Η θεραπεία από την κατάθλιψη - Point of view

Εν τάχει

Η θεραπεία από την κατάθλιψη





Τω καιρώ εκείνο ο άρχοντας είχε βαριά κατάθλιψη, βαριά μελαγχολία και οι ιατροί δεν μπορούσαν να τον θεραπεύσουν. Αφού απελπίσθηκε από τους ιατρούς κάλεσε τις σοφές ιέρειες. Η πιό έξυπνη απ' αυτές έλαβε το λόγο και του λέει: «Η θεραπεία σου είναι πάρα πολύ απλή, πάρα πολύ εύκολη. Να βρεις έναν άνθρωπο ευτυχισμένο, να βρεις έναν άνθρωπο χαρούμενο, να βρεις έναν άνθρωπο ικανοποιημένο από τη ζωή του, χωρίς παράπονα, χωρίς ταλαιπωρίες, χωρίς δυστυχίες στη ζωή, ή και εάν τα έχει όλα αυτά, παρά ταύτα να είναι ευχαριστημένος, να είναι ικανοποιημένος και να φορέσεις το πουκάμισο του. Άμα το κάνεις αυτό το πράγμα, θα θεραπευθείς αυτομάτως».



 Χάρηκε ο άρχοντας διότι τόσο απλό ήταν το μέσο της θεραπείας του, και έστειλε κήρυκες στη χώρα του να διαλαλήσουν:

 «Όποιος άνθρωπος είναι ευτυχής, όποιος άνθρωπος είναι ικανοποιημένος από τη ζωή του και στη ζωή του, να παρουσιασθεί ενώπιον του άρχοντα και θα λάβει μεγάλη αμοιβή».





 Δεν παρουσιαζόταν κανείς. Προχώρησαν ακόμη μακρύτερα οι κήρυκες. Φώναξαν και σε άλλες περιοχές της αχανούς χώρας του και πάλι κανείς δεν παρουσιαζόταν.       



 Αποφάσισε ο άρχοντας να βρει ο ίδιος αυτόν τον άνθρωπο. Να ερευνήσει ο ίδιος και στη χώρα του, ενδεχομένως και σε άλλες χώρες. Πήρε μια συνοδεία στρατιωτών, μεταμφιέσθηκε και αυτός ως απλός στρατιώτης, με στολή που θα λέγαμε σήμερα εκστρατείας, και άρχισε να περιοδεύει τη χώρα· να ανεβαίνει βουνά, να κατεβαίνει πεδιάδες, να επισκέπτεται σπίτια, να επισκέπτεται καλύβες, να επισκέπτεται ποιμνιοστάσια και να αναζητά κάποιον άνθρωπο, ο οποίος θα ήταν ευτυχής. Δεν έβρισκε κανέναν. Συνέχιζε την περιοδεία του.





Κάποτε, μετά από εβδομάδες περιοδείας, έφθασε σε μια καλύβα στο μέσο του δάσους. Στην καλύβα αυτή ζούσε ένας γέρος ξυλοκόπος με δυο μικρά παιδάκια. Ήταν τα εγγονάκια του. Είχαν πεθάνει οι γονείς τους και τα είχε πάρει ο γέρος στην καλύβα του δάσους να τα μεγαλώσει. Μπήκαν μέσα στην καλύβα – δεν γνώρισε φυσικά ο άνθρωπος ότι ήταν ο άρχοντας – και τους είπε:

 «Καθίστε παλικάρια μου, να σας φιλοξενήσω· να σας δώσω κάτι απ’ όσα έχω εδώ στο φτωχικό μου»


 και τους έδωσε ό,τι είχε ο γεροντάκος και στο τέλος 
του λέει ο άρχοντας:

 «Δεν μου λες παππού, είσαι ευχαριστημένος; Είσαι ευτυχής;».

 «Ναι, παιδί μου είμαι. Δεν μου λείπει τίποτε· τα έχω όλα. Έχω την καλύβα μου, η οποία με προφυλάσσει από τη βροχή και από το πολύ κρύο. Κόβω ξύλα στο δάσος, ανάβω φωτιά και πυρώνομαι. Έχω συντροφιά τα εγγονάκια μου· δεν είμαι ολομόναχος. 





Μαζεύω λάχανα από την περιοχή εδώ και τρώω. Καμιά φορά σκοτώνω και κανένα πουλί, κανένα αγρίμι και έχω κάτι καλύτερο στο τραπέζι μου. Κατεβαίνω στην πόλη, πουλώ ξύλα και αγοράζω μερικά πράγματα, τα οποία είναι απολύτως απαραίτητα. Δόξα να ’χει ο Θεός, δεν μου λείπει τίποτε· τα ’χω όλα. Είμαι ευχαριστημένος· είμαι ευτυχής».


Περιχαρής ο άρχοντας, διότι επιτέλους θα θεραπευόταν, λέει στους στρατιώτες:

 «Δώστε μου αμέσως το πουκάμισο του».

 Αλλά όταν οι στρατιώτες πλησίασαν το γέρο και άνοιξαν τη χοντρή κάπα την οποία φορούσε δεν είχε πουκάμισο μέσα. Απελπίσθηκε ο άρχοντας.

 «Ωχ τι έπαθα! Έναν άνθρωπο ευτυχισμένο βρήκα και αυτός δεν έχει πουκάμισο. Θα μείνω, λοιπόν, πάλι άρρωστος και δυστυχισμένος;».

Από το βιβλίο του 
Επιφανίου Θεοδωροπούλου

«Η χαρά του Χριστιανού», 
έκδ. Σταμάτα 2018, 
via

Pages