Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής ενός ανθρώπου διέπεται από ασυνείδητους ενδοψυχικούς μηχανισμούς, οι οποίοι καθορίζουν την ποιότητα ζωής του. Κάποιοι από αυτούς έχουν ολέθριες επιδράσεις στην καθημερινότητα του, τον παραλύουν και τον ακινητοποιούν.
Ένας από αυτούς του μηχανισμούς ψυχικής παράλυσης είναι η Ενοχή, η οποία μαζί με το φόβο αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο απέναντι σε μία παραγωγική ζωή.
Τι είναι όμως η ενοχή;
Στην καθημερινότητα χρησιμοποιούμε τον όρο ενοχή αναφερόμενοι ως επί το πλείστον σε ένα αίσθημα δυσφορίας, το οποίο έπεται μιας σκέψης ή πράξης που έχουμε κάνει και την οποία δεν εγκρίνουμε ως καλή. Ωστόσο, σαν ψυχολογικός μηχανισμός, η ενοχή έχει μία πιο διευρυμένη έννοια και καλύπτει όλο το φάσμα της ύπαρξης ενός ατόμου. Είναι ένας εσωτερικός δαίμονας, μία αρχή, μία εξουσία, η οποία μας ωθεί σε καταναγκαστικές πράξεις. Στον παρανομαστή της ενοχής βρίσκεται η έννοια του «πρεπισμού».
Η ενοχή λοιπόν είναι το δυσάρεστο συναίσθημα που εμφανίζεται όταν κάποιος δεν υπακούει στα εσωτερικευμένα «ΠΡΕΠΕΙ».
Είναι συναίσθημα άγχους και δυσφορίας, δείγμα σκοταδισμού της ανθρώπινης ύπαρξης. Εμφανίζεται ως εσωτερική φωνή όταν αρχίζουμε να πράττουμε αυθόρμητα λέγοντας «Έκανες μεγάλο διάλειμμα, ΠΡΕΠΕΙ να γυρίσεις στη δουλειά», «Δεν ΠΡΕΠΕΙ να ξενυχτάς», « ΠΡΕΠΕΙ να αποταμιεύεις για το μέλλον» και φυσικά ο κατάλογος δεν έχει τέλος.
Ασχέτως αν μερικά από τα «πρέπει» είναι δυνατό να έχουν μακροπρόθεσμη ή βραχυπρόθεσμη χρησιμότητα, σε κάθε περίπτωση αποτελούν ένδειξη νεύρωσης και ψυχαναγκασμού. Είναι η υποταγή σε μία παράλογη εσωτερική εξουσία. Το παράδοξο είναι ότι όσο αυτή η υποταγή μεγαλώνει, τόσο τα αισθήματα ενοχής ισχυροποιούνται.
Πρόκειται για κανόνες που ρυθμίζουν τη ζωή ενός ανθρώπου, οι οποίοι βέβαια δεν έχουν θεσπιστεί από τον ίδιο, όσο και αν αυτός πιστεύει το αντίθετο.
Είναι προϊόντα ενδοβολής κανόνων, προτύπων συμπεριφοράς και μοντέλων εξουσίας που από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξης μας έχουμε εσωτερικεύσει.
Δύο από τις ισχυρότερες μορφές ασυνείδητης ψυχικής εξουσίας είναι η οικογένεια και η κοινωνία.
Από τη βρεφική ακόμα ηλικία το άτομο μαθαίνει να υπακούει σε νόμους και κανόνες, οι οποίοι έχουν την μορφή των «πρέπει» και περιορίζουν την ελεύθερη ανάπτυξη του.
Τα πρώτα λοιπόν «πρέπει» έρχονται από τους γονείς μας, οι οποίοι μας προβάλλουν ένα μοντέλο συμπεριφοράς και ρυθμιστικών κανόνων ζωής τα οποία στη μετέπειτα ηλικία μας τα εσωτερικεύουμε ασυνείδητα και ενεργούμε βάση αυτών. Μάλιστα, όταν παρεκκλίνουμε από αυτά τα πρότυπα συμπεριφοράς επέρχεται ένα αίσθημα ενοχής και δυσφορίας το οποίο δυσκολευόμαστε να εξηγήσουμε.
Ένα πολύ απλό παράδειγμα θα αναδείξει πως αυτή η εσωτερικευμένη εξουσία των γονιών μας ρυθμίζει ασυνείδητα τη μετέπειτα ζωή μας. Ένας από τους πρώτους κανόνες που μαθαίνει πολύ μικρό παιδί είναι ότι ΠΡΕΠΕΙ να κοιμάται νωρίς και να ξυπνάει νωρίς. Αυτός ο κανόνας έχει εσωτερικευθεί και εμφανίζεται με τη μορφή ενοχής όταν ο ενήλικας κοιμηθεί ή ξυπνήσει αργότερα από την ώρα που «πρέπει», παρόλο που δεν έχει καμία εξωτερική υποχρέωση.
Είναι η ίδια φωνή που σου λέει «σταμάτα να διασκεδάζεις και πήγαινε να εργαστείς ή να μελετήσεις». Είναι η ενοχή που αισθάνεσαι αν πιεις ή φας λίγο παραπάνω ή αν αγοράσεις κάτι ακριβό επειδή και μόνο σου άρεσε.
Στο ίδιο επίπεδο εσωτερικεύουμε και τις επιταγές της κοινωνίας. «Πρέπει» να παντρευτείς μέχρι μια συγκεκριμένη ηλικία, «πρέπει» να είσαι ευγενικός, εργατικός, καλοσυνάτος, αλτρουιστής και ούτω καθεξής. Όπως ανέφερα και πριν, όσο πιστά και αν ακολουθούμε αυτές τις αρχές, το αίσθημα της ενοχής θα παραμένει και θα μας βασανίζει. Θα παραμείνει διότι είναι ένδειξη ψυχικής δυσλειτουργίας, νεύρωσης και εσωτερικού θανάτου. Μέσω αυτής της υποταγής στα πρέπει και της συνακόλουθης ενοχής το άτομο χάνει τον εαυτό του, μπλοκάρει την ανάπτυξη της προσωπικότητας του και ζει μία ζωή που δεν του ανήκει.
Μία άλλη ιδιότητα της ενοχής είναι το γεγονός ότι μας στερεί την απόλαυση της τωρινής στιγμής. Μας καθηλώνει στο παρελθόν προκαλώντας συναισθηματική δυσφορία και αδράνεια. Είναι ένα συναίσθημα που δεν επιφέρει καμία αλλαγή και δε διορθώνει καμία κατάσταση. Αντιθέτως, οδηγεί το άτομο σε ένα ψυχικό αδιέξοδο και σε μια ζωή μιζέριας, θλίψης και ανησυχίας τα οποία με τη σειρά τους τρέφουν τα αισθήματα ενοχής. Ασυνείδητα δηλαδή ενδυναμώνουμε τα συναισθήματα ενοχής, εισερχόμενοι σε ένα φαύλο κύκλο περιφρόνησης απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό.
Προσωπικά πιστεύω ότι η ενοχή, παρότι δεν είναι ούτε ενστικτώδης ανάγκη ούτε εξυπηρετεί κάποια βιολογική σκοπιμότητα σε αντίθεση με το φόβο και το άγχος που μας προετοιμάζουν να αντιδράσουμε σε ένα απειλητικό ερέθισμα, είναι ο ισχυρότερος ψυχολογικός μηχανισμός που διέπει την ανθρώπινη ύπαρξη. Διότι, η ενοχή είναι το μόνο αίσθημα το οποίο ξεπερνά το μεγαλύτερο φόβο του ανθρώπου: το φόβο θανάτου. Πράγματι, ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων επέλεξαν την αυτοκτονία ως την ύστατη λύτρωση από το αίσθημα ενοχής.
Το να απαλλαχθεί κανείς από τα συναισθήματα ενοχής και τα «πρέπει» απαιτεί συναισθηματική και ψυχολογική ωρίμανση.
Βυθισμένοι με θρησκευτική ευλάβεια στον προγραμματισμό και την κατάτμηση της ύπαρξης μας δε μένει χρόνος να σκεφτούμε, να νιώσουμε και να αισθανθούμε.
Έτσι, εκτελούμε το «καθήκον» μας όπως μας πρόσταξαν οι «εξωτερικές εξουσίες», αποφεύγοντας να κοιτάξουμε μέσα μας και να συγκρουστούμε με αυτές.
Η διαδικασία φυσικά δεν είναι ευχάριστη διότι ξυπνάει τον «εσωτερικό μας δαίμονα» που τόσο μεθοδικά έχουμε ναρκώσει. Είναι όντως οδυνηρό να ανακαλύπτει κανείς ότι έχει ζήσει μια ζωή όπως οι άλλοι θέλανε, μία ζωή που δεν του ανήκει, που δεν τον εκφράζει.
Σε κάθε περίπτωση όμως, η κατανόηση των ασυνείδητων κινήτρων της συμπεριφοράς μας είναι η κινητήριος δύναμη της αλλαγής και ψυχολογικής ωρίμανσης, ούριος άνεμος στο ταξίδι αναζήτησης της χαμένης αυθεντικότητας μας.