Πώς καταντήσαμε έτσι την Ελλάδα; - Point of view

Εν τάχει

Πώς καταντήσαμε έτσι την Ελλάδα;




«Ήθος ανθρώπω δαίμων»

 (Ηράκλειτος)



  Η αρχή της δεκαετίας του ’50 βρήκε την Ελλάδα κατεστραμμένη τόσο στη δομική διοικητική λειτουργία, όσο και στην οικονομική της υπόσταση. Η τριπλή εχθρική Κατοχή, οι πολυαίμακτες εσωτερικές έριδες είχαν αφήσει τον τόπο σε κατάστα­ση συντριμμάτων που ολοκληρώθηκε δρα­ματικά με την εγκατάλειψη των πόλεων της επαρχίας και των χωριών, την από ανάγκη αστυφιλία για λόγους ασφάλειας, εξεύρε­σης εργασίας, εξασφάλισης συνθηκών (έ­στω στοιχειωδών) διαβίωσης των πολιτών. Έτσι, ενώ στις άλλες ευρωπαϊκές και βαλ­κανικές χώρες είχε αρχίσει η έντονη προ­σπάθεια ανασυγκρότησης, εμείς παλεύαμε για να επιτύχουμε τα αναγκαία για μία στοι­χειώδη επιβίωση.

 Οι μεγάλες κατά τον πό­λεμο θυσίες του ελληνικού λαού, οι τερά­στιες καταστροφές που υπέστη η χώρα, οι μνημειώδεις αγώνες εθνικής αντίστασης κατά των κατακτητών δεν αξιοποιήθηκαν, όπως συνέβαινε σε άλλα κράτη. Μόνοι μας είχαμε καταστρέψει την προσφορά μας με την αιώνιά μας κατάρα της διχόνοιας! Προσπαθήσαμε, λοιπόν, με τις δικές μας δυνάμεις και με συμβολική βοήθεια των Α­μερικανών συμμάχων (Σχέδιο Μάρσαλ και Δόγμα Τρούμαν) να προχωρήσουμε στην ανασύσταση του κράτους, στη στήριξη της ελληνικής κοινωνίας με βάση τις παραδό­σεις της, παρ’ όλον που αυτή ήταν βαθύτα­τα πληγωμένη από τις εσωτερικές, βαμμέ­νες με αίμα, μεταξύ μας διαιρέσεις.



Αυτή την περίοδο έφηβος πρωτοπήγα στην Ευρώπη (στην Ελβετία με την ανθού­σα οικονομία και τη δυναμική βιομηχανία) για σπουδές. Ήμουνα φοβισμένος, μαζεμέ­νος, αποπροσανατόλιστος για το τί θα συ­ναντούσα, πώς θα στεκόμουνα σε μία άγνω­στη χώρα, σε μία ξένη πανεπιστημιακή κοι­νότητα. Όλοι αυτοί οι δικαιολογημένοι αν­θρώπινοι φόβοι ενός νέου που δεν είχε κα­νένα στήριγμα στην αλλοδαπή χώρα, ξεπε­ράστηκαν σχεδόν αμέσως όταν εκεί ανέ­φερα την καταγωγή μου. Με το «Έλληνας» έβλεπα στα μάτια των άλλων έναν εντυπω­σιασμό, έναν ενθουσιασμό αποδοχής.

 Η παρουσία ενός Έλληνα αποτελούσε, ακόμη και για τους ξενόφοβους Ελβετούς, κάτι το σημαντικό που οφειλόταν όχι στις πρό­σφατες θυσίες της Ελλάδας κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τις οποίες οι συμφοι­τητές μου μάλλον αγνοούσαν, αλλά στο ότι ήμουνα απόγονος μιας κοινά αποδεκτής αιώνιας ιστορικής διάρκειας. [Θυμάμαι έναν γηραιό Καθηγητή της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας -συνταξιούχο τότε, ξένου επι­στημονικού κλάδου προς τον δικό μου, τον Georges Meautis, μόλις με συνέστησαν να μου σφίγγει το χέρι και να μην το αφήνει. Αμέσως μου δώρισε τα βιβλία του με κυριότερο το La Grece Eternelle].


Όλα αυτά με έκαναν να αισθάνομαι κά­ποιες απροσδιόριστες υποχρεώσεις να βα­ρύνουν στη συμπεριφορά μου, στα λεγόμε­να, ακόμα και στις γνώσεις που οι άλλοι θεω­ρούσαν φυσικό να έχω (ενώ πολλές από αυ­τές δεν διέθετα).


Στο Πανεπιστήμιο υπήρχαν επίσης Ιρα­νοί. Η Περσία είναι μία το ίδιο με την Ελ­λάδα αρχαία χώρα, περισσότερο μάλιστα μυθική. Οι Ιρανοί, άκρως πολιτισμένοι άν­θρωποι, δεν προξενούσαν όμως την ίδια εντύπωση με τον Έλληνα, τη γλώσσα, την ιστορία, τον πολιτισμό του οποίου οι συμ­φοιτητές είχαν διδαχτεί στο σχολείο. Ο Έλληνας θεωρείτο a priori μορφωμένος, πο­λιτισμένος, διαχρονικά Ευρωπαίος. Η προ­κείμενη θεώρηση δημιουργούσε γύρω μου κλίμα συμπάθειας/αποδοχής, με γέμιζε όμως παράλληλα με ευθύνες, όπως ανέφερα.


Ο πολιτισμός του «Ζορμπά»


Στα μετέπειτα χρόνια, σε ταξίδια μου σε άλλες χώρες, το Έλληνας δεν προσέδιδε καμία ιδιαίτερη βαρύτητα/σημασία. Ίσως να είχαν ισοπεδωθεί οι αξίες που αντιπροσώ­πευε η Ελλάδα, να είχαν ξεθωριάσει οι περ­γαμηνές του Ελληνισμού. «Ο Ζορμπάς» νομίζω ότι μπορεί να έκανε μεγάλο καλό στην ανάπτυξη του ελληνικού τουρισμού, ήταν χρησιμότατος στην εθνική οικονομία, ήταν απαραίτητος για να ξαναθυμίσει σε νεότερες γενιές, σε άλλους ανθρώπους, το όνομα της χώρας μας, δημιούργησε όμως μία εικόνα της Ελλάδας παραπλανητική προς τον πολιτισμό μας, η παρουσία του οποίου υποβαθμίστηκε.


Ακόμα κι «ο ηρωισμός» που προέκυ­πτε ως μήνυμα από τον γλεντοκόπο Ζορ­μπά ήταν περισσότερο νταηλίκι, ετσιθελι­σμός, σύγκρουση με τη λογική και τον νό­μο, παρά έκφραση των παραδοσιακών μας άρχων. Επιπλέον, ο «μουσάκα» σκέπασε την αρχαία ιστορία, τη συμβολή της χώρας μας στην ανάπτυξη του πνεύματος. Τό συρτάκι (με λαϊκίστικα πρωθυπουργικά λικνί­σματα) υπερκάλυψε την πολιτισμική κληρο­νομιά. Δημιουργήθηκε η εικόνα μιας νεότε­ρης Ελλάδας όχι όμως τόσο πολύ εκσυγ­χρονισμένης, προοδευμένης, όσο γραφικής, σε χαμηλά επίπεδα, ελάχιστα σοβαρής. Η μουσική των Θεοδωράκη-Χατζιδάκη, τα νόμπελ των Σεφέρη-Ελύτη έδειξαν την ελληνική πνευματική παρουσία, κατά τρόπο όμως χαλαρό, ως δευτερεύον στοιχείο.


Τα τελευταία χρόνια όταν πηγαίνω στο εξωτερικό αισθάνομαι σύμπλεγμα κατωτε­ρότητας, νιώθω ελαχιστοποιημένος αφού δεν διαθέτω κάτι που να προβάλει διακρι­τά, υπερήφανα την ελληνικότητα. Ο προ­βληματισμός αυτός κυριαρχούσε μέσα μου πολύ πριν από τη σύγχρονη εποχή της «χρεοκοπίας», του «Μνημονίου». Τώρα τα πράγματα είναι χειρότερα. Τί σημαίνει σήμε­ρα πια Έλληνας; Σημαίνει ένας Ευρωπαίος φτωχός συγγενής, που ζει από την ενίσχυ­ση των άλλων, που τον ανέχονται με το ζόρι μια και είναι αναγκαστικά μέλος της οικογέ­νειας.


Σήμερα όταν αναφέρεται η Ελλάδα, τα υπονοούμενα εκφράζονται με ευγένεια αλ­λά με δηλητηριώδη χαμόγελα. Τα ανέκδοτα σε βάρος μας επαναλαμβάνονται από στό­μα σε στόμα. (Και δεν είναι μόνον για τις ονομαστές πια «greek statistics»).


Βρίσκομαι σε αδυναμία για να αντιμετω­πίσω κρίσεις (όχι πάντα δίκαιες κι ορθές), παρατηρήσεις (καυστικές), κριτικές και «συμβουλές» που αφειδώς μου παρέχονται από ξένους φίλους, οι οποίες πληγώνουν την εθνική μου αξιοπρέπεια. Έχω συναί­σθηση της μειονεκτικής θέσης που βρίσκο­μαι και σιωπώ ακόμα κι όταν έχω επιχειρή­ματα, όταν η καθηλωτική απάντησή μου βρίσκεται στο «έρκος οδόντων». Γνωρίζω καλά ότι έχω ανάγκη τους εταίρους της Ευρώπης για να μπορέσω να εξασφαλίσω τα απαραίτητα για την ανάπτυξη και τη δια­βίωση της χώρας μου, αισθάνομαι όμως ότι αυτοί με βάζουν στη γωνία, δακτυλοδεικτούμενο (ο πολίτης μιας χώρας όπου ανθεί ο ανορθολογισμός, η κλεπτοκρατία, η σπατάλη με ξένα χρήματα, ο «τεμπέλης», ο «ανεπρόκοπος»). Χαίρομαι τελικά που είμαι ένας απλός πολίτης, χωρίς επίσημη ιδιότη­τα, ώστε σε συζητήσεις με ομολόγους να μην αισθάνομαι τον οίκτο τους για τα ελλη­νικά ΜΗ επιτεύγματα. Κάθομαι και προβλη­ματίζομαι: πώς καταντήσαμε έτσι αυτόν τον τόπο, γιατί πήγαμε τόσο πολύ πίσω;





Τα ερωτήματα μου αυτά δεν απευθύνο­νται σε ανίκανες κυβερνήσεις, σε ανεγκέ­φαλες πολιτικές παρατάξεις, σε εθελοτυφλούσες ηγεσίες όλων των ειδών, σε άφρο­νες συνδικαλιστές, σε ρηχούς νοθευτές των εθνικών αξιών, σε χωρίς προβληματισμό συμπατριώτες, σε γνωρίζοντες αλλά αιδημόνως σιωπώντες υπεύθυνους παράγοντες. Απευθύνονται πρωταρχικά στον εαυτό μου τον ίδιο.

 Προσπαθώ να ανιχνεύσω πρώτα μέσα μου, στο δικό μου χώρο, πριν κοιτάξω μακρύτερα για να βρω τους ενόχους. Τους ενόχους που χωρίς να έχουν παρόμοια πρό­θεση, άθελα έφεραν την Ελλάδα σ’ αυτήν την κατάντια. Υποστηρίζω το «άθελα» γιατί νομίζω ότι κανένας μας δεν θα επιθυμούσε συνειδητά να φτάσει η Ελλάδα και το όνο­μά της στο ναδίρ που βρίσκεται σήμερα. Εκεί όπου «δεν έχει άλλο σκαλοπάτι να κατέβεις». Προβληματίζομαι: μήπως εμείς, οι απλοί άνθρωποι προδώσαμε τον εαυτό μας και τον Ελληνισμό; Μήπως καταστρέψαμε μόνοι μας τη χώρα;


Η μη αξιοποίηση της ιδιότητας του πολίτη


Σ’ ένα σημείο νομίζω ότι φταίμε οι α­πλοί Έλληνες: ότι επιτρέψαμε στην κάθε είδους ηγεσία (και κυρίως, βέβαια, στην πο­λιτική) να αφήσει τη χώρα χωρίς ιδεολογικά στηρίγματα. Χωρίς τον «καρπό της γνώσης». Από μόνοι μας διαστρέψαμε την ιστορία, καταστρέψαμε τη γλώσσα, διασκορπίσαμε εθνικές και θρησκευτικές αρχές, κακοποιή­σαμε παραδόσεις και ήθη αιώνων, ερημώ­σαμε τα «μετερίζια». Φταίμε εμείς που δεν μπορέσαμε να αξιοποιήσουμε τη ζωοποιό ιδιότητα του πολίτη!


Η ατομική προκοπή που μας ήθελε υπερήφανους δημιουργούς (επιστήμονες, επαγγελματίες, εμπόρους κ.λπ.), μετατράπη­κε σε ισοπεδωτική υπαλληλοποίηση με την «ίση» (χωρίς δηλαδή αξιοκρατία) «και ακώ­λυτη» (χωρίς δηλαδή κανένα έλεγχο και καμιά κρίση) «εξέλιξη» που επιβραβεύεται (!!!) με την άδικη στην ουσία (γιατί όχι κι ανήθικη με βάση τις αρχές της παρεχόμε­νης προσφοράς;) «μισθολογική προαγωγή» (που «βρέχει» αδιακρίτως επί «δικαίους και αδίκους»). Με μία λέξη όλοι -ποιος λίγο, ποιος πολύ- συντελέσαμε στο να χάσουμε το Ήθος, αυτό που θα μας εμπόδιζε στις άνομες προθέσεις και στις παράνομες πρά­ξεις μας. «Τίποτα πια δεν απαγορεύεται… αφού το ήθος έχει χάσει τελεσίδικα τα υποστηλώματά του…», έγραψε ο Ε.Π. Πα­πανούτσος. Η όλη αδυναμία μας ως πολι­τών στο να ελέγξουμε τους πολιτικούς, τους επέτρεψε να οδηγήσουν σε διάλυση τον κρατικό μηχανισμό γιατί έτσι μπορού­σαν να καλύπτουν τα όσα έπρατταν.


Όλα αυτά τα πολιτικά «τερτίπια» τα αποδεχτήκαμε αδιαμαρτύρητα. Τα δεχτήκα­με, άλλοι γιατί μας βόλευαν, άλλοι γιατί αδια­φορήσαμε, άλλοι γιατί φοβηθήκαμε ότι δεν θα μας θεωρήσουν «προοδευτικούς»Σκύ­ψαμε το κεφάλι είτε από υπολογισμό, είτε από φόβο. «Χωρίς αιδώ» όμως πάντα.


Από την παράλληλη πλευρά αφεθήκα­με χωρίς στόχους, ιδανικά, οράματα. Στε­ρήσαμε τον εαυτό μας από την υψηλοφροσύνη της ανάτασης. Καταργήσαμε τη χαρά τής υλοποίησης του ονείρου. Πάψαμε να προσβλέπουμε, να σκεφτόμαστε, να λαχτα­ρούμε να φτάσουμε σε κορυφές. Η ψυχή και η καρδιά μας υποχώρησαν μπρος στις σκοπιμότητες μιας αμφιλεγόμενης λογικής δήθεν προόδου, όπου το ατομικό όφελος καλύπτει το εθνικό, το ομαδικό. Δεν είμαστε πια ανθρωποποιοί, επιτρέψαμε να μεταβλη­θούμε σε ετεροκίνητα γρανάζια μιας μηχανής που κάποιοι άλλοι διευθύνουν…

Διονύσιος Κ. Μαγκλιβέρας

(Πηγή: «Νέα Ευθύνη» τ.2, ΝΟΕ-ΔΕΚ 2010)

Pages