ΛΥΚΙΝΟΣ: Ερμότιμε, από το βιαστικό σου περπάτημα κι από το βιβλίο σου, είναι φανερό ότι τραβάς γραμμή για τον δάσκαλο. Κι όπως προχωρούσες, κάτι είχες στον νου σου και σάλευες τα χείλη, μουρμούριζες και κούναγες το χέρι πέρα δώθε, σαν νά ’κανες απαγγελία στον εαυτό σου. Κάποιο από ’κείνα τα μπερδεμένα προβλήματα θα σκεφτόσουν ή τίποτε σοφιστικά ζητήματα θα μελετούσες, έτσι για να μη μένεις άπραγος ούτε κι όταν βαδίζεις στον δρόμο, αλλά να ’σαι πάντα απασχολημένος με κάτι σοβαρό που θα σε βοηθήσει να προκόψεις στη μάθηση.
ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Κάτι τέτοιο, Λυκίνε, μα τον Δία. Το χτεσινό μάθημα έφερνα στον νου μου και λογάριαζα ένα-ένα τα όσα μας είπε. Δεν πρέπει ν’ αφήνουμε ευκαιρία ανεκμετάλλευτη, αφού συμφωνούμε με ’κείνο που είπε ο Ιπποκράτης, ότι «ο μεν βίος βραχύς, η δε τέχνη μακρά». Εκείνος βέβαια τό ’λεγε για την ιατρική που μαθαίνεται πιο εύκολα. Τη φιλοσοφία όμως δεν μπορείς να την κατακτήσεις, ακόμη κι αν έχεις πολύ χρόνο στη διάθεσή σου, εκτός κι αν είσαι πάντα σε εγρήγορση και την ατενίζεις με ξύπνιο βλέμμα. Και δεν είναι μικροπράγματα αυτά που διακινδυνεύεις: ή που θα χαθείς σαν κακομοίρης μες στον συρφετό των απλών ανθρώπων ή που θα κερδίσεις την ευδαιμονία1 μέσα από την φιλοσοφία.
ΛΥΚΙΝΟΣ: Τα έπαθλα που είπες, Ερμότιμε, είναι θαυμάσια. Φαντάζομαι πως όπου νά ’ναι θα τα κερδίσεις, αν κρίνω από τον χρόνο που αφιερώνεις στη φιλοσοφία αλλά κι από τον μόχθο που καταβάλλεις εδώ και πολύ καιρό, μου φαίνεται. Γιατί, αν θυμάμαι καλά, σχεδόν είκοσι χρόνια τώρα δε σε βλέπω να κάνεις τίποτ’ άλλο από το να πηγαίνεις στους δασκάλους, και τον περισσότερο καιρό να είσαι σκυμμένος πάνω από ένα βιβλίο και να κρατάς σημειώσεις από τα μαθήματα, χλωμός και μαραμένος από την πολλή μελέτη. Μου φαίνεται πως ούτε και στα όνειρά σου δεν ησυχάζεις, τόσο πολύ έχεις μπει σ’ αυτήν την υπόθεση. Κι επειδή τα προσέχω αυτά, έχω την εντύπωση ότι δεν απέχεις πολύ από την κατάκτηση της ευδαιμονίας1. Έκτος βέβαια κι αν την είχες σύντροφο από παλιά κι εμείς δεν το είχαμε προσέξει.
ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Από πού κι ως πού, Λυκίνε; Τώρα αρχίζω και μισομπαίνω σ’ αυτόν τον δρόμο. Όπως λέει ο Ησίοδος, η Αρετή κατοικεί πολύ μακριά και το μονοπάτι που οδηγεί σ’ αυτή είναι μακρύ και ανηφορικό και τραχύ, κι ο οδοιπόρος πρέπει να ιδρώσει πολύ.
ΛΥΚΙΝΟΣ: Εσύ, Ερμότιμε, δεν ίδρωσες, δεν περπάτησες αρκετά;
ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Όχι, σου λέω. Τίποτε δε θα μ’ εμπόδιζε να είμαι πανευτυχής, αν είχα φτάσει στην κορυφή. Για την ώρα, Λυκίνε, είμαι ακόμα στο ξεκίνημα.
ΛΥΚΙΝΟΣ: Ναι αλλά ο ίδιος ο Ησίοδος είπε ότι η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, οπότε δεν πέφτουμε έξω αν πούμε πως έφτασες κιόλας στα μισά της ανηφόρας.
ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Όχι, για την ώρα ούτε καν αυτό. Θά ’πρεπε νά ’χα κάνει πολύ δρόμο.
ΛΥΚΙΝΟΣ: Τότε, σε ποιο σημείο της διαδρομής να πούμε ότι βρίσκεσαι;
ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Ακόμα είμαι κάτω στους πρόποδες, Λυκίνε, παρ’ όλο που τώρα τελευταία έκανα μεγάλη προσπάθεια να προχωρήσω. Ο δρόμος είναι ολισθηρός και τραχύς και χρειάζεται χέρι βοηθείας.
ΛΥΚΙΝΟΣ: Οπότε ο δάσκαλος σου από ψηλά απ’ την κορυφή μπορεί να σου ρίξει, τις διαλέξεις του -όπως ο Ομηρικός Δίας τη χρυσή αλυσίδα- και να σε τραβήξει και να σε φέρει επάνω κοντά του και κοντά στην αρετή, μιας και ο ίδιος έχει ανεβεί προ πολλού.
ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Έτσι είναι, Λυκίνε, όπως τα είπες. Αν ήταν στο χέρι του, θα με είχε τραβήξει εδώ και πολύ καιρό και θα βρισκόμουν μαζί τους. Εγώ ο ίδιος όμως έχω ακόμη ελλείψεις.
ΛΥΚΙΝΟΣ: Θέλει νά ’χεις κουράγιο και ψυχή, την ώρα που κοιτάς προς το τέλος της διαδρομής και την ευτυχία εκεί πάνω, μιας και σε βοηθάει και ’κείνος με τόση προθυμία. Αλλά για πότε σου δίνει ελπίδες πως θ’ ανεβείς; Τι υπολόγισε, ότι θα φτάσεις στην κορυφή τον επόμενο χρόνο, μετά τα Παναθήναια ή τα άλλα Μυστήρια;
ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Λίγο λες, Λυκίνε.
ΛΥΚΙΝΟΣ: Τότε στην επόμενη Ολυμπιάδα;
ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Κι αυτό λίγος χρόνος είναι για να ασκηθείς στην αρετή και να κερδίσεις την ευτυχία.
ΛΥΚΙΝΟΣ: Σίγουρα πάντως μετά από δύο Ολυμπιάδες, έτσι; Αλλιώς μπορεί να σας κατηγορήσουν για μεγάλη νωθρότητα, αν δεν τα καταφέρετε ούτε σε τόσο χρόνο, όσο θέλει για να πάει κανείς άνετα τρεις φορές από τις Ηράκλειες Στήλες μέχρι την Ινδία και να γυρίσει πίσω, ακόμα κι αν δεν προχωράει κατευθείαν αλλά τριγυρνάει και ανάμεσα στα έθνη που θα συναντάει στον δρόμο. Πόσο πιο ψηλή και πιο γλιστερή θες να υποθέσουμε πως είναι η κορυφή που κατοικεί η Αρετή σας, από την Άορνο2, που την κυρίεψε κατά κράτος ο Αλέξανδρος μέσα σε λίγες μέρες;
ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Δεν είναι το ίδιο, Λυκίνε, ούτε έχει το πράγμα όπως το φαντάζεσαι, ώστε να κερδηθεί ή να κυριευτεί μέσα σε λίγο χρόνο, ακόμη κι αν της επιτεθούν δέκα χιλιάδες Αλέξανδροι. Άμα ήταν έτσι, πολλοί θα είχαν ανεβεί. Τώρα όμως πολλοί ξεκινούν την πορεία με πολλές δυνάμεις και προχωρούν, άλλοι λιγότερο, άλλοι περισσότερο. Όμως σαν φτάσουν στα μισά του δρόμου, βρίσκουν πολλά αδιέξοδα και δυσκολίες, τα παρατάνε και γυρνούν πίσω λαχανιασμένοι και καταϊδρωμένοι, γιατί δεν αντέχουν την κούραση. Ενώ όσοι αντέξουν μέχρι τέλους, φτάνουν στην κορυφή κι από 'κει και πέρα είναι ευτυχισμένοι και περνούν θαυμάσια την υπόλοιπη ζωή τους, βλέποντας από ψηλά τους άλλους σαν μυρμήγκια.
ΛΥΚΙΝΟΣ: Πω, πω, Ερμότιμε, πόσο μικρούς μάς κάνεις, ούτε καν Πυγμαίους· μα τελείως χαμερπείς, ένα με τη γη. Φυσικό είναι: γιατί είσαι ήδη υψηλόφρων και τα βλέπεις από πάνω. Εμείς, βέβαια, ο συρφετός κι όσοι σερνόμαστε χάμω, όταν εσείς φτάσετε πάνω από τα σύννεφα, εκεί όπου σπεύδετε από καιρό, θα προσευχόμαστε και σε σας κι όχι μόνο στους θεούς.
ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Να μπορούσα ν’ ανεβώ, Λυκίνε. Αλλά έχω πολύ δρόμο ακόμη.
ΛΥΚΙΝΟΣ: Δεν είπες όμως πόσο, για να το καθορίσουμε χρονικά.
ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Ούτε κι εγώ ο ίδιος ξέρω ακριβώς, Λυκίνε. Υποθέτω όμως πως δε θα είναι πάνω από είκοσι χρόνια. Μετά, σίγουρα θα έχω φτάσει στην κορυφή.
ΛΥΚΙΝΟΣ: Για όνομα του Ηρακλή, πολύ λες.
ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Είναι γιατί κοπιάζω για σπουδαία πράγματα, Λυκίνε.
ΛΥΚΙΝΟΣ: Ίσως είναι αλήθεια. Σου υποσχέθηκε όμως ο δάσκαλός σου ότι θα ζήσεις πάνω από είκοσι χρόνια; Οπότε, δεν είναι μόνο σοφός άλλα και μάντης ή χρησμολόγος ή απ’ αυτούς που κατέχουν τις μεθόδους των Χαλδαίων - λένε πως τουλάχιστον αυτοί ξέρουν από τέτοια. Γιατί δεν είναι λογικό να υπομένεις τόσους κόπους και να ταλαιπωρείσαι νύχτα και μέρα, χωρίς νά ’σαι βέβαιος ότι θα ζήσεις μέχρι να φτάσεις στην αρετή, χωρίς να ξέρεις αν, πλησιάζοντας πια στην κορυφή, δεν επέλθει το μοιραίο και σ’ αρπάξει από το πόδι προτού εκπληρωθεί η προσδοκία σου.
ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Άει στην ευχή! Με γρουσουζεύεις, Λυκίνε. Ας ήταν να ζήσω έστω και μια μέρα την ευδαιμονία, έχοντας γίνει σοφός.
ΛΥΚΙΝΟΣ: Και σου φτάνει μια μέρα για όλους αυτούς τους κόπους;
ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Μου φτάνει ακόμα και μια στιγμή.
ΛΥΚΙΝΟΣ: Ναι αλλά πού το ξέρεις ότι εκεί πάνω υπάρχει ευδαιμονία1 και άλλα τέτοια ώστε ν’ αξίζει να υπομείνεις τα πάντα για χάρη τους; Αφού εσύ ο ίδιος δεν έχεις ανεβεί ακόμη.
ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Πιστεύω τα λόγια τού δασκάλου μου. Ξέρει πολλά, αφού είναι ήδη στην πιο ψηλή κορυφή.
ΛΥΚΙΝΟΣ: Για όνομα των θεών, σου έλεγε ποια είναι η κατάσταση εκεί πάνω και τι είδους ευδαιμονία υπάρχει; Τίποτε πλούτη και δόξα και αξεπέραστες απολαύσεις;
ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Σώπα, φίλε μου. Αυτά δεν έχουν καμία σχέση με τον ενάρετο βίο.
ΛΥΚΙΝΟΣ: Αν όχι αυτά, τότε τι το καλό λέει πως θ’ αποκτήσει οποίος πετύχει τον σκοπό της άσκησης;
ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Τη σοφία, την ανδρεία, την ομορφιά την ίδια, τη δικαιοσύνη και τη βεβαιότητα ότι γνωρίζει τα πράγματα όπως πραγματικά είναι. Τα πλούτη και τις δόξες και τις ηδονές και ό,τι έχει να κάνει με το σώμα, όλα αυτά τά ’χει αφήσει κάτω κι ανεβαίνει κανείς γυμνός, σαν τον Ηρακλή, που όπως λένε κάηκε στην Οίτη κι έγινε θεός: γιατί κι ο Ηρακλής, αφού πέταξε από πάνω του ό,τι ανθρώπινο είχε από τη μάνα του, κρατώντας καθαρό κι αμόλυντο το θεϊκό στοιχείο που τό ’χε ξεχωρίσει η φωτιά, ανέβηκε ψηλά στους θεούς. Έτσι κι αυτοί με τη φιλοσοφία, σαν νά ’ταν μια άλλη φωτιά, αφαιρούν από πάνω τους όλα όσα οι υπόλοιποι κακώς θεωρούν αξιοθαύμαστα, ανεβαίνουν στην κορυφή κι είναι ευτυχισμένοι, και δε θυμούνται πια πλούτη, δόξα και απολαύσεις, και κοροϊδεύουν όσους πιστεύουν ότι αυτά υπάρχουν.
ΛΥΚΙΝΟΣ: Μα τον Ηρακλή της Οίτης, αυτοί όπως τους περιγράφεις, Ερμότιμε, είναι ανδρείοι και ευδαίμονες. Για πες μου όμως, κατεβαίνουν ποτέ από την κορυφή, άμα το θελήσουν, για να χρησιμοποιήσουν όσα άφησαν εδώ κάτω; Ή είναι αναγκασμένοι, άπαξ και ανέβηκαν, να μείνουν εκεί και να κάνουν παρέα με την αρετή κοροϊδεύοντας τον πλούτο, τη δόξα και τις απολαύσεις;
ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Όχι μόνο αυτό, Λυκίνε, αλλά όποιος τελειοποιηθεί στην αρετή παύει να είναι δούλος της οργής, του φόβου και των επιθυμιών κι ούτε στεναχώριες έχει πια ούτε τέτοιου είδους συναισθήματα γενικώς.
ΛΥΚΙΝΟΣ: Ε, λοιπόν, για να πω την αλήθεια χωρίς δισταγμό... μα καλύτερα να σωπάσω, θαρρώ. Θα ήταν ασέβεια να ρωτήσω τι κάνουν οι σοφοί.
ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Όχι καθόλου. Πες τι εννοείς.
ΛΥΚΙΝΟΣ: Κοίτα να δεις που διστάζω, φίλε μου!
ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Μη φοβάσαι, λεβέντη μου, μόνο σε 'μένα μιλάς.
ΛΥΚΙΝΟΣ: Ερμότιμε, παρακολουθούσα τη διήγησή σου και πίστευα πως γενικά έτσι έχουν τα πράγματα, ότι δηλαδή γίνονται σοφοί, ανδρείοι, δίκαιοι και τα λοιπά. Και κάπως μαγεύτηκα από τα λόγια σου. Όταν όμως είπες ότι περιφρονούν τον πλούτο και τη δόξα και τις απολαύσεις και ότι δεν οργίζονται ούτε στενοχωριούνται, εδώ ακριβώς -είμαστε μόνοι οι δυο μας- κόλλησα, γιατί θυμήθηκα αυτά που είδα τις προάλλες να κάνει - θες να σου πω ποιος; Ή δεν είναι απαραίτητο να πω όνομα;
ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Όχι, πες μου ποιος ήταν.
ΛΥΚΙΝΟΣ: Ο ίδιος σου ο δάσκαλος - που κατά τα άλλα είναι άνθρωπος αξιοσέβαστος και παππούς, στα τελευταία του.
ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Τι έκανε λοιπόν;
ΛΥΚΙΝΟΣ: Τον ξέρεις τον ξένο από την Ηράκλεια, που ήταν μαθητής του και για καιρό σπούδαζε κοντά του φιλοσοφία, εκείνον τον ξανθό, τον καυγατζή;
ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Ξέρω ποιον λες. Δίωνα τον λένε.
ΛΥΚΙΝΟΣ: Αυτόν ακριβώς. Πριν λίγο καιρό, επειδή δεν πλήρωνε τα δίδακτρα στην ώρα τους, τον άρπαξε και τον πήγε στον άρχοντα, αφού πρώτα του τύλιξε το πανωφόρι γύρω από τον λαιμό. Και φώναζε κι ήταν έξω φρενών κι αν δεν έμπαιναν στη μέση κάποιοι γνωστοί να τραβήξουν τον νεαρό απ’ τα χέρια του, νά ’σαι σίγουρος πως ο γέρος θά ’χε κολλήσει πάνω του και θα τού ’χε φάει τη μύτη, τέτοια τσατίλα είχε.
ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Γιατί εκείνος είναι μια ζωή κακοπληρωτής κι αχάριστος, Λυκίνε. Στους άλλους όμως που τους δανείζει, κι είναι πολλοί, ποτέ δεν έχει φερθεί έτσι. Γιατί εκείνοι δεν καθυστερούν να του πληρώσουν τους τόκους.
ΛΥΚΙΝΟΣ: Μα και να μην πληρώσουν, τι τον πειράζει αυτόν, βρε μακάριε άνθρωπε; Αυτός έχει καθαρθεί με τη φιλοσοφία και δεν έχει πια ανάγκη από τα όσα άφησε πίσω του στην Οίτη.
EΡMΟTΙMΟΣ: Νομίζεις πως τό ’κάνε για τον εαυτό του; Έχει μικρά παιδιά και φροντίζει να μην περάσουν τη ζωή τους μες στην ανέχεια.
ΛΥΚΙΝΟΣ: Θα έπρεπε, Ερμότιμε, να τ’ ανεβάσει κι αυτά στην αρετή, για να ζουν μαζί του ευτυχισμένα και να περιφρονούν τα πλούτη.
ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Δεν έχω χρόνο, Λυκίνε, να συζητήσω μαζί σου γι’ αυτά. Τρέχω ν' ακούσω το μάθημά του, μην τύχει και μείνω πίσω χωρίς να το πάρω χαμπάρι.
ΛΥΚΙΝΟΣ: Κουράγιο, καλέ μου. Για σήμερα έχει ανακοινωθεί αργία. Σε γλυτώνω απ’ την υπόλοιπη διαδρομή.
ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Τι εννοείς;
ΛΥΚΙΝΟΣ: Ότι αυτή την ώρα δεν μπορείς να τον δεις, αν βέβαια πρέπει να πιστέψουμε την ανακοίνωση. Πάνω από την πύλη είχε κρεμασμένη μια πινακίδα που έλεγε με μεγάλα γράμματα: “ΣΗΜΕΡΑ ΔΕ ΘΑ ΣΥΜΦΙΛΟΣΟΦΗΣΟΥΜΕ”. Έλεγαν μάλιστα ότι χθες έφαγε στο σπίτι του περιβόητου Ευκράτη πού ’χε ετοιμάσει τραπέζι για τα γενέθλια της κόρης του, και ότι στο συμπόσιο συμφιλοσόφησε πολύ και μάλωσε κάπως με τον Ευθύδημο τον Περιπατητικό3 και του αμφισβήτησε τα επιχειρήματα που συνήθως προβάλλουν αυτοί ενάντια στους Στωικούς. Η συγκέντρωση κράτησε, λένε, μέχρι τα μεσάνυχτα, κι απ’ τις πολλές φωνές καταΐδρωσε ο άνθρωπος και τον έπιασε πονοκέφαλος. Στο μεταξύ, νομίζω ήπιε και παραπάνω απ’ ό,τι έπρεπε, γιατί οι καλεσμένοι, ως συνήθως, έκαναν συνέχεια προπόσεις· κι έφαγε και περισσότερο απ’ όσο κάνει να τρώει ένας ηλικιωμένος. Κι έτσι, με το που γύρισε σπίτι ξέρασε, λένε, τ’ άντερά του και μετά το μόνο που έκανε ήταν να μετρήσει και να κλειδώσει με προσοχή τα κομμάτια το κρέας πού ’χε δώσει να τα κρατάει ο δούλος που στεκόταν πίσω του, κι από 'κείνη την ώρα κοιμάται, έχοντας δώσει εντολή να μην επιτρέψουν να μπει κανείς. Αυτά άκουσα να τα λέει ο υπηρέτης του ο Μίδας σε κάποιους μαθητές του, που γύριζαν κι αυτοί πίσω, πολλοί μαζί.
ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Ποιος από τους δυο νίκησε, Λυκίνε, ο δάσκαλος η ο Ευθύδημος; Είπε τίποτε γι’ αυτό ο Μίδας;
ΛΥΚΙΝΟΣ: Στην αρχή, λένε, ήταν ισόπαλοι, στο τέλος όμως, Ερμότιμε, η νίκη ήταν με το μέρος σας κι ο γέρος υπερείχε κατά πολύ. Απ’ ό,τι λένε τουλάχιστον, ο Ευθύδημος δεν αποχώρησε αναίμακτα, αλλά μ’ ένα τεράστιο τραύμα στο κεφάλι. Επειδή ήταν αλαζονικός και επικριτικός και δεν ήθελε να πειστεί κι ούτε έδινε εύκολα λαβές για κριτική, ο καλός σου ο δάσκαλος, όπως τον είχε δίπλα του, τον κοπάνισε μ’ ένα κύπελλο βαρύ σαν του Νέστορα κι έτσι επικράτησε.
ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Εύγε! Έτσι πρέπει να φέρεται κανείς σε όσους δε θέλουν να υποχωρήσουν μπροστά στον καλύτερό τους.
ΛΥΚΙΝΟΣ: Πολύ λογικό, Ερμότιμε. Τι τον έπιασε τον Ευθύδημο και τον νευρίασε γέρο άνθρωπο, τόσο πράο και υπεράνω θυμών και με τέτοιο βαρύ κύπελλο στο χέρι; Αλλά μιας κι έχουμε χρόνο, γιατί δε λες και σε ’μένα πού ’μαι φίλος σου με τι τρόπο άρχισες ν’ ασχολείσαι με τη φιλοσοφία, έτσι ώστε κι εγώ, αρχίζοντας από τώρα αν γίνεται, να γίνω συνοδοιπόρος σας. Φίλοι είστε και φυσικά δε θα μ’ αφήσετε απ’ έξω.
ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Φτάνει νά ’χεις τη θέληση, Λυκίνε. Σύντομα θα δεις πόσο θα διαφέρεις από τους άλλους. Να είσαι βέβαιος ότι όλους τους άλλους θα τους θεωρείς παιδιά σε σύγκριση με ’σένα, τόσο θα τους περιφρονήσεις.
ΛΥΚΙΝΟΣ: Εμένα θα μού ’φτάνε αν μετά από είκοσι χρόνια γινόμουν όπως είσαι εσύ τώρα.
ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Μείνε ήσυχος. Κι εγώ στην ηλικία σου ήμουν όταν άρχισα να καταγίνομαι με τη φιλοσοφία, σαραντάρης σχεδόν· όσο εσύ τώρα, φαντάζομαι.
ΛΥΚΙΝΟΣ: Τόσο ακριβώς, Ερμότιμε. Λοιπόν, τραβά τον δρόμο σου, παίρνοντας κι εμένα μαζί σου - δίκαια πράγματα. Και πρώτα πες μου το εξής: επιτρέπετε στους μαθητές να φέρνουν αντιρρήσεις αν τους φανεί ότι κάτι δε λέγεται σωστά, ή δεν το επιτρέπετε αυτό στους νεότερους;
ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Όχι και τόσο. Εσύ όμως, άμα θες, ρώτα στο μεταξύ και κάνε αντίλογο. Έτσι θα μάθεις πιο εύκολα.[…]
Περί των σχολών της φιλοσοφίας
ή Ερμότιμος
-Λουκιανός