Η πρωτοβουλία για συνταγματική αναθεώρηση των σχέσεων κράτους και εκκλησίας ξεκινάει με ρητορεύματα προκλητικής άγνοιας. Η εξόφθαλμη, στο συγκεκριμένο θέμα, αγραμματοσύνη των κυβερνώντων (μάλλον και του συνόλου του πολιτικού προσωπικού της χώρας) συνδυάζεται με το πανθομολογούμενα δραματικό επίπεδο καλλιέργειας και ικανοτήτων της συντριπτικής πλειονότητας των επισκόπων. Και ο συνδυασμός καταλήγει νομοτελειακά σε φαύλο κύκλο παρακμιακού αδιεξόδου.
Οι πολιτικοί λένε «εκκλησία» και έχουν στον νου τους τη θεσμική μήτρα του μεσαιωνικού στην Ευρώπη θρησκευτικού ολοκληρωτισμού. Λένε «κράτος» και εννοούν τις νομικές (ορθολογικές) αντιστάσεις κάθε ευρωπαϊκής-εθνικής συλλογικότητας σε αυτόν τον ολοκληρωτισμό. Οι επίσκοποι δεν καταλαβαίνουν «που πατάν και πού πηγαίνουν»: δέχονται να παίξουν σε αυτό το ανιστορικό γήπεδο. Από την «ορκωμοσία» τους κιόλας έχουν αδιαμαρτύρητα δεχθεί να ταυτίζουν στο Σύνταγμα της Ελλάδας την εκκλησία με τη θρησκεία – ναι, να ορίζεται καταστατικά το λαϊκό εκκλησιαστικό σώμα σαν αφηρημένη «επικρατούσα εν Ελλάδι θρησκεία». Οπότε και απαντούν οι άσχετοι επίσκοποι στους ανιστόρητους πολιτικούς με την κοινή, παρακμιακής αβελτηρίας γλώσσα: των «ατομικών δικαιωμάτων», των θεσμικών «ελευθεριών», της κατασφάλισης περιουσιών, της «χρησιμότητας» του κλήρου, των φιλανθρωπικών δραστηριοτήτων του, του πρωταγωνιστικού ρόλου του στις «εθνικές» υποθέσεις.
Ομως, στην ελληνική γλώσσα οι λέξεις είναι, συχνά, αναμμένα κάρβουνα, που κατακαίνε όποιον τις βιάζει για να παίξει τα παιχνίδια του. «Θρησκεία» λοιπόν και «εκκλησία» στα ελληνικά είναι νοήματα αντιθετικά, σημαίνουν πραγματικότητες ασύμβατες, ασυμβίβαστες, η μια αποκλείει την άλλη. Με τη «θρησκεία» δηλώνουμε ατομοκεντρισμό (ατομικές πεποιθήσεις, ατομικές αρετές, ατομική πιστότητα σε δόγματα και σε ηθικές προστατικές), με στόχο τον υπέρτατο ωφελιμισμό: την ατομική «σωτηρία» – να συνεχίσει να υπάρχει το «εγώ» σε γραμμικό χρόνο ατελεύτητο.
Με τη λέξη «εκκλησία» σημαίνουμε το εντελώς αντίθετο: τη μετοχή, τη σχέση, την αυθυπέρβαση και αυτοπροσφορά. Είναι ερωτικό γεγονός η εκκλησία, άθλημα ελευθερίας από την ιδιοτέλεια, είναι η ζωή κοινωνούμενη, η ζωή που γίνεται Γιορτή και πανήγυρις. Να χαρακτηρίζουμε «θρησκεία» την εκκλησία είναι σαν να ονομάζουμε «έρωτα» την πληρωμένη ηδονή, σαν να αποκαλούμε «χρήσιμη διασύνδεση» τη φιλία, σαν να τιτλοφορούμε «δημοκρατία» τον υποχείριο του μάρκετινγκ παρλαμενταρισμό ή μια μαφιόζικη συντεχνία. Κι όμως, διακόσια χρόνια τώρα, οι ελληνώνυμοι απελεύθεροι προσδιορίζουμε στο Σύνταγμά μας την εκκλησία σαν επικρατούσα θρησκεία – μηδενός αντιλέγοντος, επισκόπου ή αρχιεπισκόπου.
Ο Ελληνισμός γνώρισε την εκκλησιαστική γνησιότητα στους αιώνες της Τουρκοκρατίας. Δηλαδή, σε συνθήκες του συνεπέστερου δυνατού χωρισμού της εκκλησίας από το κράτος. Η γνησιότητα πώς αποδείχνεται, με ποια κριτήρια; Κυρίως με την ανθοφορία της Τέχνης. Η αρχιτεκτονική στην Τουρκοκρατία γεννούσε κοσμήματα, στο «ελεύθερο» κρατίδιο γέννησε και γεννάει τη συμφορά της πολυκατοικίας και τις ετοιματζίδικες «τούρτες» της ναοδομίας.
Σήμερα Τέχνη δεν ανθεί στην Εκκλησία, αναπαράγονται μόνο στερεότυπα, όπως και η πολιτική δεν γεννάει λύσεις προβλημάτων. Τόσο στην Εκκλησία όσο και στο κράτος προτεραιότητα έχει ο ατομοκεντρισμός των εντυπώσεων, ο ψυχολογικός επηρεασμός – οι εντυπώσεις υποκαθιστούν την πραγματικότητα. Βαυκαλιζόμαστε ότι ζούμε με πολίτευμα «δημοκρατικό», ενώ η πραγματικότητα κραυγάζει τον αυταρχισμό και την τυραννική αυθαιρεσία της κομματοκρατίας και του «χρηματοπιστωτικού συστήματος». Συντηρούμε κονσερβαρισμένη τη συνταγή (:πλασματικό κοινοβούλιο, τάχα εκλογές, δήθεν ελευθεροτυπία), όπως συντηρούν και οι επίσκοποι χάντρες και λιλιά, την αυτοκρατορική μίτρα σωστή ψευτιά από χαρτόνι.
Στους αιώνες της Τουρκοκρατίας δεν υπήρχε «κήρυγμα» – σπανιότατο. Σήμερα υπάρχει μόνο και παντού κήρυγμα, όπως μόνο και παντού τηλεόραση και πολιτική. Τότε την «αλήθεια», την κοινωνούμενη εμπειρία και γνώση, τη γεννούσε η πράξη (ο τρόπος του βίου), όχι η «κατανόηση» του ορθού και του πρέποντος, όχι το «αλάθητο» cogito. Η νηστεία μεταμόρφωνε τη λήψη της τροφής σε μετοχή του κοινωνούμενου τρόπου, το αναμμένο σε κάθε σπίτι καντήλι ήταν η δίχως λόγια προσευχή, το ζύμωμα του πρόσφορου, ο αγιασμός, τα κόλλυβα – όλα πράξη, πουθενά ιδεολόγημα. Και το κεντρικό κοινωνικό γεγονός της κοινότητας: ο εκκλησιασμός, καθόλου καθήκον ή εντολή, αλλά μόνο γιορτασμός, άρθρωνε τον χρόνο σε εόρτιους κύκλους, με άξονα τη χαρά της νίκης καταπάνω στον θάνατο.
Σήμερα, στο κράτος και στην Εκκλησία, ο ίδιος θανατερός (της υπανάπτυξης) πνιγμός του ατομοκεντρισμού. Η Εκκλησία «κόκκος σινάπεως» θαμμένος και χαμένος, στο προσκήνιο η συνταγματικά κατεστημένη «επικρατούσα θρησκεία»: Πλημμυρίδα κηρυγματικής προπαγάνδας, προφορικής, έντυπης, ραδιοφωνικής – όλα και παντού κήρυγμα, ιδεολογική λογοδιάρροια. Ο ρεαλισμός της επισκοπικής «πατρότητας» που αχρηστεύει κάθε «παιδαγωγία», ο ρεαλισμός της «συνοδικότητας» που χαρίζει ιστορική σάρκα στην «πατρότητα» και διαφοροποιεί τον επίσκοπο από τον «υψηλόβαθμο αξιωματούχο», είναι νοήματα χαμένα πια μέσα στον κουρνιαχτό της ιδεολογικοποίησης.
*****
Άμποτε να δώσει ο Θεός χωρισμό, τον συνεπέστερο δυνατό.