«Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος
να ᾿ν’ ήμερος να ᾿ναι άκακος·
λίγο φαΐ, λίγο κρασί,
Χριστούγεννα κι Ανάσταση·
κι όπου φωλιάσει και σταθεί,
κανείς να μην του φτάνει εκεί.
Μα ήρθαν αλλιώς τα πράματα,
τονε ξυπνάν χαράματα,
τον παν,τον φέρνουν πίσω μπρος,
του τρώνε και το λίγο βιος
κι από το στόμα την μπουκιά
πάνω στην ώρα τη γλυκιά
του τηνε παίρνουνε κι αυτή·
χαρά στους που ᾿ναι οι δυνατοί!
Χαρά στους που ᾿ναι οι Δυνατοί·
γι’ αυτούς δεν έχει χόρταση.»
Οδυσσέας Ελύτης
«Επί γης ειρήνη». Ο αγγελικός ύμνος είναι γεγονός ότι ποτέ δεν έχει χάσει την αξία του. Στις μέρες μας όμως η ειρήνη έπαψε να έχει σχέση κυρίως με πολέμους, αιματοκυλίσματα, εξοπλισμούς, φόβο θανάτου από καταστροφές. Όχι ότι εξέλιπαν. Κατά καιρούς, ακόμη και σχετικά κοντά μας, ο «άρχων του κόσμου τούτου», γιατί αυτός είναι που οδηγεί τους ανθρώπους και τους λαούς σε συγκρούσεις, για να αναστατώνει τον κόσμο και τις ζωές μας, μας υπενθυμίζει πόσο επισφαλής είναι η ειρήνη που ζούμε.
Ωστόσο, παρά την παγκόσμια ευθραυστότητα, η ευχή «επί γης ειρήνη» έχει να κάνει σήμερα κυρίως με τις καρδιές μας, την ύπαρξή μας και τις συγκρούσεις τις οποίες αυτή βιώνει. Έχει να κάνει και με την ίδια την κοινωνία, η οποία αντιμετωπίζει στα σπλάχνα της το φαινόμενο της βίας.
Μπορεί, σε συνολικό επίπεδο και σε σχέση με τα γεγονότα που μας απασχολούν, το πρόβλημα της βίας, η οποία διαλύει την ειρήνη, να μην φαίνεται τόσο σημαντικό. Όμως η βία υπάρχει, σε μικρότερες ή μεγαλύτερες διαστάσεις, τόσο στην στάση του κράτους έναντι των ανθρώπων, όσο και στην στάση κοινωνικών ομάδων έναντι του κράτους, αλλά και στην ζωή των οικογενειών, όπως επίσης και σε χώρους όπου επισυμβαίνει η κοινωνικοποίηση του ανθρώπου, όπως το σχολείο, τα ΜΜΕ, ο αθλητισμός. Το αίτημα για ειρήνη λοιπόν ούτε έχασε ούτε θα χάσει την επικαιρότητά του.
Η βία έχει τη ρίζα της στην εσωτερική διάσπαση του ανθρώπου.
Είναι ένα πνευματικό τραύμα το οποίο ανακύπτει από την σύγκρουση του παλαιού ανθρώπου, του υποστρώματος εκείνου της ψυχής που δεν μας αφήνει να αγαπήσουμε πέρα από τον εαυτό μας, με τον νέο άνθρωπο, με την δίψα της ανθρώπινης ύπαρξης να πορευτεί στο «καθ’ ομοίωσιν» Θεού. Γιατί βιώνουμε, από τη στιγμή που είμαστε ελεύθεροι, αυτή την σύγκρουση, όχι δυαλιστικά, ως σύγκρουση δύο θεών ή δύο κόσμων εντός μας, του καλού και του κακού, του φωτός και του σκοταδιού, τα οποία παλεύουν επειδή είναι ισοδύναμα και επαφίεται στον άνθρωπο ποιο από τα δύο θα νικήσει. Για την πίστη μας το κακό είναι παρυπόσταση.
Αυτό σημαίνει ότι καταλαμβάνει τον χώρο της ύπαρξης ή της ζωής, όταν απουσιάζει το καλό. Όταν δηλαδή απουσιάζει ο Θεός από την ύπαρξη ή τον κόσμο εξαιτίας της ελεύθερης επιλογής του ανθρώπου να πορεύεται με κριτήριο τον εαυτό του και σε αντίθεση με το θέλημα του Θεού. Όταν ο άνθρωπος αυτοθεοποιείται. Τότε η κατάσταση αυτή λειτουργεί ως κακό.
Όμως το κακό είναι και προσωποποιημένο. Εφευρέτης του είναι ο διάβολος, η απόλυτη προσωποποίησή του, διότι αυτός έχει διαλέξει να μην έχει αφήσει ούτε ίχνος στην ύπαρξή του για την παρουσία του φωτός που αναδύεται μέσα από την κοινωνία με τον Θεό. Η ανταρσία του έναντι του Θεού τον έχει καταστήσει μισόθεο και, την ίδια στιγμή, μισόκαλο. Αυτό σημαίνει ότι έχει επιλέξει, ουσιαστικά χωρίς περιθώριο τροπής, να λειτουργεί ως η αντίθεος δύναμη στον κόσμο, χωρίς όμως να μπορεί να παρεισφρύσει στην ελεύθερη βούληση του ανθρώπου, αλλά μόνο να τον πειράξει. Δεν είναι πανίσχυρος, αλλά πειραστής.
Εναπόκειται στην κατάφαση του ανθρώπου, αν θα συνεργήσει στο κακό, καθώς δεν είναι υποχρεωτική η διάπραξή του είτε με την σκέψη είτε με την επιθυμία είτε με το συναίσθημα είτε με τα έργα, δηλαδή με τα πάθη που γίνονται έμπρακτη κατάσταση. Όμως ο άνθρωπος βιώνει εντός του αυτή τη σύγκρουση με τον πειραστή. Και σχηματίζεται ανά πάσα στιγμή στον εαυτό μας ο «παλαιὸς ἄνθρωπος, ὁ φθειρόμενος κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τῆς σαρκός».
Αυτός που λειτουργεί ως «ὁ ἕτερος νόμος ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν»1, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να πράξουμε κατά το θέλημα του Θεού, δηλαδή κατά την αγάπη, μολονότι το θέλουμε, διότι η αγάπη μάς έχει δοθεί ως δωρεά παρά του Θεού εξ άκρας συλλήψεώς μας. Είναι συστατικό στοιχείο του προσώπου μας, είναι το «κατ’ εικόνα» μας. Και ο πειραστής έρχεται ακριβώς να ψιθυρίσει στο κατ’ εικόνα μας ότι, παρ᾽ ό,τι μας δόθηκε, να αρνηθούμε τον δωρητή Του, που είναι ο Θεός, και να ζήσουμε αξιοποιώντας τα δοθέντα χαρίσματα, τις υποστατικές μας ιδιότητες, χωρίς να τις αναφέρουμε στον Θεό, αλλά με γνώμονα τον εαυτό μας.
Έτσι σχηματίζονται εντός μας τα στρώματα των παθών, τα ζιζάνια2, τα οποία αναπτύσσονται την ίδια στιγμή με τα στάχυα της ύπαρξής μας. Στάχυα και ζιζάνια έχουν εξάρτηση από την ελευθερία μας. Τα στάχυα είναι δωρεά. Τα ζιζάνια καλύπτουν τον χώρο στον οποίο τα στάχυα δεν καλλιεργούνται, το κενό του αγρού της ύπαρξής μας, όταν η καρδιά μας δεν είναι γη αγαθή σε όλα τα τεταρτημόριά της. Κι εδώ ακριβώς έγκειται η διάσπασή μας. «Τὸ μέγα τραῦμα, ὁ ἄνθρωπος»3.
Διότι όσο επιτρέπουμε στα ζιζάνια να αναπτύσσονται, τότε εκείνα απειλούν να συμπνίξουν τα στάχυα, με αποτέλεσμα την εσωτερική σύγκρουση. Στάχυ είναι η αγάπη. Ζιζάνιο είναι ο εγωισμός. Στάχυ είναι η ελευθερία. Ζιζάνιο είναι η ανάγκη. Στάχυ είναι η αλήθεια που ελευθερώνει. Ζιζάνιο είναι η γνώση που φυσιοί. Στάχυ είναι το να αισθάνεται ο άνθρωπος διαχειριστής αγαθών τα οποία έχει, είτε εξ αιτίας των χαρισμάτων του είτε εκ του κόπου του είτε εκ των συγκυριών της ζωής, που ονομάζουμε και πιστεύουμε ως την Θεία Πρόνοια.
Ζιζάνιο είναι ο άνθρωπος να αισθάνεται κάτοχος και ιδιοκτήτης των αγαθών, τα οποία τότε υπάρχουν μόνο για τον ίδιο. Στάχυ είναι η αρετή, η χαρά, η γνησιότητα που πηγάζει μέσα από τις διαπροσωπικές σχέσεις, οι οποίες αποσκοπούν στην κοινωνία που δίνει τελικά αγάπη. Ζιζάνιο είναι η χρήση των άλλων ανθρώπων, είτε ως σκευών ηδονής είτε ως υποτακτικών, με σκοπό την προσωπική μας θεραπεία.
Στάχυ είναι η διακονία. Ζιζάνιο είναι η εξουσία, η δεσποτεία, η τυραννία. Στάχυ είναι η δίψα για ζωή που έρχεται μέσα από την αγάπη. Ζιζάνιο είναι η δίψα για ζωή που γίνεται αποφορά θανάτου στην αίσθηση ότι όλα είναι μάταια, γι’ αυτό και πρέπει να λειτουργούμε στη λογική του «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκωμεν».
Έργο ελευθερίας η σύγκρουση αυτή. Έργο δικό μας, στο οποίο συμβάλλει ο πειραστής με τον δικό του τρόπο. Συνέπεια της σύγκρουσης είναι η διάσπαση, η οποία αποτυπώνεται τόσο στον νου και την «διασκέδασή» του, το σκόρπισμά του στις ποικίλες υποχρεώσεις της ζωής ή στην ανάγκη για «ξέσκασμα» από την πραγματικότητά μας, που όμως εμπεριέχει την διάσταση της ψυχής, «πράγματος ἀθανάτου». Γι’ αυτό και χρειάζεται να προχωρήσουμε σε ένα αγώνα πνευματικό, για να μπορέσει ο ηγεμόνας νους να ελέγξει την γη της καρδιάς και της ύπαρξής μας, ώστε το εντός μας να προσεγγίσει την ειρήνη. Και πιστεύουμε ότι η ειρήνη είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος4 , διότι ο άνθρωπος από μόνος του δεν έχει την δυνατότητα να φέρει εις πέρας αυτόν τον αγώνα. Κουραζόμαστε. Ο πειραστής είναι ισχυρός. Και την ίδια στιγμή ζούμε σε μία πραγματικότητα η οποία, στην εκκοσμικευμένη διάστασή της, μας έχει κάνει να πορευόμαστε με συντεταγμένες ζιζανίων και όχι με τα κάρπιμα στάχυα ως τελικό σκοπό μας.
Αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, η κοινωνική βία δεν προσεγγίζεται ούτε από τους νομοθέτες της πολιτείας ούτε από τους όποιους αναλυτές, ειδικούς και ενδιαφερόμενους, στην πνευματική της διάσταση. Βλέπουμε τα συμπτώματα ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, τις επιφανειακές αιτίες της βίας και ανησυχούμε ή προσπαθούμε να θεραπεύσουμε τις εξωτερικές εκδηλώσεις του φαινομένου, όπου είναι εφικτό.
Έτσι, δεν διστάζουμε να πούμε ότι αιτίες της βίας είναι η κοινωνική ανισότητα, τα πρότυπα επιθετικότητας, τα οποία προβάλλονται κατά κόρον από τα ΜΜΕ και το Διαδίκτυο, η αδυναμία της κοινωνίας να εξασφαλίσει εργασία ή τουλάχιστον να δημιουργήσει το περιβάλλον εκείνο στο οποίο ο νέος άνθρωπος να μπορεί να καλλιεργήσει τα χαρίσματα και τις ικανότητές του και την ίδια στιγμή να εξασφαλίσει με αξιοπρέπεια τα προς το ζην, η αδυναμία των νέων να αξιοποιήσουν δημιουργικά τον ελεύθερο χρόνο τους, με αποτέλεσμα να ασχολούνται φανατικά με το ποδόσφαιρο, που γίνεται εστία βίας εξαιτίας των αντιπαραθέσεων μεταξύ των διαφόρων υποστηρικτών.
Στην εποχή μας κάποιοι υποστηρίζουν ότι αιτία της βίας είναι η λαθρομετανάστευση, η οποία δημιούργησε πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Αυτές δεν ήμασταν έτοιμοι να διαχειριστούμε και έτσι προσπαθούμε με ξενόφερτα εργαλεία, όπως είναι οι θεωρίες περί προστασίας των μειονοτήτων, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, του ουδετερόθρησκου σχολείου – το οποίο σταδιακά γίνεται άχρωμο και κατόπιν άθεο– να βάλουμε την πορεία μιας τέτοιας κοινωνίας σε μία σειρά, αδιαφορώντας για το μεγαλύτερο πρόβλημα το οποίο ανακύπτει και που δεν είναι άλλο από την απουσία ταυτότητας των ανθρώπων, οι οποίοι μεταβάλλονται σε πληθυσμούς και όχι, δεν παραμένουν λαοί.
Ίσως αυτό το πρόβλημα να είναι και η κύρια κοινωνική αιτία της βίας, ιδίως στις νεανικές ηλικίες. Όταν ο νέος δεν αισθάνεται ότι μπορεί να ανήκει κάπου, να γίνεται αποδεκτός με τα θετικά και αρνητικά σημεία του χαρακτήρα του, όταν βιώνει αυτό το εσωτερικό κενό της απουσίας πίστης σε αξίες κοινοτικές και συλλογικές, όπως είναι η πατρίδα, η θρησκευτική πίστη, η οικογένεια, το σχολείο, η παρέα που θα έχει νόημα, τότε αγκιστρώνεται σε μικρές συλλογικότητες όπως είναι οι σύνδεσμοι οπαδών ποδοσφαιρικών σωματείων, νεολαίες πολιτικών κομμάτων ή ομάδες και παρέες που έχουν ως σκοπό τους είτε την επιβολή των απόψεών τους, με κριτήριο να ακουστεί η φωνή τους ή να εξουσιάσουν, και τότε αξιοποιεί την σωματική του ρώμη για να διατρανώσει την ύπαρξή του, τον αυτοπροσδιορισμό του σε προσωπικό επίπεδο, αλλά και σε κοινωνικό.
Γιατί ο άνθρωπος είναι «φύσει πολιτικὸν ζῷον», κατά τον Αριστοτέλη, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να υπάρξει εκτός της «πόλεως», εκτός δηλαδή των συλλογικοτήτων που του δίνουν την αίσθηση του «ανήκειν». Το «ανήκειν» είναι συστατικό στοιχείο της ταυτότητάς μας.
Η ετερότητά μας, η διαφορετικότητά μας, δεν έχει νόημα, αν δεν ανήκουμε κάπου. Η εποχή μας έχει πληθυσμιοποιήσει τους ανθρώπους. Τους αντιμετωπίζει ως αριθμούς, ως μάζα. Ο πολιτισμός μας δεν λειτουργεί με γνώμονα το προσωπικό, αλλά το ατομικό. Αυτό συνεπάγεται ότι δεν ενδιαφέρεται για το ανθρώπινο πρόσωπο, για τις ιδιαιτερότητές του, για την διαφορετικότητά του, για τις ανάγκες του, αλλά μας χορηγεί υποκατάστατα ευτυχίας, με σκοπό να είμαστε υποταγμένοι στο παγκόσμιο σύστημα. Σήμα κατατεθέν οι αντιφάσεις.
Από την μία, ο πολιτισμός μας στηρίζει την διαφορετικότητα στο εσωτερικό μιας κοινωνίας, όταν έρχεται σε απόκλιση από τις παλαιές αξίες, όπως η πατρίδα, η θρησκευτική πίστη, η οικογένεια. Από την άλλη, προωθεί προϊόντα μαζικής κουλτούρας, τα οποία αποσκοπούν στην στείρωση οποιασδήποτε διαφορετικότητας σε σχέση με αυτόν τον πολιτισμό.
Κριτήριο και πάλι η αποκοπή μας από τις ρίζες, από τις αξίες. Εθιζόμαστε έτσι σε μία διαφορετικότητα που θα γίνει σταδιακά κανονικότητα και αισθανόμαστε διαφορετικοί όλοι όσοι σκεφτόμαστε με βάση ένα αξιακό σύστημα, το οποίο είναι δεδομένο ότι συνταιριάζει και με τον Θεό και με την αίσθηση του «ανήκειν» σε αγαπώσες κοινότητες.
Η εποχή μας, ταυτόχρονα, αποθεώνει τα υλικά αγαθά και τον καταναλωτισμό. Δικαιολογεί εν μέρει την βία, όταν κάποιοι δεν έχουν πρόσβαση σ’ αυτά. Από την άλλη, στοχοποιεί πρόσωπα τα οποία αντιδρούνε, έστω και ου κατ’ επίγνωσιν, με βία έναντι της κοινωνικής αδικίας, τα καθιστά εχθρούς του συστήματος, της ασφάλειας των πολλών και χρησιμοποιεί βία για να επιβάλει την τάξη σε μια κοινωνία. Όμως με την βία δεν θεραπεύεται η αδικία.
Παρόλα αυτά εθιζόμαστε στο να την θεωρούμε ως τον μοναδικό τρόπο επιβολής της τάξης και της ασφάλειας, χωρίς να εξετάζουμε τις αιτίες του προβλήματος. Έτσι και οι ταραχοποιοί αποδοκιμάζονται, αλλά και το σύστημα δεν αλλάζει, με αποτέλεσμα να ζούμε αυτοτροφοδοτούμενες καταστάσεις.
Μας απομένει όμως η ιδέα ότι υπάρχει και καλή και αναγκαία βία, εκτός από κακή. Τι είναι ηθικό όμως και τι όχι το ορίζουμε εμείς. Η βία, ως αφαίρεση ζωής, ως εξευτελισμός του ανθρώπινου προσώπου, ως κατάσταση που τραυματίζει έστω και μία ψυχή, δεν μπορεί να γίνει δεκτή ως επιθυμητή λύση. Αναπόφευκτη, ναι. Επιθυμητή, όχι.
Κι όμως, εμείς εθιζόμαστε στο να την θεωρούμε ως την μοναδική λύση. Οι τηλεοπτικές αστυνομικές σειρές και οι αντίστοιχες κινηματογραφικές ταινίες, ως σημεία των καιρών, μαρτυρούν του λόγου του ασφαλές.
Στο σημείο αυτό χρειάζεται μία αναφορά και στο οικογενειακό περιβάλλον. Στην βία την οποία βιώνει ή ασκεί ο άνθρωπος στις διαπροσωπικές του σχέσεις. Η βία αυτή έρχεται ως αποτέλεσμα της αδυναμίας του ανθρώπου να αγαπήσει, να ανεχτεί «ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ»5 , να βαστάξει το βάρος του άλλου και του εαυτού του. Έρχεται ως αποτέλεσμα της επιθυμίας του ανθρώπου να κάνει πράξη το θέλημά του, να εξουσιάσει, να νιώσει ισχυρός.
Αν παλαιότερα αυτή η τάση ενισχυόταν από το κοινωνικό περιβάλλον που θεωρούσε την οικογενειακή βία, έστω και σιωπηρώς, ανεκτή, σήμερα που η κοινωνία δεν μπορεί να την δεχτεί ως στάση ζωής, θα περίμενε κάποιος να είχε εκλείψει. Εντούτοις, βλέπουμε να μην περιορίζεται. Κι αυτό διότι δεν έχουν θεραπευτεί οι αιτίες που την προκαλούν, οι οποίες συνδέονται με την ανωριμότητα του ανθρώπου να διαχειριστεί την έννοια της σχέσης και το πρόσωπο του άλλου.
Ο άνθρωπος νιώθει ιδιοκτήτης τόσο του εαυτού του και του σώματός του, όσο και του άλλου, του συντρόφου του, με αποτέλεσμα αυτό το αίσθημα της ιδιοκτησίας να μην ανέχεται την αντιπαράθεση, το αντίθετο, την μη υποταγή. Ο πειρασμός της σωματικής δύναμης γι’ αυτόν που την έχει, όπως επίσης και η ικανότητα χειρισμού του άλλου μέσω του λόγου ή της άσκησης ψυχολογικής πίεσης που προκαλεί άγχος ή η εκμετάλλευση εγγενών αδυναμιών του άλλου, όπως είναι η δειλία του χαρακτήρα, γεννούν συνθήκες βίας.
Ταυτόχρονα εξαρτήσεις, όπως το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, ή κοινωνική πίεση, όπως εξαιτίας της ανεργίας ή της απόρριψης του προσώπου από το εργασιακό και κοινωνικό περιβάλλον, δημιουργούν συνθήκες ξεσπάσματος βίας, η οποία μεταφέρει τις συνέπειές της στα νεώτερα μέλη της οικογένειας. Παραδειγματίζονται εκείνα από τους μεγαλύτερους και αναπτύσσουν ιούς εντός της ύπαρξής τους, μολύνονται και μεταδίδουν την βία με ανάλογους ή και όμοιους τρόπους είτε στο σχολείο είτε στην πορεία της ζωής.
Η κοινωνία έχει βρει ως φάρμακο, ως αντιβίωση για την βία, την ψυχολογία, την ψυχοθεραπεία, την ψυχανάλυση, τις επιστήμες της ψυχικής υγείας. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την χρησιμότητά τους, όπως επίσης και το ότι μπορούν να εντοπίσουν στοιχεία στην ψυχή, τα οποία ταλαιπωρούν τον άνθρωπο. Μπορούν έτσι να τον βοηθήσουν να κάνει καινούργιο ξεκίνημα στη ζωή του. Όμως αυτές οι επιστήμες δεν μπορούν να δούνε το βαθύτερο υπόστρωμα που οδηγεί τον άνθρωπο στην βία.
Την αμαρτία, την διάσπαση, την σύγκρουση του παλαιού ανθρώπου με τον νέο, την ταυτόχρονη ύπαρξη σταχυών και ζιζανίων στην ψυχή μας. Η ψυχή που χωρίζεται από τον Θεό γίνεται, όπως και ο νους, κτηνώδης ή δαιμονιώδης. Αυτό σημαίνει ότι δικαιολογεί στον εαυτό της κάθε αμαρτία και πορεύεται στη λογική του κατεξουσιασμού των άλλων, με κάθε τρόπο. Αν δεν θεραπευθεί πνευματικά ο άνθρωπος, με την παρουσία του Χριστού στην καρδιά του και την εν Αγίω Πνεύματι ειρήνευσή του, κάθε άλλη θεραπεία θα είναι κατάπλασμα, ανακουφιστικό, αλλά όχι αληθινά και ολοκληρωτικά ιαματικό.
Γιατί η πρώτη θεραπεία έγκειται στην άφεση των αμαρτιών. Με αυτήν ο άνθρωπος συμφιλιώνεται με τον Θεό, τον συνάνθρωπο και τον εαυτό του, επιλέγει τον δρόμο της μετάνοιας, που σημαίνει ότι αποφασίζει να εργαστεί να καλλιεργήσει τα στάχυα της ψυχής του και να περιορίσει τα ζιζάνια και την επίδρασή τους επάνω του. Την ίδια στιγμή η κοινωνία που απαρτίζεται από ανθρώπους οι οποίοι επιλέγουν να ακολουθήσουν αυτόν τον δρόμο ανοίγεται σε τρίβους ευθείας.
Αυτό σημαίνει ότι δεν περιμένουμε από τον κόσμο να νομοθετήσει κατά της αδικίας, αλλά από μόνοι μας την θεραπεύουμε, όσον εξαρτάται από εμάς. Και το φάρμακο είναι η αγάπη. Συγχώρεση των άλλων, γιατί δεν είναι όπως τους θέλουμε. Προσφορά του περισσεύματος ή του υστερήματός μας. Φιλαδελφία και αλληλεγγύη. Επιθυμία για κοινωνία μαζί τους χωρίς αποκλεισμούς. Άρα, καλλιέργεια ενός γνήσιου τρόπου «ανήκειν», στον οποίο δεν χωράνε ρατσισμοί και βία.
Εντιμότητα και φιλοτιμία, γιατί γνωρίζουμε ότι η εκμετάλλευση της όποιας θέσης μας προς παράνομο πλουτισμό βλάπτει το σύνολο και αποτελεί θρίαμβο του ζιζανίου του εγωισμού. Διακήρυξη αυτού του ήθους με την προσευχή, την λατρεία του Θεού, την ευχαριστιακή πορεία. Κι εδώ είναι ένα σημείο κλειδί. Ο ευχαριστιακός τρόπος μάς κάνει να λειτουργούμε με γνώμονα την σχέση μας με τον Θεό.
Γνωρίζουμε ότι τα πάντα είναι εκ των Εκείνου και Του τα προσφέρουμε «κατά πάντα καὶ διὰ πάντα». Δεν επιτρέπουμε στους εαυτούς μας να λειτουργήσουν ως ιδιοκτήτες, εξουσιαστές ούτε των χαρισμάτων μας ούτε των άλλων ανθρώπων, με αποτέλεσμα να αγωνιζόμαστε για το κοινό καλό. Κι αυτό περνά και μέσα στην οικογένεια, στο σχολείο, στις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Μέσα από την ευχαριστία έρχεται η ειρήνη.
«Επί γης ειρήνη». Είναι ο Χριστός μας. Είναι αυτός που μας κάνει να λειτουργούμε με πνεύμα καταλλαγής στις σχέσεις μας με τους συνανθρώπους μας. Στην Εκκλησία και στην καθημερινή μας ζωή. Που μας κάνει να μην επιδιώκουμε την ακρότητα και τον φανατισμό, ενίοτε και με έναν «οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν ζῆλον». Που μας κάνει να μην βλέπουμε παντού εχθρούς, αντίπαλους της πίστης. Διότι αυτή η ακρότητα σήμερα μας τυραννά. Επειδή έχουμε αυτή την αγωνία του «ανήκειν», αισθανόμαστε την ίδια στιγμή τον φόβο ότι το «ανήκειν» μας κινδυνεύει. Ότι η πίστη μας βρίσκεται υπό διωγμόν.
Ότι όποιος εκφράζει αντίθετη άποψη από εμάς, όποιος έχει πιο ανοικτό πνεύμα, όποιος έχει ποιμαντική αγωνία για τους ανθρώπους, εκκοσμικεύεται, προδίδει τα ιερά και τα όσια, αιρετίζει. Είναι ίδιον του φόβου να βλέπει παντού εχθρούς. Είναι ίδιον του φόβου να αναζητεί παντού τον πειραστή, όχι ως αυτόν που προσπαθεί να αποκόψει τον άνθρωπο από τον Χριστό, αλλά ως αυτόν που απειλεί την αλήθεια την οποία ακολουθούμε. Όμως ο Χριστός δεν απειλείται από κανέναν, ούτε από τα δικά μας λάθη, ούτε ακόμη και από τις αμαρτίες μας.
Ο Χριστός είναι η ειρήνη του κόσμου και των καρδιών μας, διότι μας κάνει να βλέπουμε τον άλλο με αγάπη. Με πραότητα και υπομονή. Να γίνεται η χαρά μας, για την οποία Εκείνος αναστήθηκε. Και την ίδια στιγμή μας κάνει να βλέπουμε την δική μας αποτυχία, την δική μας αμαρτία να αντιμετωπίσουμε επαρκώς τα ζιζάνια της ψυχής μας και να Τον εμπιστευόμαστε εν πνεύματι ταπεινώσεως. Και Εκείνος, ως «ὁ Στάχυς τῆς Ζωῆς»6 , μας βοηθά να αγωνιστούμε για να καλλιεργήσουμε τα δικά μας στάχυα.
Όχι για να απολυτοποιήσουμε την αλήθεια μας, αλλά να την θέσουμε στην κρίση της Εκκλησίας, ώστε να αγγίξει, εάν η Εκκλησία το κρίνει, και άλλους, καλώντας τους σε κοινωνία με τον Χριστό. Το παράδοξο είναι ότι για να πετύχουμε αυτή την ειρήνη, εκτός από την σχέση μας με τον Θεό της Ειρήνης, της οποίας «οὐκ ἔστιν ὅριον»7 , χρειάζεται να κάνουμε πόλεμο με τον παλαιό άνθρωπο. «Οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν»8 , διακηρύσσει ο Κύριός μας. Και την ίδια στιγμή μας καλεί να ασκήσουμε βία: «βιάζεται ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν»9.
Μόνο που αυτή η βία έχει να κάνει με τον δικό μας πνευματικό αγώνα. Είναι εντός μας και τα όπλα μας είναι αυτά που η Εκκλησία ορίζει. Ο τρόπος του Θεού εναντίον των άδικων ανθρώπων εκφράζεται ως εξής: «Λήψεται πανοπλίαν, τὸν ζῆλον αὐτοῦ, καὶ ὁπλοποιήσει τὴν κτίσιν εἰς ἄμυναν ἐχθρῶν. Ἐνδύσεται θώρακα, δικαιοσύνην, καὶ περιθήσεται κόρυθα, κρίσιν ἀνυπόκριτον. Λήψεται ἀσπίδα ἀκαταμάχητον, ὁσιότητα, ὀξυνεῖ δὲ ἀπότομον ὀργὴν εἰς ῥομφαίαν, συνεκπολεμήσει αὐτῷ ὁ κόσμος ἐπὶ τοὺς παράφρονας»10.
«Θα πάρει ως πλήρη οπλισμό του τον ζήλο που προκαλεί θυμό εναντίον όσων αδικούν τους δίκαιους και θα οπλίσει και την άψυχη κτίση, για να αμυνθεί κατά των επιτιθέμενων εχθρών. Θα ενδυθεί ως θώρακα την δικαιοσύνη και θα φορέσει ως περικεφαλαία την αμερόληπτη και αλάνθαστη κρίση του. Θα πάρει ως ασπίδα ακαταμάχητη την αγιότητά του και θα τροχίσει σαν κοφτερό σπαθί τον αδυσώπητο θυμό του και θα πολεμήσει μαζί του όλος ο κόσμος τους ασεβείς που γίνονται παράφρονες».
Αλλά και εμείς καλούμαστε να αναλάβουμε την πανοπλίαν του Θεού, για να μπορέσουμε να αντισταθούμε «ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ πονηρᾷ καὶ ἅπαντα κατεργασάμενοι στῆναι. Στῆτε οὖν περιζωσάμενοι τὴν ὀσφὺν ὑμῶν εν ἀληθείᾳ, καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν θώρακα τῆς δικαιοσύνης, καὶ ὑποδησάμενοι τοὺς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τοῦ εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης, ἐπὶ πᾶσιν ἀναλαβόντες τὸν θυρεὸν τῆς πίστεως, ἐν ᾧ δυνήσεσθε πάντα τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ τὰ πεπυρωμένα σβέσαι· καὶ τὴν περικεφαλαίαν τοῦ σωτηρίου δέξασθε, καὶ τὴν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος ὅ ἐστι ῥῆμα Θεοῦ» 11.
«Φορέστε την πανοπλία του Θεού, ώστε να μπορέσετε να προβάλετε αντίσταση, όταν έρθει η ώρα της σατανικής επίθεσης. Λάβετε κάθε απαραίτητο μέτρο, για να μείνετε ως το τέλος σταθεροί στις θέσεις σας. Σταθείτε, λοιπόν, σε θέση μάχης, ζωστείτε την αλήθεια σαν ζώνη στην μέση σας, φορέστε σαν θώρακα την δικαιοσύνη. Για υποδήματα στα πόδια σας βάλτε την ετοιμότητα να διακηρύξετε το χαρούμενο άγγελμα της ειρήνης. Εκτός απ’ όλα αυτά, κρατάτε πάντα την πίστη σαν ασπίδα, πάνω στην οποία θα μπορέσετε να σβήσετε τα φλογισμένα βέλη του πονηρού.
Η σωτηρία ας είναι η περικεφαλαία σας, και ο λόγος του Θεού η μάχαιρα που σας δίνει το Πνεύμα». Αυτός ο πόλεμος όμως εναντίον του παλαιού ανθρώπου τελικά φέρνει την γνήσια ειρήνη εντός μας. Και αποκτώντας αυτή την ειρήνη, του Θεού, χιλιάδες άνθρωποι θα την αποκτήσουν κοντά μας, κατά το βίωμα του αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ. Ο χριστιανός δεν παρακολουθεί παθητικά την πορεία του κόσμου.
Ξεκινά όμως από την εντός του ειρήνη, για να βοηθήσει παράλληλα την κοινωνία στην οποία ζει. Και αυτή είναι η απάντηση στην κοινωνική βία, την οποία ζούμε στον καιρό μας έντονα. Η πνευματική μας ζωή πρωτίστως. Και μετά κάθε αγώνας για λιγότερη αδικία, για περισσότερη αγάπη, για Χριστό στη ζωή του κόσμου. Ας είναι αυτός ο δρόμος όλων, ιδίως των νεώτερων, απορρίπτοντας το κακό σε όλες του τις μορφές και εκφάνσεις.
Θα κλείσουμε τις σκέψεις μας παραθέτοντας κάποιες θέσεις του νεοανακηρυχθέντος αγίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου. Θα δείτε στην σοφία του Γέροντος τον τρόπο της αληθινής, της κατά Χριστόν ειρήνης.
«Για την κακή συμπεριφορά των παιδιών φταίνε γενικά οι γονείς. Δεν τα σώζουν ούτε οι συμβουλές, ούτε η πειθαρχία, ούτε η αυστηρότητα. Αν δεν αγιάζονται οι γονείς, αν δεν αγωνίζονται, κάνουν μεγάλα λάθη και μεταδίδουν το κακό που έχουν μέσα τους. Αν οι γονείς δεν ζουν ζωή αγία, αν δεν μιλούν με αγάπη, ο διάβολος ταλαιπωρεί τους γονείς με τις αντιδράσεις των παιδιών. Η αγάπη, η ομοψυχία, η καλή συνεννόηση των γονέων είναι ό,τι πρέπει για τα παιδιά. Μεγάλη ασφάλεια και σιγουριά» 12.
«Η νοοτροπία της σημερινής κοινωνίας κάνει κακό στα παιδιά. Έχει άλλη ψυχολογία, άλλη παιδαγωγική, που απευθύνονται σε παιδιά αθέων. Η νοοτροπία αυτή οδηγεί στην ασυδοσία. Και βλέπετε τα αποτελέσματα στα παιδιά και στους νέους. Φωνάζουν σήμερα οι νέοι. Λένε: “Πρέπει να μας καταλάβετε!”. Δεν πρέπει, όμως, να πάμε εμείς σ’ αυτούς. Αντίθετα, θα προσευχόμαστε γι’ αυτούς, θα λέμε το σωστό, θα το ζούμε, θα το κηρύττομε, αλλά δεν θα προσαρμοσθούμε με το πνεύμα τους. Να μη χαλάσομε το μεγαλείο της πίστεώς μας. Δε γίνεται, για να τους βοηθήσομε, ν’ αποκτήσομε τη δική τους νοοτροπία. Πρέπει να είμαστε αυτοί που είμαστε και να κηρύττομε την αλήθεια, το φως. Από τους Πατέρες θα μάθουν τα παιδιά. Η διδασκαλία των Πατέρων θα μάθει στα παιδιά μας για την εξομολόγηση, για τα πάθη, για τις κακίες, πώς νικούσαν οι άγιοι τον κακό εαυτό τους. Κι εμείς θα ευχόμαστε ο Θεός να εγκύψει μέσα τους»13.
«Δεν νομίζετε ότι αυτά είναι η αιτία που τα παιδιά χάνονται, που οι άνθρωποι ανταρτεύουν; Είναι ο εγωισμός, που τους έχουν απ’ τη μικρή ηλικία εμφυτεύσει οι γονείς. Ο διάβολος, ο μέγας εγωιστής, ο μέγας εωσφόρος. Δηλαδή ζούμε τον εωσφόρο μέσα μας, ζούμε τον διάβολο. Δεν ζούμε την ταπείνωση. Η ταπείνωση είναι του Θεού, είναι κάτι το απαραίτητο για την ψυχή του ανθρώπου. Είναι κάτι το οργανικό. Κι όταν λείπει, είναι σαν να λείπει απ’ τον οργανισμό η καρδιά. Η καρδιά δίνει ζωή στον οργανισμό και η ταπείνωση δίνει ζωή στην ψυχή. Με τον εγωισμό ο άνθρωπος είναι πλέον με το μέρος του κακού πνεύματος, δηλαδή αναπτύσσεται με το κακό πνεύμα και όχι με το αγαθό. Αυτό κατόρθωσε ο διάβολος να κάνει. Έκανε τη γη λαβύρινθο, για να μην μπορούμε να συνεννοηθούμε μεταξύ μας. Τι είναι αυτό που πάθαμε και δεν το καταλάβαμε; Βλέπετε πώς πλανηθήκαμε;
Καταντήσαμε τη γη μας και την εποχή μας σωστό ψυχιατρείο! Και δεν καταλαβαίνομε τι μας φταίει. Όλοι απορούμε: “Τι γίναμε, πού πάμε, γιατί τα παιδιά μας πήρανε τους δρόμους, γιατί φύγανε απ’ τα σπίτια τους, γιατί παρατήσανε τη ζωή, γιατί παρατήσανε τη μόρφωσή τους; Γιατί γίνεται αυτό;” Ο διάβολος κατόρθωσε να εξαφανίσει τον εαυτό του και να κάνει τους ανθρώπους να χρησιμοποιούν άλλα ονόματα. Οι γιατροί, οι ψυχολόγοι, λένε συχνά, όταν ένας άνθρωπος πάσχει: “Ά, νεύρωση έχεις! Ά, άγχος έχεις!” και τα τοιαύτα. Δεν παραδέχονται ότι ο διάβολος υποκινεί και διεγείρει στον άνθρωπο τον εγωισμό. Κι όμως ο διάβολος υπάρχει, είναι το πνεύμα του κακού. Αν πούμε ότι δεν υπάρχει, είναι σαν να αρνούμαστε το Ευαγγέλιο που μιλάει γι’ αυτόν»14.
Αν παλέψουμε εναντίον του εγωισμού μας, αν προσπαθήσουμε να νικήσουμε τα πάθη μας, αν δεν επιτρέψουμε στον πειραστή να μας διασπά εσωτερικά, τότε έχουμε κάνει το μεγάλο βήμα για να νικήσουμε οποιαδήποτε μορφής βίας, είτε σε κοινωνικό είτε σε διαπροσωπικό επίπεδο. Γιατί έχουμε βρει τον τρόπο να θεραπεύσουμε το πρόβλημα στις ρίζες του.
Και αυτό μπορεί να γίνει με την βοήθεια του Χριστού και την ζώσα παράδοση της Εκκλησίας μας. Περισσότερο χριστιανοί ας γίνουμε. Για να έχει νόημα και η προσευχή και η δοξολογία της χριστιανικής μας πίστης, το «επί γης ειρήνη». Ξεκινά από εμάς και γίνεται βίωμα στον κόσμο. Και πιο πολλοί θα παρακινηθούν και θα ακολουθήσουν. Αυτός λοιπόν ας είναι ο κατά Θεόν αγώνας μας.
*****
1 «14 Οἴδαμεν γὰρ ὅτι ὁ νόμος πνευματικός ἐστιν· ἐγὼ δὲ σαρκικός εἰμι, πεπραμένος ὑπὸ τὴν ἁμαρτίαν.
15 ὃ γὰρ κατεργάζομαι οὐ γινώσκω· οὐ γὰρ ὃ θέλω τοῦτο πράσσω, ἀλλ᾿ ὃ μισῶ τοῦτο ποιῶ.
16 εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω τοῦτο ποιῶ, σύμφημι τῷ νόμω ὅτι καλός.
17 νυνὶ δὲ οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτό, ἀλλ᾿ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία.
18 οἶδα γὰρ ὅτι οὐκ οἰκεῖ ἐν ἐμοί, τοῦτ᾿ ἔστιν ἐν τῇ σαρκί μου, ἀγαθόν· τὸ γὰρ θέλειν παράκειταί μοι, τὸ δὲ κατεργάζεσθαι τὸ καλὸν οὐχ εὑρίσκω·
19 οὐ γὰρ ὃ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ᾿ ὃ οὐ θέλω κακὸν τοῦτο πράσσω.
20 εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω ἐγὼ τοῦτο ποιῶ, οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτό, ἀλλ᾿ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία.
21 εὑρίσκω ἄρα τὸν νόμον τῷ θέλοντι ἐμοὶ ποιεῖν τὸ καλόν, ὅτι ἐμοὶ τὸ κακὸν παράκειται·
22 συνήδομαι γὰρ τῷ νόμῳ τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον,
23 βλέπω δὲ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου.
24 Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος! τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;
25 εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν. ἄρα οὖν αὐτὸς ἐγὼ τῷ μὲν νοῒ δουλεύω νόμῳ Θεοῦ, τῇ δὲ σαρκὶ νόμῳ ἁμαρτίας.»:
Ρωμ. 7, 14-25.
2 Βλ. Ματθ. 13, 24-30.
3 Δοξαστικό του Εσπερινού της Κυριακής του Θωμά.
4 Βλ. Γαλ. 5, 22.
5 Ἐφεσ. 4, 2.
6 Στιχηρό του Εσπερινού του Σαββάτου του Λαζάρου.
7 Ἠσαΐας, 9, 7.
8 Ματθ. 10, 34.
9 ό.π. 11, 12.
10 Σοφ. Σολομῶντος, 5, 17-19.
11 Ἐφεσ. 6, 13-17.
12 Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος και Λόγοι, έκδοση Ιεράς Μονής Χρυσοπηγής Χανίων, 2003, σελ. 417.
13 ό.π., σελ. 444.
14 ό.π. σελ. 443-444.