Μια διεφθαρμένη ψυχή ειναι κατά πολύ χειρότερη από ένα διεφθαρμένο σώμα - Point of view

Εν τάχει

Μια διεφθαρμένη ψυχή ειναι κατά πολύ χειρότερη από ένα διεφθαρμένο σώμα



  Ο αληθινά γενναίος, όμως, και μεγαλόψυχος δεν θα θυσίαζε την ελευθερία και την ειλικρίνειά του για χάρη μιας ατιμωτικής τιμής ή δύναμης ή χρημάτων, ούτε θα φθονούσε όσους μεταμορφώνονται και μεταμφιέζονται για τέτοιες δωρεές, αλλά θα τους θεωρούσε όμοιους με όσους μεταμορφώνονται από άνθρωποι σε φίδια ή άλλα θηρία, χωρίς να τους ζηλεύει ή να τους φθονεί για την καλοπέρασή τους, αλλά αντιθέτως θρηνώντας και συμπονώντας τους, όταν για δώρα, σαν τα παιδιά, κόβουν τα μαλλιά τους, και μάλιστα τα άσπρα ο ίδιος, αντιθέτως, θα προσπαθήσει να διατηρήσει την κατάστασή του με ευπρέπεια και σταθερότητα, χωρίς ποτέ να εγκαταλείπει τη θέση του, αλλά τιμώντας πάντα και αυξάνοντας την αρετή και την εγκράτεια και οδηγώντας εκεί όλους, άλλοτε πείθοντας και παρακαλώντας, άλλοτε μαλώνοντας και επιπλήττοντας, μήπως μπορέσει να αποσπάσει κάποιον από την αφροσύνη, τις κακές επιθυμίες, την έκλυση και την καλοπέραση, πιάνοντας καθέναν ξεχωριστά και νουθετώντας τους σε ομάδες, όσες φορές βρει κάποια κατάλληλη ευκαιρία,
«άλλον με λόγια γλυκά και άλλον με αυστηρά», μέχρι, πιστεύω, να περάσει τη ζωή του φροντίζοντας ανθρώπους, όχι βόδια, άλογα, καμήλες και σπίτια, υγιής στα λόγια, υγιής στα έργα, ακίνδυνος συνοδοιπόρος ή συνταξιδιώτης με όποιον κι αν βρεθεί, καλός οιωνός σε όσους θυσιάζουν, ο οποίος δεν ξεσηκώνει διχόνοια, πλεονεξία, έριδες, φθόνους και κέρδη αισχρά, αλλά υπενθυμίζει την εγκράτεια και τη δικαιοσύνη και αυξάνει την ομόνοια, εκδιώκοντας, όσο είναι δυνατόν, την απληστία, την αναίδεια, την έκλυση, πολύ πιο ιερός από τους πρεσβευτές και τους κήρυκες που φέρνουν στους πολέμους προτάσεις εκεχειρίας.





Θέλει, λοιπόν, και προθυμοποιείται, όσο μπορεί, να βοηθάει όλους· μερικές φορές, όμως, νικιέται από άλλους ανθρώπους και άλλες πρακτικές και δεν έχει καμία δύναμη ή εντελώς μικρή. Στη συνέχεια, εξαγνίζει τη σκέψη του με τον λόγο και προσπαθεί να την παρουσιάσει αδούλωτη, πολεμώντας για την ελευθερία εναντίον των ηδονών, των γνωμών και όλων των ανθρώπων μαζί με λίγους που θέλουν, περισσότερο απ’ όσο κάποτε οι Σπαρτιάτες, έχοντας καταλάβει τα στενά, πολεμούσαν εναντίον όλων των ορδών από την Ασία, αν και οι ίδιοι ήταν λίγοι στον αριθμό, για τρεις νύχτες και μέρες στη σειρά, μέχρι που περικυκλώθηκαν εξαιτίας της προδοσίας ενός ανθρώπου και, μένοντας στην ίδια θέση, σφαγιάστηκαν [αυτοί που νόμιζαν ότι διαφυλάττουν ελεύθερη τη Σπάρτη, αν και ήταν ατείχιστη] ασκώντας το σώμα του και συνηθίζοντάς το να κοπιάζει ανάλογα με τη δύναμή του, δεν το αφήνει να εξασθενήσει με μπάνια, αλοιφές και μύρα, μέχρι να γίνει πιο μαλακό και πιο σαθρό, σαν κακό σκεύος.





Βλέποντας μερικοί αυτά, λένε ότι τα εφαρμόζει από ανοησία και αμυαλιά, έχοντας αφήσει τον πλούτο και τις τιμές και τη διαρκή ηδονή, και τον περιφρονούν και νομίζουν ότι είναι τρελός και τον ατιμάζουν. Εκείνος δεν οργίζεται μαζί τους ούτε δυσανασχετεί, αλλά είναι, πιστεύω, απέναντι στον καθένα πιο φιλικός από τον πατέρα, τα αδέρφια και τους φίλους του και ενώ σέβεται ασφαλώς τους συμπολίτες του, τους φίλους και τους συγγενείς του, δεν κρύβεται και τους νουθετεί τόσο περισσότερο, όσο πιο οικείους και πιο κοντινούς τούς έχει θεωρήσει από τους άλλους, επιτείνοντας όσο γίνεται τα λόγια του και κάνοντας εντονότερη τη νουθεσία και την προτροπή, και για τον εαυτό του και για εκείνους. Γιατί ούτε ένας γιατρός, ο οποίος βρίσκεται στην ανάγκη να θεραπεύσει τον πατέρα ή τη μητέρα ή τα παιδιά του που είναι άρρωστα ή και τον εαυτό του λόγω σπανιότητας και έλλειψης άλλων γιατρών, αν χρειαστεί να κάνει εγχείρηση ή καυτηρίαση, επειδή αγαπάει τα παιδιά του και σέβεται τον πατέρα και τη μητέρα του, γι’ αυτό θα τους κόψει με λιγότερο κοφτερό σίδερο ή θα τους καυτηριάσει με πιο χλιαρή φωτιά, αλλά αντιθέτως με όσο γίνεται πιο δυνατή και ζωηρή. 




Λένε, για παράδειγμα, ότι ο Ηρακλής, όταν δεν μπορούσε να γιατρέψει το σώμα του που βασανιζόταν από φοβερή αρρώστια, κάλεσε τους γιους του πρώτα προτρέποντάς τους να τον κάψουν με όσο γίνεται πιο λαμπερή φωτιά και επειδή εκείνοι δίσταζαν και γύρισαν να φύγουν, τους μάλωσε ως μαλθακούς και ανάξιούς του και όμοιους περισσότερο με τη μητέρα τους, λέγοντας, όπως αφηγείται ο ποιητής:

«Πού πάτε, κακοί και ανάξιοι της σποράς μου, ομοιώματα της μάνας σας από την Αιτωλία;»

Πρώτος αυτός, λοιπόν, πρέπει να αντιμετωπίζει τα πιο αγαπημένα και κοντινά του πρόσωπα με θάρρος γνώμης και ελευθερία, χωρίς να διστάζει και χωρίς να χαρίζεται στα λόγια. Γιατί πολύ χειρότερο πράγμα από ένα διεφθαρμένο και άρρωστο σώμα είναι μια διεφθαρμένη ψυχή, μα τον Δία όχι από μαγικά φίλτρα που αλείφονται ή πίνονται ή από κάποιο διαβρωτικό δηλητήριο, αλλά από την άγνοια, την κακία, την ακολασία, τον φθόνο, τη λύπη και τις χιλιάδες επιθυμίες. Τούτο το νόσημα και το πάθημα είναι πιο επικίνδυνο από εκείνο του Ηρακλή και χρειάζεται πολύ μεγαλύτερο και λαμπερότερο κάψιμο και για τη θεραπεία και την απαλλαγή αυτή πρέπει να παρακαλεί κανείς απροσχημάτιστα και τον πατέρα και τον γιο και τον συγγενή και τον ξένο και τον συμπατριώτη και τον αλλοδαπό.

Άπαντα
 -Δίων Προυσαεύς ή Χρυσόστομος




Pages