Ο Μπαλωματής - Point of view

Εν τάχει

Ο Μπαλωματής





  Έστηνε το μπαλωματάδικο, μια-δυο φορές το χρόνο, όταν εζέσταινε ο καιρός, στη μέση του χωριού, κάτου από το θαλερό σφεντάμι, δίπλα από μια πελώρια ριζιμιά πέτρα, την «Κοτρώνα», όπως την έλεγαν, οι συγχωριανοί μου. Η γιαγιά Σουσάνα, τού παραχωρούσε δωρεάν, για να μένει, ένα ανεξάρτητο δωμάτιο, τέσσερα-πέντε βήματα από το υπαίθριο μπαλωματάδικο. Τριάντα βήματα από το ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.


  Το χωριό του, το Μπουγιάτι ή Λυσσαρέα, ήταν περίπου τρεις ώρες μακριά, ποδαρόδρομο, από το χωριό μας, το Σταυροδρόμι ή Αλβάνιτσα Γορτυνίας. Δεν υπήρχε αυτοκινητόδρομος, που να ενώνει τα δυο χωριά.


Στο γαϊδουράκι του, φόρτωνε τα πράματά του και τα μετέφερε. Λίγα κλινοσκεπάσματα, τα εργαλεία της δουλειάς του, όπως τσαγκαρόσουγλα, σφυριά, φαλτσέτες, αμόνι, τανάλιες, τσαγκαροβελόνες κλπ, τα απαραίτητα υλικά, όπως λίγα μαλακά δέρματα σε σχήμα μπούκας μικρού κανονιού, κεροκλωστές, παπουτσόπροκες (γαρύφαλο), τελάκια διαφόρων διαστάσεων και άλλα.


Ο Μπαρμα-Γιάννης, δεν κατασκεύαζε παπούτσια, δεν ήταν τσαγκάρης. Τα μερεμέτια έκανε. Ήταν μπαλωματής.


Η άφιξή του μεταδιδόταν αστραπιαία στο χωριό και σε λίγη ώρα σωρός τα «παπουτσοειδή», απλωμένα και μαρκαρισμένα με την … ταυτότητα του ιδιοκτήτη, κάτου από την παχιά σκιά του σφενταμιού της Χρίσταινας! Όσα προς επισκευή παπούτσια δεν έπαιρναν …. γιατριά τα έβαζε κατά μέρος. Όσα έπαιρναν …..γιατριά, αλλά για μικρή διάρκεια χρήσης, «από τα σύκα μέχρι τα … σταφύλια», όπως έλεγαν σε ανάλογες περιπτώσεις ειρωνικά, ο Μπαρμπα-Γιάννης, έκανε τίμια εξήγηση, με τον ιδιοκτήτη και ανάλογα ή τα έφτιανε ή όχι.


Γρήγορος στη δουλειά του. Χρυσοχέρης. Φτηνός στην πληρωμή. Συνεπής στο χρόνο εκτέλεσης της διόρθωσης. Σε μέρες αιχμής, δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ. Μερικές παραγγελίες, που ήσαν επείγουσες, τις δούλευε σε έξτρα χρόνους, με το θαμπό φως της «τσιμπλόλαμπας».


Η επαγγελματική ποδιά του, ήταν από λεπτό δέρμα. Είχε ρηχές χαρακιές από την κοφτερή φαλτσέτα, που του ξέφευγε λίγο, καμιά φορά. Σκούρες γραμμές από βερνίκια. Αχνά αποτυπώματα αριθμών, που αντιστοιχούσαν στο ποσό της αμοιβής του. Λαδιές από φαγητό, που το έτρωγε συνήθως δουλεύοντας.


Το επαγγελματικό του τραπέζι ήταν μικρούλικο. Ήταν εκεί πάνω στριμωγμένα πολλά πράματα: παπουτσοκλωστές, κερί, τελάκια, παπουτσοβελόνες (ευθείες και καμπύλες), τσαγκαροσουγλιά (ίσια και κυρτά, χοντρά, μεσαία και λεπτά), τανάλιες, φαλτσέτες, μικρορετάλια δερμάτινα, χαρτάκια με σημειώσεις, διάφορα ακόνια για το ακόνισμα των λεπίδων και των σουγλιών.


Η άρτια εργασία του και η άψογη συμπεριφορά του, είχαν αποσπάσει τη συμπάθεια όλων των ανθρώπων του χωριού μου.


Όλο και κάποιο κέρασμα, κάποιο φαγάκι λιτό, έβλεπες συχνά σκεπασμένο σε μια ακρούλα εκεί κοντά του.


Όταν τέλειωνε το ωράριό του, φρόντιζε το γαϊδουράκι του και μετά πήγαινε στο καφενείο τού Μπαρμπαλιά, που ήταν συναγμένη η …Γερουσία. Σε λίγα λεπτά άρχιζε η δηλωτή. Μονομαχία ή τετράδα, ανάλογα με τους πρόθυμους και διαθέσιμους. Ήταν πολύ καλός δηλωτατζής. Θυμόταν σαν …λύκος. Έκανε πετυχεμένες και ευφυείς μπλόφες. Συνήθως κρατούσε και το λογαριασμό στο παιχνίδι, γιατί στους λογαριασμούς ήταν άσσος. Ένα όρο έθετε στο παιχνίδι: Να μη βλέπει τα χαρτιά του κανένας από τη …γαλαρία. Είχε το λόγο του.


Όταν δεν υπήρχε παίχτης για τη δηλωτή, ο Μπαρμπα-Γιάννης έπαιρνε τη γνωστή και ιστορική εφημερίδα του Πύργου, «ΠΑΤΡΙΣ», που ήταν πάνω σε κάποιο τραπέζι και την ξεκοκκάλιζε…


Μετά από αυτή την έξοδο, μαζευόταν στο κατάλυμά του, άναβε τη τσιμπλόλαμπα, έτρωγε κάτι και κουρασμένος ξάπλωνε πάνω σε ένα κασόνι, που είχε στο δωμάτιο αυτό τοποθετήσει, η γιαγιά Σουσάνα.


Ελάχιστες φορές είχε φέρει στο χωριό μας, την κορούλα του, ένα υποξανθούλικο κοριτσάκι, τη Διαμαντούλα. Έλαμπε από χαρά, καθώς εκείνο καθόταν κοντά του και έπαιζε ή τον βοηθούσε.



Όταν περνούσε κοντά στο μπαλωματάδικο, ο παππούλης, ο Παππάς, πηγαίνοντας για τον εσπερινό, χαιρετούσε, πάντα με νεύμα, το Μπαρμπα-Γιάννη κι΄αυτός, εγειρόμενος, ανταπέδιδε, με νεύμα πάντα, το χαιρετισμό του παππούλη. Όταν χτύπαγε η καμπάνα για τον εσπερινό, συνήθως δεν έκανε το σταυρό του. Τον έκανε πριν σημάνει ή όταν τέλειωνε. Σπάνια συνέπιπτε να κάνει το σταυρό του, όταν σήμαινε η καμπάνα!


Η παραμονή του στο χωριό μας, διαρκούσε 15 με 20 ημέρες. Κάθε φορά που έφευγε μάς έλειπε.


Όταν είμαστε πολύ μικροί παίζαμε κοντά στο μπαλωματάδικο. Το τόπι έπεφτε καμιά φορά στα πράματά του. Δεν τον ακούσαμε ποτέ να μας φωνάξει, να μας μαλλώσει. Κάποτε το τόπι αναπήδησε στην κοτρώνα και με το γκελ που έκανε, χτύπησε στο πρόσωπο το Μπαρμπα-Γιάννη. Πάλι δεν μας έβαλε τις φωνές, αλλά με το χέρι του μας έκανε την χαρακτηριστική κίνηση ότι θα μας δείρει.


Ένα πρωί, εκαυγάδιζαν έντονα δυο συγχωριανές μας. Οι φωνές τους ακούστηκαν σε όλο το χωριό. Ο καυγάς γινόταν κοντά στο μπαλωματάδικο. Μαζεύτηκε κόσμος. Ο Μπαρμπαγιάννης ακούνητος. Σαν να μη συνέβαινε τίποτα! Τις επόμενες μέρες, εμείς φωνάζαμε δυνατά, μιμούμενοι τις γειτόνισσες, που είχαν μαλλώσει. Είμαστε κοντά του. Τίποτα. Καμμία αντίδραση.


Παίζαμε και γελούσαμε και φωνάζαμε δυνατά. Είχαμε καταλάβει ότι δεν τον ενοχλούσαν οι φωνές μας. Κάπου-κάπου, σήκωνε το κεφάλι του για να ξεκουραστεί. Περιμέναμε να μας πει κάτι. Μας κοίταζε και μας χαμογελούσε! Το βλέμμα του ήταν όπως του πατέρα μας σε καλές οικογενειακές στιγμές!…


Ο δάσκαλός μας, με παιδαγωγικό τρόπο, ένα πρωινό, μίλησε στα «πρωτάκια» και τους εξήγησε αναλυτικά τι συνέβαινε. Είπε ότι ο Μπαρμπα-Γιάννης, δεν είχε ποτέ ακούσει ήχο και δεν είχε ποτέ μιλήσει στη ζωή του. Ότι ήταν εκ γενετής κωφάλαλος!!…




Pages