Η δύναμη της ανθρώπινης θέλησης και η τεχνική της υποβολής - Point of view

Εν τάχει

Η δύναμη της ανθρώπινης θέλησης και η τεχνική της υποβολής





   Όταν η δύναμη εκδηλώνεται στον άνθρωπο, μπορεί να πάρει πολλές όψεις, ανάλογα με το επίπεδο στο οποίο αναφέρεται. Ανάμεσα στους δυο άγνωστους και άπειρους κόσμους, των φυσικών δυνάμεων που εκδηλώνονται στον άνθρωπο σαν ένστικτα και του πνεύματος που εκδηλώνεται σαν βούληση, υπάρχει ο χώρος που ανήκει στον άνθρωπο, ο ανθρώπινος κόσμος, ο κόσμος που συλλαμβάνεται με το νου και εκεί η Δύναμη γίνεται γνωστή σαν “θέληση”.
Σε αυτόν τον κόσμο, ο άνθρωπος έχει άμεση πρόσβαση και είναι σε θέση να τον διαμορφώσει. Η “θέληση” του λοιπόν αναπτύσσεται, καλλιεργείται, υποβάλλεται και ελέγχεται μέσα από τεχνικές. Οι τεχνικές αυτές είναι οι λεγόμενες “τεχνικές αυθυποβολής”, μέσα από τις οποίες αυτός που τις εξασκεί γίνεται κύριος της προσωπικότητας του μέσω του νου, μέσω της χρήσης της φαντασίας.
Αναζητώντας τον ορισμό της θέλησης διαπιστώνει κανείς ότι είναι ένας από τους όρους που είναι πολύ δύσκολο να δοθούν. Στη βιβλιογραφία που υπάρχει, υπάρχουν κάποιοι λογοτεχνικοί ορισμοί, αλλά ελάχιστοι από αυτούς δίνουν το βάθος της ιδέας. Ίσως επειδή η αρχή των πραγμάτων δύσκολα μπορεί να μπει σε καλούπι, δύσκολα μπορεί ο δημιουργός να γίνει αντιληπτός από το ίδιο του το δημιούργημα. Και η θέληση, απ’ ότι φαίνεται είναι στο βάθος ο δημιουργός κάθε ανθρώπινης δράσης, κι ακόμα, αν μεγεθύνουμε τα πράγματα, είναι ο δημιουργός και η κινητήρια δύναμη του Σύμπαντος. Είναι η σπίθα εκείνη που πυροδοτεί τα αποθέματα ενέργειας, “καυσίμων”, που χρειάζεται κάθε δράση για να εκδηλωθεί.
Στα ανθρώπινα πλαίσια, είναι το σύνολο των νοητικών και συναισθηματικών ωθήσεων (αιτίες και κίνητρα) που οδηγούν προς ένα αντικείμενο-σκοπό. Η θέληση προϋποθέτει συνείδηση, δηλαδή γνώση του εαυτού, γνώση του πεδίου στο οποίο βρίσκεται ο εαυτός, και γνώση του πεδίου όπου θέλει να οδηγηθεί, δηλαδή του μέλλοντος. Αυτό δένει αναπόσπαστα την ικανότητα της θέλησης με την ικανότητα της φαντασίας. Μπορεί ο άνθρωπος να βρεθεί μόνο εκεί όπου μπορεί να φανταστεί ότι θα πάει, αλλιώς δεν θα ξεκινήσει ποτέ, ακόμα κι αν πρακτικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει τη δυνατότητα να το κάνει.
Δεν πρέπει να ταυτιστεί η θέληση με την επιθυμία, πράγμα που συχνά συμβαίνει, γιατί στον κόσμο των επιθυμιών, στο συναισθηματικό κόσμο δηλαδή, το χαρακτηριστικό είναι η μεταβλητότητα, η αστάθεια, η σύγκρουση μεταξύ παράλληλων αλλά αντίθετων επιθυμιών. Η θέληση αντίθετα χαρακτηρίζεται από τη σταθερότητα και καθαρότητα σκοπού, από διάρκεια, από έλεγχο, από υπέρβαση της σύγκρουσης αντίθετων επιθυμιών, από συνείδηση.
Η θέληση, έχει τη δυνατότητα να επιβάλλεται σε όλους τους ανθρώπινους φορείς. Με τη θέληση ελέγχουμε το σώμα μας, ακόμα και ζωτικές μας λειτουργίες, με τη θέληση ελέγχουμε τα συναισθήματα μας, με τη θέληση ελέγχουμε ακόμα και τις σκέψεις μας. Ταυτίζεται λοιπόν η ύπαρξη της θέλησης και είναι ανάλογη με τη συνειδητότητα του καθενός, εφόσον πρόκειται για τη δύναμη του όντος πέρα από φυσικές δυνατότητες, προτιμήσεις ή γνώσεις. Παρόλαυτα, αφού το κέντρο με το οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο και τον εαυτό μας είναι ο νους, η φυσική έδρα της συνείδησης, αλλά και της θέλησης είναι ο νους. Η δυνατότητα ελέγχου του νου, από τη θέληση, συνειδητά και αποφασισμένα, είναι και η δυνατότητα ελέγχου όλης της ανθρώπινης προσωπικότητας.
ΥΠΟΒΟΛΗ ΚΑΙ ΑΥΘΥΠΟΒΟΛΗ
Χρησιμοποιούμε τη λέξη “υποβολή” για να περιγράψουμε την επίδραση στη συμπεριφορά μας ενός μηνύματος του νου, που η δύναμη του εξαρτάται από την άμεση επιρροή που έχει στα συναισθήματα και στη φαντασία μας. Έχει πολύ μικρή ή ανύπαρκτη σχέση με τη λογική. Είναι μια κατηγορηματική δήλωση που δεχόμαστε χωρίς σκέψη, χωρίς κριτική, αφού ανταποκρίνεται σε κάποια αισθήματα, που έχουν ήδη καλλιεργηθεί μέσα μας, πιθανό στο χώρο του υποσυνείδητου.
Η δύναμη της υποβολής δεν βρίσκεται στην ίδια αλλά στη δύναμη των συναισθημάτων που ξυπνάει, χωρίς απαραίτητα να τα δημιουργεί η ίδια, αλλά οι εικόνες που μας βομβαρδίζουν. Η επανάληψη εντυπώνει μέσα μας την υποβολή, τόσο ώστε και μια αδύνατη υποβολή, με την επανάληψη να γίνεται δυνατή.
Η φαντασία που λειτουργεί κατά τη διάρκεια της υποβολής καθορίζει την συμπεριφορά, πολύ περισσότερο από ότι η θέληση. Αυτή είναι που διεγείρεται από τις όποιες ιδέες μας βομβαρδίζουν και αυτή είναι που ουσιαστικά ελέγχεται, είτε από τη δική μας θέληση, είτε από τη θέληση των άλλων που μας υποβάλλουν.
Η διαφορά ανάμεσα στην υποβολή και αυθυποβολή είναι πολύ μικρή. Η πρώτη γίνεται από έξω, ή από άλλους, ενώ η αυθυποβολή είναι η υποβολή που κάνουμε εμείς οι ίδιοι στον εαυτό μας. Μια υποβολή για να γίνει αυθυποβολή, πρέπει πρώτα να έχει τη συναισθηματική μας “έγκριση”.
Δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την υποβολή και την αυθυποβολή σαν βλαβερές ή ωφέλιμες. Θα πρέπει πρώτα να εξετάσουμε τα πλαίσια στα οποία γίνονται. Όλα εξαρτώνται από το πόσο μπορεί κάποιος να ελέγχει τα συναισθήματα του και να τα κατευθύνει εκεί που πρέπει. Οτιδήποτε μπορεί να επηρεάσει τα αισθήματα μας μπορεί να μας οδηγήσει σε δράση ακόμα και ενάντια στη λογική. Η λογική μας βοηθάει να αποφασίσουμε που και πότε θα εκφράσουμε τα συναισθήματα μας, δεν είναι σε θέση όμως να τα εξαφανίσει ούτε να τα καταπνίξει, πράγμα όχι μόνο δύσκολο αλλά ακόμα και επικίνδυνο.
Η ανθρώπινη συμπεριφορά χαρακτηρίζεται από υποβολές ή και αυθυποβολές που έχει υποστεί ο άνθρωπος από την ώρα που ήρθε στον κόσμο. Η πεποίθησή μας για τον κόσμο και κυρίως για τον εαυτό μας, δημιουργήθηκε με βάση τα μηνύματα που κατ’ αρχή δεχτήκαμε με το συναισθηματικό μας φορέα, μηνύματα-σοκ ή μηνύματα αδιόρατα αλλά με τη δύναμη της επανάληψης. Οτιδήποτε θα προσπαθήσει αργότερα να διαλύσει αυτή την εικόνα που μας έχει υποβληθεί θα πέσει πάνω σε ένα τοίχο.
Κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες η υποβολή μπορεί να πετύχει πολλά, σε όλο το φάσμα της προσωπικότητας μας. Δηλαδή:
* Να μας βοηθήσει να βελτιώσουμε το σωματικό μας ρυθμό
* Να μας βοηθήσει να κυριαρχήσουμε στις διαθέσεις μας
* Να μας βοηθήσει να αλλάξουμε τις λαθεμένες μας πεποιθήσεις και τις έμμονες ιδέες μας
* Να μας βοηθήσει γενικά να αλλάξουμε συμπεριφορά.


ΥΠΟΒΟΛΗ ΚΑΙ ΦΑΝΤΑΣΙΑ 
Όταν αναφερόμαστε στη φαντασία, μιλάμε για την ικανότητα να ξεφεύγουμε από το χώρο του πραγματικού και να βρισκόμαστε στο χώρο του φανταστικού, δημιουργώντας νέες καταστάσεις, βρισκόμενοι στο ήδη υπάρχον υλικό που υπάρχει στη μνήμη μας, ανασυνθέτοντας το σε νέες μορφές. Συνήθως υποθέτουμε ότι αυτό συμβαίνει σε κάποιες ιδιαίτερες στιγμές και υπάρχουν άνθρωποι που ισχυρίζονται ότι δεν έχουν φαντασία. Όμως στην πραγματικότητα, δεν μπορούμε ούτε να μετακινήσουμε μια καρέκλα χωρίς να ακολουθήσουμε μια διανοητική εικόνα, που σχηματίστηκε στο μυαλό μας λίγο πριν αρχίσει η πράξη.
Συνεχώς πράττουμε σύμφωνα με εικόνες που σχηματίζονται από πριν στο νου μας, με τη βοήθεια της φαντασίας μας. Αυτό που διαφέρει όμως από άνθρωπο σε άνθρωπο είναι η ικανότητα ελέγχου αυτής της λειτουργίας. Όταν υπάρχει αυτός ο έλεγχος αυξάνεται η ενέργεια, ή ισχυροποιείται το κίνητρο για μελλοντικές ενέργειες. Αλλιώς η παρόρμηση της στιγμής καθορίζει τη συμπεριφορά.
Η φαντασία χρησιμεύει σαν το κυάλι του ναυτικού ή του οδοιπόρου. Για να προβλέψει δηλαδή τι είναι πιθανό να συμβεί στο μέλλον και να προετοιμαστεί. Ακόμα συχνά και για να αλλάξει αυτό που πρόκειται να έρθει.
Εφόσον τα συναισθήματα μας καθορίζουν τις περισσότερες φορές τις δράσεις μας, με τη φαντασία μπορούμε να δημιουργήσουμε εικόνες, που θα δημιουργήσουν με τη σειρά τους τα ανάλογα συναισθήματα, και με συνέπεια να αλλάξουμε ή να βελτιώσουμε ή να ελέγξουμε τη συμπεριφορά μας. Αυτό συμβαίνει γιατί με τη φαντασία μας φτιάχνουμε κάποιες καταστάσεις, όπου ξανά και ξανά μπορούμε να παίξουμε ένα ρόλο που θα έχει σαν σκοπό τη δημιουργία μιας καλής (αν το επιδιώξουμε) συνήθειας, μιας εμπειρίας που θα έχει προέρθει έστω και με τη φανταστική μας εξάσκηση.
Τη φαντασία μπορούμε να τη χρησιμοποιήσουμε είτε για να μας προετοιμάσει για μια χρήσιμη, σωστή και εποικοδομητική δράση είτε για να προσφέρουμε στον εαυτό μας την ηδονή και την ασφάλεια ενός ελεγχόμενου κόσμου, όπου θα αποφύγουμε τις δυσκολίες του πραγματικού. Στη δεύτερη περίπτωση μιλάμε βέβαια για φαντασιοπληξία. Όσο η φαντασία είναι κάτω από τον έλεγχο της συνείδησης μας, είναι η λεγόμενη “δημιουργική φαντασία”. Σε αυτή την περίπτωση η φαντασία είναι μια διανοητική μέθοδος προετοιμασίας του εαυτού μας για τη δράση, και όχι σαν υποκατάστατο της. Έτσι η ενέργεια αυξάνεται, γιατί η φαντασία μας βοηθάει να αποθηκεύουμε ενέργεια και ενθουσιασμό για ό,τι έχουμε αποφασίσει να κάνουμε.
Δεν μπορούμε να αλλάξουμε τα γεγονότα με τη δημιουργική φαντασία, αλλά μπορούμε να αποκτήσουμε μια εντελώς διαφορετική στάση για να τα αντιμετωπίζουμε, πράγμα το οποίο μπορεί να αλλάξει ακόμα και το μέλλον μας, αφού θα είμαστε σε θέση να οδηγηθούμε αλλού, με δική μας επιλογή.
ΓΕΝΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΑΥΘΥΠΟΒΟΛΗ 
Η υποβολή και η αυθυποβολή, κάθε άλλο παρά μαγικές και μυστηριώδεις δράσεις είναι. Υπάρχει ένα μεγάλο πεδίο έρευνας ακόμα, πίσω από αυτές τις μεθόδους, όμως είναι κάθε άλλο παρά θαυματουργές. Για να λειτουργήσει όμως χρειάζεται να ακολουθηθούν σωστά οι οδηγίες.
Ο πρώτος βασικός κανόνας είναι να θυμόμαστε πάντα ότι δεν μπορούμε να επιβάλλουμε στον εαυτό μας με επιτυχία τίποτα που δεν το επιθυμούμε αληθινά, κάτι που στο βάθος δεν θέλουμε να το δούμε να πραγματοποιείται. Δεν έχει σημασία τι θέλει να υποβάλει στον εαυτό του κανείς, αν πρόκειται για μια αλλαγή συνήθειας, ή για αλλαγή απόψεων ή του χαρακτήρα, ή κάποια υγιεινή του σώματος για την καλυτέρευση της φυσικής κατάστασης.
Εφόσον η υποβολή έχει επίδραση καταρχήν στον συναισθηματικό κόσμο, αν εκεί υπάρχει ένα συναίσθημα αντίθετο από αυτό που δημιουργούμε με την τεχνική της αυθυποβολής, τότε στο τέλος θα αναρωτιόμαστε τι δεν πήγε καλά, αφού θα έχουμε ένα αντίπαλο “εκ των έσω”. Όταν ζυγίζουμε τα υπέρ και τα κατά, μπορεί να είμαστε σίγουροι ότι η λογική είναι με το μέρος μας. Αυτό είναι πολύ καλό, αλλά δεν μπορούμε να φανταστούμε τον εαυτό μας να εκπληρώνει το σκοπό του και να χαίρεται γιʼ αυτό, τότε η υποβολή δεν θα βοηθήσει καθόλου.
ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΒΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΤΗΣ ΑΥΘΥΠΟΒΟΛΗΣ 
Για τη χρησιμοποίηση της τεχνικής της αυθυποβολής, καλό είναι να χρησιμοποιηθούν τα παρακάτω βήματα με τη σειρά που προτείνεται, όποιο κι αν είναι το αντικείμενο του στόχου.
Φέρνουμε στο μυαλό μας την καθαρή εικόνα του τι θέλουμε να κάνουμε ή να γίνει. Σχηματίζουμε την πιο απλή και θετική πρόταση που εκφράζει την επιθυμία μας και την γράφουμε έτσι ώστε να μην την ξεχάσουμε. Ασχολούμαστε αρκετή ώρα με αυτή τη διαδικασία. Δεν σταματάμε παρά όταν αυτό που γράφουμε λέει με απόλυτη σαφήνεια και ακρίβεια αυτό που θέλουμε να πετύχουμε.
* Σκεφτόμαστε προσεκτικά τους λόγους που μας εμπόδισαν μέχρι τώρα να πετύχουμε το στόχο που βάλαμε. Ποια είναι τα συνηθισμένα συναισθήματα που το ανέτρεψαν, ή μας ανάγκασαν να κάνουμε άλλα πράγματα, διαφορετικά από αυτό που τώρα επιθυμούμε. Πως λειτούργησε μέχρι τώρα η φαντασία μας, ώστε να ικανοποιείται με το να μην κάνει αυτά που σκοπεύαμε η θέλαμε να κάνουμε; Η πρώτη και αυθόρμητη απάντηση θα είναι πως δεν παίρναμε καμία ικανοποίηση, έστω ενδόμυχη. Εμείς είμαστε που θα βρούμε ποια ακριβώς.
Ρωτάμε τον εαυτό μας ειλικρινά αν η ικανοποίηση που θα νιώσουμε πραγματοποιώντας αυτό που επιθυμούμε είναι μεγαλύτερη (ή υγιέστερη, ή πιο ολοκληρωμένη…) από αυτήν που είχαμε μέχρι τώρα, κάτι που εντοπίσαμε στο σημείο 2.
* Εφόσον, μετά από αυτό εξακολουθούμε να βρίσκουμε τα θετικά σημεία της επιλογής μας, σκεφτόμαστε τον αυτοσεβασμό που θα ενισχύσουμε πραγματοποιώντας την, καθώς και το ενδιαφέρον και την ευχαρίστηση που θα έχουμε. Φανταζόμαστε τον εαυτό μας να συμπεριφέρεται σε διάφορες καταστάσεις έχοντας σαν δεδομένο την εικόνα μας με κατακτημένο το στόχο μας. Συνεχίζουμε μέχρι να αισθανθούμε πρόθυμοι και έτοιμοι να πραγματοποιήσουμε αυτό που ως τώρα υποβάλαμε στον εαυτό μας.
Όταν σιγουρευτούμε, και μόνο τότε, φτιάχνουμε το οριστικό πλάνο της υποβολής μας. Αν δεν μπορούμε να το κάνουμε, τότε ψάχνουμε κάτι άλλο που να είναι σύμφωνο με τις δυνατότητες μας και τις πραγματικές επιθυμίες μας. Μέχρι τότε θα πρέπει να αλλάξουμε ξανά και ξανά το γραπτό πλάνο της υποβολής του σημείου 1. Όταν οριστικοποιηθεί το γράφουμε με κατηγορηματικό τρόπο, που να βεβαιώνει στον εαυτό μας ότι “μπορούμε και θέλουμε να πραγματώσουμε το στόχο μας”.
Πρέπει να θυμόμαστε ότι καμμία υποβολή δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις παλιές που έχουν ριζώσει με τη συνήθεια και αποτελούν τις βαθύτερες πεποιθήσεις μας. Καμία υποβολή δεν μπορεί να μας επηρεάσει αν είναι αντίθετη με το βασικό αίσθημα αυτοσεβασμού μας. Έτσι πριν προσπαθήσουμε να αλλάξουμε κάτι στον εαυτό μας με την υποβολή, πρέπει να προσπαθήσουμε προσεκτικά να καταλάβουμε τον εαυτό μας και τα βαθύτερα αισθήματα και προβλήματα μας.
Αφού αποφασίσουμε ποιο είδος υποβολής θα εφαρμόσουμε, πρέπει να καθορίσουμε ένα συγκεκριμένο και σταθερό χρόνο για τις ασκήσεις μας. Και να διατηρήσουμε το πρόγραμμα αυτό μέχρι να φτάσουμε στα επιθυμητά αποτελέσματα.
Και θα πρέπει να θυμόμαστε πάνω απʼ όλα πως η υποβολή, που λειτουργεί μέσω της φαντασίας, μπορεί να μας δημιουργήσει ευχάριστα συναισθήματα επιτυχίες και νίκες, χωρίς να το αξίζουμε ακόμα χωρίς να έχουμε πετύχει τίποτα. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι είναι προτιμότερη μια πραγματική και συνειδητοποιημένη αποτυχία από μια φανταστική επιτυχία, που θα μας αφήσει σε ψεύτικες δάφνες, και χωρίς προοπτική βελτίωσης, αφού θα πιστεύουμε ότι την έχουμε πετύχει ήδη.
Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΑΥΘΥΠΟΒΟΛΗΣ 
Το επόμενο και κύριο βήμα είναι η εφαρμογή στην πράξη της αυθυποβολής μας. Χρειάζεται να αφιερώσουμε δέκα λεπτά πριν αρχίσουμε τη μέρα μας το πρωί, και δέκα λεπτά το βράδυ πριν κοιμηθούμε. Βρίσκουμε ένα μέρος που στα λεπτά αυτά θα φροντίσουμε να είμαστε μόνοι μας και να μπορούμε να χαλαρώσουμε, σε μια αναπαυτική θέση, ξαπλωμένοι ανάσκελα αν είναι δυνατό. (Η χαλάρωση θα πρέπει να είναι πραγματική, αλλά γι αυτό το σκοπό υπάρχουν ειδικές ασκήσεις, γνωστές).
Ήσυχα και αναπαυτικά, χωρίς καμμία διανοητική ένταση αφήνουμε τη σκέψη μας να συγκεντρωθεί στην υποβολή που έχουμε γράψει. Αφήνουμε τον εαυτό μας να σχηματίσει με τη φαντασία εικόνες μας, καθώς κάνουμε αυτό που θέλουμε να κατορθώσουμε στο μέλλον σαν να γίνεται τώρα.
Αισθανόμαστε έντονα τη χαρά και την ικανοποίηση από τις εμπειρίες μας αυτές που τις φανταζόμαστε όσο πιο ζωντανά μπορούμε. Φανταζόμαστε τον εαυτό μας σε κάθε περίσταση, στο σπίτι, στη δουλειά, στο δρόμο, οπουδήποτε, να συμπεριφέρεται σύμφωνα με την υποβολή μας. Το κάνουμε αυτό διασκεδάζοντας και με όσο μεγαλύτερο ενδιαφέρον μπορούμε για εννέα λεπτά. Το τελευταίο λεπτό επαναλαμβάνουμε στον εαυτό μας αργά και με όση συνείδηση διαθέτουμε τις λέξεις της υποβολής, μιλώντας φωναχτά και με σιγουριά, σαν να έχει ήδη πραγματοποιηθεί ο στόχος μας.
Στο τέλος του δεκάλεπτου, σηκωνόμαστε, βγάζουμε το σώμα μας και το μυαλό μας από την κατάσταση της χαλάρωσης και ξεχνάμε καθετί που αφορά τις εικόνες της φαντασίας μας και της υποβολής μας και τις αποφάσεις μας, μέχρι την επόμενη άσκηση υποβολής μας. Το να το ξεχάσουμε είναι τόσο σημαντικό όσο και η ίδια η υποβολή. Πολλοί καταστρέφουν την υποβολή τους γιʼ αυτόν ακριβώς το λόγο. Η φαντασία και το υποσυνείδητο πρέπει να αφεθούν να κάνουν τη δουλειά τους, χωρίς να επεμβαίνει ο κοινός νους, και να δημιουργεί περίπλοκες εικόνες, άγχος, στρες, αγωνία, ψευδαισθήσεις, κ.λ.π, που θα δημιουργήσουν ένα φράγμα στη δράση μας. Η αλλαγή θα έρθει ανεπαίσθητα, χωρίς άλλη επέμβαση. Δεν το καταλαβαίνουμε στην αρχή, αλλά θα παρατηρήσουμε σιγά-σιγά τη συμπεριφορά μας να αλλάζει σύμφωνα με την υποβολή μας.
Πρέπει να τηρηθεί το πρόγραμμα κανονικά, χωρίς παραλήψεις , μέχρι να πετύχουμε την αλλαγή που θέλουμε.
Δεν έχει σημασία ποιος θα είναι ο στόχος μας. Οι παραπάνω οδηγίες εφαρμόζονται σε όλα τα επίπεδα, με την ίδια ευκολία. Γιʼ αυτό και δεν έχει μεγάλη σημασία να έχουμε ξεχωριστές οδηγίες για κάθε περίσταση. Το σημαντικό είναι να μπορούμε να αποφασίσουμε με βάση τις δικές μας δυνατότητες και τις δικές μας ειλικρινείς επιλογές, ώριμα, υπεύθυνα και επιβεβαιωμένα. Το επίπεδο συνειδητότητας μας είναι που θα καθορίσει το πόσο ωφέλιμη ή βλαβερή ήταν η υποβολή που αποφασίσαμε να κάνουμε στον εαυτό μας.
Και κάτι ακόμη πιο σημαντικό: “Μια μικρή νίκη, είναι το καλύτερο και σταθερότερο βήμα για τη βελτίωση του εαυτού μας από ένα μεγάλο πόλεμο που θα τον χάσουμε επειδή δεν ήμασταν έτοιμοι να τον κάνουμε”.
via

Pages