Βαριά κατάθλιψη και βουλιμία - Point of view

Εν τάχει

Βαριά κατάθλιψη και βουλιμία





  Πρωτίστως πρέπει να επισημανθεί ότι το σύνδρομο της ψυχογενούς βουλιμίας δεν αποτελεί μία αυτοτελή και ανεξάρτητη διαταραχή, αλλά συχνά συνοδεύεται από μια σειρά άλλων συμπτωμάτων που μαρτυρούν μια γενικότερη σωματική ή ψυχολογική αποδιοργάνωση και δυσφορία.

Τα πιο συχνά από αυτά τα συμπτώματα είναι εκείνα που σχετίζονται με την κατάθλιψη, ενώ έχει διαπιστωθεί από πρόσφατες έρευνες η συνύπαρξη βαριάς κατάθλιψης στις μισές περίπου περιπτώσεις ψυχογενούς βουλιμίας.


Έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη δύο ακραίων μορφών βουλιμικής διαταραχής…

η πρώτη χαρακτηρίζεται κυρίως από παρορμητικότητα, ενώ η δεύτερη από καταναγκασμό. Η διάσταση της παρορμητικότητας χαρακτηρίζεται κυρίως από κρίσεις υπερφαγίας που προκαλούνται από διαπροσωπικές συγκρούσεις, καθώς και από συναισθήματα θυμού ή απογοήτευσης.


Είναι χαρακτηριστική η απουσία αντίστασης στην βουλιμική παρόρμηση και η διάχυτη εντύπωση ότι υπάρχει «ένα κενό στο μυαλό» όσο διαρκούν οι κρίσεις.

Η διάσταση του καταναγκασμού χαρακτηρίζεται κυρίως από τύψεις και ντροπή, ανάγκη ανάπαυσης μετά τις βουλιμικές κρίσεις, επίμονο και διαρκή φόβο αύξησης του σωματικού βάρους, έντονη επιθυμία απώλειας βάρους και εμμονή με την διατροφή.Έχει εξάλλου επανειλημμένα τονιστεί η ομοιότητα ανάμεσα στις διατροφικές διαταραχές (ιδίως την βουλιμία), και τις συμπεριφορές εξάρτησης.

Από την σκοπιά των ψυχικών λειτουργιών μία εξάρτηση μπορεί να δηλώνει την αναζήτηση, για αμυντικούς σκοπούς, ενός εξωτερικού παράγοντα (όπως, π.χ., την υπερβολική πρόσληψη της τροφής), τον οποίο το άτομο επιστρατεύει για να διασφαλίσει και να διατηρήσει την ψυχική ισορροπία του, που αδυνατεί να βρει στο επίπεδο των ενδοψυχικών αποθεμάτων του.


Η υπερφαγία γίνεται ιδιαίτερα επικίνδυνη όταν εξελίσσεται σε χρόνια βουλιμία, όταν δηλαδή το άτομο οργανώνει μία διατροφική συμπεριφορά σταθερή και ταυτόχρονα επιζήμια για το ίδιο.

Στις περιπτώσεις αυτές, η διαταραχή δεν εκδηλώνεται πλέον σε απομονωμένους προσωπικούς χώρους όπου το άτομο δεν γίνεται αντιληπτό από το περιβάλλον του, αλλά είναι διάχυτη και εκτείνεται ακόμη και στα παραδοσιακά γεύματα παρουσία τρίτων.


Ενώ στην αρχή…

η υπερφαγία είναι μία απάντηση του ατόμου στο άγχος που το διακατέχει, στην συνέχεια, όταν η βουλιμία έχει αποκτήσει τα χαρακτηριστικά μίας οργανωμένης συμπεριφοράς, η υπερβολική κατανάλωση τροφής παύει να είναι πλέον εμποτισμένη από κάποιο συναίσθημα.


Tο μόνο που μένει είναι μία μηχανική επανάληψη μιας επιζήμιας συμπεριφοράς που συνοδεύεται από μία γενικευμένη αίσθηση ανίας και αποστέρησης, χωρίς οι κρίσεις υπερφαγίας να συνοδεύονται πλέον από έντονες συναισθηματικές μεταπτώσεις ή εξάρσεις.

Τόσο η διάγνωση όσο και η θεραπεία της βουλιμίας θα πρέπει να αποφεύγουν την επικέντρωση στη συμπτωματολογία και να επιχειρούν μία προσέγγιση που θα λαμβάνει υπόψη το σύνολο της λειτουργίας της προσωπικότητας. Είναι σημαντικό να γνωρίζει κανείς ότι το σύμπτωμα δεν είναι παρά η εκδήλωση μιας υποκείμενης σταθερής ψυχικής δομής.



Για αυτόν τον λόγο…

μία προσέγγιση που παραμένει στο επίπεδο του συμπτώματος, έστω και αν μπορεί κατά περιόδους να το μετριάσει ή ακόμη και να το εξαλείψει, δεν εγγυάται την πραγματική απαλλαγή του ατόμου από το σύμπτωμά του που, αργά ή γρήγορα, και με ποικίλες αφορμές, θα επανέλθει.

Πρέπει, επιπλέον, να γνωρίζουμε ότι η ψυχογενής βουλιμία μπορεί να είναι η ένδειξη μιας ανάγκης αυτονομίας που το άτομο δεν κατορθώνει να ικανοποιήσει.

Ειδικότερα, το άτομο πολλές φορές αδυνατεί να αποκοπεί από μία σχέση εξάρτησης κι έτσι επιχειρεί να την αντικαταστήσει με μία νέα σχέση εξάρτησης, αυτή την φορά από την τροφή.


Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο…

το άτομο επιχειρεί να ξεφύγει από μία εξάρτηση δημιουργώντας μία νέα, ίσως πιο επιζήμια από την προηγούμενη. Σε αρκετές περιπτώσεις επίσης, η ψυχογενής βουλιμία είναι ένδειξη μίας αδυναμίας αναγνώρισης και αποδοχής της ανάγκης που έχει ένα άτομο για τον Άλλον.


Πρόκειται για ένα είδος αμυντικής και φοβισμένης αναδίπλωσης στην σφαίρα του περιορισμένου Εγώ. Με τις κρίσεις υπερφαγίας το άτομο κατά κάποιο τρόπο επιχειρεί να μετατρέψει τον Άλλον σε ένα αντικείμενο που ενσωματώνει και στη συνέχεια απορρίπτει (με τον αυτοπροκαλούμενο έμετο, τα καθαρτικά κτλ.), θεωρώντας ότι έτσι ασκεί πάνω στον Άλλον ένα πλήρη έλεγχο.

Η διάρρηξη αυτής της κλειστής δομής και του επαναλαμβανόμενου συμπτώματος που αυτή προκαλεί, προϋποθέτει μία επίμονη και αναγκαία εργασία πάνω στην σχέση του Εγώ με τον Άλλον. Από την σκοπιά αυτή, η θεραπεία της ψυχογενούς βουλιμίας περνά μέσα από την σταδιακή κατανόηση του γεγονότος ότι η σχέση του ατόμου με τον Άλλον δεν είναι κατ’ ανάγκη μία σχέση ελεγχόμενης ενσωμάτωσης – απόρριψης.

Ενδεχομένως να είναι μία ανοιχτή σχέση επικοινωνίας και αμοιβαίου εμπλουτισμού, μέσα στην οποία η αυτονομία του καθενός όχι μόνο δεν αναιρείται, αλλά αντίθετα αναγνωρίζεται, επιβεβαιώνεται και αναπτύσσεται.


ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια

via

Pages