Η κοινωνία μας είναι γεμάτη παραδείγματα ανθρώπων που ζουν μ’ ένα τρόπο που ξεπερνά τις δυνατότητες και τα μέσα που διαθέτουν, θυσιάζουν την εσωτερική τους γαλήνη για χάρη της εικόνας που θέλουν να δώσουν προς τα έξω, προσπαθούν να αμβλύνουν την αίσθηση της επικείμενης απειλής με το να γίνονται αλκοολικοί, εργασιομανείς, μανιακοί της τηλεόρασης, ή υποκύπτουν σε κάποια άλλη μορφή εθισμού -έστω κι αν λένε πως «ξέρουν αυτοί τι κάνουν».
Τι μπορεί να ευθύνεται γι’ αυτή την ανακολουθία; Μήπως στην πραγματικότητα η ανθρώπινη φύση είναι ριζικά ελαττωματική;
Πρόσφατα, ο ψυχολόγος Donald Campbell ονόμασε το ατέρμονο κυνηγητό της ικανοποίησης «μαγκανοπήγαδο της ευτυχίας». Ο Steven Pinker επεξεργάστηκε το θέμα προσδίδοντάς του μια εξελικτική προοπτική:
Εκ πρώτης όψεως, η ευτυχία θα μπορούσε να φανεί σαν ένα δίκαιο επιδόρπιο της βιολογικής προσαρμοστικής καταλληλότητάς μας (ακριβέστερα, των καταστάσεων που οδηγούν στην προσαρμογή, μέσα στο περιβάλλον όπου εξελιχθήκαμε). Είμαστε ευτυχέστεροι όταν είμαστε υγιείς, χορτάτοι, καλοθρεμμένοι, άνετοι, ασφαλείς, γνώστες, ευυπόληπτοι, ζευγαρωμένοι, και αγαπητοί. Συγκρινόμενοι με τα αντίθετά τους, αυτοί οι επιδιωκόμενοι στόχοι συμβάλλουν στην αναπαραγωγή.
Η λειτουργία της ευτυχίας, καθώς φαίνεται, είναι να κινητοποιεί το νου, κάνοντας τον να αναζητεί τα κλειδιά της δαρβινικής προσαρμοστικής καταλληλότητας. Όταν είμαστε δυστυχείς, εργαζόμαστε για εκείνα που θα μας κάνουν ευτυχισμένους’ όταν είμαστε ευτυχείς, διατηρούμε το status quo.
Το πρόβλημα είναι: για τι βαθμό καταλληλότητας αξίζει ν’ αγωνιστούμε; Οι άνθρωποι της εποχής των παγετώνων θα έχαναν τον καιρό τους αν δυσφορούσαν επειδή τους έλειπαν οι θερμάστρες για κατασκήνωση, η πενικιλίνη και τα κυνηγετικά όπλα, ή αν πάσχιζαν ν’ αποκτήσουν αυτά, αντί για κατάλληλες σπηλιές και λόγχες. Ακόμη κι οι σύγχρονες τροφοσυλλεκτικές φυλές προσβλέπουν σε πολύ διαφορετικά πρότυπα, ανάλογα με τις εποχές και τους τόπους. Κι επειδή το τέλειο είναι ο εχθρός του καλού, η επιδίωξη της ευτυχίας θα πρέπει να σταθμίζεται σύμφωνα με αυτό που μπορεί να επιτευχθεί με εύλογη προσπάθεια στο συγκεκριμένο περιβάλλον.
Πώς γνωρίζουμε τι μπορεί να επιτευχθεί με εύλογη προσπάθεια; Μια καλή πηγή πληροφόρησης είναι τα επιτεύγματα των άλλων ανθρώπων. «Αν το ’χουν αυτοί, τότε μπορείς κι εσύ». Σ’ όλες τις εποχές, οι παρατηρητές της ανθρώπινης συνθήκης έχουν καταδείξει το μέγεθος της τραγωδίας: οι άνθρωποι είναι ευτυχείς όταν νιώθουν πως είναι σε καλύτερη κατάσταση απ’ ό,τι οι γείτονές τους, και δυστυχείς όταν νιώθουν πως βρίσκονται σε χειρότερη θέση.
Η αρχή του οικονομικού σχετικισμού είναι πολύ εύκολα αναγνωρίσιμη και πανταχού παρούσα. Σήμερα λέμε πως «δεν πρέπει να υστερούμε συγκριτικά με το βιοτικό επίπεδο του γείτονα».
Μα και ο Λουκρήτιος, επίσης, είχε πολλά να πει για το φαινόμενο αυτό και το πώς εμφανίστηκε στη ζωή των προϊστορικών ανθρώπων:
…αντλούσαν τις ηδονές τους ξοδεύοντας ελάχιστα, προπάντων όταν τους χαμογελούσε ο καιρός κι η εποχή κεντούσε την πράσινη χλόη με λουλούδια.
Το ’ριχναν τότε σε παιγνίδια και σε κουβέντες και σε γέλια φιλικά, γιατί τότε ήταν που η μούσα της υπαίθρου βρισκόταν σε μεγάλες δόξες’ όλο χαρά, στεφάνωναν τα κεφάλια και τους ώμους με άνθη και με φύλλα, και παρακινιόνταν έτσι σε λογής-λογής διασκεδάσεις και σ’ αδέξιους χορούς δίχως ρυθμό, καθώς βροντοχτυπούσαν τη γης με βαριά πόδια’ κι αυτό τους έδινε αφορμή για χαμόγελα και γέλια ασυγκράτητα — γιατί καινούργια ήσαν όλα τότε και θαυμαστά… Κι όταν ξαγρυπνούσαν, αυτή ήταν η παρηγοριά τους για το ξενύχτι, το να τραγουδούν μελωδίες με μεγάλη ποικιλία και παιχνίδισμα της φωνής, και να φυσούν στις άκρες των καλαμιών…
Ως και σήμερα ακόμα, σαν πέφτει η νύχτα, οι ξενύχτηδες κρατάνε τις παραδόσεις’ έχουνε μάθει καλύτερα να κρατούν όλους τους ρυθμούς, μα τούτο δεν τους δίνει πιο μεγάλη ευχαρίστηση από τη χαρά που ένιωθαν οι άξεστες εκείνες γενιές των δασών, τα τέκνα της γης.
Γιατί αυτό που κατέχουμε τώρα, αν προηγουμένως δεν έχουμε γνωρίσει κάτι άλλο πιο αγαπητό, το βλέπουμε σαν το καλύτερο δυνατό —ως τη στιγμή που θα βρεθεί κάτι καλύτερο, που αμέσως κάνει το παλιό να χάνει την αξία του, κι ό,τι νιώθαμε γι’ αυτό αλλάζει. Έτσι άρχισε η σιχαμάρα για τα βελανίδια, κι έτσι εγκαταλείφθηκαν τα στρώματα από χόρτα και φυλλωσιές’ κι έτσι έπεσε στην καταφρόνια το ντύσιμο με προβιές -αν και σκέφτομαι πως, όταν ανακαλύφθηκε η προβιά, θα προκάλεσε τέτοιο φθόνο εκείνος που την πρωτοφόρεσε, που σίγουρα θα βρήκε το θάνατο σε ενέδρα’ κι όμως, άγρια ξεσκισμένο και καταματωμένο απ’ τους φονιάδες, το ρούχο που κλέψαν μπορεί να ’χε γίνει πια άχρηστο γι’ αυτούς …
Τότε οι προβιές, τώρα το χρυσάφι κι οι πορφύρες τυραννούν με έγνοιες τη ζωή των ανθρώπων. Όμως και σ’ αυτό ακόμα, εμείς οι σημερινοί σφάλουμε περισσότερο: γιατί χωρίς τις προβιές, τα παιδιά της γης βασανίζονταν απ’ το κρύο’ ενώ εμάς διόλου δεν μας ενοχλεί το κρύο, αν μας λείπει ρούχο από πορφύρα δουλεμένο με χρυσάφι και πλούσια κεντήματα, αφού μπορεί να μας προστατέψει κι ένας ταπεινός μανδύας.
Έτσι λοιπόν το ανθρώπινο γένος μοχθεί πάντα μάταια και άσκοπα, και ξοδεύει τα χρόνια του σε μάταιες έγνοιες. Γιατί οι άνθρωποι δεν κατάλαβαν πως η ιδιοκτησία έχει το όριό της κι οτι η απόλαυσή της φτάνει μέχρις ενός σημείου. Κι η άγνοια αυτή μας παρέσυρε στ’ ανοιχτά και ξεσήκωσε απ’ το βυθό τα μεγάλα κύματα του πολέμου.
Έχουμε, λοιπόν, την τάση να ικανοποιούμαστε μ’ αυτό που διαθέτουμε – μέχρι τη στιγμή που θα παρουσιαστεί κάτι φαινομενικά καλύτερο. Γιατί, όπως ακριβώς τα νευρικά κύτταρα εύκολα προσαρμόζονται σ’ ένα σταθερό επίπεδο θερμότητας, οσμής, πίεσης, κλπ., σε σημείο που να μην αντιλαμβανόμαστε πια πως δεχόμαστε ερεθίσματα, έτσι και ο νους γενικά προσαρμόζεται σ’ ένα τρόπο ζωής, τόσο που η καθημερινή μας εμπειρία να φαίνεται «φυσιολογική».
Όταν συμβαίνει να παρουσιαστεί η βελτιωμένη ή πιο γοητευτική έκδοση κάποιου πράγματος, τότε διεγείρεται το ενδιαφέρον κι η επιθυμία μας για τούτο το απρόσμενο καινούριο φρούτο που μας συναρπάζει. Κι όταν δεν επαρκούν τα μέσα που διαθέτουμε ώστε να το αποκτήσουμε, τότε γεννιέται ο φθόνος.