Εκείνος που επιθυμεί τα επίγεια, επιθυμεί ή τροφές, ή σαρκικές ηδονές, ή δόξα ανθρώπινη, ή χρήματα, ή κάτι άλλο σχετικό με αυτά. Και αν ο νους δεν βρει κάτι ανώτερο για να μεταφέρει σ’ αυτό την επιθυμία του, δε θα πεισθεί ποτέ να καταφρονήσει τα παραπάνω. Και ασυγκρίτως ανώτερο απ’ αυτά είναι η γνώση του Θεού και των θείων.
64. Εκείνοι που καταφρονούν τις ηδονές, τις καταφρονούν ή από φόβο ή από ελπίδα ή από πνευματική γνώση ή και από αγάπη προς το Θεό.
65. Η γνώση των θείων χωρίς άγιο πάθος, δεν καταπείθει τελικά το νου να καταφρονεί τα υλικά, αλλά μοιάζει με απλό λογισμό αισθητού πράγματος. Γιατί είναι δυνατό να βρει κανείς πολλούς ανθρώπους με πολλή γνώση, και εντούτοις να κυλιούνται στα σαρκικά πάθη σαν χοίροι στην λάσπη. Γιατί αφού με κάποια επιμέλειά τους καθαρίσθηκαν λίγο και επέτυχαν την γνώση, ύστερα αμέλησαν και έγιναν όμοιοι με τον Σαούλ, ο οποίος ενώ κρίθηκε άξιος για την βασιλεία, επειδή έζησε ανάξια, εκδιώχθηκε απ’ αυτήν με φοβερή οργή(Α΄ Βασ. 10, 1. 16, 1).
66. Όπως ο ψιλός λογισμός των ανθρώπινων πραγμάτων δεν εξαναγκάζει το νου να καταφρονεί τα θεία, έτσι και η ψιλή γνώση των θείων δεν πείθει τελικά να καταφρονήσει κανείς τα ανθρώπινα. Γιατί η αλήθεια, τώρα υπάρχει ως σκιά και σε εικασίες, και γι’ αυτό χρειάζεται το μακάριο πάθος της αγίας αγάπης, η οποία δεσμεύει το νου με τις πνευματικές θεωρίες και τον πείθει να προτιμά τα άϋλα από τα υλικά, και τα νοητά και θεία από τα αισθητά.
67. Εκείνος που έκοψε τα πάθη και έκανε ψιλούς τους λογισμούς του, δεν έπεται ότι οπωσδήποτε και τα έστρεψε προς τα θεία. Αλλά μπορεί να μην έχει πάθος μήτε για τα ανθρώπινα, μήτε και για τα θεία. αυτό συμβαίνει στους πρακτικούς μόνο και που δεν έχουν αξιωθεί ακόμη να αποκτήσουν την γνώση. Αυτοί απέχουν από τα πάθη ή από το φόβο της κολάσεως ή για την ελπίδα της βασιλείας.
68. Στη ζωή αυτή, στηριζόμαστε στην πίστη, όχι στην αίσθηση(Β΄ Κορ. 5, 7). και έχομε την αρετή αμυδρά, όπως μέσα σε καθρέφτη(Α΄ Κορ. 13, 12), και γι’ αυτό έχομε ανάγκη να ασχολούμαστε πολύ με τα θεία, ώστε με την πολυχρόνια και εμπεριστατωμένη μελέτη, να αποκτήσομε συνήθεια των θείων θεωριών που δύσκολα αποσπάται.
69. Αν κόψομε τις αιτίες των παθών και ασχοληθούμε με τις πνευματικές θεωρίες για λίγο μόνο, χωρίς να επιμείνομε σ’ αυτές και να τις κάνομε κύριο έργο μας, εύκολα πάλι ξαναγυρίζομε στα σαρκικά πάθη, χωρίς να κερδίσομε τίποτε άλλο από γυμνή γνώση και οίηση. Το τέλος της είναι ο σκοτισμός σιγά σιγά και της ψιλής γνώσεως και το ολοκληρωτικό παραστράτημα του νου προς τα υλικά.
70. Αξιοκατηγόρητο πάθος αγάπης απασχολεί το νου με τα υλικά πράγματα, ενώ αξιέπαινο πάθος αγάπης τον δένει με τα θεία. Γιατί έχει συνήθεια ο νους, στα πράγματα με τα οποία ασχολείται πολύν καιρό, σ’ αυτά και να απλώνεται. Και σε κείνα που απλώνεται, σ’ εκείνα να στρέφει την επιθυμία και την αγάπη. είτε στα θεία και συγγενή του και νοητά, είτε στα πράγματα και τα πάθη της σάρκας.
71. Ο Θεός έκτισε τον ορατό και τον αόρατο κόσμο και ο ίδιος έπλασε και την ψυχή και το σώμα. Και αν ο ορατός κόσμος είναι τόσο ωραίος, πόσο ωραίος άραγε είναι ο αόρατος; Και αν ο αόρατος είναι ωραιότερος από τον ορατό, πόσο τους ξεπερνά και τους δύο ο δημιούργός τους Θεός; Αν λοιπόν ανώτερος απ’ όλα τα δημιουργήματα είναι ο Δημιουργός όλων των καλών, με ποιο λόγο ο νους εγκαταλείπει το καλύτερο και ασχολείται με τα χειρότερα απ’ όλα, δηλαδή με τα πάθη της σάρκας; Ή είναι φανερό, επειδή αυτά από τη γέννησή του τα συναναστράφηκε και τα συνήθισε, ενώ το Θεό, τον ανώτερο απ’ όλα και πάνω απ’ όλα, δεν Τον γνώρισε ακόμη τελείως. Αν λοιπόν με πολύκαιρη άσκηση στην εγκράτεια των ηδονών και με την μελέτη των θείων, λίγο λίγο τον χωρίσομε από αυτή την σχέση με τα πάθη, τότε εκτείνεται προς τα θεία και σιγά σιγά προοδεύει και γνωρίζει τη θεϊκή αξία του. Και τέλος όλο τον πόθο του τον μεταφέρει στο Θεό.
72. Εκείνος που λέει χωρίς πάθος τα αμαρτήματα του αδελφού, το κάνει για δύο αιτίες: ή για να τον διορθώσει, ή για να ωφελήσει άλλον. Αν δεν τα λέει για καμιά από τις δύο αυτές αιτίες είτε στον αδελφό, είτε σε άλλον, τότε ή τον υβρίζει ή τον εξευτελίζει. Και δεν θα ξεφύγει την εγκατάλειψη του Θεού, αλλά θα πέσει ή στο ίδιο, ή σε άλλο παράπτωμα, και αφού ελεγχθεί και εξευτελιστεί από άλλους, θα καταντροπιαστεί.
73. Άνθρωποι που διαπράττουν την ίδια αμαρτία, δεν το κάνουν όλοι για τον ίδιο λόγο. Για παράδειγμα, άλλο είναι να αμαρτάνει κανείς από συνήθεια, και άλλο γιατί τον παρέσυρε μια ξαφνική παρόρμηση. αυτός ούτε πριν είχε την αμαρτία στο νου του, ούτε έπειτα, αλλά και πάρα πολύ υποφέρει γι’ αυτό που έκανε. Αντίθετα, εκείνος που αμαρτάνει από συνήθεια, και πρώτα δεν έπαυε κατά διάνοιαν να αμαρτάνει, και μετά την αμαρτία, την ίδια διάθεση έχει.
74. Εκείνος που εργάζεται την αρετή από κενοδοξία, είναι φανερό ότι και την γνώση για λόγους κενοδοξίας την επιδιώκει. Αυτός ούτε λέει, ούτε κάνει κάτι για πνευματική οικοδομή των άλλων, αλλά σε όλα κυνηγά την δόξα εκείνων που τον βλέπουν ή τον ακούνε. Το πάθος του ελέγχεται, όταν μερικοί από αυτούς τον κατηγορήσουν για τα έργα του ή για τα λόγια του. Τότε λυπάται υπερβολικά, όχι διότι δεν ωφελήθηκαν εκείνοι που τον άκουσαν, γιατί δεν ήταν αυτός ο σκοπός του, αλλά γιατί εξευτελίστηκε.
75. Το πάθος της φιλαργυρίας αποδεικνύεται από το ότι χαίρεται κανείς όταν παίρνει και λυπάται όταν δίνει. Δεν μπορεί ένας τέτοιος να είναι διαχειριστής χρημάτων.
76. Όταν υποφέρει κανείς, κάνει υπομονή για τα εξής: ή για την αγάπη του Θεού, ή για την ελπίδα της ανταμοιβής, ή για το φόβο της κολάσεως, ή για το φόβο των ανθρώπων, ή γιατί έτσι είναι πλασμένος, ή για την ηδονή, ή για κέρδος, ή από κενοδοξία, ή από ανάγκη.
77. Άλλο είναι το να απαλλαγεί κανείς από τους λογισμούς και άλλο το να ελευθερωθεί από τα πάθη. Και πολλές φορές απαλλάσσεται από τους λογισμούς όταν δεν είναι παρόντα τα πράγματα, προς τα οποία έχει τα πάθη. Κρύβονται όμως τα πάθη μέσα στην ψυχή και όταν εμφανιστούν τα πράγματα, φανερώνεται η ύπαρξή τους. Πρέπει λοιπόν να παρατηρούμε το νου μας στη σχέση του με τα πράγματα, και ν’ αντιλαμβανόμαστε σε ποιο πράγμα κατευθύνεται το πάθος του.
78. Ειλικρινής φίλος είναι εκείνοςο οποίος συμμερίζεται στην ώρα του πειρασμού τις θλίψεις, τις ανάγκες και τις συμφορές του πλησίον που φέρνει η περίσταση, σαν να είναι δικές του, με τρόπο αθόρυβο και ατάραχο.
79. Μην περιφρονήσεις τη συνείδησή σου που σε συμβουλεύει πάντοτε τα άριστα. Γιατί σου υποβάλλει υποδείξεις θείες και αγγελικές και σε ελευθερώνει από τους κρυφούς μολυσμούς της καρδιάς και σου χαρίζει παρρησία και θάρρος κατά την ώρα του θανάτου σου.
80. Αν θέλεις να έχεις επίγνωση και μετριοφροσύνη και να μην είσαι δούλος στο πάθος της οιήσεως, να αναζητείς στα όντα τι είναι εκείνο που διαφεύγει τη γνώση σου. Θα βρεις τότε, ότι σου διαφεύγουν πάρα πολλά και διάφορα, και θα θαυμάσεις για την άγνοιά σου και θα ταπεινωθείς. Και αφού γνωρίσεις τον εαυτό σου, θα κατανοήσεις πολλά και σπουδαία και θαυμαστά πράγματα. Γιατί η φανταστική γνώση, δεν αφήνει κανένα να προχωρήσει στην πραγματική γνώση.
81. Εκείνος ακριβώς θέλει να σωθεί, που δεν αντιστέκεται στα ιατρικά φάρμακα. κι αυτά είναι πόνοι και λύπες που μας στέλνει ο Θεός μέσω ποικίλων συμφορών. Όποιος όμως αντιστέκεται, δεν γνωρίζει ούτε τι εμπορεύεται εδώ, ούτε τι θα έχει κερδίσει από αυτές φεύγοντας από τον κόσμο αυτό.
82. Η κενοδοξία και η φιλαργυρία, γεννούν η μία την άλλη. Γιατί εκείνοι που είναι κενόδοξοι, πλουτίζουν, κι εκείνοι που πλουτίζουν γίνονται κενόδοξοι. αλλά αυτά στους κοσμικούς. γιατί ο μοναχός όταν δεν έχει τίποτα, γίνεται πιο κενόδοξος. αν πάλι έχει χρήματα τα κρύβει, γιατί ντρέπεται να έχει κάτι αταίριαστο στο σχήμα του.
83. Ιδίωμα της κενοδοξίας του μοναχού είναι να κενοδοξεί για αρετή και τα επακόλουθά της. Ιδίωμα της υπερηφάνειάς του είναι να φουσκώνει για τα κατορθώματά του, να εξευτελίζει τους άλλους και να μην τα αποδίδει στο Θεό, αλλά στον εαυτό του. Ιδίωμα της κενοδοξίας και υπερηφάνειας του κοσμικού είναι να κενοδοξεί και να φουσκώνει για σωματική ομορφιά, για πλούτο, για εξουσία και φρόνηση.
84. Οι επιτυχίες των κοσμικών είναι πτώσεις των μοναχών, και οι επιτυχίες των μοναχών είναι πτώσεις των κοσμικών. Παράδειγμα. οι επιτυχίες των κοσμικών είναι πλούτος και δόξα και εξουσία και απόλαυση και τα πολλά και καλά παιδιά και όσα επακολουθούν σ’ αυτά, τα οποία όταν επιτύχει ο μοναχός, χάνεται. Τα κατορθώματα του μοναχού είναι ακτημοσύνη, αδοξία, αδυναμία, εγκράτεια, κακοπάθεια και τα παρεπόμενά τους. Αυτά ο φιλόκοσμος όταν του συμβούν χωρίς να θέλει, τα θεωρεί μεγάλο δυστύχημα και κινδυνεύει πολλές φορές και να κρεμαστεί. μερικοί μάλιστα το έκαναν.
85. Οι τροφές δημιουργήθηκαν για δύο αιτίες, για τροφή και για θεραπεία. Εκείνοι λοιπόν που τρώνε πέρα από τις δύο αυτές αιτίες, καταδικάζονται ως φιλήδονοι, γιατί κάνουν κατάχρηση εκείνων που δόθηκαν από τον Θεό για χρήση. Και σε όλα τα πράγματα, η κακή χρήση είναι αμαρτία.
86. Ταπεινοφροσύνη είναι μια ακατάπαυστη προσευχή με δάκρυα και κακοπάθεια. Αυτή επικαλείται πάντοτε το Θεό σε βοήθεια και δεν αφήνει να θαρρεύεται στη δική της δύναμη και σοφία ανόητα, ούτε να υπερηφανεύεται έναντι κανενός. Αυτά είναι φοβερές αρρώστιες του πάθους της υπερηφάνειας.
87. Άλλο είναι να πολεμά κανείς τον ψιλό λογισμό, για να μην βάλει σε κίνηση το πάθος. και άλλο να πολεμά τον εμπαθή λογισμό, για να μη συμβεί συγκατάθεση. Και οι δύο αυτοί τρόποι δεν αφήνουν να πολυκαιρίσουν οι λογισμοί.
88. Η λύπη είναι ενωμένη με τη μνησικακία. Όταν ο νους βλέπει με λύπη το πρόσωπο του αδελφού στον καθρέφτη της μνήμης, είναι φανερό ότι έχει μνησικακία εναντίον του. Οι δρόμοι των μνησικάκων οδηγούν στον πνευματικό θάνατο(Παροιμ. 12, 28), γιατί κάθε μνησίκακος είναι παραβάτης του Νόμου(Παροιμ. 21, 24).
89. Αν εσύ έχεις μνησικακία εναντίον άλλου, να προσεύχεσαι γι’ αυτόν, και σταματάς την κίνηση του πάθους, αποχωρίζοντας με την προσευχή τη λύπη από την θύμηση του κακού που σου έκανε. Όταν αποκτήσεις αγάπη και φιλανθρωπία, θα εξαφανίσεις εντελώς το πάθος από την ψυχή σου. Αν άλλος μνησικακεί εναντίον σου, γίνε ευεργετικός και ταπεινός προς αυτόν και να του φέρεσαι με καλούς τρόπους και με αυτά τον ελευθερώνεις από το πάθος.
90. Τη λύπη εκείνου που σε φθονεί, με κόπο θα την σταματήσεις, γιατί θεωρεί συμφορά του αυτό που φθονεί σ’ εσένα. και δεν είναι δυνατόν διαφορετικά να τον σταματήσεις αν δεν του το αποκρύψεις. Αν τώρα πολλούς τους ωφελεί το καλό που έχεις, ενώ σ’ εκείνον προκαλεί λύπη, ποια πλευρά θα καταφρονήσεις; Ανάγκη λοιπόν να μη χάσουν οι πολλοί την ωφέλειά τους, αλλά κι αυτόν να μην τον παραμελήσεις. Ούτε να παρασυρθείς από την κακία του πάθους ώστε να μην πολεμάς το πάθος του φθόνου, αλλά τον πάσχοντα απ’ αυτό. Αλλά με την ταπεινοφροσύνη σου να νομίζεις ότι είναι ανώτερός σου, και σε κάθε καιρό και τόπο και πράγμα να τον προτιμάς. Το δικό σου φθόνο τώρα, μπορείς να τον σταματήσεις, αν σ’ εκείνα που χαίρεται ο φθονούμενος, χαίρεσαι κι εσύ μαζί, και σ’ εκείνα που λυπάται, λυπάσαι κι εσύ, εκπληρώνοντας τη συμβουλή του Αποστόλου: «Να χαίρεστε μ’ αυτούς που χαίρονται, και να κλαίτε μ’ αυτούς που κλαίνε»(Ρωμ. 12, 15).
91. Ο νους μας βρίσκεται ανάμεσα σε δύο, που κάνει καθένα τα δικά του, το ένα την αρετή, και το άλλο την κακία, δηλαδή μεταξύ αγγέλου και δαίμονα. Και ο νους έχει εξουσία και δύναμη, σ’ όποιο θέλει, είτε να ακολουθήσει είτε να αντισταθεί.
92. Οι αγγελικές δυνάμεις μας παρακινούν στα καλά, και τα φυσικά σπέρματα και η αγαθή προαίρεση μας βοηθούν. Τις προσβολές των δαιμόνων τις υποβοηθούν τα πάθη και η κακή προαίρεση.
93. Τον καθαρό νου, άλλοτε ο ίδιος ο Θεός έρχεται και τον διδάσκει, άλλοτε οι άγιες δυνάμεις του προβάλλουν τα καλά, άλλοτε η θεωρία για την φύση των πραγμάτων.
94. Ο νους που αξιώθηκε να αποκτήσει την πνευματική γνώση, πρέπει να διατηρεί απαθή τα νοήματα των πραγμάτων, τα αντικείμενα της θεωρίας ασφαλισμένα από λάθος, και την κατάσταση της προσευχής αθόλωτη. Αυτά όμως δεν μπορεί να τα φυλάγει πάντοτε, καθώς τον θολώνουν οι αναθυμιάσεις της σάρκας με την επιβουλή των δαιμόνων.
95. Δεν συμβαίνει να οργιζόμαστε κιόλας για όσα λυπούμαστε. Γιατί είναι περισσότερα εκείνα που προξενούν λύπη, παρά οργή. Παράδειγμα. έσπασε το τάδε πράγμα, χάθηκε το τάδε, πέθανε ο δείνα. Γι’ αυτά λυπούμαστε μόνο. για τα λοιπά όμως και λυπούμαστε και θυμώνομε γιατί δεν έχομε διάθεση φιλοσοφημένη.
96. Ο νους, όταν δέχεται τα νοήματα των πραγμάτων, μετασχηματίζεται ανάλογα με το κάθε νόημα. Όταν τα θεωρεί πνευματικώς , μεταμορφώνεται κατά ποικίλους τρόπους ανάλογα με κάθε θεωρία. Όταν όμως ενωθεί με τον Θεό, τότε γίνεται τελείως άμορφος και ασχημάτιστος. Γιατί θεωρώντας τον Μονοειδή Θεό γίνεται και ο νους μονοειδής και φωτοειδής.
97. Ψυχή τέλεια είναι εκείνη που η παθητική δύναμή της έχει κλίνει ολότελα προς το Θεό.
98. Νους τέλειος είναι εκείνος ο οποίος με την αληθινή πίστη του γνώρισε πάνω από κάθε γνώση, με τρόπο υπεράγνωστο, τον Υπεράγνωστο, και είδε καθολικά τα δημιουργήματά Του, και έλαβε από τον Θεό την περιεκτική γνώση περί Πρόνοιας και Κρίσεως των δημιουργημάτων Του. εννοώ βέβαια όσο αυτό είναι δυνατό σε ανθρώπους.
99. Ο χρόνος τέμνεται σε τρία (παρελθόν, παρόν, μέλλον). Και η πίστη απλώνεται και στα τρία τμήματα, ενώ η ελπίδα στο ένα και η αγάπη στα δύο. Επίσης η πίστη και η ελπίδα φτάνουν ως ένα σημείο - ως το τέλος της επίγειας ζωής-, ενώ η αγάπη διαμένει στους άπειρους αιώνες, υπερενωμένη με τον Υπεράπειρο και πάντοτε υπεραυξανόμενη. Και για τούτο, μεγαλύτερο απ’ όλα είναι είναι η αγάπη(Α΄ Κορ. 13, 13).