Η θεωρία του Σωκράτη - Point of view

Εν τάχει

Η θεωρία του Σωκράτη



Η διδασκαλία του Σωκράτη και 
η επίμονη αναζήτηση της αλήθειας


 Στην αρνητική αυτή θέση των σοφιστών για τη δυνατότητα της γνώσης και την απόκτηση της απόλυτης αλήθειας αντιπαρατέθηκε ο Σωκράτης, που έζησε την ίδια με αυτούς εποχή.

 Εκείνο που ξεχώριζε τον Σωκράτη από τους άλλους πνευματικούς ανθρώπους δεν ήταν οι γνώσεις του, αλλά η "μέθοδος" που ακολουθούσε για να φτάσει στην αλήθεια. 

 Συγκεκριμένα, υποστήριζε ότι ο σωστός τρόπος, για να φτάσει κάποιος στη λύση ενός ζητήματος, είναι να το προσεγγίσει "χωρίς προκαταλήψεις", να το αντιμετωπίσει σαν να μην ξέρει τίποτε γι' αυτό. Δυστυχώς οι άνθρωποι δε βλέπουν έτσι τα πράγματα και γι' αυτό, πέφτουν θύματα των γνώσεών τους, που "νομίζουν" πως είναι ακριβείς.

 Τον τρόπο με τον οποίο ο Σωκράτης αντιμετώπιζε τις φιλοσοφικές απορίες αντανακλά η ακόλουθη ιστορία. Σύμφωνα με μια ρήση του μαντείου των Δελφών, ο Σωκράτης θεωρήθηκε ως ο πιο σοφός από όλους τους ανθρώπους. Όταν το πληροφορήθηκε αυτό ο Σωκράτης απόρησε, γιατί ο ίδιος ήξερε ότι δεν ήταν σοφός. Από την άλλη πλευρά όμως δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ένας θεός θα έλεγε ποτέ ψέματα. Τι συνέβαινε λοιπόν; Ήταν ή δεν ήταν ο Σωκράτης ο πιο σοφός από τους ανθρώπους;

 Προκειμένου να λύσει την απορία του αυτή, ο Σωκράτης αποφάσισε να επισκεφτεί ορισμένους φημισμένους για τη σοφία τους ανθρώπους, για να δει τι ήξερε αυτός που ενδεχομένως δεν το γνώριζαν εκείνοι.

 Πήγε πρώτα λοιπόν σε κάποιον πολιτικό, ο οποίος "εθεωρείτο από πολλούς σοφός και από τον εαυτό του σοφότατος". Έκπληκτος όμως διαπίστωσε πως κάθε άλλο παρά σοφός ήταν. Όταν μάλιστα επιχείρησε να του εκφράσει τις επιφυλάξεις του για τις γνώσεις του, ο πολιτικός θύμωσε μαζί του. Ανάλογες αμφιβολίες δημιουργήθηκαν στον Σωκράτη και όταν επισκέφθηκε τους ποιητές. "Δεν έγραφαν τα ποιήματά τους από σοφία, αλλά από κάποια φυσική έμπνευση και ενθουσιασμό". Ίδια απογοήτευση τον κατέλαβε και όταν συναντήθηκε με ορισμένους τεχνίτες, που νόμιζαν πως κατείχαν την τέχνη τους.

 Τελικά, από την επαφή του εκείνη με όλους τους ανθρώπους που θεωρούσαν τον εαυτό τους σοφό, ο Σωκράτης συμπέρανε "ότι μόνον ο θεός είναι σοφός... και πως η σοφία των ανθρώπων είναι ελάχιστη, αν όχι ανύπαρκτη".

 Την αλήθεια αυτή την είχε ενστερνιστεί μόνον ο Σωκράτης, που συνήθιζε να λέει "ἓν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα". Ίσως αυτό το γεγονός, σκέφθηκε τότε, το ότι δηλαδή είχε γνώση της άγνοιάς του, να ήταν εκείνο που μέτρησε στην κρίση του θεού και τον έκανε να πει ότι ο Σωκράτης είναι ο πιο σοφός από όλους τους ανθρώπους.

 Ο Σωκράτης μάλιστα ακόμη και αν ήξερε κάτι σχετικά με τα ζητήματα που ετίθεντο προς συζήτηση, προσποιόταν ότι το αγνοούσε. Αυτό τον βοηθούσε να αντιμετωπίζει τα πράγματα χωρίς προκαταλήψεις. Πρωταρχική μέριμνα του Σωκράτη ήταν να βλέπει τα πράγματα "χωρίς χρωματιστά γυαλιά", απαλλαγμένος από κάθε είδους προδιάθεση.

 Αφού λοιπόν ξεδιάλυνε τον ορίζοντα από κάθε είδους προκατάληψη, επιχειρούσε κατόπιν, παρατηρώντας το υπό εξέταση ζήτημα με καθαρά, παρθένα μάτια, να το μελετήσει από όλες τις πλευρές του. Στη συνέχεια, έπειτα από τη διεξοδική έρευνα όλων των πλευρών του ζητήματος, συγκέντρωνε τις απαραίτητες πληροφορίες, προέβαινε στην καταγραφή των βασικών γνωρισμάτων του πράγματος που τον απασχολούσε και διατύπωνε τον ορισμό της έννοιάς του. Η διατύπωση του ορισμού της έννοιας του υπό εξέταση ζητήματος αποτελούσε για τον Σωκράτη το τελικό στάδιο της ερευνητικής διαδικασίας.

 Όλη η προσπάθεια αναζήτησης της γνώσης κατατείνει στη διατύπωση του ερωτήματος "τι είναι το Χ;", όπου Χ είναι η έννοια του πράγματος για το οποίο ξεκίνησε η συζήτηση. Η σύλληψη της έννοιας ενός πράγματος είναι καθοριστικής σημασίας για να το γνωρίσουμε. Μπορεί, λόγου χάρη, να αποφανθεί κανείς αν μια συγκεκριμένη πράξη είναι δίκαιη, εφόσον κατέχει την έννοια της δικαιοσύνης. Τότε, ξέροντας τα βασικά γνωρίσματα της δικαιοσύνης, μπορεί να δει αν η εν λόγω πράξη, ύστερα από τη σύγκρισή της με την έννοια της δικαιοσύνης, διαθέτει ή όχι τα γνωρίσματα αυτά και να πει, αναλόγως, εάν είναι δίκαιη ή όχι.


 Σύμφωνα με τα παραπάνω, η μέθοδος που εισηγήθηκε ο Σωκράτης για τη σωστή αντιμετώπιση ενός ζητήματος περιλαμβάνει τρία στάδια: πρώτο, την απόρριψη όλων των υφιστάμενων προκαταλήψεων· δεύτερο, τη διεξοδική από όλες τις πλευρές διερεύνησης του ζητήματος· τρίτο, τη διατύπωση του ορισμού της έννοιάς του. Για τον Σωκράτη η γνώση δεν είναι κάτι δεδομένο, έτοιμο και ανώδυνο. 

 Απεναντίας, για την απόκτησή της απαιτείται μια επίπονη διαδικασία, όπως η μέθοδος που εισηγήθηκε. Ο Σωκράτης παρομοίαζε την προσπάθεια και την αγωνία για την κατάκτηση της γνώσης με τις ωδίνες του τοκετού. Όπως, για να γεννήσει η μάνα το παιδί, χρειάζεται τη συνδρομή της μαίας, έτσι και οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από κάποιον που θα τους βοηθήσει να φτάσουν στην αλήθεια και τη γνώση της.

 Ο Σωκράτης παραλλήλιζε τον εαυτό του με τη μαία- μια μορφή που δεν του ήταν ανοίκεια, καθώς η μάνα του ήταν μαία. Στις συζητήσεις που διεξήγαγε επιχειρούσε, θέτοντας κατάλληλες ερωτήσεις στους συνομιλητές του, να τους ενθαρρύνει να αποβάλουν κάθε προκατάληψη και στη συνέχεια, αφού τους προέτρεπε να ερευνήσουν το υπό εξέταση ζήτημα από όλες τις πλευρές του, να διατυπώσουν τον ορισμό της έννοιάς του, εν ονόματι της οποίας είναι δυνατή η γνώση της αλήθειας.

 Ο Σωκράτης δεν άφησε πίσω του κανένα γραπτό κείμενο, έτσι ώστε να έχουμε άμεση πληροφόρηση για τις ιδέες του. Έτσι οι απόψεις τους για τη δυνατότητα των ανθρώπων να γνωρίσουν την αλήθεια και για τη μέθοδο, μέσω της οποίας μπορούν να φτάσουν σ' αυτήν, που είδαμε παραπάνω, έχουν φτάσει σε μας έμμεσα. Τις αντλούμε κυρίως από τους διαλόγους του Πλάτωνα, του πιο σημαντικού από τους μαθητές του.

 Ο Πλάτωνας όμως όχι μόνο διέσωσε τις θεωρίες του μεγάλου δασκάλου του, αλλά φρόντισε, ώστε, αξιοποιώντας τες, να προχωρήσει πέρα από αυτές και να διαμορφώσει το δικό του φιλοσοφικό σύστημα, κύριος άξονας του οποίου είναι η "περί των ιδεών" θεωρία του.




 Ένας φιλόσοφος που δεν γνώριζε...

 Στην "Απολογία του Σωκράτη", όπου ο Πλάτωνας ανασυγκροτεί με τον δικό του τρόπο τον λόγο που εκφώνησε ο Σωκράτης ενώπιον των κριτών του κατά τη δίκη του όπου και καταδικάστηκε, ο Σωκράτης διηγείται πως ένας από τους μαθητές του, ο Χαιρεφώντας, ρώτησε το μαντείο των Δελφών αν υπάρχει κάποιος σοφότερος από τον Σωκράτη και το μαντείο απάντησε αρνητικά. Ο Σωκράτης λοιπόν αναρωτιέται τι πραγματικά ήθελε να πει το μαντείο και αρχίζει μια εκτεταμένη έρευνα ανάμεσα στους ανθρώπους εκείνους που σύμφωνα με την ελληνική παράδοση κατέχουν τη σοφία, δηλαδή τη γνώση μιας τέχνης, δημόσιους άνδρες, ποιητές και χειροτέχνες, για να ανακαλύψει κάποιον σοφότερο από τον ίδιον. Τότε λοιπόν συνειδητοποιεί πως όλοι αυτοί πιστεύουν πως τα ξέρουν όλα, ενώ δεν ξέρουν τίποτα. Συμπεραίνει λοιπόν πως αν είναι ο σοφότερος, είναι γιατί εκείνος δεν πιστεύει ότι γνωρίζει αυτό που δεν γνωρίζει. Αυτό που ήθελε να πει το μαντείο λοιπόν ήταν ότι «Σοφότερος από σας, άνθρωποι, είναι εκείνος που, σαν τον Σωκράτη, γνωρίζει ότι στην πραγματικότητα δεν μπορεί να είναι διόλου σοφός» [Οὗτος ὑμῶν, ὦ ἄνθρωποι, σοφώτατος ἐστίν, ὅστις ὥσπερ Σωκράτης ἔγνωκεν ὅτι οὐδενός ἄξιος ἐστὶ τῇ ἀληθείᾳ πρὸς σοφίαν].

 Αυτός ακριβώς θα είναι και ο πλατωνικός ορισμός του φιλοσόφου στο "Συμπόσιο": ο φιλόσοφος δεν γνωρίζει.

 Η αποστολή του Σωκράτη λοιπόν, αυτή που, καθώς λέει η "Απολογία", του ανατέθηκε από το μαντείο των Δελφών, δηλαδή από τον θεό Απόλλωνα, είναι επομένως να κάνει τους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν την άγνοιά τους, τη μη-γνώση τους, το ότι δεν κατέχουν τη σοφία. Για να αντεπεξέλθει στην αποστολή του, ο ίδιος ο Σωκράτης θα υιοθετήσει τη στάση κάποιου που δεν ξέρει τίποτα, δηλαδή θα υιοθετήσει μια αφελή στάση. Πρόκειται για την περίφημη σωκρατική ειρωνεία: η προσποιητή άγνοια, το αθώο ύφος με το οποίο ρωτούσε, για παράδειγμα, να μάθει αν κάποιος είναι σοφότερος από τον ίδιον. Όπως λέει και ένα από τα πρόσωπα της "Πολιτείας":

 «...νά 'την η συνηθισμένη εκείνη ειρωνεία του Σωκράτη· αλλά τα ήξερα εγώ και τα προέλεγα σ' αυτούς πως θα απόφευγες εσύ να απαντήσης και θα το γύριζες στις ειρωνείες και πως κάθε άλλο θα 'κανες παρά ν' αποκριθής αν ήθελε σ' ερωτήσει κανείς».

 Γι' αυτό στις συζητήσεις, ο Σωκράτης είναι πάντα ερωτών: «γιατί δέχεται ότι δεν ξέρει τίποτα», όπως παρατηρεί ο Αριστοτέλης [ἐπεὶ καὶ διὰ τοῦτο Σωκράτης ἠρώτα ἀλλ' οὐκ ἀπεκρίνατο· ὡμολόγει γὰρ οὐκ εἰδέναι]. «Ο Σωκράτης υποβιβάζοντας ο ίδιος τον εαυτό του», μας λέει ο Κικέρων, «υποχωρούσε περισσότερο από όσο χρειαζόταν στους συνομιλητές που ήθελε να αντικρούσει: έτσι, με το να σκέφτεται κάτι και να λέει κάτι άλλο, απολάμβανε συνήθως να χρησιμοποιεί αυτή την υπόκριση, που οι Ελληνες αποκαλούν ειρωνεία».

 Στην πραγματικότητα δεν έχουμε να κάνουμε με μια ψεύτικη στάση, με υποκρισία, αλλά με ένα είδος χιούμορ μέσω του οποίου εκείνος που το χρησιμοποιεί δηλώνει ότι αρνείται να πάρει τελείως στα σοβαρά τόσο τους άλλους όσο και τον ίδιο του τον εαυτό, γιατί ακριβώς, ό,τι είναι ανθρώπινο, ακόμα και όταν είναι φιλοσοφικό, είναι αβέβαιο και δεν υπάρχει κανένας λόγος να κομπάζουμε γι' αυτό. Η αποστολή του Σωκράτη λοιπόν είναι να κάνει τους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν τη μη-γνώση τους. 

 Πρόκειται για μια επανάσταση στην περί γνώσεως αντίληψη. Βέβαια ο Σωκράτης μπορούσε να απευθυνθεί, και το έκανε άλλωστε με ευχαρίστηση, και στους απλοϊκούς, στους αμαθείς, σε εκείνους που έχουν μόνο μια συμβατική γνώση, που ενεργούν μόνο υπό την επίδραση προκαταλήψεων δίχως βαθύτερη σκέψη, με στόχο να τους δείξει πως η υποτιθέμενη γνώση τους δεν στηρίζεται πουθενά. Κυρίως όμως απευθύνεται σε εκείνους που εξ αιτίας της παιδείας τους είναι πεπεισμένοι ότι κατέχουν «τη» γνώση.

  Πριν τον Σωκράτη υπήρξαν δύο τύποι τέτοιων προσώπων: από τη μια οι αριστοκράτες της γνώσης, δηλαδή οι δάσκαλοι της σοφίας ή της αλήθειας, όπως ο Παρμενίδης, ο Εμπεδοκλής ή ο Ηράκλειτος, που αντέτασσαν τις θεωρίες τους στην άγνοια του πλήθους, και από την άλλη οι δημοκράτες της γνώσης, που ισχυρίζονταν ότι μπορούσαν να πουλήσουν τη γνώση σε όλο τον κόσμο: θα αναγνωρίσατε τους σοφιστές. Για τον Σωκράτη η γνώση δεν είναι ένα σύνολο προτάσεων και αποφάνσεων που μπορεί κανείς να καταγράψει, να μεταδώσει ή να πουλήσει ετοιμοπαράδοτες. Οπως βλέπουμε στην αρχή του Συμποσίου, ο Σωκράτης έρχεται καθυστερημένα γιατί παρέμεινε να στοχάζεται όρθιος και ακίνητος, "ἑαυτῷ πώς προσέχοντα τὸν νοῦν". Επίσης όταν μπαίνει στην αίθουσα ο Αγάθων, που είναι ο οικοδεσπότης, τον παρακαλεί να έρθει να κάτσει κοντά του [«Εδώ, Σωκράτη, κοντά μου πλάγιασε»], έτσι ώστε να «...απολαύσω, με την επαφήν μαζί σου, και την σοφήν έμπνευσιν που σου κατέβηκε εις την είσοδον». «Καλά θα ήταν, Αγάθων, να ήταν η σοφία έτσι, ώστε να μεταγγίζεται μεταξύ μας από το περισσότερον γεμάτον εις το περισσότερον αδειανόν». Πράγμα που σημαίνει ότι η γνώση δεν είναι ένα προκατασκευασμένο αντικείμενο, ένα δεδομένο περιεχόμενο που μπορεί να μεταδοθεί απευθείας είτε μέσω της γραφής είτε μέσω οποιουδήποτε λόγου.


 Όταν ο Σωκράτης διατείνεται πως ένα μόνο γνωρίζει, ότι δεν γνωρίζει τίποτα, σημαίνει ότι αρνείται την παραδοσιακή αντίληψη για τη γνώση. Η φιλοσοφική του μέθοδος δεν έγκειται στη μετάδοση μιας γνώσης, πράγμα που θα σήμαινε να απαντά στα ερωτήματα των μαθητών, αλλά, εντελώς αντίθετα, στο να ρωτά τους μαθητές, μια που αυτός ο ίδιος στην πραγματικότητα δεν έχει τίποτα να τους πει, τίποτα να τους μάθει όσον αφορά το θεωρητικό περιεχόμενο της γνώσης. Η σωκρατική ειρωνεία έγκειται στο να καμώνεται πως θέλει να μάθει κάτι από τον συνομιλητή του έτσι ώστε να τον οδηγήσει να ανακαλύψει πως δεν γνωρίζει τίποτα στον τομέα όπου ισχυρίζεται ότι είναι γνώστης.

 Όμως αυτή η κριτική της γνώσης, που εμφανίζεται ως εξ ολοκλήρου αρνητική, έχει μια διπλή σημασία. Από τη μια, προϋποθέτει ότι η γνώση και η αλήθεια, όπως ήδη είδαμε, δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτές προκατασκευασμένες, αλλά πρέπει να γεννηθούν από το ίδιο το άτομο. Γι' αυτό ο Σωκράτης δηλώνει στον "Θεαίτητο" ότι σε μια συζήτηση αρκείται στον ρόλο του μαιευτήρα. Ο ίδιος τίποτα δεν γνωρίζει και τίποτα δεν διδάσκει, αλλά αρκείται στο να θέτει ερωτήματα και οι ερωτήσεις του, τα ερωτήματα που θέτει, είναι αυτά που βοηθούν τους συνομιλητές του να γεννήσουν τη δική «τους» αλήθεια. Μια τέτοια εικόνα επιτρέπει σαφώς να εννοηθεί ότι η γνώση δεν βρίσκεται πουθενά αλλού παρά στην ίδια την ψυχή και ότι εναπόκειται στο ίδιο το άτομο να την ανακαλύψει, αφού πρώτα, χάρη στον Σωκράτη, έχει συνειδητοποιήσει ότι η γνώση του [η -με την αρχαιοελληνική έννοια- σοφία του] ήταν κούφια.


 Ο Πλάτων στα πλαίσια της δικής του σκέψης θα εκφράσει αυτή την ιδέα μυθολογικά λέγοντας ότι κάθε γνώση είναι ανάμνηση του οράματος που είχε κάποτε η ψυχή σε μια προηγούμενη ύπαρξη. Πρέπει λοιπόν να μάθουμε πώς να επαναφέρουμε στη μνήμη. Η προσέγγιση του Σωκράτη είναι εντελώς διαφορετική. Οι ερωτήσεις του Σωκράτη δεν οδηγούν τον συνομιλητή του να μάθει κάτι και να καταλήξει σε συμπεράσματα, τα οποία θα μπορούσαν να διατυπωθούν με τη μορφή προτάσεων περί του α ή β αντικειμένου. Ο σωκρατικός διάλογος, αντίθετα, καταλήγει σε μιαν απορία, στην αδυνατότητα, στο ανέφικτο, ακριβώς, του συμπεράσματος και της διατύπωσης μια γνώσης. 'Η μάλλον, επειδή ακριβώς ο συνομιλητής θα ανακαλύψει τη ματαιότητα των γνώσεών του, γι' αυτό και [ταυτόχρονα με τον μάταιο χαρακτήρα των γνώσεών του] θα ανακαλύψει την αλήθεια του, πράγμα που σημαίνει ότι περνώντας από τη γνώση στον εαυτό, θα αρχίσει να αμφισβητεί τον ίδιο του τον εαυτό. Με άλλα λόγια, στον «σωκρατικό» διάλογο, το αληθινό διακύβευμα δεν είναι αυτό για το οποίο μιλούν, αλλά αυτός ο οποίος ομιλεί. Οπως το λέει ένα άλλο πλατωνικό πρόσωπο, ο Νικίας: «Μου φαίνεται ότι δεν γνωρίζεις ότι όποιος έχει στενό σύνδεσμο λόγου με τον Σωκράτη, σαν συγγενής, και τον πλησιάζει να συζητήσει, αναγκάζεται αυτός, ακόμα κι αν τύχει για κάτι άλλο ν' αρχίσει να συζητάει, να παρασύρεται διαρκώς από τον λόγο αυτό, προτού φτάσει στο σημείο ν' απολογηθεί για τον εαυτό του, με ποιο τρόπο ζει τώρα και με ποιον έχει ζήσει την προηγούμενη ζωή του. Οταν φτάσει στο σημείο αυτό, δεν θα τον αφήσει νωρίτερα ο Σωκράτης, προτού διερευνήσει καλά και σωστά όλα τούτα. [...] Χαίρομαι λοιπόν, Λυσίμαχε, να συναναστρέφομαι τον άνδρα, και δεν νομίζω πως είναι κακό να μας υπενθυμίζει κάποιος ότι άσχημα πράξαμε ή πράττουμε, αλλά ότι αναγκάζεται στην υπόλοιπη ζωή του να είναι προνοητικότερος εκείνος που δεν αποφεύγει αυτά...».

 Ο Σωκράτης επομένως οδηγεί τους συνομιλητές του σε μια αυτοεξέταση, στο να αυτοσυνειδητοποιηθούν. Σαν «αλογόμυγα» ο Σωκράτης παρενοχλεί, τσιγκλίζει τους συνομιλητές του με ερωτήσεις που τους αμφισβητούν, που τους αναγκάζουν να παρατηρήσουν, να προσέξουν τους εαυτούς τους, να νοιαστούν για τους εαυτούς τους, να φροντίσουν τους εαυτούς τους:

 «Πώς εσύ αγαπητέ μου, όντας Αθηναίος, πολίτης της πιο μεγάλης και της πιο φημισμένης για τη σοφία της και τη δύναμή της πόλης, δεν ντρέπεσαι να φροντίζεις για τα χρήματα, πώς θα αποκτήσεις περισσότερα, και για τη δόξα και τις τιμές, και να μην φροντίζεις ούτε να νοιάζεσαι για τη φρόνηση και την αλήθεια και την ψυχή σου;»

 Από την άλλη, λοιπόν, δεν πρόκειται τόσο για αμφισβήτηση της φαινομενικής γνώσης που πιστεύουμε ότι κατέχουμε, αλλά μάλλον για μια αμφισβήτηση του εαυτού μας και των αξιών που διέπουν τη ζωή μας. Γιατί τελικά, μετά από ένα διάλογο με τον Σωκράτη, ο συνομιλητής του δεν έχει πια την παραμικρή ιδέα γιατί συμπεριφέρεται έτσι όπως συμπεριφέρεται. Συνειδητοποιεί τις αντιφάσεις του λόγου του καθώς και τις προσωπικές εσωτερικές του αντιθέσεις. Αμφιβάλλει για τον ίδιον του τον εαυτό. Καταλήγει και αυτός, όπως ο Σωκράτης, να γνωρίσει ότι δεν γνωρίζει τίποτα. Ομως κάνοντάς το αυτό, αποστασιοποιείται από τον εαυτό του, διχοτομείται· ένα κομμάτι του εαυτού του ταυτίζεται τώρα πια με τον Σωκράτη μέσω της αμοιβαίας συμφωνίας που ο Σωκράτης απαιτεί από τον συνομιλητή του σε κάθε στάδιο της συζήτησης. Ετσι λοιπόν μέσα του διενεργείται μια συνειδητοποίηση του εαυτού· θέτει σε αμφισβήτηση τον ίδιον του τον εαυτό.


 Το πραγματικό πρόβλημα λοιπόν δεν είναι να γνωρίσουμε αυτό ή εκείνο, αλλά το να είμαστε έτσι ή αλλιώς:

 «Τι πρέπει να πάθω, ποια ποινή πρέπει να μου επιβληθεί, επειδή έκρινα ότι πρέπει να παραιτηθώ από την ήσυχη ζωή και να παραμελήσω όλα εκείνα για τα οποία φροντίζουν οι περισσότεροι άνθρωποι, χρήματα, οικονομικά συμφέροντα, στρατηγίες, δημόσιες αγορεύσεις, και όλα τα άλλα αξιώματα και τις πολιτικές συμμαχίες και φατρίες. Επειδή πιστεύοντας ότι μπορούσα να κάνω κάτι καλύτερο από το να εξασφαλιστώ ασχολούμενος με τέτοια πράγματα, δεν ασχολήθηκα μ' αυτά -που άμα το έκανα ούτε εσάς ούτε τον εαυτό μου θα ωφελούσα καθόλου- αλλά πηγαίνοντας σε κάθε έναν χωριστά του χάριζα τη μεγαλύτερη, κατά τη γνώμη μου, ευεργεσία; Ερχόμουν κοντά του κι επιχειρούσα να τον πείσω να μη φροντίσει για τίποτα από αυτά που ανήκουν σε αυτόν πριν φροντίσει γι' αυτόν τον ίδιον· πώς δηλαδή θα γίνει καλύτερος και συνετότερος...».

 Αυτό το κάλεσμα στο «είναι», ο Σωκράτης το κάνει όχι μόνο με τα ερωτήματά του, την ειρωνεία του, μα και, κυρίως, με τον τρόπο ζωής του, με την ίδια του την ύπαρξη, με το ίδιο του το είναι.

Pages