Πολλοί μπαίνουν στην εκκλησία, λένε διάφορες προσευχές και βγαίνουν. Βγαίνουν, χωρίς να γνωρίζουν τι είπαν. Τα χείλη τους κινούνται, αλλά τ’ αυτιά τους δεν ακούνε. Εσύ ο ίδιος δεν ακούς την προσευχή σου, και θέλεις να την ακούσει ο Θεός;
“Γονάτισα”, λες. Γονάτισες, αλλά, ενώ το σώμα σου ήταν μέσα, ο νους σου πετούσε έξω. Με το στόμα έλεγες την προσευχή και με τη σκέψη λογάριαζες τόκους, έκανες συμβόλαια, πουλούσες εμπορεύματα, αγόραζες κτήματα, συναντούσες τους φίλους σου. Γιατί ο διάβολος, που είναι πονηρός και γνωρίζει ότι στον καιρό της προσευχής μεγάλα πράγματα κατορθώνουμε, τότε ακριβώς έρχεται και σπέρνει λογισμούς μέσα μας.
Να, πολλές φορές είμαστε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, και τίποτα δεν συλλογιζόμαστε· πάμε στην εκκλησία για να προσευχηθούμε, και τότε χίλιες σκέψεις περνούν από το νου μας.Έτσι χάνουμε τους καρπούς της προσευχής, φεύγοντας από το ναό με άδεια χέρια. Το ίδιο, βέβαια, γίνεται και όταν προσευχόμαστε στο σπίτι μας ή οπουδήποτε αλλού.
Κάθε φορά, λοιπόν, που, καθώς προσευχόμαστε, συνειδητοποιούμε ότι ο νους μας έχει φύγει από το Θεό κι έχει στραφεί σε βιοτικά πράγματα, ας τον φέρνουμε πίσω, αναγκάζοντάς τον να μένει σταθερά και προσεκτικά προσκολλημένος στα νοήματα της προσευχής. Ας επαναλαμβάνουμε, μάλιστα, την προσευχή από την αρχή.
Ο Θεοφάνης ο Έγκλειστος
μας μαθαίνει την προσευχή
Η προσευχή είναι μια «τέχνη» από μόνη της, θέλει μέθοδο και γνώση του τι και πως το κάνουμε έτσι ώστε να μη μας κουράζει και να να γίνεται με θέρμη καρδιάς,
προσευχή δεν είναι η απλή απαγγελία κάποιων κειμένων, αλλά η αφομοίωση και βίωση του περιεχομένου τους. Η προσευχή πρέπει να βγαίνει από το νου και την καρδιά μας.
Λέει ο όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος:
Είναι καλό να έχουμε έναν τέτοιο κανόνα λόγω της αδυναμίας μας, ώστε αφενός να μην υποκύπτουμε στην οκνηρία και αφετέρου να συγκρατούμε τον ενθουσιασμό μας σε όρια συνετά.
Όλοι οι μεγάλοι εργάτες της προσευχής τηρούσαν έναν προσευχητικό κανόνα. Άρχιζαν πάντα με τις καθιερωμένες προσευχές. Αν στη διάρκειά τους κάποια προσευχή ανασκιρτούσε μόνη της από την καρδιά τους, άφηναν τις άλλες και προσεύχονταν μ’ αυτήν. Το ίδιο ας κάνουμε κι εμείς. Οι προκαθορισμένες προσευχές χρειάζονται για να μας βάλουν στο δρόμο της προσευχής. Δίχως αυτές, δε θα ξέραμε καν πώς να προσευχηθούμε και θα μέναμε μακριά από τον Θεό.
Δεν χρειάζεται, πάντως, να χρησιμοποιεί κανείς όλες τις προσευχές που είναι γραμμένες στα διάφορα προσευχητάρια. Είναι προτιμότερο να περιορίζεται σ’ έναν μικρό αριθμό προσευχών, που θα τις κάνει με νου προσεκτικό και θερμή καρδιά, παρά να διαβάζει στα πεταχτά πλήθος προσευχών από βιβλία. Είναι δύσκολο, βλέπεις, να διατηρηθεί αναμμένη η φλόγα του προσευχητικού ζήλου με τη χρήση πολυάριθμων προσευχών.
Νομίζω πως οι ορθρινές και εσπερινές ακολουθίες, που περιέχονται στα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας μας και σε άλλα ορθόδοξα προσευχητάρια, σου φτάνουν. Προσπάθησε μόνο να τις διαβάζεις κάθε φορά με απόλυτη προσοχή και ανάλογα συναισθήματα. Για να το κατορθώσεις ευκολότερα, αφιέρωσε λίγο από τον ελεύθερο χρόνο σου σε σχετική προετοιμασία. Διάβασε όλες τις προσευχές, μιά-μιά ξεχωριστά. Μελέτησέ τες, κατανόησέ τες, βίωσέ τες. Έτσι, όταν θα τις λες την ώρα της προσευχής, θα γνωρίζεις τα ιερά νοήματα και αισθήματα που κλείνουν μέσα τους.
Προσευχή δεν είναι η απλή απαγγελία κάποιων προσευχητικών κειμένων, αλλά η αφομοίωση και βίωση του περιεχομένου τους. Η προσευχή πρέπει να βγαίνει από το νου και την καρδιά μας.
Αφού διαβάσεις και βιώσεις τις προσευχές, προσπάθησε να τις απομνημονεύσεις. Έτσι δεν θα χρειάζεται κάθε φορά, πριν προσευχηθείς , να ψάχνεις για Προσευχητάρι και για φως. Όταν θα προσεύχεσαι πάλι, η προσοχή σου δε θα διασπάται από τα αντικείμενα του χώρου. Με κλειστά μάτια, θα διατηρείς ευκολότερα τη νοερή επαφή σου με τον Θεό. Θα το διαπιστώσεις μόνη σου, αν το κάνεις.
Ύστερ’ απ’ αυτή την προετοιμασία, το πρώτο πράγμα που πρέπει να επιδιώκεις, αρχίζοντας την προσευχή, είναι η φύλαξη του νου από την άσκοπη περιπλάνηση και της καρδιάς από την ψυχρότητα.
Από τις προσευχές που μας παρέδωσαν οι άγιοι, η ευχή του Ιησού, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με», είναι η πιο εύχρηστη, λόγω της συντομίας της, και η πιό καρποφόρα, όταν επιτελείται αδιάλειπτα μέσα στην καρδιά.
Ποιοι είναι οι καρποί της ευχής του Ιησού;
— Ο πρώτος καρπός της ευχής του Ιησού είναι η αποβολή των νοερών παραστάσεων από τις ματαιότητες του κόσμου, κατά τον άγιο Διάδοχο, ο οποίος λέγει: «Αυτά που είχαν μπει παλαιότερα στην καρδιά του ανθρώπου εξαφανίζονται μαζί με όλες τις ωραιότητες της ζωής».
— Ο δεύτερος καρπός της ευχής είναι η φοβερά θέα της ασωτίας της ψυχής, η οποία εκδηλωνόταν με τις σωματικές αισθήσεις και τους κακούς λογισμούς. Απ' αυτή την θέα αποκτά ο άνθρωπος ταπείνωσι, πένθος, δάκρυα, όπως λέγη ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.
— Ο τρίτος καρπός της καρδιακής προσευχής είναι ότι, με την επιστροφή του νου στην καρδιά, τόσο ο νους όσο και η καρδιά του ανθρώπου, γίνονται σαν ένας καθαρός καθρέπτης στον οποίον ο ίδιος ο αγωνιστής γνωρίζει τις πονηρές κινήσεις των σκέψεών του και καλεί τον Ιησού σε βοήθεια.
— Ο τέταρτος καρπός είναι η αγνότης της φύσεως, καθότι το έργο της καθαρότητος της φύσεως είναι υπεράνω αυτής της φύσεως, ως δοσμένο από την Θεία Χάρι του Παναγίου Πνεύματος.
— Ο πέμπτος καρπός της προσευχής είναι ότι, μπαίνοντας ο νους στην καρδιά για να μιλήση εκεί με τον ενδιάθετο λόγο, κατακλύζεται από μεγάλη χαρά και πνευματική ευφροσύνη, όπως δηλώνη γι' αυτά ο Ιωσήφ Βρυένιος.
— Ο έκτος καρπός της ευχής είναι ότι με αυτή την προσευχή κατασκηνώνει η Χάρις του Θεού μυστικά μέσα στην καρδιά.
— Ο έβδομος καρπός είναι ότι με την αδιάλειπτη μνήμη του Ονόματος του Ιησού, γεννάται στην ψυχή η αγάπη προς τον Χριστό. (Βλέπε «Φυλακή των πέντε αισθήσεων» του αγίου Νικόδημου του Αγιορείτου).
— Άλλοι καρποί της προσευχής είναι: Η συμμάζωξις των λογισμών, η ευλάβεια, η προσοχή επί του εαυτού μας, η ταπείνωσις, ο φόβος του Θεού, η μνήμη του θανάτου, η ειρήνη της καρδιάς και των λογισμών, η συγκέντρωσις της προσοχής στην καρδιά και η πνευματική θερμότης.
Αλλά για να κατορθωθεί και να καρποφορήσει η ευχή του Ιησού -και να καρποφορήσει σημαίνει να εξορίσει από την καρδιά τα πάθη και τους δαίμονες και να εγκαταστήσει σ’ αυτήν το Χριστό- χρειάζεται πολύς καιρός και πολλή βία, δηλαδή, εντατικός ψυχοσωματικός αγώνας.
Με τη βία φτάνει ο άνθρωπος από τη μη καθαρή προσευχή -εκείνη που συμπλέκεται με τις εμπαθείς μνήμες και τους λογισμούς- στην καθαρή και αρρέμβαστη προσευχή.
Σ’ αυτή την προσευχή, τη μόνη αληθινή, ο νους, παραμένοντας μέσα στην καρδιά, είναι προσκολλημένος αποκλειστικά στο Θεό, αφού κατόρθωσε ν’ απαλλαγεί από κάθε περισπασμό.
Οι μικρές προσευχές, οι λιγόλογες και περιεκτικές, βοηθούν πολύ το νου να συγκεντρωθεί, γι’ αυτό οι άγιοι πατέρες συνήθιζαν να τις επαναλαμβάνουν αδιάλειπτα.
Με τη συνεχή επανάληψη ανάγκαζαν το νου τους να παραμένει δεμένος με το όνομα του Κυρίου και σκόρπιζαν όλους τους λογισμούς.
Οι μικρές αυτές προσευχές ήταν διάφορες. Ο αββάς Κασσιανός μας πληροφορεί, ότι στην Αίγυπτο χρησιμοποιούσαν τον ψαλμικό στίχο: «Ο Θεός, εις την βοήθειάν μου πρόσχες- Κύριε, εις το βοηθήσαί μοι σπεύσον» (Ψαλμ. 69:2). Ο άγιος Ιωαννίκιος δοξολογούσε συνέχεια την Αγία Τριάδα: «Η ελπίς μου ο Πατήρ, καταφυγή μου ο Υιός, σκέπη μου το Πνεύμα το Άγιον. Τριάς Αγία, δόξα σοι». Και ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος γράφει για έναν ασκητή, που νύχτα-μέρα προσευχόταν με τούτα μόνο τα λόγια: «Εγώ ως άνθρωπος ήμαρτον, συ δε ως Θεός συγχώρησον». Αναμφίβολα θα υπήρχαν και πολλές άλλες σύντομες προσευχές.
Τελικά, όμως, επικράτησε η ευχή του Ιησού, που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα από μοναχούς και λαϊκούς.
Μεγάλη είναι η σπουδαιότητα της ευχής, γιατί, με τη σωστή άσκησή της, επιτυγχάνεται η επιστροφή του νου στην καρδιά -ή, μ’ άλλα λόγια, η ενοποίηση της ουσίας του νου με την ενέργειά του, που διασκορπίζεται προς τα έξω μέσω των αισθητηρίων- και στη συνέχεια η ανάβασή του ως το Θεό.
Αν ο νους, μετά την ανάβασή του στο Θεό, παραμένει σταθερά σ’ Αυτόν, αποκτά την αδιάλειπτη μνήμη Του.
Στην πιστή καρδιά η μνήμη του Θεού συνοδεύεται φυσιολογικά από τα αισθήματα της ευσέβειας, της ευγνωμοσύνης, της ελπίδας, της απόλυτης εμπιστοσύνης στο θείο θέλημα και άλλα παρόμοια.
Επειδή τα αισθήματα αυτά είναι πνευματικά, η ευχή του Ιησού, που γεννά και συγκρατεί τη μνήμη του Θεού, ονομάζεται πνευματική προσευχή. Όταν, όμως, δεν συνοδεύεται από πνευματικά αισθήματα, είναι απλά μια λογική προσευχή.
Η προσεκτική, καθαρή και αρρέμβαστη ευχή γεννάει κάποια θερμότητα μέσα μας. Είναι η φωτιά που ανάβει ο Θεός στα χωράφια των καρδιών μας, κατακαίγοντας τα αγκάθια των παθών και των δαιμόνων και γεμίζοντάς τα με το πνεύμα και τη χάρη Του.
Μέσα σ’ αυτή τη θερμότητα και την καθαρή προσευχή γεννιέται στην καρδιά ο θείος έρωτας για τον Ιησού. Βλέπετε, από όλες τις αρετές πιο πολύ η προσευχή εμπνέει στον άνθρωπο τον θείο έρωτα, επειδή φτερώνει το νου και τον ανεβάζει ως το Θεό.
Φρόντισε με κάθε τρόπο να διατηρείς τη νοερή προσοχή και την καρδιακή θέρμη. Κάνε και όσες μετάνοιες μπορείς, λέγοντας παράλληλα την ευχή του Ιησού ή κάποιαν άλλη σύντομη προσευχή. Οι μετάνοιες θα παρατείνουν λίγο τον χρόνο της προσευχής σου, θα αυξήσουν όμως τη δύναμή της. Μετά την καθιερωμένη ορθρινή ακολουθία, να απευθύνεσαι με δικά σου λόγια στον Θεό, ζητώντας Του συγχώρηση για τα αθέλητα ξεστρατίσματα του νου σου και θέτοντας στα χέρια Του τον εαυτό σου.
Στο διάστημα της ημέρας, η μνήμη του Θεού, για την οποία τόσες φορές μιλήσαμε, διατηρείται ανεξάλειπτη με την προσευχή. Θα ήταν, λοιπόν, καλό να αποστήθιζες πέρα από την γνωστή ευχή του Ιησού, ορισμένους Ψαλμούς και να τους έλεγες κάπου-κάπου στη διάρκεια ή σε διαλείμματα της εργασίας σου. Πρόκειται για μια αρχαία χριστιανική συνήθεια, που αναφέρεται και περιλαμβάνεται στους κανόνες των μεγάλων οσίων Παχωμίου και Αντωνίου.
Αφού περάσεις έτσι την ημέρα, κάνε τη βραδινή ακολουθία σου με μεγαλύτερη επιμέλεια και αυτοσυγκέντρωση. Και αφού αναθέσεις πάλι στον Κύριο τον εαυτό σου για το διάστημα της νύχτας, κοιμήσου, ψιθυρίζοντας πάντα την ευχή ή έναν ψαλμό.
Θ’ αναρωτιέσαι ποιους ψαλμούς πρέπει ν’ αποστηθίσεις. Μα εκείνους που κατανύσσουν περισσότερο την καρδιά σου. Εσύ θα κάνεις την επιλογή. Ενδεικτικά μόνο αναφέρω το «Ελέησόν με ο Θεός» ( Ψαλμός 50) , το «Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριον» ( Ψαλμός 102 ) και το «Αίνει , η ψυχή μου, τον Κύριον» ( Ψαλμός 145) .Οι δύο τελευταίοι Ψαλμοί περιέχονται στην Ακολουθία των Τυπικών και ψάλλονται στις Λειτουργίες των Κυριακών και των εορτών. Προσθέτω σ’ αυτούς και τους Ψαλμούς της Ακολουθίας της θείας Μεταλήψεως, «Κύριος ποιμαίνει με» ( Ψαλμός 22) , «Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής» ( Ψαλμός 23) και «Επίστευσα , διό ελάλησα» ( Ψαλμός 115), καθώς και τους Ψαλμούς του Μικρού Αποδείπνου, «Ο Θεός , εις την βοήθειάν μου πρόσχες»
( Ψαλμός 69) και «Κύριε εισάκουσον της προσευχής μου» ( Ψαλμός 142) . Είναι επίσης, οι Ψαλμοί των Ωρών και άλλοι. Διάβασε το Ψαλτήρι και διάλεξε όποιους προτιμάς.
Όταν, λοιπόν, αποστηθίσεις τους Ψαλμούς της προτιμήσεώς σου, θα είσαι προσευχητικά πάνοπλη. Και κάθε φορά που κάποιος ενοχλητικός λογισμός θα απειλεί το νου και την καρδιά σου, θα τον αποδιώκεις εύκολα, καταφεύγοντας στον Κύριο είτε με την ευχή, είτε μ’ έναν Ψαλμό, ιδιαίτερα τον 69ο , «Ο Θεός εις την βοήθειάν μου πρόσχες».
Να αυτό που ήθελες- έναν κανόνα προσευχής. Θα τονίσω, πάντως, γι’ άλλη μια φορά, ότι δεν πρέπει να απολυτοποιείται ο κανόνας, που είναι όχι αυτοσκοπός, αλλά μέσο κοινωνίας με τον Θεό. Γι’ αυτό, άλλωστε, πέρα από τις καθιερωμένες προσευχές, δεν έχει θεσπιστεί ενιαίος κανόνας προσευχής για όλους τους πιστούς. Σημασία έχει να προσεύχεσαι ουσιαστικά, σωστά, αληθινά. Και αληθινή προσευχή είναι:
η νοερή παράσταση ενώπιον του Θεού μέσα στην καρδιά με αφοσίωση και εγκάρδια υποταγή σ ’ Αυτόν.
Σκέφτηκα να σου προτείνω κάτι:
Μπορείς να περιορίσεις τον προσευχητικό κανόνα μόνο σε μετάνοιες με την επανάληψη της ευχής ,του «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», και σε προσευχή με δικά σου λόγια. Αντί για την ευχή μπορείς, αν προτιμάς, να επαναλαμβάνεις κάποιαν άλλη σύντομη προσευχή, που να εκφράζει τις εσωτερικές του ανάγκες ή δοξολογία και ευχαριστία στον Θεό. Καθόρισε είτε έναν αριθμό ευχών είτε ένα χρονικό διάστημα προσευχής – ή και τα δύο-, ώστε να μην κυριευθείς από την οκνηρία.
Εμείς οι άνθρωποι, βλέπεις, έχουμε μιάν ακατανόητη ιδιομορφία: Όταν καταπιανόμαστε με κάποιαν εξωτερική εργασία, μας φαίνεται πως οι ώρες περνούν σαν λεπτά. Όταν, απεναντίας, προσευχόμαστε, μας φαίνεται πως τα λεπτά περνούν σαν ώρες. Αυτή η ψευδαίσθηση δεν μας βλάπτει, όταν εκτελούμε έναν καθιερωμένο κανόνα, και μάλιστα όταν διαβάζουμε τις ιερές ακολουθίες από τα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας μας.
«Από το βιβλίο:
«ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
γράμματα σε μια ψυχή»
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2000.