Laissez-Faire*: Το συμφέρον της συνεργασίας - Point of view

Εν τάχει

Laissez-Faire*: Το συμφέρον της συνεργασίας


Η αρμονία των συμφερόντων


   Μια διαφορετικού είδους σύγκρουση μεταξύ του ατόμου και της κοινωνίας αποκαλύπτεται σε ένα δίλημμα που επινόησε ο μελετητής της λογικής Robert Wolf, και το οποίο σχετίζεται με το πολύ γνωστότερο δίλημμα του κρατούμενου, που θα εξετάσουμε σε λίγο. Και τα δύο δείχνουν ότι: 





ενεργώντας κανείς σύμφωνα με το συμφέρον του δεν εξυπηρετεί πάντα το συμφέρον του με τον καλύτερο τρόπο.




Φανταστείτε ότι εσείς και είκοσι περιστασιακοί γνωστοί σας βρίσκεστε μαζί σε ένα δωμάτιο, μετά από πρόσκληση ενός εκκεντρικού φιλάνθρωπου. Κανένας από σας δεν έχει τρόπο να επικοινωνήσει με τους άλλους και καθένας από σας έχει την εκλογή να πατήσει ή να μην πατήσει ένα μικρό κουμπί που βρίσκεται μπροστά του.

Εάν όλοι σας αποφύγετε να πατήσετε το κουμπί, καθένας σας θα πάρει 1.000 δολάρια από τον φιλάνθρωπο. Αλλά εάν ένας τουλάχιστον πατήσει το κουμπί, εκείνοι από την ομάδα που το πάτησαν θα πάρουν 3.000 δολάρια και εκείνοι που απέφυγαν να το πατήσουν δεν θα πάρουν τίποτα. Το ερώτημα είναι, εσείς πατάτε το κουμπί για να πάρετε σίγουρα τα 3.000 δολάρια ή αποφεύγετε να το πατήσετε και ελπίζετε ότι όλοι οι άλλοι της ομάδας θα κάνουν το ίδιο, ώστε καθένας σας να πάρει τα 1.000 δολάρια.




Οποιαδήποτε και αν είναι η απόφασή σας, είναι δυνατό με την αλλαγή των ποσών ή του αριθμού των συμμετεχόντων, να πεισθείτε να αλλάξετε απόφαση. Στην περίπτωση που αποφασίζατε να πατήσετε το κουμπί, θα είχατε μάλλον αντιστρέψει την απόφασή σας εάν τα ποσά ήταν 10.000 προς 3.000 δολάρια. Στην περίπτωση που αποφεύγατε να το πατήσετε, θα είχατε μάλλον αντιστρέψει την απόφασή σας εάν τα ποσά ήταν 1.000 δολάρια προς 950 δολάρια.
Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να μεγαλώσει το στοίχημα.

Αντικαταστήστε τον εκκεντρικό φιλάνθρωπο με έναν πανίσχυρο σαδιστή. Εάν κανένα μέλος της ομάδας δεν πατήσει το κουμπί, θα επιτρέψει σε όλους να φύγουν αβλαβείς. Εάν όμως μερικοί από σας πατήσουν το κουμπί, αυτοί που το πάτησαν θα αναγκαστούν από το σαδιστή να παίξουν ρώσικη ρουλέτα με 95% πιθανότητα επιβίωσης, ενώ αυτοί που δεν το πάτησαν θα σκοτωθούν αμέσως.




Άραγε εσείς πατάτε το κουμπί και δέχεστε την 95% πιθανότητα επιβίωσης, αναλαμβάνοντας την ευθύνη να οδηγήσετε έμμεσα άλλους στο θάνατο, ή καταπολεμάτε το φόβο σας και δεν πατάτε το κουμπί, ελπίζοντας ότι κανένας από τους άλλους δεν θα υποκύψει στο φόβο του;
Το δίλημμα του Wolf εμφανίζεται συχνά σε καταστάσεις όπου φοβόμαστε ότι θα μείνουμε πίσω εάν δεν φροντίσουμε για το συμφέρον μας.


Ας πάρουμε τώρα την περίπτωση δύο γυναικών που πρέπει να κάνουν μια σύντομη, βιαστική συναλλαγή (ας υποθέσουμε ότι διακινούν ναρκωτικά). Οι γυναίκες ανταλλάσσουν δύο γεμάτες χαρτοσακούλες στη γωνία ενός δρόμου και φεύγουν γρήγορα, προτού να ελέγξουν το περιεχόμενο της σακούλας που πήρε καθεμιά τους. Πριν από τη συνάντηση, καθεμιά τους έχει την ίδια επιλογή: να βάλει μέσα στη σακούλα της το αντικείμενο αξίας που η άλλη θέλει (συνεργατική επιλογή) ή να τη γεμίσει με ψιλοκομμένες εφημερίδες (ατομικιστική επιλογή). Εάν συνεργαστούν μεταξύ τους, καθεμιά θα πάρει αυτό που θέλει, αλλά με κάποιο λογικό κόστος. Εάν η Α γεμίσει τη σακούλα της με ψιλοκομμένες εφημερίδες και η Β δεν κάνει το ίδιο, η Α θα πάρει αυτό που θέλει χωρίς κανένα κόστος και η Β θα εξαπατηθεί. Εάν και οι δύο γεμίσουν τις σακούλες τους με ψιλοκομμένες εφημερίδες, καμία δεν θα πάρει αυτό που θέλει, αλλά και καμία δεν θα εξαπατηθεί.




Το καλύτερο αποτέλεσμα για τις γυναίκες ως ζεύγος είναι να συνεργαστούν μεταξύ τους. Η Α όμως μπορεί να σκεφτεί τα εξής: Εάν η Β κάνει τη συνεργατική επιλογή, μπορώ να πάρω αυτό που θέλω χωρίς κανένα κόστος κάνοντας την ατομικιστική επιλογή. Απ’ την άλλη, εάν η Β κάνει την ατομικιστική επιλογή, τουλάχιστον δεν θα εξαπατηθώ εάν κι εγώ την κάνω. Έτσι, ανεξάρτητα από το τι θα κάνει η Β, το συμφέρον μου είναι να κάνω την ατομικιστική επιλογή και να της δώσω μια σακούλα γεμάτη εφημερίδες. Η Β μπορεί βεβαίως να σκεφτεί με τον ίδιο τρόπο, οπότε είναι πιθανό να καταλήξουν και οι δύο να ανταλλάσσουν άχρηστες σακούλες με ψιλοκομμένες εφημερίδες.
Μια παρόμοια κατάσταση μπορεί να εμφανιστεί σε νόμιμες επιχειρηματικές συναλλαγές, ή εντέλει σε όλα σχεδόν τα είδη ανταλλαγής.
Το δίλημμα του κρατουμένου οφείλει το όνομά του σε ένα σενάριο, τυπικά ταυτόσημο με το παραπάνω, όπου δύο άντρες ύποπτοι για ένα σοβαρό αδίκημα, συλλαμβάνονται ενώ διαπράττουν κάποιο μικρό παράπτωμα. Τους χωρίζουν για να τους ανακρίνουν και στον καθένα προσφέρεται η επιλογή είτε να ομολογήσει το σοβαρό έγκλημα εμπλέκοντας το σύντροφό του είτε να μη μιλήσει. Εάν και οι δύο δεν μιλήσουν, θα πάνε και οι δύο στη φυλακή για ένα μόνο χρόνο. Εάν ο ένας ομολογήσει και ο άλλος όχι, αυτός που ομολόγησε θα ανταμειφθεί με την απελευθέρωσή του, ενώ ο άλλος θα καταδικαστεί σε πέντε χρόνια φυλακή. Εάν ομολογήσουν και οι δύο, θα πρέπει καθένας να πάρει από τρία χρόνια φυλακή. Η συνεργατική επιλογή είναι να μη μιλήσουν ενώ η ατομικιστική επιλογή είναι να ομολογήσουν.

Το δίλημμα έγκειται και πάλι στο ότι εκείνο που είναι καλύτερο γι’ αυτούς ως ζεύγος, να μη μιλήσουν και να περάσουν ένα χρόνο στη φυλακή, αφήνει καθέναν τους εκτεθειμένο στο χειρότερο ενδεχόμενο, να πιαστεί κορόιδο και να περάσει πέντε χρόνια στη φυλακή. Το αποτέλεσμα είναι ότι μάλλον θα ομολογήσουν και οι δύο, και θα περάσουν τρία χρόνια στη φυλακή.
Και λοιπόν; Η ελκυστικότητα του διλήμματος δεν έχει βεβαίως καμιά σχέση με κάποιο ενδιαφέρον μας για γυναίκες που διακινούν ναρκωτικά ή για το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Έχει μάλλον να κάνει με το ότι παρέχει το λογικό πλαίσιο για πολλές καταστάσεις που αντιμετωπίζουμε στην καθημερινή ζωή.
Είτε είμαστε επιχειρηματίες σε μια ανταγωνιστική αγορά, ή σύζυγοι σε ένα γάμο, ή υπερδυνάμεις σε έναν αγώνα εξοπλισμών, οι επιλογές μας μπορούν συχνά να διατυπωθούν με τους όρους του διλήμματος του κρατουμένου. Δεν υπάρχει πάντα μια σωστή απάντηση, αλλά τα συμμετέχοντα μέλη θα έχουν καλύτερη τύχη ως ζεύγη, εάν καθένα αντισταθεί στον πειρασμό να προδώσει το άλλο και αντί γι’ αυτό συνεργαστεί μαζί του ή του παραμείνει πιστό. Εάν και τα δύο μέλη επιδιώξουν να ικανοποιήσουν αποκλειστικά τα ατομικά τους συμφέροντα, η κατάληξη είναι χειρότερη απ’ ό,τι εάν και τα δύο συνεργαστούν. Το αόρατο χέρι του Άνταμ Σμιθ, που εξασφαλίζει ότι οι ατομικιστικές επιδιώξεις επιφέρουν συλλογική ευημερία, παρουσιάζεται σ’ αυτές τις συνθήκες εντελώς παράλυτο.
Μια κάπως διαφορετική κατάσταση είναι εκείνη όπου δύο συγγραφείς πρέπει να σχολιάσουν δημόσια ο ένας το βιβλίο του άλλου. Εάν αποτείνονται στο ίδιο περιορισμένο ακροατήριο, αποκομίζει κανείς ένα ορισμένο όφελος αποδοκιμάζοντας το βιβλίο του άλλου τη στιγμή που το δικό του βιβλίο επαινείται, και αυτό το ατομικιστικό όφελος είναι μεγαλύτερο από εκείνο που θα απέφερε ο αμοιβαίος έπαινος, το οποίο με τη σειρά του είναι μεγαλύτερο από την αμοιβαία αποδοκιμασία. Έτσι, η επιλογή του επαίνου ή της αποδοκιμασίας είναι κάτι σαν το δίλημμα του κρατουμένου. (Λέμε «κάτι σαν» επειδή θα έπρεπε να υπάρχουν πιο βαρύνοντα κριτήρια, όπως η αξία των υπό συζήτηση βιβλίων.)
Υπάρχει εκτεταμένη φιλολογία πάνω στο θέμα των διλημμάτων του κρατουμένου. Το διμελές δίλημμα του κρατουμένου μπορεί να επεκταθεί σε μια κατάσταση όπου υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, και ο καθένας έχει την επιλογή, είτε να έχει μια μικροσκοπική συμβολή στο κοινό καλό ή μια ογκώδη στο προσωπικό του κέρδος. Αυτό το πολυμελές δίλημμα του κρατουμένου είναι χρήσιμο στην κατασκευή μοντέλων για συνθήκες όπου το ζήτημα είναι η οικονομική αξία ακαθόριστων αγαθών όπως το καθαρό νερό, ο αέρας και ο χώρος.
Προσφέροντας μια άλλη παραλλαγή, ο πολιτικός επιστήμονας Robert Axelrod έχει μελετήσει την περίπτωση κατά την οποία το δίλημμα του κρατουμένου διαρκώς επαναλαμβάνεται, καθώς οι δύο γυναίκες-βαποράκια (ή οι επιχειρηματίες, ή οι σύζυγοι, ή οι υπερδυνάμεις, ή οτιδήποτε) συναντιόνται ξανά και ξανά για να διεκπεραιώσουν τη συναλλαγή τους. Υπάρχει εδώ ένας σοβαρός λόγος που επιτάσσει τη συνεργασία και όχι την προδοσία της άλλης πλευράς: μάλλον θα βρεθείτε να ξαναέχετε δουλειές μαζί.
Επειδή, σε σημαντικό βαθμό, όλες σχεδόν οι κοινωνικές συναλλαγές έχουν μέσα τους κάτι από το δίλημμα του κρατουμένου, ο χαρακτήρας μιας κοινωνίας καθρεφτίζεται στο ποιες από αυτές τις συναλλαγές οδηγούν σε συνεργασία μεταξύ των πλευρών και ποιες όχι. Εάν τα μέλη μιας συγκεκριμένης «κοινωνίας» δεν συμπεριφέρονται ποτέ συνεργατικά, οι ζωές τους θα είναι μάλλον, σύμφωνα με τα λόγια του Τόμας Χομπς, «μοναχικές, φτωχές, αποκρουστικές, κτηνώδεις και σύντομες».

***

John Allen Paulos 
– Αριθμοφοβία 
– Ο μαθηματικός αναλφαβητισμός 
και οι συνέπειές του. 
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια
* Το Laissez-faire είναι ένα οικονομικό σύστημα όπου οι συναλλαγές μεταξύ ιδιωτών δεν επηρεάζονται από την κρατική παρέμβαση όπως νομοθεσίες, προνόμια, δασμολόγια ή διατιμήσεις, και επιχορηγήσεις. Η φράση laissez-faire είναι μέρος μιας μεγαλύτερης γαλλικής φράσης που μεταφράζεται ως «αφήστε το/τα ελεύθερα».

Pages