Ι Ω Β
~.~
Το διηγηματικό πλαίσιο του ποιήματος (1,1 – 2,10)
Η δικαιοσύνη του Ιώβ ( 1,1 – 1,5 )
1,1 Στη χώρα την Αυσίτιδα ήτανε μια φορά ένας άνθρωπος με τ’ όνομα Ιώβ.
Ο άνθρωπος αυτός ήταν ακέραιος και δίκαιος· ήταν θεοσεβούμενος κι αποστρεφόταν καθετί κακό.
2 Του ’χαν γεννηθεί εφτά γιοί και τρεις θυγατέρες.
3 Το βιός του ήταν εφτά χιλιάδες γιδοπρόβατα, τρεις χιλιάδες καμήλες, πεντακόσια ζευγάρια βόδια, πεντακόσιες ασίνες[1] και πλήθος ολάκερο υποτακτικοί και υπηρέτες. Ο Ιώβ ήταν ο πιο πλούσιος κι ο πιο τρανός απ’ όλα τα τέκνα της Ανατολής.
4 Οι γιοί του είχαν το συνήθειο μεγάλα φαγοπότια στα σπίτια τους να φιλοξενούνε, ο καθένας με τη σειρά του, κι έστελναν και καλούσαν τις τρεις αδερφές τους να φάνε και να πιούνε μαζί τους.
5 Όταν τα μερόνυχτα των γλεντιών τελειώναν, ο Ιώβ έστελνε παραγγελιά να τους πει να καθαριστούν και να εξαγνιστούνε. Σηκωνόταν πρωί-πρωί και πρόσφερε ολοκαυτώματα, ένα για κάθε έναν απ’ αυτούς, διότι λόγιαζε: Ίσως τα παιδιά μου αμάρτησαν και βλαστήμησαν το Θεό μες στην καρδιά τους, μ’ έναν ανόσιο λογισμό τους. Αυτά είχε ο Ιώβ το συνήθειο πάντοτε να κάνει.
~.~
Δυο δοκιμασίες ( 1,6 – 2,10 )
Η απώλεια του πλούτου ( 1,6 – 1,22 )
6 Μια μέρα, οι γιοί του Θεού παρουσιάστηκαν ενώπιον του Κυρίου, και μαζί τους ήλθε κι ο Υπεναντίος[2].
7 Ο Θεός είπε στον Υπεναντίο: «Πούθε έρχεσαι;» Ο Σατανάς αποκρίθηκε στο Θεό και είπε: «Πετούσα επάνω από τη γη κι ολάκερη την περιδιάβηκα».
8 Ο Θεός είπε στον Υπεναντίο: «Πρόσεξες τον δούλο μου τον Ιώβ; Δεν υπάρχει κανένας σαν κι αυτόν σε ολάκερη τη γη, άνθρωπος πιο δίκαιος κι ακέραιος, που σέβεται το Θεό κι αποστρέφεται καθετί κακό».
9 Ο Υπεναντίος αποκρίθηκε στον Κύριο και είπε: «Μήπως ο Ιώβ σέβεται τον Θεό δίχως αντάλλαγμα;
10 Εσύ δεν όρθωσες έναν φράχτη προστασίας γύρω του, γύρω από τη φαμίλια του κι απ’ όλα τα υπάρχοντά του; Ευλόγησες τα έργα των χειρών του, και τα κοπάδια του κατέκλυσαν ολάκερη τη γη.
11 Αλλά εξέτεινε την χείρα σου ενάντιά του κι άγγιξε όλα αυτά που έχει. Τότε θα δεις αν θα σε καταραστεί κατά πρόσωπο».
12 Ο Θεός απηλογήθηκε στον Υπεναντίο και είπε: «Ό,τι κι αν έχει ο Ιώβ είναι τώρα στο χέρι σου. Μονάχα απάνω του το χέρι σου μην απλώσεις!» Έτσι ο Υπεναντίος έφυγε από το πρόσωπο του Θεού.
13 Μια μέρα, οι γιοί και οι θυγατέρες του Ιώβ έτρωγαν κι έπιναν κρασί στο σπίτι του πρωτότοκου αδερφού τους.
14 Ένας αγγελιαφόρος ήρθε στον Ιώβ και είπε: «Τα βόδια σου όργωναν κι οι ασίνες σου βόσκαγαν ειρηνικά στο πλάι τους,
15 όταν άξαφνα οι Σαβαίοι έπεσαν επάνω τους και τα πήραν, και τα βοσκόπουλα τα πέρασαν όλα από μαχαίρι. Μονάχα εγώ γλύτωσα, μόνο εγώ ο ίδιος, ήρθα για να σου πω τα μαντάτα».
16 Κι ενώ ετούτος μίλαγε ακόμα, ήρθε ένας άλλος και είπε: «Ένα πυρ απ’ το Θεό έπεσε από τον ουρανό και έκανε παρανάλωμα τα γιδοπρόβατα και τους παραγιούς σου, όλους αντάμα. Μονάχα εγώ ξέφυγα, μόνο εγώ ο ίδιος, για να ’ρθω να σου πω τα μαντάτα».
17 Ενόσω μίλαγε ακόμα ετούτος, κατέφτασε ένας άλλος και είπε: «Τρεις σπείρες Χαλδαίων έπεσαν απάνω στις καμήλες και τις λήστεψαν, περνώντας όλα σου τα δουλικά απ’ το λεπίδι. Μονάχα εγώ γλύτωσα, μόνο εγώ ο ίδιος και σου φέρνω τα μαντάτα».
18 Ενώ μίλαγε ακόμα ετούτος, ήρθε ένας άλλος και είπε: «Οι γιοί σου κι οι θυγατέρες σου έτρωγαν κι έπιναν κρασί στο σπίτι του αδερφού τους του πρωτότοκου.
19 Σηκώθηκε άξαφνα μια δεινή ανεμοζάλη απ’ της ερήμου τη μεριά, ξεθεμέλιωσε το σπίτι κι από τις τέσσερις γωνιές του και τούτο έπεσε απάνω στα κοπέλια και τα σκότωσε. Μονάχα εγώ γλύτωσα, μόνο εγώ ο ίδιος, να σου φέρω τούτα τα μαντάτα».
20 Κατόπι σηκώθηκε ο Ιώβ επάνω, έσκισε τα ιμάτιά του, ξύρισε την κεφαλή του, και πέφτοντας χαμαί στη γη, προσκύνησε και είπε:
21 «Γυμνός βγήκα από την κοιλιά της μάνας μου, γυμνός θε να γυρίσω εκείθε· ο Κύριος ο Θεός έδωκε, ο Κύριος πήρε και πάλι πίσω. Να ’ναι ευλογημένο το Όνομά του».
22 Καταμεσής σε όλα τούτα, ο Ιώβ δεν αμάρτησε και δεν έπιασε με ασέβεια τον Κύριο ανάμεσα στα χείλη του.
Η απώλεια της υγείας ( 2,1 – 2,10 )
2,1 Μια μέρα, οι γιοί του Θεού ήρθαν να παρουσιαστούν ενώπιον του. Ο Υπεναντίος ήρθε κι αυτός ανάμεσά τους για να παρουσιαστεί ενώπιον του Κυρίου.
2 Ο Θεός είπε στον Υπεναντίο: «Πούθε έρχεσαι;» Ο Σατανάς απάντησε στο Θεό και είπε: «Περιπλανήθηκα πάνω από ολάκερη τη γη και τη διέσχισα από τη μιαν άκρη έως την άλλη».
3 Ο Κύριος ρώτησε τον Υπεναντίο: «Πρόσεξες το δούλο μου τον Ιώβ; Δεν υπάρχει κανείς άλλος σαν κι αυτόν σ’ ολάκερη τη γη, άμωμος και δίκαιος άνθρωπος που έχει φόβο Θεού και που απέχει από καθετί κακό. Ακόμα επιμένει απαρασάλευτα στην ευσέβειά του· κι εσύ με παραπλάνησες και με εξερέθισες ενάντιά του, για να τον καταστρέψω δίχως λόγο.
4 Ο Υπεναντίος αντέτεινε στον Κύριο: «Δέρμα αντί δέρματος[3]! Ό,τι κι αν κατέχει ο άνθρωπος θα το θυσιάσει για να γλυτώσει τη ζωή του.
5 Αλλά άπλωσε το χέρι σου και πλήξε τα οστά και το σαρκίο του, και τότε όντως θα σε βλαστημήσει κατά πρόσωπο».
6 Ο Θεός είπε στον Υπεναντίο: «Ιδού, ο Ιώβ είναι τώρα στα χέρια σου. Πρόσεξε μονάχα τη ζωή του να φεισθείς!»
7 Ο Σατανάς έφυγε από το πρόσωπο του Θεού και έπληξε τον Ιώβ με τρομερά έλκη και βδελυρές φλεγμονές που τον κατέκαιγαν απ’ την κορφή έως τα νύχια.
8 Κάθισε κατόπι ο Ιώβ καταμεσής στις στάχτες και πήρε ένα όστρακο για να ξύνει τις πληγές του.
9 Τότε η γυναίκα του τού είπε: «Ακόμα κρέμεσαι με νύχια και με δόντια απ’ τη δικαιοσύνη σου; Βλαστήμα το Θεό και πέθανε!»
10 Εκείνος όμως της αποκρίθηκε: «Μιλάς σαν μια ανόητη γυναίκα! Θες να δεχόμαστε απ’ το Θεό μονάχα τα καλά κι όχι τα κακά;» Μέσα σε όλα τούτα ο Ιώβ δεν έπιασε ανόσια το Θεό ανάμεσα στα χείλη του.
~.~
Οι αντίλογοι ( 2,11 – 31,40 )
Η επίσκεψη των φίλων ( 2,11 – 2,13 )
11 Όταν οι τρεις φίλοι του Ιώβ άκουσαν για όλα τούτα τα δεινά που έπεσαν πάνω στην κεφαλή του, ξεκίνησαν ο καθένας από την δική του πατρίδα – ο Ελιφάς ο Θαιμανίτης, ο Βιλδάδ ο Σουχίτης και ο Σωφάρ ο Νααμαθίτης. Αποφάσισαν να πάνε να τον συναντήσουν για να του δείξουν τη συμπόνια τους και για να τον παρηγορήσουν.
12 Όταν σήκωσαν τα μάτια τους και ξάνοιξαν απ’ αλάργα και δεν δυνήθηκαν καν να τον αναγνωρίσουν, αναβόησαν με φωνή μεγάλη και θρήνησαν. Διέρρηξαν ο καθένας τα ιμάτιά του κι έριξαν σκόνη και σποδό στον ουρανό πάνω από τις κεφαλές τους.
13 Κάθισαν μαζί του κατάχαμα, εφτά μέρες κι εφτά νύχτες. Κανένας δεν του ’πε ένα λόγο, γιατί είδαν πόσο τρανή ήταν η οδύνη και η συμφορά του.
~.~
Ο θρήνος του Ιώβ
Το άχθος της ζωής ( 3,1 – 3,26 )
3,1 Κατόπιν, ο Ιώβ άνοιξε το στόμα του
και καταράστηκε τη μέρα της γέννησής του.
2 Ο Ιώβ μίλησε και είπε:
3 Ας ήταν να αφανιστεί η μέρα που γεννήθηκα,
κι η νύχτα όπου είπαν, «Ιδού, ένας βροτός!»
4 Η μέρα εκείνη να γενεί σκοτάδι,
Ας μην την αναζητήσει ποτέ ο Θεός από εκεί επάνω,
Ποτέ φως να μη λάμψει πάνω σ’ αυτή τη μέρα.
5 Σκοτάδι και ζόφος θανατερός ας τηνε μαγαρίσουν,
Ένα μαύρο σύννεφο να τηνε σκεπάσει,
Το σκότος κι η μαυρίλα ας τηνε λαχταρήσουν.
6 Εκείνη τη νύχτα ας την κάνει βορά του το σκοτάδι!
Να μην αριθμηθεί ανάμεσα στις μέρες του ενιαυτού·
ας μην μετρήσει ποτέ στο πέρασμα του μήνα.
7 Εκείνη η νύχτα ας γενόταν στέρφα!
Χαρμοσύνης αλαλαγμός ποτέ να μην ηχήσει μέσα της.
8 Οι γητευτές της μέρας να τηνε καταραστούνε,
Αυτοί που τον Λεβιάθαν δεμένονε κρατούνε να τονε ξυπνήσουν.
9 Ας μείνουν σκοτεινά του λυκόφωτος τ’ αστέρια·
Φως ν’ ανιμένουν και να μην έρχεται κανένα,
Να μη θωρούν τα βλέφαρα το άστρο της αυγής.
10 Τι δε σφάλισε της μάνας μου την πύλη,
δεν έκρυψε από τα μάτια μου το άλγος.
11 Γιατί δεν έφυγα στη γέννα;
Απ’ τη γαστέρα νεκρός να ξεμυτίσω;
12 Γιατί να με καλωσορίσουν γόνατα;
Γιατί εβρήκα δυο μαστούς για να θηλάσω;
13 Γαλήνιος θα κειτόμουν τώρα,
αναπαυμένος κι ήσυχος θε να κοιμόμουν,
14 Με τους ρηγάδες του ντουνιά και τους βεζίρηδες,
χαλάσματα έρημα και τύμβους νεκρικούς που οικοδομούνε,
15 Ή με ρηγόπουλα χρυσοσαβανωμένα
μες σε μνημούρια ασημογεμισμένα.
16 Αχ και να ’μουνα ίδιος με λαθραία παραχωμένο έκτρωμα,
ωσάν να μην υπήρχα διόλου, ίδια έμβρυο
που δεν αντίκρισε ποτέ το φως του ήλιου.
17 Εκειδά κάτω ασεβείς δε λυσσομανούνε·
Εκεί ξαποσταίνουν οι αποκαμωμένοι από τους ισχυρούς.
18 Οι αιχμάλωτοι έχουνε βρει εκεί γαλήνη·
Εκεί δε γρικούνε τη φωνή του διώκτη τύραννου.
19 Τιποτένιοι ή τρανοί, ένα είναι εκειδά·
Ο δούλος είν’ ελεύθερος από τ’ αφεντικά.
20 Γιατί έδωσε στους τεθλιμμένους φως
και ζωή στους στραγγαλισμένους από την πίκρα;
Για θάνατο διψούνε, μα δεν έρχεται κανένας·
Σκάβουνε να τόνε βρούνε σα να ’τανε κρυμμένος θησαυρός.
22 Ευφραίνονται κι αγάλλονται μπρος σ’ ένα σωρό από πέτρες,
περιχαρείς όταν βρίσκουνε τον τάφο.
23 Γιατί το φως για τον θνητό που η οδός του είναι κρυμμένη,
που ο Θεός τον έχει περικλείσει απ’ ολούθε;
24 Πριν φάω μια μπουκιά ψωμί, με πνίγει ο στεναγμός,
οι θρήνοι μου σαν τα τρεχούμενα νερά αναβρύζουν.
25 Ο φόβος που με τρόμαζε με πρόφτασε·
Ό,τι σκιαζόμουν με κατέλαβε.
26 Γαλήνη δεν έχω μπλιο, μήτε ξεγνοιασιά, ούτ’ αναπαμό·
θλίψη καινούρια ήρθε καταπάνω μου.
~.~
Ο πρώτος Λόγος του Ελιφάς ( 4,1 – 5,27 )
Ο νόμος της ανταπόδοσης ( 4,1 – 4,11 )
4,1 Κατόπι ο Ελιφάς ο Θαιμανίτης απάντησε και είπε:
2 Αν τόλμαγε κανείς να σου μιλήσει,
μήπως θα σου γενόταν φορτικός;
Ποιος όμως άραγε μπορεί τον λόγο να κρατήσει;
3 Ιδού, πολλούς δασκάλεψες,
Κι έδωκες σθένος σε χέρια ανήμπορα.
4 Τα λόγια σου ανθρώπους ανορθώσαν που παρέπαιαν,
στήριξες γόνατα που λύγιζαν.
5 Τώρα που σε φτάνει εσένανε η θλίψη, εσύ λιποψυχάς.
Τώρα που εκείνη σε αγγίζει, εσύ τα ’χεις χαμένα.
6 Δεν είν’ ο φόβος Θεού η εγγύησή σου,
Κι ελπίδα σου δεν είναι η ευθύτης των οδών σου;
7 Λογίσου! Ποιος χάνεται όντας αθώος κι άφταιχτος;
Πού στον κόσμο οι δίκαιοι αφανίζονται;
8 Όπου κι αν ρίξω το βλέμμα μου:
Εκειός που σπέρνει το κακό κι οργώνει την αδικία,
αυτός και τα θερίζει.
9 Από το πνέμα του Θεού θα σαρωθούνε,
θ’ αφανιστούνε από την πνοή των ρωθώνων του.
10 Ο λιόντας ας βρυχάται,
η λέαινα ας μουγκρίζει,
ο σκύμνος ας μινυρίζει[4],
του βασιλιά τα δόντια όμως είν’ ξεριζωμένα.
11 Ο λιόντας αφανίζεται γιατί δεν έχει λεία,
τα λιονταράκια του ορφανά έχουνε σκορπίσει.
Ένα όνειρο ( 4,12 – 4,21 )
12 Ένας λόγος ήρθε κλεφτά σε μένα,
σαν ψίθυρος έφτασε μέσα στ’ αυτιά μου.
13 Σε ρεμβασμούς κι οράματα της νύχτας,
όταν νάρκη βαθιά σκεπάζει τους ανθρώπους,
14 Τρόμος και φρίκη με κατέλαβε,
κάνοντάς με να ριγήσω ώς το μεδούλι.
15 Ένα πνέμα γλιστρά μπρος από το πρόσωπό μου,
Μία ριπή τ’ ανέμου κάνει τη σάρκα μου ν’ αναρριγήσει.
16 Στέκει ομπρός μου, μα δεν μπόρεσα την ειδή του να διακρίνω·
μια αχνή μορφή ήταν μονάχα μπρος απ’ τη θωριά μου,
ένα θρόϊσμα γρικώ να ψιθυρίζει:
17 Μην είν’ κανείς θνητός δίκαιος μπρος στο Θεό,
Είναι εφήμερος κανένας καθαρός ενώπιον του κτίστη του;
18 Τους μπιστικούς του δεν πιστεύει,
και τους αγγέλους του για πλάνη τούς ενάγει.
19 Πόσο πιο λίγο λοιπόν πιστεύει τους οικούντας σε οίκο από πηλό,
που από χώμα και λάσπη είναι η γενιά τους,
που τους συνθλίβουνε πιο γοργά κι από το σκώρο.
20 Απ’ την αυγή έως το σούρουπο τους συνθλίβουν,
χάνονται για πάντα και κανείς δεν το προσέχει.
21 Το σκήνωμά τους λύνεται και πέφτει,
κι αυτοί θνήσκουν και φεύγουν δίχως σοφία, δίχως γνώση.
Η ευθύνη του ανθρώπου ( 5,1-7 )
5,1 Φώναξε τώρα!
Είναι κανείς που θα σου απαντήσει;
Σε ποιο από τα άγια όντα θε να στραφείς;
2 Ο θυμός τους άφρονες φονεύει,
Ο ζήλος τους μωρούς σκοτώνει.
3 Είδα έναν μωρό να πιάνει ρίζες,
Κι αμέσως τη μονιά του καταράστηκα.
4 Αλάργα από το λυτρωμό είν’ τα παιδιά του,
Το δίκιο τους τσαλαπατιέται στης πόλης τους την πύλη,
δεν έχουν Παραστάτη, ούτε βοηθό.
5 Τη σοδειά του την κατατρώγει ο πεινασμένος,
τα στάχυα του τα βγάζει ακόμα και μέσα από τ’ αγκάθια,
Οι διψασμένοι λαχταρούν το βιός του.
6 Τι τ’ άδικο δε βγαίνει από το χώμα,
Δε βλαστάνει απ’ το χωράφι η θλίψη·
7 Μόν’ ο άνθρωπος γεννιέται για τα πάθη,
Σαν σπίθες της φωτιάς που πετούνε στον αγέρα.
Η υποταγή στο Θεό ( 5,8 – 5,16 )
8 Όμως εγώ το Θεό θα γύρευα,-
Και στον Θεό μπροστά θα έφερνα την υπόθεσή μου.
9 που κάνει έργα μεγάλα κι ανεξιχνίαστα,
Θαυμάσια ων ουκ έστιν αριθμός.
10 Ρίχνει βροχή πάνω στη γη
Και στέλνει νερό στ’ απέραντα λιβάδια.
11 Μεγαλύνει τους ταπεινούς,
Και ανυψώνει τους απελπισμένους.
12 Ματαιώνει των πανούργων τις δόλιες πλεκτάνες,
Ώστε τα χέρια τους ευόδωση να μην βρούνε.
13 Τους σοφούς μπλέκει μες στα δίχτυα της πανουργίας τους·
Των ραδιούργων τα θελήματα οδηγεί στη ματαίωση.
14 Με το φέγγος της μέρας συναντούν το σκότος.
Μέρα μεσημέρι ψαχουλεύουνε σα να ’τανε σκοτάδι.
15 Κείνος σώζει τους ταπεινούς από το ξίφος,
από τον βραχίονα των ισχυρών λυτρώνει τους πένητες.
16 Ελπίδα είναι για τους αδυνάτους·
Φράζει της αδικίας το στόμα.
~.~
Το διηγηματικό πλαίσιο του ποιήματος (1,1 – 2,10)και καταράστηκε τη μέρα της γέννησής του.
κι η νύχτα όπου είπαν, «Ιδού, ένας βροτός!»
Ας μην την αναζητήσει ποτέ ο Θεός από εκεί επάνω,
Ποτέ φως να μη λάμψει πάνω σ’ αυτή τη μέρα.
Ένα μαύρο σύννεφο να τηνε σκεπάσει,
Το σκότος κι η μαυρίλα ας τηνε λαχταρήσουν.
Να μην αριθμηθεί ανάμεσα στις μέρες του ενιαυτού·
ας μην μετρήσει ποτέ στο πέρασμα του μήνα.
Χαρμοσύνης αλαλαγμός ποτέ να μην ηχήσει μέσα της.
Αυτοί που τον Λεβιάθαν δεμένονε κρατούνε να τονε ξυπνήσουν.
Φως ν’ ανιμένουν και να μην έρχεται κανένα,
Να μη θωρούν τα βλέφαρα το άστρο της αυγής.
δεν έκρυψε από τα μάτια μου το άλγος.
Απ’ τη γαστέρα νεκρός να ξεμυτίσω;
Γιατί εβρήκα δυο μαστούς για να θηλάσω;
αναπαυμένος κι ήσυχος θε να κοιμόμουν,
χαλάσματα έρημα και τύμβους νεκρικούς που οικοδομούνε,
μες σε μνημούρια ασημογεμισμένα.
ωσάν να μην υπήρχα διόλου, ίδια έμβρυο
που δεν αντίκρισε ποτέ το φως του ήλιου.
Εκεί ξαποσταίνουν οι αποκαμωμένοι από τους ισχυρούς.
Εκεί δε γρικούνε τη φωνή του διώκτη τύραννου.
Ο δούλος είν’ ελεύθερος από τ’ αφεντικά.
και ζωή στους στραγγαλισμένους από την πίκρα;
Για θάνατο διψούνε, μα δεν έρχεται κανένας·
Σκάβουνε να τόνε βρούνε σα να ’τανε κρυμμένος θησαυρός.
περιχαρείς όταν βρίσκουνε τον τάφο.
που ο Θεός τον έχει περικλείσει απ’ ολούθε;
οι θρήνοι μου σαν τα τρεχούμενα νερά αναβρύζουν.
Ό,τι σκιαζόμουν με κατέλαβε.
θλίψη καινούρια ήρθε καταπάνω μου.
μήπως θα σου γενόταν φορτικός;
Ποιος όμως άραγε μπορεί τον λόγο να κρατήσει;
Κι έδωκες σθένος σε χέρια ανήμπορα.
στήριξες γόνατα που λύγιζαν.
Τώρα που εκείνη σε αγγίζει, εσύ τα ’χεις χαμένα.
Κι ελπίδα σου δεν είναι η ευθύτης των οδών σου;
Πού στον κόσμο οι δίκαιοι αφανίζονται;
Εκειός που σπέρνει το κακό κι οργώνει την αδικία,
αυτός και τα θερίζει.
θ’ αφανιστούνε από την πνοή των ρωθώνων του.
η λέαινα ας μουγκρίζει,
ο σκύμνος ας μινυρίζει[4],
του βασιλιά τα δόντια όμως είν’ ξεριζωμένα.
τα λιονταράκια του ορφανά έχουνε σκορπίσει.
σαν ψίθυρος έφτασε μέσα στ’ αυτιά μου.
όταν νάρκη βαθιά σκεπάζει τους ανθρώπους,
κάνοντάς με να ριγήσω ώς το μεδούλι.
Μία ριπή τ’ ανέμου κάνει τη σάρκα μου ν’ αναρριγήσει.
μια αχνή μορφή ήταν μονάχα μπρος απ’ τη θωριά μου,
ένα θρόϊσμα γρικώ να ψιθυρίζει:
Είναι εφήμερος κανένας καθαρός ενώπιον του κτίστη του;
και τους αγγέλους του για πλάνη τούς ενάγει.
που από χώμα και λάσπη είναι η γενιά τους,
που τους συνθλίβουνε πιο γοργά κι από το σκώρο.
χάνονται για πάντα και κανείς δεν το προσέχει.
κι αυτοί θνήσκουν και φεύγουν δίχως σοφία, δίχως γνώση.
Είναι κανείς που θα σου απαντήσει;
Σε ποιο από τα άγια όντα θε να στραφείς;
Ο ζήλος τους μωρούς σκοτώνει.
Κι αμέσως τη μονιά του καταράστηκα.
Το δίκιο τους τσαλαπατιέται στης πόλης τους την πύλη,
δεν έχουν Παραστάτη, ούτε βοηθό.
τα στάχυα του τα βγάζει ακόμα και μέσα από τ’ αγκάθια,
Οι διψασμένοι λαχταρούν το βιός του.
Δε βλαστάνει απ’ το χωράφι η θλίψη·
Σαν σπίθες της φωτιάς που πετούνε στον αγέρα.
Και στον Θεό μπροστά θα έφερνα την υπόθεσή μου.
Θαυμάσια ων ουκ έστιν αριθμός.
Και στέλνει νερό στ’ απέραντα λιβάδια.
Και ανυψώνει τους απελπισμένους.
Ώστε τα χέρια τους ευόδωση να μην βρούνε.
Των ραδιούργων τα θελήματα οδηγεί στη ματαίωση.
Μέρα μεσημέρι ψαχουλεύουνε σα να ’τανε σκοτάδι.
από τον βραχίονα των ισχυρών λυτρώνει τους πένητες.
Φράζει της αδικίας το στόμα.
Ι Ω Β
μέρος β’
Ο Θεός παιδαγωγεί μέσα από τα πάθη ( 5,17-5,27 )
17 Μακάριος ο άνθρωπος που νουθετεί ο Κύριος!
Τον κανόνα του Παντοδύναμου μην τονε χλευάζεις.
Τον κανόνα του Παντοδύναμου μην τονε χλευάζεις.
18 Ο Κύριος λαβώνει, αλλά κι επιδένει την πληγή,
Χτυπά, αλλά οι χείρες του γιαίνουν την πληγή.
Χτυπά, αλλά οι χείρες του γιαίνουν την πληγή.
19 Εξάκις εκ θλίψεων λυτρώσει σε,
Την εβδόμη κακό κανένα δε θα σ’ αγγίζει πια.
Την εβδόμη κακό κανένα δε θα σ’ αγγίζει πια.
20 Στης πείνας τον καιρό από το θάνατο σε σώζει,
Στον πόλεμο σε φυλάει από του ξίφους την ισχύ.
Στον πόλεμο σε φυλάει από του ξίφους την ισχύ.
21 Από την μάστιγα της κακογλωσσιάς βρίσκεις καταφύγιο,
Δεν είναι ανάγκη να καρδιοχτυπάς μπρος στην καταστροφή.
Δεν είναι ανάγκη να καρδιοχτυπάς μπρος στην καταστροφή.
22 Τον όλεθρο και την πείνα θα περιγελάσεις,
Τα άγρια θεριά δε θα σε τρομάζουν πια.
Τα άγρια θεριά δε θα σε τρομάζουν πια.
23 Με τους λίθους του αγρού θα κλείσεις ειρήνη,
Και με τα ανήμερα θεριά θα έχεις συμμαχία.
Και με τα ανήμερα θεριά θα έχεις συμμαχία.
24 Θα ξέρεις ότι η σκηνή σου είναι εν ειρήνη,
Κι ότι απ’ το βιός σου τίποτα δε λείπει.
Κι ότι απ’ το βιός σου τίποτα δε λείπει.
25 Θα δεις το σπόρο σου να πληθαίνει·
Τα βλαστάρια σου θα’ ναι άπειρα σαν τα βότανα της γης.
Τα βλαστάρια σου θα’ ναι άπειρα σαν τα βότανα της γης.
26 Θα μπεις στον τάφο σφύζοντας ακόμα από ζωή,
Σαν θημωνιά στάρι θερισμένο στον καιρό του.
Σαν θημωνιά στάρι θερισμένο στον καιρό του.
27 Κοίτα, όλα τούτα τα ερευνήσαμε και καταλεπτώς τα εξιχνιάσαμε.
Έτσι είναι, έτσι τα ακούσαμε. Όσο για σένα, άκουσε και δέξου τα!
Έτσι είναι, έτσι τα ακούσαμε. Όσο για σένα, άκουσε και δέξου τα!
~.~
Ο αντίλογος του Ιώβ ( 6,1 – 7,21 )
Η αβάσταχτη μοίρα ( 6,1 – 6,13 )
6,1 Αποκρίθηκε τότε ο Ιώβ και είπε:
2 Αχ και να γενόταν να ζυγιαστεί η αγωνία μου,
Να μπει στης ζυγαριάς το τάσι κι η οδύνη μου!
Να μπει στης ζυγαριάς το τάσι κι η οδύνη μου!
3 Τι κι οι δυο αντάμα πιότερο βαραίνουν
κι από της θάλασσας την άμμο,
για τούτο αστόχαστα τα λόγια μου.
κι από της θάλασσας την άμμο,
για τούτο αστόχαστα τα λόγια μου.
4 Τα βέλη του Παντοδύναμου είναι στη σάρκα μου χωμένα·
Το πνέμα μου το φαρμάκι τους ρουφάει.
Οι τρόμοι του Θεού παραταγμένοι ομάδι είν’ απέναντί μου.
Το πνέμα μου το φαρμάκι τους ρουφάει.
Οι τρόμοι του Θεού παραταγμένοι ομάδι είν’ απέναντί μου.
5 Γκαρίζει ο όναγρος όταν το γρασίδι του βοσκάει,
Ή μουγκανίζει ο βους όταν απ’ το παχνί του τρώει;
Ή μουγκανίζει ο βους όταν απ’ το παχνί του τρώει;
6 Είναι ποτέ μπορετό άνοστο φαγί να φαγωθεί ανάρτυτο;
Ή υπάρχει νοστιμιά στη βλέννα;
Ή υπάρχει νοστιμιά στη βλέννα;
7 Ο λάρυγγάς μου να τ’ αγγίξει δυσφορεί·
Βδελυρό ‘ναι σαν τη σάρκα τη λωβή.
Βδελυρό ‘ναι σαν τη σάρκα τη λωβή.
8 Ας ήταν να εισακουστεί το αίτημά μου,
Ας εκπλήρωνε ο Θεός την ελπίδα μου.
Ας εκπλήρωνε ο Θεός την ελπίδα μου.
9 Κι αν ήθελε ο Θιός να με συντρίψει,
Ας έλυνε την χείρα του και σύριζα ας με κλάδευγε.
Ας έλυνε την χείρα του και σύριζα ας με κλάδευγε.
10 Τότε θα ’ταν κι αυτό ακόμα η παρηγοριά μου,
Ακόμα κι όταν από τον πόνο μου σκιρτώ,
Εκειός το άλγος μου δεν φείδεται.
Τι δεν έκρυψα ποτές μου του Πανάγιου τα λόγια.
Ακόμα κι όταν από τον πόνο μου σκιρτώ,
Εκειός το άλγος μου δεν φείδεται.
Τι δεν έκρυψα ποτές μου του Πανάγιου τα λόγια.
11 Ποια δύναμη έχω για να υπομείνω;
Πότε είν’ το τέλος μου για να αντέξει η ψυχή μου;
Πότε είν’ το τέλος μου για να αντέξει η ψυχή μου;
12 Είν’ η δύναμή μου της πέτρας η ισχύς;
Μήπως είν’ η σάρκα μου από σίδερο;
Μήπως είν’ η σάρκα μου από σίδερο;
13 Δεν υπάρχει μπλιο για μένα βοήθεια καμιά;
Κάθε λυτρωμός έχει εξοριστεί από κοντά μου;
Κάθε λυτρωμός έχει εξοριστεί από κοντά μου;
Η απογοήτευση από τους φίλους: ( 6,14-30 )
14 Του φίλου η σπλαχνιά στον απελπισμένονε ανήκει,
Ακόμα κι όταν εκειός το φόβο του Θεού αφήνει.
Ακόμα κι όταν εκειός το φόβο του Θεού αφήνει.
15 Τ’ αδέρφια μου απατηλά σαν το ρυάκι,
Σα νεροσυρμές που η κοίτη τους στερεύγει.
Σα νεροσυρμές που η κοίτη τους στερεύγει.
16 Το νερό τους θολό από τον πάγο,
όταν λιώνει απάνω του το χιόνι.
όταν λιώνει απάνω του το χιόνι.
17 Στερεύουνε στης κάψας τον καιρό*
στο λιοπύρι το λίκνο τους άχνα κι ατμός.
στο λιοπύρι το λίκνο τους άχνα κι ατμός.
18 Ο ρους τους γυρίζει σαν το φίδι,
καραβάνια που τσ’ αναζητούνε,
ακολουθούν και χάνονται καταμεσής στο τίποτα.
καραβάνια που τσ’ αναζητούνε,
ακολουθούν και χάνονται καταμεσής στο τίποτα.
19 Των Θαιμανών τα καραβάνια τσ’ αναζητούνε,
Των Σαβαίων οι φάλαγγες τσ’ εμπιστευθήκαν.
Των Σαβαίων οι φάλαγγες τσ’ εμπιστευθήκαν.
20 Αφανιστήκανε γιατί τσ’ εμπιστευθήκαν,
Φτάσανε κι από το τίποτα απογοητευθήκαν.
Φτάσανε κι από το τίποτα απογοητευθήκαν.
21 Ετσά γενήκατε κι εσείς για μένανε ένα τίποτα·
Τη φρίκη μου ξανοίγετε κι από τον τρόμο αναρριγάτε.
Τη φρίκη μου ξανοίγετε κι από τον τρόμο αναρριγάτε.
22 Μήποτε σας παρήγγειλα:
Δώστε μου απ’ τα πλούτια σας,
Δώστε μου δώρα από το βιός σας;
Δώστε μου απ’ τα πλούτια σας,
Δώστε μου δώρα από το βιός σας;
23 Ή σώστε με από την χείρα του δυνάστη μου;
Λύτρα πληρώσετε και σώστε με από την χείρα του τυράννου μου;
Λύτρα πληρώσετε και σώστε με από την χείρα του τυράννου μου;
24 Διδάξτε με κι εγώ θε να σιωπήσω·
Πού λάθεψα, ξηγήστε μου!
Πού λάθεψα, ξηγήστε μου!
25 Πώς λόγια ντόμπρα να προσβάλλουνε μπορούνε;
Τι δύναται ο εδικός σας ψόγος να κρίνει;
Τι δύναται ο εδικός σας ψόγος να κρίνει;
26 Με λόγια λογιάζετε να ψέξετε;
Τ’ απελπισμένου τα λόγια κούφια σαν τον άνεμο νογάτε;
Τ’ απελπισμένου τα λόγια κούφια σαν τον άνεμο νογάτε;
27 Και τ’ ορφανό ακόμα στα ζάρια θα το παίζατε,
Τον φίλο σας τον ίδιο θε να πουλούσατε!
Τον φίλο σας τον ίδιο θε να πουλούσατε!
28 Τώρα γυρίστε και κοιτάξτε με κατάματα·
Ψέματα κατά πρόσωπο δε θε να πω.
Ψέματα κατά πρόσωπο δε θε να πω.
29 Γυρίστε πίσω, άδικο δε θα γενεί κανένα,
Επιστρέψτε, το δίκιο μου μάρτυράς μου στέκει ακόμα!
Επιστρέψτε, το δίκιο μου μάρτυράς μου στέκει ακόμα!
30 Είν’ αδικία στη γλώσσα μου;
Μήγαρις ο ουρανίσκος μου
τη γεύση του κακού να ξεχωρίσει δε μπορεί;
Μήγαρις ο ουρανίσκος μου
τη γεύση του κακού να ξεχωρίσει δε μπορεί;
Η ανθρώπινη κατάσταση ( 7,1-7,21 )
Η ανάγκη του βίου ( 7,1-7,11 )
7,1 Μήγαρις θητεία μισθοφόρου
δεν είν’ τ’ ανθρώπου η ζωή πάνω στη γη;
Οι μέρες του ζωή δεν είν’ ενός μεροκαματιάρη;
δεν είν’ τ’ ανθρώπου η ζωή πάνω στη γη;
Οι μέρες του ζωή δεν είν’ ενός μεροκαματιάρη;
2 Σα σκλάβος που τον ίσκιο λαχταρά,
Σα μεροδουλευτής που το μισθό του ανιμένει.
Σα μεροδουλευτής που το μισθό του ανιμένει.
3 Φεγγάρια γιομάτα απογοήτευση ο κλήρος μου,
Και νύχτες γιομάτες οδύνη το μερτικό μου.
Και νύχτες γιομάτες οδύνη το μερτικό μου.
4 Πλαγιάζω και συλλογιέμαι: Πότε θε να ‘ρθει η μέρα;
Νυχτώνει κι εγώ στριφογυρνώ μέχρι να ξημερώσει.
Νυχτώνει κι εγώ στριφογυρνώ μέχρι να ξημερώσει.
5 Η σάρκα μου ντυμένη με σκουλήκια και κάκαδα,
Το δέρμα μου σκάζει και πυορροεί.
Το δέρμα μου σκάζει και πυορροεί.
6 Πιο γοργές κι από σαγίτα αργαλειού οι μέρες μου,
Τσ’ ελπίδας η κλωστή κόβγεται και σπάζει.
Τσ’ ελπίδας η κλωστή κόβγεται και σπάζει.
7 Λογιάσου: σα μια πνοή είν’ η ζωή μου,
Τα μάτια μου δε θε να ξαναδούν καλό.
Τα μάτια μου δε θε να ξαναδούν καλό.
8 Ο οφθαλμός που με ξανοίγει δε θε να μ’ ατενίσει μπλιο.
Τα μάτια σου θα με γυρέψουν, αλλά εγώ δε θα ‘μαι πια εκεί.
Τα μάτια σου θα με γυρέψουν, αλλά εγώ δε θα ‘μαι πια εκεί.
9 Σαν τη νεφέλη που χάνεται και φεύγει,
Ετσά δε θα ξανανεβεί ποτέ κανείς που στον κάτω κόσμο έχει κατέβει.
Ετσά δε θα ξανανεβεί ποτέ κανείς που στον κάτω κόσμο έχει κατέβει.
10 Στο σπίτι του δεν ξαναγυρίζει μπλιο,
Δεν τονε γνωρίζει μπλιο ο τόπος του.
Δεν τονε γνωρίζει μπλιο ο τόπος του.
11 Μα εγώ δε θε να φράξω μπλιο το στόμα μου,
Θα λαλήσω μέσα απ’ την αγκούσα της καρδιάς μου,
Θα θρηνήσω μέσα απ’ την πίκρα της ψυχής μου.
Θα λαλήσω μέσα απ’ την αγκούσα της καρδιάς μου,
Θα θρηνήσω μέσα απ’ την πίκρα της ψυχής μου.
Η ανεξήγητη δοκιμασία ( 7,12-7,21 )
12 Μήγαρις είμ’ η θάλασσα ή είμαι ο δράκος των υδάτων,
Που μου βάζεις φύλακα να με παραμονεύγει;
Που μου βάζεις φύλακα να με παραμονεύγει;
13 Κι όταν είπα: η κλίνη μου θα με παρηγορήσει,
Η κοίτη μου θε να σηκώσει τη θλίψη μου,
Η κοίτη μου θε να σηκώσει τη θλίψη μου,
14 Με όνειρα με παίδεψες,
Με οράματα με κατατρόμαξες.
Με οράματα με κατατρόμαξες.
15 Τον πνιγμό θε να διάλεγα,
Το θάνατο, από το σκέλεθρο ετούτο το βδελυρό.
Το θάνατο, από το σκέλεθρο ετούτο το βδελυρό.
16 Άσε με, δε δύνομαι να ζήσω μπλιό·
αιώνια δε μπορώ να ζω.
Ανέμου πνοή οι μέρες μου.
αιώνια δε μπορώ να ζω.
Ανέμου πνοή οι μέρες μου.
17 Τι’ ναι ο άνθρωπος που τόσο τον μεγαλύνεις,
και τόσο τον προσέχεις;
και τόσο τον προσέχεις;
18 που τον ελέγχεις κάθ’ αυγή
Και τόνε δοκιμάζεις κάθε μια στιγμή;
Και τόνε δοκιμάζεις κάθε μια στιγμή;
19 Για πόσο ακόμα δε θα πάρεις το βλέμμα σου από πάνω μου;
Δε θα μ’ αφήσεις ποτέ σε ησυχία,
το σάλιο μου να καταπιώ δε θα μ’ αφήσεις μπλιο;
Δε θα μ’ αφήσεις ποτέ σε ησυχία,
το σάλιο μου να καταπιώ δε θα μ’ αφήσεις μπλιο;
20 Τι σού ’χω κάνει;
Σε τι αμάρτησα, ω φύλακα τ’ ανθρώπου;
Γιατί μ’ έχεις βάλει στο σημάδι;
Μήγαρις φόρτωμα σου ’χω γενεί;
Σε τι αμάρτησα, ω φύλακα τ’ ανθρώπου;
Γιατί μ’ έχεις βάλει στο σημάδι;
Μήγαρις φόρτωμα σου ’χω γενεί;
21 Γιατί δε χαρίζεις το κρίμα μου;
Την ανομία μου γιατί δεν την εξαλείφεις;
Σε λίγο δε θα υπάρχω πια.
Θα με ζητάς και θα κείτομαι στη σκόνη.
Την ανομία μου γιατί δεν την εξαλείφεις;
Σε λίγο δε θα υπάρχω πια.
Θα με ζητάς και θα κείτομαι στη σκόνη.
~ . ~
Ο πρώτος Λόγος του Βιλδάδ: ( 8,1-22 )
Ο νόμος της ανταπόδοσης: ( 8,1-7 )
8,1 Αποκρίθηκε τότε ο Βιλδάδ ο Σουχίτης κι είπε:
2 Πόσο ακόμα τέτοια πράματα θα κρένεις;
Τα λόγια σου κούφια ανεμοζάλη.
Τα λόγια σου κούφια ανεμοζάλη.
3 Στρεβλώνει ποτέ ο Θεός το δίκαιο;
Ή μήπως διαστρέφει ο Κύριος των Δυνάμεων τη δικαιοσύνη;
Ή μήπως διαστρέφει ο Κύριος των Δυνάμεων τη δικαιοσύνη;
4 Αν τα τέκνα σου αμάρτησαν απέναντί του,
Στου δικού τους φταίξιμου τα χέρια ο Θιός τους παραδίνει.
Στου δικού τους φταίξιμου τα χέρια ο Θιός τους παραδίνει.
5 Τον Θεό αν ψάχνεις,Και τον Κύριο αν ικετεύεις,
6 Αγνός αν είσαι και δίκαιος,
Φύλακας και φρουρός σου ακοίμητος θε να ‘ναι Εκείνος,
Τον οίκο που σου πρέπει θε να τον αποκαταστήσει.
Φύλακας και φρουρός σου ακοίμητος θε να ‘ναι Εκείνος,
Τον οίκο που σου πρέπει θε να τον αποκαταστήσει.
7 Κι η αρχή σου άσημη κι αν ήταν,
Το τέλος σου όμως τρανό θα ‘ναι και μεγάλο.
Το τέλος σου όμως τρανό θα ‘ναι και μεγάλο.
Η μαρτυρία της εμπειρίας ( 8,8-8,22 )
8 Ρώτα τις παλιότερες γενιές
Και σπούδασε αυτά που οι πατέρες ερευνήσαν.
Και σπούδασε αυτά που οι πατέρες ερευνήσαν.
9 Τι άνθρωποι του χθες είμαστε και τίποτα δεν κατέχουμε.
Σκιάς πέρασμα οι μέρες μας πάνω στη γη.
Σκιάς πέρασμα οι μέρες μας πάνω στη γη.
10 Μήπως δε θα σε διδάξουνε, δε θα σου μιλήσουνε,
Δε θα σου δώσουν λόγια βγαλμένα μέσ’ απ’ την καρδιά τους;
Δε θα σου δώσουν λόγια βγαλμένα μέσ’ απ’ την καρδιά τους;
11 Θάλλει ο πάπυρος δίχως το έλος,
Θεριεύει η καλαμιά δίχως νερό;
Θεριεύει η καλαμιά δίχως νερό;
12 Στο άνθισμα απάνω, πριν του θέρους την ώρα,
Θα μαραθεί πριν από κάθε χόρτο.
Θα μαραθεί πριν από κάθε χόρτο.
13 Ετσά είν’ το ριζικό όλων που το Θεό ξεχνούνε·
Κι η ελπίδα των μιαρών εξανεμίζεται.
Κι η ελπίδα των μιαρών εξανεμίζεται.
14 Η ελπίδα τους είν’ σαν τον ιστό τσ’ αράχνης,
Η σιγουριά τους σαν τη φωλιά τσ’ αράχνης.
Η σιγουριά τους σαν τη φωλιά τσ’ αράχνης.
15 Στο σπίτι του στηρίζεται, αλλά τούτο δεν κρατά·
Το αδράχνει, όμως εκείνο δεν κρατεί.
Το αδράχνει, όμως εκείνο δεν κρατεί.
16 Ο δίκαιος σαν τη δροσιά μες στο λιοπύρι,
Οι βλαστοί του πέρα κι απ’ τον δικό του κήπο ξεπροβάλλουν.
Οι βλαστοί του πέρα κι απ’ τον δικό του κήπο ξεπροβάλλουν.
17 Μέσ’ στα χαλίκια πλέκουνται οι ρίζες του,
Οι ρίζες του μέσ’ από ριζιμιό χαράκι ξεμυτίζουν.
Οι ρίζες του μέσ’ από ριζιμιό χαράκι ξεμυτίζουν.
18 Απ’ τον τόπο του αν τον ξεριζώσουν,
Κι αν ο Θεός τον αρνηθεί, λέγοντας «Δε σε ξέρω!»,
Κι αν ο Θεός τον αρνηθεί, λέγοντας «Δε σε ξέρω!»,
19 Ιδού, αυτή ‘ναι η χαρά τσι στράτας του·άλλος,
απ’ ένα άλλο χώμα θε να ξεπηδήσει.
απ’ ένα άλλο χώμα θε να ξεπηδήσει.
20 Ο Θεός τον δίκαιο δεν εγκαταλείπει,
Τον άδικο δεν κρατά σφιχτά από το χέρι.
Τον άδικο δεν κρατά σφιχτά από το χέρι.
21 Με γέλιο θα γεμίσει το στόμα σου,
Με θριάμβου αλαλαγμό τα χείλη σου.
Με θριάμβου αλαλαγμό τα χείλη σου.
22 Οι μισούντες σε θενα ενδυθούν αισχύνη,
Το σκήνωμα των ασεβών δεν θα υπάρχει πια.
Το σκήνωμα των ασεβών δεν θα υπάρχει πια.
~ . ~
Ο αντίλογος του Ιώβ ( 9,1 – 10,22 )
Η δύναμη του Θεού ( 9,1-9,13 )
9,1 Τότε ο Ιώβ απηλογήθηκε και είπε:
2 Αλήθεια όντως ξέρω ότι είν’ ετσά:
Πως δύνεται ο άνθρωπος το δίκιο του να έβρει μπρος στο Θεό;
Πως δύνεται ο άνθρωπος το δίκιο του να έβρει μπρος στο Θεό;
3 Αν ήθελε μ’ Αυτόν ν’ αντιδικήσει,
Ούτε μια στις χίλιες λόγο δε θα δυνόταν να τ’ αντιτάξει.
Ούτε μια στις χίλιες λόγο δε θα δυνόταν να τ’ αντιτάξει.
4 Τι είν’ σοφός στη διάνοια και κραταιός στο σθένος·
Ποιος μαζί του να λογοφέρει δύναται κι αλώβητος να μείνει;
Ποιος μαζί του να λογοφέρει δύναται κι αλώβητος να μείνει;
5 Όρη ξεριζώνει κι εκειά δεν το νογούνε καν·
Βουνά ξεθεμελιώνει μέσα στην οργή του.
Βουνά ξεθεμελιώνει μέσα στην οργή του.
6 Κάνει τη γη να τρέμει στη θέση της,
Τους στύλους της γης να σαλεύουνε τους κάνει.
Τους στύλους της γης να σαλεύουνε τους κάνει.
7 Του ήλιου η σφαίρα παραγγέλνει να μη σηκωθεί,
Τ’ άστρα σφιχτά με σφραγίδα τα σφαλίζει.
Τ’ άστρα σφιχτά με σφραγίδα τα σφαλίζει.
8 Τανύζει μονάχος τσ’ ουρανούς,
Περιπατεί απάνω στων κυμάτων τις κορφές.
Περιπατεί απάνω στων κυμάτων τις κορφές.
9 Της Άρκτου και τ’ Ωρίωνα,των Πλειάδων
και των αστερισμών του νότου είν’ ο ποιητής.
και των αστερισμών του νότου είν’ ο ποιητής.
10 Ποιεί έργα μεγάλα και ανεξιχνίαστα,
Έργα θαυμαστά και αναρίθμητα.
Έργα θαυμαστά και αναρίθμητα.
11 Ιδού, περνά δίπλα μου κι εγώ δεν τονε θωρώ,
Γλιστρά από πλάι μου δίχως να τονε καταλάβω.
Γλιστρά από πλάι μου δίχως να τονε καταλάβω.
12 Ιδού, μ’ αρπάζει μακριά –
ποιος θα βρεθεί να τονε συγκρατήσει;
Ποιος θα βρεθεί να του πει «τι κάνεις εκεί»;
ποιος θα βρεθεί να τονε συγκρατήσει;
Ποιος θα βρεθεί να του πει «τι κάνεις εκεί»;
13 Ο Θεός την οργή του δε τηνε συγκρατεί·
Κάτω απ’ Αυτόν κάμφθηκαν και προσκύνησαν του πανάρχαιου κήτους
Οι βοηθοί.
Κάτω απ’ Αυτόν κάμφθηκαν και προσκύνησαν του πανάρχαιου κήτους
Οι βοηθοί.
Η αδυναμία του ανθρώπου ( 9,14-9,35 )
14 Πόσο πιο λίγο θα δυνόμουν να του απαντήσω,
Θα διάλεγα τα λόγια μου απέναντί του.
Θα διάλεγα τα λόγια μου απέναντί του.
15 Και δίκιο να έχω τίποτα να του απαντήσω δε μπορώ,
Για έλεος θα ’πρεπε να ικετέψω τον Κριτή μου.
Για έλεος θα ’πρεπε να ικετέψω τον Κριτή μου.
16 Αν τον καλούσα, θα μου απαντούσε;
Δεν πιστεύω ότι θα άκουγε τη φωνή μου.
Δεν πιστεύω ότι θα άκουγε τη φωνή μου.
17 Αυτός που μες στην ανεμοθύελλα με συνθλίβει,
Πληθαίνει τις πληγές μου δίχως λόγο.
Πληθαίνει τις πληγές μου δίχως λόγο.
18 Δε μ’ αφήνει την ανάσα μου να ξαναβρώ,
Με πίκρες με χορταίνει.
Με πίκρες με χορταίνει.
19 Αν είν’ για δύναμη,
Αυτός είν’ ο κραταιός·
Αν είν’ για κρίση, ποιος είν’ εκειός που θα τονε εγκαλέσει;
Αυτός είν’ ο κραταιός·
Αν είν’ για κρίση, ποιος είν’ εκειός που θα τονε εγκαλέσει;
20 Ακόμα κι όταν έχω δίκιο το στόμα μου το ίδιο θα με καταδικάσει,
Ευθύς κι αν είμαι, στραβό θε να με παραστήσει.
Ευθύς κι αν είμαι, στραβό θε να με παραστήσει.
21 Δίκαιος είμαι, αλλά δεν αναγνωρίζω τον ίδιο μου τον εαυτό*
Την ίδιά μου τη ζωή βδελύσσομαι.
Την ίδιά μου τη ζωή βδελύσσομαι.
22 Ένα και το αυτό είν’ γι Αυτόν·
Για τούτο είπα: τον αθώο και τον ένοχο αδιακρίτως εξαλείφει.
Για τούτο είπα: τον αθώο και τον ένοχο αδιακρίτως εξαλείφει.
23 Όταν η μάστιγα φονεύει ξαφνικά,
Όταν το φραγγέλιο χλευάζει των απελπισμένωνε τον τρόμο.
Όταν το φραγγέλιο χλευάζει των απελπισμένωνε τον τρόμο.
24 Η γη έχει παραδοθεί στα χέρια των ασεβών,
Το πρόσωπο των κριτών της Αυτός το αποκρύπτει.
Αν Αυτός δεν είναι, τότε ποιος είναι;
Το πρόσωπο των κριτών της Αυτός το αποκρύπτει.
Αν Αυτός δεν είναι, τότε ποιος είναι;
25 Πιο γοργά από ‘να δρομέα οι μέρες μου γλακούνε.
Φεύγουν, δίχως ένα καλό να δούνε.
Φεύγουν, δίχως ένα καλό να δούνε.
26 Φεύγουν και πλέουν μακριά σαν μια πιρόγα από καλάμι,
σαν αητός που ορμά πάνω στο θύμα.
σαν αητός που ορμά πάνω στο θύμα.
27 Αν πω: Το θρήνο μου θε να λησμονήσω,
Το πρόσωπο μου θε ν’ αλλάξω, τη θωριά μου ευφρόσυνη θα κάμω!
Το πρόσωπο μου θε ν’ αλλάξω, τη θωριά μου ευφρόσυνη θα κάμω!
28 Φοβούμαι όλες τσι θλίψεις μου,
Ξέρω ότι δε θα με αθωώσεις.
Ξέρω ότι δε θα με αθωώσεις.
29 Στο τέλος ένοχος θε νάμαι πάλι.
Γιατί μάταια να μοχθώ;
Γιατί μάταια να μοχθώ;
30 Αν νίψω τας χείρας μου με χιόνι,
Αν καθαρίσω τα χέρια μου με αλισίβα,
Αν καθαρίσω τα χέρια μου με αλισίβα,
31 και πάλι στου Άδη μες το λάκκο θα με βύθιζες,
Ακόμα και τα ίδια μου τα ρούχα απ’ την ακαθαρσία θα με βδελύσσονταν.
Ακόμα και τα ίδια μου τα ρούχα απ’ την ακαθαρσία θα με βδελύσσονταν.
32 Τι δεν είσαι ένας βροτός ωσάν και μένα,
Που να του απαντήσω θα μπορούσα:
Ας πάμε στον κριτή αντάμα!
Που να του απαντήσω θα μπορούσα:
Ας πάμε στον κριτή αντάμα!
33 Τι δεν υπάρχει ανάμεσό μας διαιτητής κανείς,
Που θα δυνόταν το χέρι του επάνω στους δύο μας να βάλει.
Που θα δυνόταν το χέρι του επάνω στους δύο μας να βάλει.
34 Που να μπορούσε να πάρει από πάνω μου τη βέργα του,
Κι ο τρόμος του να μη με κατακλύζει μπλιο.
Κι ο τρόμος του να μη με κατακλύζει μπλιο.
35 Τότε θε να μιλήσω, δίχως να τονε φοβούμαι,
Αλλά –αλλοίμονο– δεν είν’ ετσά με μένα.
Αλλά –αλλοίμονο– δεν είν’ ετσά με μένα.
[1] Θηλυκά γαϊδούρια.
[2] Ο Σατανάς, στον πρώιμο ρόλο του δια-βάλλοντος, του κυνικού αμφισβητία και κατήγορου των ανθρώπων.
[3] Μάλλον παροιμιακή έκφραση, προερχόμενη πιθανόν από τον χώρο των εμπορικών συναλλαγών.
[4] Νιαουρίζει.
απόδοση Πέτρος Γιατζάκης