Ξυπνώ απ’το όνειρο κλαίγοντας στο μαξιλάρι μου στις τρεις τα χαράματα. Προσεκτικά, για να μην ενοχλήσω τη Μαίριλυν, γλιστράω έξω απ’το κρεβάτι και μπαίνω στο μπάνιο, σκουπίζω τα μάτια μου και ακολουθώ τις ίδιες οδηγίες που δίνω πενήντα χρόνια τώρα στους θεραπευόμενους: Κλείστε τα μάτια, ξαναπαίξτε το όνειρο στη σκέψη σας και σημειώστε κάπου αυτό που είδατε.
Είμαι δέκα ή έντεκα χρόνων. Κατεβαίνω με το ποδήλατο μια μεγάλη κατηφόρα πολύ κοντά στο σπίτι μου. Βλέπω ένα κορίτσι που το λένε Άλις καθισμένο στα σκαλιά της βεράντας του. Μοιάζει λίγο μεγαλύτερή μου και είναι ομορφούλα, παρόλο που το πρόσωπό της είναι γεμάτο κοκκινίλες. Περνώντας μπροστά της με το ποδήλατο τής φωνάζω: «Γεια σου, Ιλαρά!»
Ξαφνικά ένας άντρας πανύψηλος και γεροδεμένος εμφανίζεται μπροστά στο ποδήλατό μου, αρπάζει τα χερούλια του ποδηλάτου και με ακινητοποιεί. Με κάποιον τρόπο ξέρω ότι είναι ο πατέρας της Άλις.
Μου φωνάζει: «Έι, φίλε, όπως κι αν λέγεσαι. Για σκέψου μια στιγμή -αν είσαι ικανός να σκεφτείς- κι απάντησέ μου. Θυμήσου τι είπες τώρα δα στην κόρη μου και πες μου ένα πράγμα: Πώς την έκανες να νιώσει;»
Από το φόβο μου δεν απαντάω.
«Για λέγε, λοιπόν. Είσαι ο πιτσιρικάς τού Μπλούμινγκντέηλ (το μπακάλικο του πατέρα μου λεγόταν “Αγορά Μπλούμινγκντέηλ” και πολλοί πελάτες νόμιζαν πως αυτό είναι το επώνυμό μας) και βάζω στοίχημα ότι είσαι ένα έξυπνο Εβραιόπουλο. Άντε, λοιπόν, μάντεψε πώς νιώθει η Άλις όταν της λες κάτι τέτοιο».
Τρέμω. Ο τρόμος κρατάει το στόμα μου κλειστό.
«Καλά, καλά. Ηρέμησε. Θα σε διευκολύνω. Πες μου μόνο ένα πράγμα: Τα λόγια που της είπες κάνουν την Άλις να νιώσει καλά ή άσχημα για τον εαυτό της;»
Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να ψελλίσω: « Δεν ξέρω».
«Δεν μπορείς να σκεφτείς καθαρά, ε; Ωραία, θα σε βοηθήσω. Πες πως σε κοιτάζω και παρατηρώ ένα άσχημο χαρακτηριστικό σου και κάθε φορά που σε βλέπω το σχολιάζω». Έρχεται ακόμα πιο κοντά και με περιεργάζεται. «Λίγη μύξα στη μύτη, ε; Άμα σε πω”μυξιάρη”; Και το αριστερό σου αυτί είναι πιο μεγάλο απ’ το δεξί. Το φαντάζεσαι, να σου φωνάζω “Γεια σου, αυταρά” κάθε φορά που σε βλέπω; Ή μήπως “Γεια σου, Εβραίε”; Να μια καλή ιδέα. Αυτό πώς θα σου φαινόταν;»
Στο όνειρο συνειδητοποιώ ότι δεν είναι η πρώτη φορά που περνάω απ’ αυτό το σπίτι με το ποδήλατο, πως κάθε μέρα κάνω το ίδιο, περνάω μπροστά απ’ την Άλις και της φωνάζω τα ίδια λόγια προσπαθώντας ν’ αρχίσω μια κουβέντα, να την κάνω φίλη. Και κάθε φορά που φωνάζω «Γεια σου, Ιλαρά» την πληγώνω. Νιώθω απαίσια – και για τον πόνο που της προκάλεσα τόσες φορές και για το γεγονός ότι ως τώρα δεν το είχα πάρει είδηση.
Τη στιγμή που ο πατέρας της τελειώνει το λογύδριό του, η Άλις κατεβαίνει τα σκαλιά της βεράντας και μου λέει γλυκά: «Θέλεις ν’ ανέβεις να παίξουμε;» Ρίχνει μια ματιά στον πατέρα της κι εκείνος το εγκρίνει.
«Νιώθω πολύ άσχημα» απαντάω. «Ντρέπομαι, ντρέπομαι πολύ. Δεν μπορώ, δεν μπορώ, δεν μπορώ…»
Από την αρχή της εφηβείας μου διαβάζω πάντα κάτι πριν κοιμηθώ. Τις τελευταίες δεκαπέντε μέρες διαβάζω ένα βιβλίο με τίτλο “Oι καλύτεροί μας άγγελοι” γραμμένο από τον Steven Pinker. Απόψε, πριν δω αυτό το όνειρο, διάβασα ένα κεφάλαιο για το πώς γεννήθηκε η ενσυναίσθηση την περίοδο του Διαφωτισμού και πώς η ανάπτυξη του μυθιστορήματος, κυρίως μάλιστα του βρετανικού επιστολικού μυθιστορήματος με έργα όπως η Κλαρίσσα και η Πάμελα, μπορεί να έπαιξε ρόλο στη μείωση της βίας και της σκληρότητας, βοηθώντας τους ανθρώπους να αντιληφθούν πώς βιώνουν οι άλλοι τον κόσμο από τη δική τους οπτική γωνία. Κατά τα μεσάνυχτα έσβησα το φως και λίγες ώρες αργότερα ξύπνησα από τον εφιάλτη μου με την Άλις.
"Αυτό ήταν η ζωή;
Τότε άλλη μια φορά!:
Αναμνήσεις ενός ψυχίατρου"
Irvin D. Yalom