Όλος ο κόσμος αυτές τις μέρες ετοιμάζεται να γιορτάσει τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά.
Το σκηνικό της γιορτής είναι έτοιμο εδώ και αρκετές μέρες.
Ισοπεδωτικά μονότροπο και ανιαρό, όπως κάθε χρόνο.
Χιλιάδες λαμπάκια στα φωτιστικά των δρόμων, στα πάρκα, στην αγορά, στις βιτρίνες, στα σπίτια, στις βεράντες, σκαρφαλωμένα ακόμη και πάνω στα δέντρα… προσπαθούν να δημιουργήσουν κι αυτά τα καημένα ατμόσφαιρα φωτεινής ζεστασιάς στην παγωμένη καρδιά των ανθρώπων.
Μια παροδική ψευδαίσθηση λάμψης στο σκοτάδι της ζοφερής προοπτικής ενός πολιτικού, κοινωνικού και πολιτισμικού Μεσαίωνα, αρχές του 21ου αιώνα.
Πρωτεύουσες, πόλεις και χωριά ανταγωνίζονται τούτες τις μέρες σ’ ένα εορταστικό παραλήρημα κακογουστιάς.
Στο ξόδεμα όσης ελπίδας απέμεινε.
Εκφράσεις όπως «το ψηλότερο χριστουγεννιάτικο δέντρο, με τα περισσότερα λαμπιόνια», η «τελετή φωταγώγησης» και άλλα τέτοια φαιδρά… υποδηλώνουν το ύψος και το βάθος μιας κραυγαλέας ψυχικής υπανάπτυξης, όταν στην αυλή μας πεθαίνουν αθώοι, κι ο πλανήτης φαίνεται έτοιμος να εκραγεί.
Χρόνο με το χρόνο όλο και πιο πολύ υποκρινόμαστε, δηλ. «το παίζουμε» χαρούμενοι, προσπαθώντας τέτοιες μέρες «να φτιάξουμε» τη διάθεσή μας με ένα δωράκι, μια ευχή, ένα φιλί, μια αγκαλιά, μια «εορταστική εκπομπή της πλάκας» στην τηλεόραση, έναν «τηλεμαραθώνιο αγάπης» ας πούμε, μπόλικο καφέ στους πεζόδρομους και ντουμάνια καπνού στις καφετέριες της πλήξης κολλημένοι στην οθόνη των κινητών μας και των smartphones τελευταίας γενιάς.
Κι όσο πιο πολύ υποκρινόμαστε ότι περνάμε καλά – μετά από τόσα μνημόνια – τόσο πιο πολύ βαριόμαστε τη ζωή μας και όλο και αυξάνει η πλήξη και το κενό που αισθανόμαστε… ειδικά μόλις σβήσουν τα φωτάκια, περάσει η εορταστική εξωστρέφεια και … μείνουμε μόνοι.
Τι φταίει λοιπόν και δεν τολμούμε να κοιτάξουμε κατάματα τον κενό εαυτό μας που μας φοβίζει; Τι λείπει και δεν έχουμε ειρήνη, χαρά, αγάπη, ζεστασιά στην καρδιά μας και στον κόσμο μας;
Πιστεύω ότι μας λείπει ο Χριστός.
Μας λείπει η πίστη.
Ζούμε Χριστούγεννα χωρίς Χριστό.
Το έχουμε συνειδητοποιήσει αυτό;
Τα Χριστούγεννα έγιναν μια ακόμα έννοια στο λεξιλόγιο μας άνευ ουσίας, κενή περιεχομένου, όπως τόσες και τόσες άλλες, όπως π.χ. η αγάπη, η ελευθερία, η ισότητα, η δικαιοσύνη, η ειρήνη, η δημοκρατία, η καλοσύνη κ.ά.
Μείναμε δυστυχώς θαμπωμένοι με το περιτύλιγμα του Χριστουγεννιάτικου δώρου και ξεχάσαμε να ανοίξουμε και να χαρούμε το δώρο.
Το δώρο είναι ο Χριστός.
Ο Χριστός όμως είναι ο μεγάλος απών από τα Χριστούγεννα των ημερών μας.
Δεν είναι τραγικό;
Να απουσιάζει το κεντρικό πρόσωπο το οποίο δίνει και το όνομα και τη χάρη σε όλο αυτό το πανηγύρι;
Αποτέλεσμα: μέσα στους στολισμένους και φωταγωγημένους δρόμους της κάθε πόλης, στην κοσμοσυρροή, στις στολισμένες βιτρίνες των καταστημάτων, κυκλοφορεί αισθητά κι ανατριχιαστικά η παγωνιά της απουσίας του Θεού και η θεοποίηση της παγερής υποκρισίας του ανθρώπου.
«...Όμως μένουμε στη νωθρότητά μας, στην απερισκεψίαν μας και ζούμε χωρίς Χριστό. Λοιπόν, ζωή χωρίς Χριστό δεν είναι ζωή. Πάει, τελείωσε. Αν δε βλέπεις το Χριστό σε όλα σου τα έργα και τις σκέψεις, είσαι χωρίς Χριστό... έτσι πράγματι να βλέπουμε το Χριστό. Είναι φίλος μας, είναι αδελφός μας, είναι ό,τι καλό και ωραίο. Είναι η χαρά, είναι η ζωή, είναι το φως, το φως το αληθινόν, που κάνει τον άνθρωπο να χαίρεται, να πετάει, να βλέπει όλα, να βλέπει όλους, να πονάει για όλους, να θέλει όλους μαζί του, όλους κοντά στο Χριστό. Όλα στο Χριστό υπάρχουν τα ωραία. Και μακράν του Χριστού: η θλίψη, η μελαγχολία, τα νεύρα, η στενοχώρια, οι αναμνήσεις των τραυμάτων της ζωής, των πιέσεων, των αγωνιωδών, έτσι, ωρών... Και πάμε εδώ και πάμε εκεί και τίποτα, και πουθενά δεν στεκόμαστε… Αγαπήσατε τον Χριστόν και μηδέν προτιμήστε της αγάπης Αυτού. Είναι το παν! Ο Χριστός είναι άλλο πράγμα. Όταν έρθει ο Χριστός στον άνθρωπο, όταν έρθει στην ψυχή μας, όταν πάει στον άνθρωπο ο Χριστός, όταν μπει στην ψυχή (ο Χριστός), η ψυχή γίνεται αλλιώς…»
Πορφύριος
Τα Χριστούγεννα σημαίνουν Σάρκωση.
Σάρκωση θα πει πως ο απερινόητος, απρόσιτος και άκτιστος Θεός αδειάζει τη θεότητά Του μέσα στο κορμί της ανθρωπότητας από αγάπη και μόνον.
Σκάνδαλο για τη λογική, μωρία ακατανόητη.
«Μυστήριον ξένον ορώ και παρόδοξον».
Το άφθαρτο εισβάλει στο φθαρτό και το αφθαρτοποιεί, το άπειρο και αιώνιο στο πεπερασμένο και θνητό, ο ήλιος της Δικαιοσύνης στο σκοτάδι της ιστορίας για να της δώσει νόημα και σκοπό.
Ο Θεός στον άνθρωπο για να γίνει ο άνθρωπος Θεός.
Μόνο με πίστη, δηλ. την εμπιστοσύνη, άνευ όρων και ορίων βιώνεις τέτοια αποκάλυψη.
Με την καρδιά, όχι με την λογική.
Ρίσκο είναι η πίστη στο Θεό – όπως και στον έρωτα – δεν έχει εξασφαλίσεις, κατοχυρώσεις, αποδείξεις.
Διακινδυνεύεις να χάσεις ή να κερδίσεις τα πάντα.
«Κι’ όποιος δεν απελπίστηκε απ’ όλα δεν τρέχει κοντά στον Θεό» λέει ο Φώτης (Κόντογλου).
Φαίνεται λοιπόν ότι δεν απογοητευθήκαμε ακόμα από τόσους «σωτήρες» που αποκτήσαμε στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια.
Με τόλμη που εκπλήσσει ακόμη και σήμερα, ο Άγιος σχολιάζει το γεγονός της Σάρκωσης του Θεού:
«Πόρνη επιθυμούσε ο Θεός;
-αναρωτιέται-
ναι πόρνη,
τη δική μας (ανθρώπινη) φύση –εξηγεί…
Ήταν τρανός κι’ αυτή ταπεινή, τρανός στη φύση, αχώρητος στο νου, άπιαστος από τη σκέψη.
Πώς να το πω;
Πώς να το παραστήσω;
Το μεγαλείο του απέραντο, για να πιαστεί η σοφία του με αριθμούς.
Κι αυτός ο μέγας και τρανός επεθύμησε πόρνη.
Και τι κάνει;
Δεν της στέλνει κάποιον απ’ τους δούλους του, δεν στέλνει άγγελο στην πόρνη αλλά καταφθάνει αυτός ο ίδιος, ο ερωτευμένος.
Επειδή δεν μπορούσε ν’ ανέβει εκείνη στα ψηλά, κατέβηκε ο ίδιος στα χαμηλά.
Έρχεται στην καλύβα της.
Τη βλέπει μεθυσμένη, καταπληγωμένη και εξαγριωμένη.
Και με ποιο τρόπο έρχεται;
Όχι μ’ ολοφάνερη τη θεότητά του, αλλά γίνεται εντελώς ίδιος μαζί της,
μήπως βλέποντάς τον τρομοκρατηθεί, μήπως λαχταρήσει και του φύγει.
Τη βρίσκει καταπληγωμένη, εξαγριωμένη, από δαίμονες κυριευμένη.
Και τι κάνει;
Την παίρνει και την κάνει γυναίκα του.
Και τι δώρα της χαρίζει;
Δαχτυλίδι.
Ποιο δαχτυλίδι;
Το Άγιο Πνεύμα».»
Αυτό είναι το μεγαλείο της Σάρκωσης!*
Και μια τέτοια θεολογία και μια φιλοσοφία ζωής που ακουμπά πάνω της, είναι που γέννησε και μόρφωσε ένα πολιτισμό που ήξερε τι γιορτάζει, πώς να γιορτάζει και γιατί γιορτάζει τα Χριστούγεννα.
Πολιτισμό γιορτής με επίγνωση, δίχως φαντασιώσεις, ηθικισμούς λυρικές εξάρσεις και ρηχούς συναισθηματισμούς.
Ένα πολιτισμό που σαρκώθηκε και αποτυπώθηκε αριστοτεχνικά με την ιλιγγιώδη ποίηση και το κατανυκτικό μέλος.
Αποτυπώθηκε στην εικόνα της Γέννησης, όπου το βρέφος Ιησούς είναι τυλιγμένο με νεκρικά σάβανα μέσα σε λάρνακα, για να παραπέμπει κατ’ ευθείαν σε Σταυρό, Ταφή και Ανάσταση.
Αποτυπώνεται εξαίσια στην ταπεινή λογοτεχνία ενός Παπαδιαμάντη ή ενός Κόντογλου οι οποίοι εκτίμησαν και εξέφρασαν με την τέχνη τους την δύναμη της πίστης του λαού και τις προεκτάσεις της στο λαϊκό πολιτισμό.
Στον λαϊκό πολιτισμό που θεολογεί τη Σάρκωση στα κάλαντα, με το στόμα των παιδιών, που τραγουδούν πως
«Άναρχος Θεός καταβέβηκεν και εν τη Παρθένω κατώκησεν».
Ή
«Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλη οι ουρανοί αγάλλονται χαίρει η φύσις όλη».
Να γιατί ο Νεοέλληνας ξέρει ακόμα να στέκεται με κατανόηση και αγάπη δίπλα στο φτωχό, τον ξένο, τον άστεγο, τον μετανάστη, τον γέρο τον άρρωστο, τον εμπερίστατο.
Όχι μόνο τούτες τις άγιες μέρες μα κάθε μέρα, ολόκληρο το χρόνο, «εν παντί καιρώ και τόπω», γιατί είναι στάση ζωής η γέννηση του Χριστού εντός μας, κι όχι ευκαιριακή εκδήλωση υποκριτικής καλοσύνης με ημερομηνία λήξης.
Ο Χριστός δεν περιμένει αυτές τις μέρες για να σαρκωθεί.
«Αεί γεννάται κατά πνεύμα τοις θέλουσι» λέει ο Μάξιμος ο Ομολογητής.
«Αεί Χριστούγεννα εστίν» συμπληρώνει ο Χρυσόστομος.
Ο χριστιανός προσπαθεί να είναι και να πορεύεται ως χριστιανός συνεχώς στη ζωή του, την κάθε μέρα και κάθε ώρα.
Αυτό τον αδαπάνητο θησαυρό της παράδοσης που δίνει νόημα ζωής και ευοίωνο προσανατολισμό στον σύμπαντα κόσμο, τον υποτιμούμε σήμερα εμείς και τον περιφρονούμε, είτε από παχυλή άγνοια είτε από προκατάληψη και ιδεοληψία.
Τραγικά ανυποψίαστοι από τον πλούτο που έχουμε τον προσπερνούμε και γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα σαν παιδικό party δίχως όμως ίχνος αθωότητας… στολίζοντας τα σπίτια, τους δρόμους και τις πόλεις μας αλλά όχι και τις καρδιές μας.
Ατενίζουμε με περισσή συγκίνηση στις φάτνες των πάρκων ένα καλοθρεμμένο μωρό με ροδοκόκκινα μαγουλάκια που βαφτίσαμε Χριστό, για τις ανάγκες μιας μελό θρησκευτικότητας και πηγαίνουμε στολισμένοι μοδάτα να ξενυχτήσουμε ψυχαναγκαστικά σε ρεβεγιόν αγελαίας και απρόσωπης διασκέδασης.
Υπάρχει ακόμα…[?(απορώ)] πιστεύω στο βάθος της συλλογικής μας συνείδησης, στο πολιτιστικό μας DNA δηλαδή, μια αχνή επιθυμία να περάσουμε (αν προλάβουμε) κάποια μέρα και από καμιά εκκλησιά εκτελώντας βιαστικά το ετήσιο θρησκευτικό μας καθήκον, να ανάψουμε ένα κερί «για το καλό του χρόνου»;
Θυμάμαι ένα καλό παππούλη αρκετά χρόνια πριν που μου έλεγε,
«Ο Θεός παιδί μου δεν θέλει τη δραχμούλα σου, θέλει την καρδούλα σου».
Κρίμα στ’ αλήθεια δεν είναι φίλοι μου, βαφτισμένοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, να ζούμε στην Ελλάδα και να γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα Αμερικάνικα;
*Ανατρέχοντας στο Συναξάρι της ημέρας των Χριστουγέννων (25 Δεκεμβρίου) διαβάζουμε πως:
«Τω αυτώ μηνί Δεκεμβρίω 25η η κατά σάρκα γέννησις του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού».
Αξιοσημείωτο στο παραπάνω χωρίο του Συναξαριστή είναι πως γίνεται λόγος για την κατά σάρκα γέννηση του Χριστού.
Δεν γίνεται δηλ. λόγος για τη γενέθλιο ημέρα ενός ιδρυτή κάποιας θρησκείας όπως συνέβαινε στις παγανιστικές – ειδωλολατρικές θρησκείες, αλλά για το μοναδικό και ανεπανάληπτο γεγονός της σάρκωσης του Υιού και Λόγου του Θεού, για το οποίο ο ευαγγελιστής Ιωάννης αναφέρει περίτρανα πως:
«ο Λόγος σαρξ, εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν»
(Ιωαν. 1,14).