Ο κύριος Μποντράν, ο διάσημος Παριζιάνος δικηγόρος, αυτός που εδώ και δέκα χρόνια αναλαμβάνει και χωρίζει επιτυχώς όλα τα αταίριαστα παντρεμένα ζευγάρια, άνοιξε την πόρτα του γραφείου του και παραμέρισε για να περάσει ο καινούργιος πελάτης.
Ήταν ένας παχύς ροδοκόκκινος άντρας με ξανθές και πυκνές φαβορίτες, ένας άντρας κοιλαράς, σφριγηλός και γεροδεμένος. Χαιρέτησε το δικηγόρο.
– Καθίστε, είπε αυτός.
Ο πελάτης κάθισε, ξερόβηξε και είπε: – -Βρίσκομαι εδώ, κύριε δικηγόρε, για να σας ζητήσω να με εκπροσωπήσετε σε μια υπόθεση διαζυγίου.
– Πείτε μου, κύριε δικηγόρε, σας ακούω.
– Κύριε δικηγόρε, είμαι πρώην συμβολαιογράφος.
– Πρώην; Κιόλας;
– Μάλιστα, κιόλας. Είμαι τριάντα επτά ετών.
– Συνεχίστε.
– Κύριε δικηγόρε, έκανα έναν γάμο ατυχή, ατυχέστατο.
– Δεν είστε ο μόνος,
– Το γνωρίζω, και συμπονώ τους υπόλοιπους όμως η περίπτωσή μου είναι εξόχως ασυνήθιστη και οι μομφές μου προς τη σύζυγό μου εξαιρετικά ιδιαίτερης φύσης. Ας πάρω όμως τα πράγματα από την αρχή. Παντρεύτηκα κάτω από πολύ περίεργες συνθήκες. Πιστεύετε στις επικίνδυνες ιδέες;
– Τι εννοείτε;
– Πιστεύετε πως για κάποια μυαλά ορισμένες ιδέες είναι τόσο επικίνδυνες, όσο είναι το δηλητήριο για το κορμί;
– Ναι, ίσως.
– Βεβαίως. Υπάρχουν ιδέες που μπαίνουν μέσα μας, μας ροκανίζουν, μας σκοτώνουν, μας τρελαίνουν όταν δεν ξέρουμε πώς να τους αντισταθούμε. Είναι ένα είδος φυλλοξήρας της ψυχής. Αν κάνουμε το λάθος ν’ αφήσουμε μια από αυτές τις σκέψεις να γλιστρήσει μέσα μας, αν δεν αντιληφθούμε εξαρχής πως πρόκειται για έναν κατακτητή, έναν αφέντη, έναν τύραννο, πως εξαπλώνεται ώρα με την ώρα, μέρα με τη μέρα, πως επανέρχεται αδιάκοπα, εγκαθίσταται, διώχνει όλους τους συνηθισμένους μας λογισμούς, απορροφά όλη μας την προσοχή και αλλοιώνει την οπτική της κρίσης μας, είμαστε χαμένοι.
Ιδού λοιπόν τι μου συνέβη, κύριε δικηγόρε. Όπως σας είπα, ήμουν συμβολαιογράφος στη Ρουέν, και κάπως στριμωγμένος, όχι φτωχός αλλά ζορισμένος, με σκοτούρες, αναγκασμένος να κάνω συνεχώς οικονομία, υποχρεωμένος να βάζω χαλινάρι σε όλες τις επιθυμίες μου. Μάλιστα, σε όλες! Και στην ηλικία μου είναι δύσκολο.
Ως συμβολαιογράφος, διάβαζα πολύ προσεκτικά τις αγγελίες στην τέταρτη σελίδα των εφημερίδων, την προσφορά και τη ζήτηση, τις σύντομες αλληλογραφίες, και ούτω καθεξής· πολλές φορές λοιπόν μου είχε τύχει, μέσω αυτών, να συνάψω για κάποιους πελάτες μου επωφελείς γάμους. Μια μέρα πέφτω πάνω στο εξής:
«Δεσποινίς όμορφη, με καλή ανατροφή, καθωσπρέπει, αναζητά με σκοπό το γάμο κύριο έντιμο, δίνοντας προίκα δύο εκατομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες φράγκα καθαρά. Γραφεία συνοικεσίων αποκλείονται».
Συμπτωματικά εκείνη τη μέρα δειπνούσα με δύο φίλους, έναν δικηγόρο και έναν κλωστοϋφαντουργό. Δεν ξέρω πώς ήρθε η συζήτηση στους γάμους, και τους μίλησα γελώντας για τη δεσποινίδα με τα δυόμισι εκατομμύρια φράγκα. Ο κλωστοϋφαντουργός απόρησε: «Τι σόι γυναίκες είν’ αυτές;».
Ο δικηγόρος είχε δει πολλές φορές να συνάπτονται εξαιρετικοί γάμοι υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, και μας είπε λεπτομέρειες· ύστερα, γυρνώντας σε μένα, πρόσθεσε:
– Γιατί, διάβολε, δεν το κοιτάς για τον εαυτό σου; Μα το Χριστό, δυόμισι εκατομμύρια θα σε γλίτωναν από πολλές σκοτούρες.
Αρχίσαμε να γελάμε και οι τρεις, κι αλλάξαμε κουβέντα. Μια ώρα αργότερα, γύρισα σπίτι μου.
Εκείνη τη νύχτα έκανε κρύο. Κι εγώ έμενα σ’ ένα παλιό σπίτι, από εκείνα τα παλιά επαρχιώτικα σπίτια που μοιάζουν με τα υγρά υπόγεια όπου καλλιεργούν τα μανιτάρια. Όταν ακούμπησα το χέρι μου στη σιδερένια κουπαστή της σκάλας, ένα ρίγος παγερό διαπέρασε το μπράτσο μου, και καθώς άπλωνα το άλλο μου χέρι για να βρω τον τοίχο αισθάνθηκα, αγγίζοντάς τον, ένα δεύτερο ρίγος, πιο υγρό αυτή τη φορά· κι αυτά τα δύο ρίγη συναντήθηκαν στο στήθος μου και με γέμισαν ταραχή, θλίψη κι εκνευρισμό. Και, κυριευμένος από μια ξαφνική ανάμνηση, ψιθύρισα:
– Διάβολε, να είχα αυτά τα δυόμισι εκατομμύρια!
Το δωμάτιό μου ήταν θλιβερό, μια εργένικη κάμαρα στη Ρουέν που τη φρόντιζε μια υπηρέτρια, η ίδια που μου μαγείρευε κιόλας. Μπορείτε να τη φανταστείτε και μόνος σας αυτή την κάμαρα! Ένα μεγάλο κρεβάτι χωρίς κουρτίνες, μια ντουλάπα, μια συρταριέρα, ένα λαβομάνο και τζάκι πουθενά. Ρούχα πάνω στις καρέκλες, χαρτιά στο πάτωμα. Άρχισα να σιγοτραγουδάω, στο στιλ των μουσικών καφέ, όπου καμιά φορά συχνάζω:
Δυο εκατομμυριάκια θα είναι μια χαρά.
Κι ακόμα πεντακόσια και μια καλή κυρά.
Στην πραγματικότητα δεν είχα σκεφτεί ακόμα την ίδια τη γυναίκα, και η σκέψη της μου ήρθε ξαφνικά καθώς πλάγιαζα στο κρεβάτι μου. Τη σκεφτόμουν μάλιστα τόσο έντονα, ώστε μου πήρε αρκετή ώρα μέχρι να κοιμηθώ.
Την άλλη μέρα, ανοίγοντας τα μάτια μου, πριν ακόμα ξημερώσει, θυμήθηκα πως έπρεπε να βρίσκομαι στις οκτώ στο Νταρνετάλ για μια σημαντική υπόθεση.
Έπρεπε να σηκωθώ λοιπόν από τις έξι, κι έκανε παγωνιά.
-Πανάθεμά με, δυόμισι εκατομμύρια! μονολόγησα.
Επέστρεψα στο γραφείο μου κατά τις δέκα. Μέσα πλανιόταν μια μυρωδιά από αναμμένη σόμπα, παλιά χαρτιά, μπαγιάτικα δικόγραφα τη αποφορά τους δεν έχει ταίρι- και μια οσμή από υπαλλήλους, μπότες, ρεντιγκότες, πουκάμισα, μαλλιά και δέρμα, δέρμα άπλυτο το καταχείμωνο, κι όλα αυτά ζεσταμένα σε θερμοκρασία δεκαοκτώ βαθμών. Γευμάτισα όπως κάθε μέρα, με καμένη μπριζόλα κι ένα κομμάτι τυρί. Έπειτα ξανάπιασα δουλειά.
Και τότε σκέφτηκα πολύ σοβαρά, για πρώτη φορά, τη δεσποινίδα με τα δυόμισι εκατομμύρια. Ποια να ήταν; Γιατί να μην της γράψω; Γιατί να μη μάθω;
Τέλος πάντων, κύριε δικηγόρε, δεν θα μακρηγορήσω άλλο. Δεκαπέντε μέρες αυτή η σκέψη με στοίχειωνε, με κατάτρεχε, με τυραννούσε. Όλες μου οι έγνοιες, όλες οι μικρές σκοτούρες που υπέμενα αδιάκοπα χωρίς να τους δίνω σημασία μέχρι τότε, σχεδόν χωρίς να τις αντιλαμβάνομαι, τώρα με τρυ πούσαν σαν βελονιές, και καθένα απ’ αυτά τα μικρά βάσανα μου έφερνε αμέσως στο μυαλό τη δε σποινίδα με τα δυόμισι εκατομμύρια.
Στο τέλος είχα πλάσει νοερά όλη της την ιστορία. Όταν επιθυμούμε κάτι, κύριε δικηγόρε, το φανταζόμαστε όπως το προσδοκούμε.
Σίγουρα, δεν ήταν φυσικό μια κοπέλα από καλή οικογένεια, και προικισμένη τόσο αξιοπρεπώς, να ψάχνει για σύζυγο μέσω των εφημερίδων. Θα μπορούσε, όμως, να συμβαίνει η συγκεκριμένη κοπέλα να είναι έντιμη αλλά δυστυχής.
Κατ’ αρχάς, τούτη η περιουσία των δυόμισι εκατομμυρίων φράγκων δε με είχε θαμπώσει σαν τα μάγια κάποιας νεράιδας. Εμείς, που διαβάζουμε όλες τις προσφορές αυτού του είδους, είμαστε συνηθισμένοι σε προτάσεις γάμου που συνοδεύονται από έξι, οκτώ, δέκα, ακόμα και δώδεκα εκατομμύρια. Μάλιστα το ποσό των δώδεκα εκατομμυρίων εμφανίζεται αρκετά συχνά. Κάνει καλή εντύπωση.
Γνωρίζω καλά πως ουδείς πιστεύει στ’ αλήθεια ότι αυτές οι υποσχέσεις ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Κι όμως, οι αγγελίες μάς βάζουν στο μυαλό αυτά τα φανταστικά νούμερα, καθιστούν αληθοφανή, μέχρις ενός σημείου, για την άκριτη ευπιστία μας τα απίθανα ποσά που παρουσιάζουν και μας προτρέπουν να θεωρήσουμε μια προίκα δυόμισι εκατομμυρίων πολύ πιθανή και απόλυτα ηθική.
Μια κοπέλα, λοιπόν, νόθο τέκνο ενός νεόπλουτου και μιας καμαριέρας, που κληρονόμησε ξαφνικά τον πατέρα της, πληροφορείται ταυτόχρονα το γεγονός που είχε στιγματίσει τη γέννησή της και, για να μην αναγκαστεί να το αποκαλύψει σε κάποιον άντρα που θα την ερωτευόταν, απευθυνόταν σε αγνώστους μέσω ενός πολύ συνηθισμένου τρόπου που κουβαλούσε μέσα του ένα προπατορικό στίγμα.
Η υπόθεσή μου ήταν ανόητη. Παρ’ όλα αυτά, την πίστεψα. Εμείς οι συμβολαιογράφοι δε θα έπρεπε να διαβάζουμε ποτέ μυθιστορήματα· κι εγώ έχω διαβάσει αρκετά, κύριε δικηγόρε.
Έγραψα λοιπόν, με την ιδιότητα του συμβολαιογράφου, εκ μέρους ενός πελάτη, και περίμενα.
Μετά από πέντε μέρες, κατά τις τρεις το απόγευμα, εργαζόμουν στο γραφείο μου όταν ο προϊστάμενος του προσωπικού μού ανήγγειλε:
– Η δεσποινίς Σαντφρίζ
– Να περάσει.
Εμφανίστηκε λοιπόν μια γυναίκα γύρω στα τριάντα, αφρατούλα, μελαχρινή, με συνεσταλμένο ύφος.
– Καθίστε, δεσποινίς.
Εκείνη κάθισε και ψιθύρισε:
– Εγώ είμαι, κύριε δικηγόρε.
– Μα, δεσποινίς μου, δεν έχω την τιμή να σας γνωρίζω.
– Το πρόσωπο στο οποίο γράψατε. Σχετικά με ένα γάμο;
– Μάλιστα, κύριε δικηγόρε.
– A! Λαμπρά!
– Ήρθα η ίδια, γιατί είναι καλύτερο να κάνεις τις δουλειές σου αυτοπροσώπως.
– Είμαι της ίδιας γνώμης, δεσποινίς. Επιθυμείτε, λοιπόν, να παντρευτείτε;
– Μάλιστα, κύριε. Έχετε συγγενείς;
Δίστασε, χαμήλωσε τα μάτια και ψέλλισε:
– Όχι, κύριε… Η μητέρα μου… και ο πατέρας μου… έχουν πεθάνει.
Ανατρίχιασα. Ώστε είχα μαντέψει σωστά· και στην καρδιά μου ξύπνησε ξαφνικά μια δυνατή συμπάθεια γι’ αυτό το δύστυχο πλάσμα. Δεν επέμεινα, για να μην τη φέρω σε δύσκολη θέση, και συνέχισα:
– Το ποσό αυτό είναι η καθαρή περιουσία σας;
Αυτήν τη φορά απάντησε χωρίς δισταγμό:
– Ω, μάλιστα, κύριε.
Την κοιτούσα με μεγάλη προσοχή και, μα την αλήθεια, δεν μου φαινόταν καθόλου δυσάρεστη, αν και μεγαλούτσικη, πιο μεγάλη απ’ όσο νόμιζα, Ήταν ωραία γυναίκα, γεροδεμένη, αυτό που λέμε γυναίκα αφέντρα. Οπότε μου ήρθε η ιδέα να της παίξω λίγο συναισθηματικό θέατρο, να την ερωτευτώ, να παρακάμψω τον φανταστικό μου πελάτη, μόλις θα βεβαιωνόμουν πως η προίκα δεν ήταν απάτη. Της μίλησα γι’ αυτό τον πελάτη, τον οποίο περιέγραψα ως άνθρωπο δυστυχή, πολύ έντιμο αλλά λίγο ασθενικό.
Αντέδρασε ζωηρά:
– Ω, κύριε, εμένα μου αρέσει ο άντρας να έχει καλή υγεία.
– Θα τον δείτε και μόνη σας, δεσποινίς, αλλά όχι πριν περάσουν τρεις τέσσερις μέρες, γιατί έφυγε χτες για την Αγγλία.
– Ω! Τι δυσάρεστο, είπε.
– Μα τον Θεό, και ναι και όχι. Βιάζεστε να επιστρέψετε στο σπίτι σας;
– Καθόλου.
– Μείνετε εδώ, λοιπόν. Θα κάνω ό,τι μπορώ ώστε να περάσει ο χρόνος σας ευχάριστα.
– Είστε πολύ ευγενικός, κύριε.
– Μένετε σε κάποιο ξενοδοχείο;
Μου έδωσε το όνομα του καλύτερου ξενοδοχείου της Ρουέν.
– Λοιπόν, δεσποινίς, θα επιτρέπατε στον μέλλοντα… συμβολαιογράφο σας να σας κάνει το τραπέζι απόψε;
Έδειξε διστακτική, ανήσυχη, αναποφάσιστη τελικά το πήρε απόφαση:
– Μάλιστα, κύριε.
– Θα έρθω να σας πάρω στις επτά.
– Μάλιστα, κύριε.
– Θα τα πούμε λοιπόν το βράδυ, δεσποινίς.
– Μάλιστα, κύριε.
Και τη συνόδευσα ως την πόρτα.
Στις επτά ήμουν στο ξενοδοχείο της. Είχε περιποιηθεί πολύ τον εαυτό της για χάρη μου και με υποδέχτηκε πολύ φιλάρεσκα.
Την πήγα για δείπνο σ’ ένα εστιατόριο όπου με γνώριζαν, και παράγγειλα ένα συναρπαστικό γεύμα.
Μία ώρα αργότερα είχαμε γίνει πολύ καλοί φίλοι, και μου διηγιόταν την ιστορία της. Ήταν κόρη μιας κυρίας από πολύ σημαντική οικογένεια, την οποία είχε αποπλανήσει ένας αριστοκράτης, και την ίδια την είχαν μεγαλώσει κάτι χωρικοί. Τώρα ήταν πλούσια, αφού είχε κληρονομήσει μεγάλα ποσά από τον πατέρα και τη μητέρα της, των οποίων τα ονόματα δεν θα μαρτυρούσε ποτέ μα ποτέ. Θα ήταν ανώφελο να της τα ζητήσω ή να την παρακαλέσω, δεν επρόκειτο να μου τα αποκαλύψει. Καθώς ελάχιστα με ενδιέφερε να τα μάθω, τη ρώτησα για την περιουσία της. Μου μίλησε αμέσως, ως γυναίκα πρακτική, σίγουρη για τον εαυτό της, σίγουρη για τους αριθμούς, τους τίτλους ιδιοκτησίας, τα έσοδα, τους τόκους και τις τοποθετήσεις. Η μεγάλη της γνώση για το αντικείμενο μ’ έκανε αμέσως να την εμπιστευτώ και άρχισα να τη φλερτάρω, αν και επιφυλακτικά· της έδειξα πάντως καθαρά πως μου άρεσε.
Ανταποκρίθηκε στην ερωτική κουβεντούλα, και μάλιστα με χάρη. Της πρόσφερα σαμπάνια και ήπια κι εγώ, με αποτέλεσμα να θολώσει το μυαλό μου. Τότε ένιωσα καθαρά πως θα γινόμουν τολμηρός, και φοβήθηκα, φοβήθηκα τον εαυτό μου, φοβήθηκα για εκείνη, φοβήθηκα μήπως παρασυρθεί κι αυτή και υποκύψει. Για να ηρεμήσω άρχισα να της μιλάω πάλι για την προίκα της, η οποία θα έπρεπε να στοιχειοθετηθεί επακριβώς, καθώς ο πελάτης μου ήταν άνθρωπος της αγοράς,
Μου απάντησε εύθυμα:
– Ω, το γνωρίζω. Έχω φέρει μαζί μου όλες τις αποδείξεις.
– Εδώ, στη Ρουέν;
– Μάλιστα, στη Ρουέν.
– Τις έχετε στο ξενοδοχείο;
– Μα και βέβαια.
– Μπορείτε να μου τις δείξετε;
– Μα και βέβαια.
– Απόψε;
– Μα και βέβαια.
Αυτό με εξασφάλιζε από κάθε άποψη. Πλήρωσα το λογαριασμό και επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο της.
Είχε όντως φέρει μαζί της όλους τους τίτλους ιδιοκτησίας της. Δεν μπορούσα να έχω πια καμιά αμφιβολία: τους κρατούσα, τους ψηλαφούσα, τους διάβαζα. Αυτό γέμισε την καρδιά μου με τόση χαρά, που αμέσως με κατέλαβε μια βίαιη επιθυμία να τη φιλήσω. Εννοώ βέβαια μια επιθυμία αγνή, η επιθυμία ενός χαρούμενου ανθρώπου. Και μα την πίστη μου, τη φίλησα. Μια φορά, δύο φορές, δέκα φορές.. τόσο που….. με τη βοήθεια της σαμπάνιας. υπέκυψα… ή μάλλον όχι… υπέκυψε εκείνη.
Α! Κύριε δικηγόρε, μετά απ’ αυτό πήρα μια έκφραση… Εκείνη να δείτε! Έκλαιγε γοερά, ικετεύοντάς με να μην την προδώσω, να μην την εκθέσω. Της υποσχέθηκα ό,τι μου ζήτησε κι έφυγα με φρικτή διάθεση.
Τι να έκανα; Είχα καταχραστεί την εμπιστοσύνη της πελάτισσάς μου. Κι αυτό δε θα ήταν τίποτα αν είχα όντως πελάτη που ενδιαφερόταν γι’ αυτήν, αλλά δεν είχα. Ο πελάτης, ο αφελής πελάτης, ο πελάτης που είχε εξαπατηθεί από τον ίδιο του τον εαυτό ήμουν εγώ. Τι μπλέξιμο! Θα μπορούσα να την εγκαταλείψω, είναι αλήθεια. Την προίκα όμως; Την ωραία, την πλούσια, τη χειροπιαστή και σίγουρη προίκα; Και στο κάτω κάτω, είχα δικαίωμα να την εγκαταλείψω την καημένη, αφού την είχα εκμεταλλευτεί έτσι;
Κι όμως, τι αγωνίες πέρασα αργότερα! Πόση ανασφάλεια ένιωσα με μια γυναίκα που είχε ενδώσει τόσο εύκολα!
Πέρασα μια τρομερή νύχτα αμφιθυμίας, τυραννισμένος από τις τύψεις, με τους φόβους μου να με τρώνε και τους ενδοιασμούς μου να με σφυροκοπούν. Μα το πρωί το μυαλό μου καθάρισε. Ντύθηκα με φροντίδα και παρουσιάστηκα, τη στιγμή που το ρολόι σήμανε έντεκα, στο ξενοδοχείο όπου έμενε.
Όταν με αντίκρισε κοκκίνισε ως τα αυτιά.
Της είπα:
– Δεσποινίς, μόνο ένα πράγμα μπορώ να κάνω για να επανορθώσω το σφάλμα μου. Ζητώ το χέρι σας.
Εκείνη ψέλλισε:
– Είναι δικό σας.
Την παντρεύτηκα.
Για έξι μήνες όλα πήγαιναν καλά.
Είχα αφήσει το γραφείο μου, ζούσα ως εισοδηματίας και, μα την αλήθεια, δεν είχα τίποτα, μα τίποτα να προσάψω στη γυναίκα μου.
Κι όμως, με τον καιρό παρατήρησα πως μερικές φορές έβγαινε κι αργούσε πολύ. Αυτό συνέβαινε μια συγκεκριμένη μέρα, τη μια εβδομάδα την Τρίτη, την άλλη την Παρασκευή. Πίστεψα ότι με απατούσε και την ακολούθησα.
Ήταν Τρίτη. Βγήκε με τα πόδια κατά τη μία, κατηφόρισε την οδό ντε λα Ρεπυμπλίκ, έστριψε δεξιά στο δρόμο που περνάει μπροστά από το αρχιεπισκοπικό μέγαρο κι έπειτα πήρε την οδό Γκραν-Πον μέχρι τον Σηκουάνα, περπάτησε κατά μήκος της προκυμαίας ως το Πον ντε Πιερ, διέσχισε το ποτάμι. Από εκείνο το σημείο κι έπειτα έδειχνε ανήσυχη, κοιτούσε συχνά πίσω της, εξέταζε προσεκτικά κάθε περαστικό.
Καθώς ήμουν μεταμφιεσμένος σε καρβουνιάρη, δε με αναγνώρισε,
Τελικά μπήκε σ’ ένα σταθμό στην αριστερή όχθη πλέον δεν είχα καμία αμφιβολία ότι ο εραστής της θα έφτανε με το τρένο των δύο παρά τέταρτο.
Κρύφτηκα πίσω από ένα αμάξι για εμπορεύματα και περίμενα. Ένα σφύριγμα.. ένα κύμα επιβατών… Εκείνη προχωράει, αρχίζει να τρέχει, αρπάζει στην αγκαλιά της ένα κοριτσάκι τριών χρονών που το συνοδεύει μια χοντρή χωριάτισσα και το φιλάει με πάθος. Μετά γυρίζει, βλέπει ένα άλλο παιδί, πιο μικρό, κορίτσι ή αγόρι, δεν ξέρω, που το κρατάει μια άλλη χωρική, πέφτει πάνω του, το αγκαλιάζει σφιχτά και φεύγει, μαζί με τα δυο πιτσιρίκια και τις δυο παραμάνες, προς τον μακρύ και σκοτεινό περίπατο του Κουρ-λα-Ρεν.
Γύρισα στο σπίτι τρομοκρατημένος, σε απόλυτη σύγχυση, μην ξέροντας αν καταλάβαινα ή όχι τι συνέβαινε, μην τολμώντας να κάνω υποθέσεις.
Όταν πια επέστρεψε για το δείπνο, όρμησα καταπάνω της φωνάζοντας:
– Ποια είναι αυτά τα παιδιά;
– Ποια παιδιά;
Αυτά που περίμενες να έρθουν με το τρένο από το Σαιν Σεβέ.
Έβγαλε μια δυνατή κραυγή και λιποθύμησε. Όταν συνήλθε, μου ομολόγησε μέσα σ’ έναν ποταμό από δάκρυα ότι είχε πέντε παιδιά. Μάλιστα, κύριε δικηγόρε – δύο δίδυμα τις Τρίτες, αγόρι, κορίτσι, και τρία τις Παρασκευές, αγόρια.
Κι αυτή –τι ντροπή!- ήταν η προέλευση της περιουσίας της. Οι τέσσερις πατεράδες! Έτσι είχε μαζέψει την προίκα της… Και τώρα, κύριε δικηγόρε, τι με συμβουλεύετε να κάνω;
Ο δικηγόρος απάντησε σοβαρά:
– Να αναγνωρίσετε τα τέκνα σας, κύριε.
21 février 1888
Η τέχνη του χωρισμού
– Guy de Maupassant