Η μη – λεκτική επικοινωνία αφορά οτιδήποτε πέρα από τις λέξεις, δηλαδή συμπεριλαμβάνει τις εκφράσεις του προσώπου, τον τόνο της φωνής, τη στάση του σώματος κτλ. Αναφέρεται στο συναισθηματικό περιεχόμενο των μηνυμάτων που μεταδίδονται, είναι η θεμελιώδης μορφή επικοινωνίας που διαθέτει ο άνθρωπος από τότε που γεννιέται και είναι αυτό που θα επικυρώσει την εγκυρότητα του μηνύματος που μεταδίδεται. Χαρακτηριστικά ας σημειώσουμε ότι το μη- λεκτικό μέρος της επικοινωνίας αποτελεί το 90% της διαπροσωπικής επικοινωνίας (Argyle, 1992).
Τα βασικά προτερήματα της μη- λεκτικής επικοινωνίας είναι:
– Για κάποια βιώματα δεν υπάρχουν αρκετές λέξεις που να μας επιτρέπουν να τα επικοινωνήσουμε (παράδειγμα αποτελεί ο πόνος).
– Είμαστε εξοικειωμένοι με αυτή από τη γέννησή μας, δηλαδή είναι ένας φυσικός τρόπος επικοινωνίας.
– Τα μη- λεκτικά σήματα έχουν περισσότερη δύναμη και ελέγχονται πιο δύσκολα από τη συνείδηση, άρα είναι πιο αυθεντικά (Argyle, 1975).
– Είναι λιγότερο ασαφή σήματα και αποτελούν πιο άμεσο κάλεσμα για προσοχή και δράση από τον παρατηρητή (De Gelder, 2006).
Η λεγόμενη «συναισθηματική γλώσσα του σώματος» αφορά την έκφραση ενός συναισθήματος σε ολόκληρο το σώμα και έχει το πλεονέκτημα (σε σχέση, πχ, με τις απλές εκφράσεις του προσώπου) ότι μας πληροφορεί ταυτόχρονα για το συναίσθημα αλλά και για τη δράση που σχετίζεται με αυτό (De Gelder, 2006). Η Μάρσαλ (2003) μας εξηγεί πως η κάθε ένταση που νιώθουμε εκδηλώνεται με μια νευρική σύσπαση του ποδιού μας ή ένα πετάρισμα του βλεφάρου, με μια ασαφή κίνηση του χεριού μας, μια κλίση του κορμιού μας προς ή μακριά από κάποιον ή από κάτι. Όλα αυτά αποτελούν εκδήλωση των σκέψεων και των συναισθημάτων μας, που εκφράζονται ίσως ανοργάνωτα, αλλά είναι γνήσια και αληθινά. Είναι η απάντηση του σώματός μας στα «όχι» που του θέτουμε προσπαθώντας να προσαρμοζόμαστε στις περιστάσεις ή να κρύβουμε τις επιθυμίες μας.
Οι πολιτισμοί διαφέρουν στον περιορισμό ή την ελευθερία με την οποία εκφράζονται μη- λεκτικά τα μέλη της. Στην Ιαπωνία, για παράδειγμα, το πρότυπο περιλαμβάνει ένα ελεγχόμενο μη- εκφραστικό πρόσωπο και ο θυμός ή ο θρήνος μπορεί να καλύπτονται από το γέλιο ή το χαμόγελο (Argyle, 1975). Γενικότερα, οι μελετητές επιβεβαιώνουν ότι οι γυναίκες είναι πιο εκφραστικές από τους άνδρες στα συναισθήματα και ότι είναι πιο αποτελεσματικές στο να τα ερμηνεύουν, ίσως ως απόρροια του τρόπου κοινωνικοποίησης τους που τις καθιστά ευαίσθητες στην παροχή φροντίδας (ανατροφή παιδιών).
Για όλους μας είναι μοιραία η συνάντηση με το εκφρασμένο σωματικά πρόσωπο του πόνου∙ το πρόσωπο του δικού μας πόνου και του πόνου των άλλων. Μερικές εκφράσεις του προσώπου (σμίξιμο φρυδιών, ζάρωμα μύτης, άνοιγμα στόματος), η στάση του σώματος (δίπλωμα, εμβρυική στάση) ή άναρθρες κραυγές και βογγητά αποτελούν ορισμένα μη-λεκτικά σήματα επικοινωνίας του πόνου. Ιδιαίτερα στη σύγχρονη κοινωνία όπου οι ρυθμοί και το πλαίσιο της ζωής απέχουν συχνά από έναν φυσικό τρόπο διαβίωσης, δε συναισθανόμαστε το σύνδεσμο μεταξύ της εσωτερικής πραγματικότητας και της σωματικής δράσης. Έτσι, πιέζουμε το σώμα μας και «…κάνουμε μονόλογο αντί για διάλογο, ώσπου μας «μιλά» το ίδιο για την ταλαιπωρία που του έχουμε προκαλέσει μέσω της ασθένειας και του πόνου…» (Μάρσαλ, 2003). Η Π. Ρηγοπούλου (2003) εκφράζει πολύ περιεκτικά την ανάγκη του σώματος που πονά: «…αυτό που ζητά ένα πληγωμένο σώμα που γίνεται θέαμα είναι το μάτι που θα αντέξει τις πληγές του, το μάτι εκείνο που θα τις δεχτεί».
Αποτελέσματα μελετών έδειξαν πως σε διαφορετικές πολιτισμικές ομάδες οι συμπεριφορές πόνου ήταν πιο αποδεκτές όταν προέρχονταν από τις γυναίκες και λιγότερο όταν προέρχονταν από τους άνδρες, ενώ ταυτόχρονα οι άνδρες ήταν αυτοί που έκριναν ως λιγότερο αποδεκτές τις συμπεριφορές πόνου για το φύλο τους (Hobara, 2005; Nayak, 2000). Ο Sanders και οι συνεργάτες του σε έρευνά τους κατέληξαν στη διαπίστωση πως, σε κοινωνίες που προωθούν τη στωικότητα και είναι εθνικά ομοιογενείς, οι αδυναμίες που συνδέονται με τον πόνο είναι λιγότερο αποδεκτές από όσο σε κοινωνίες που είναι περισσότερο φιλελεύθερες, επιτρεπτικές και πλουραλιστικές.
Η προσπάθεια παραποίησης της έντασης του πόνου μπορεί να είναι προς την κατεύθυνση της υπερβολής ή της απόκρυψης. Στην πρώτη περίπτωση το άτομο μπορεί να επιδιώκει τη λήψη περισσότερων φαρμάκων, την αποφυγή επαναφοράς στο περιβάλλον του σπιτιού ή την παραπάνω φροντίδα. Στη δεύτερη περίπτωση μπορεί να μην έχει αρκετή εμπιστοσύνη στον παροχέα φροντίδας (ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, μέλη οικογένειας) ή να θεωρεί πως έτσι προστατεύει συναισθηματικά το περιβάλλον του που ίσως το αντιλαμβάνεται ως ευάλωτο. Οι λόγοι είναι πολλοί, αλλά είναι σημαντικό να επισημανθεί πως θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί καθώς πίσω από την παραποίηση του πόνου μπορεί να κρύβονται σημαντικά προβλήματα που χρήζουν βοήθειας. Σε κάθε περίπτωση, οι εκφράσεις πόνου διαφέρουν από ασθενή σε ασθενή και είναι δυσερμήνευτες σε περιπτώσεις όπου συνυπάρχει ψυχοπαθολογία (πχ, κατάθλιψη), στα νεογνά, σε ηλικιωμένους και σε άτομα με νοητικά προβλήματα ή άνοια.
Δεν είναι λίγες οι φορές που μαρτυρούνται από τις εκφράσεις και τις στάσεις του σώματος καταστάσεις όπως η ντροπή του πόνου, ο φόβος της εκδήλωσης αδυναμίας, ο φόβος της παράδοσης στη βοήθεια του άλλου, της απώλειας του ελέγχου, των συνεπειών των ιατρικών παρεμβάσεων, πιθανά η επιθυμία του θανάτου. Το «μη- λεχθέν» που γίνεται κομμάτι της επικοινωνίας με σωματικά εκφρασμένο τρόπο κοινωνείται σε προσεκτικούς παρατηρητές και αληθινούς θεραπευτές. Ίσως γιατί εμπεριέχει ένα μυστήριο, τη μαγεία της ζωή μας που είναι αδύνατο να χωρέσουμε στα συνήθη όρια, στις λέξεις.
Προτεινόμενη βιβλιογραφία:
De Gelder, B. (2006). Towards the neurobiology of emotional body language. Nature Review Neuroscience, Vol. 7(3), 242- 9 review.
Ρηγοπούλου, Π. (2003). Το σώμα∙ ικεσία και απειλή. Αθήνα: Πλέθρον.
Μάρσαλ, Λ. (2003). Το σώμα μιλά∙ Ζητήματα ερμηνείας και έκφρασης. Αθήνα: ΚΟΑΝ.
Από την Αθηνά Πάσχου, Ψυχολόγο, MSc στην Αντιμετώπιση του Πόνου