Προλεγόμενα στη Μακιαβελική ηθική
Θεωρείται απευθείας επίγονος του Αριστοτέλη των «Πολιτικών» και πρόδρομος του Ανταμ Σμιθ και -βεβαίως- του Μαρξ.
Η παγκόσμια βιβλιογραφία που αναφέρεται σ’ αυτόν συνεχώς πυκνώνει. Μόνο για τον «Ηγεμόνα», υπάρχουν μέχρι σήμερα πάνω από 25 μεγάλα ερμηνευτικά έργα. Αλλά, σχεδόν κάθε πολιτικός μελετητής φαίνεται ν’ ανακαλύπτει τον δικό του Μακιαβέλι. Για πολλούς, παραμένει ο μάγιστρος του κακού, για άλλους, ένας ένθερμος δημοκράτης πατριώτης.
Όσοι τον βλέπουν ως έναν ψυχρό τεχνοκράτη της εξουσίας, συναγωνίζονται όσους τον θεωρούν ως έναν ανθρωπιστή απογραφέα της σπαραχτικής αντίθεσης ανάμεσα στο «είναι» και το «δέον». Κατηγορείται ως ο πρώτος δογματικός· επαινείται ως ο υπέρτατος ρεαλιστής. Για τον Χέγκελ και τον Φίχτε, ήταν ένα αδιαπραγμάτευτος εθνικιστής· για τον Κάρλο Σμιτ, ο προπάτορας της επιστημονικής μεθόδου του Γαλιλαίου· για τον Γκράμσι, κάτι σαν προηγούμενη ενσάρκωση του Λένιν.
Άθεος ή παγανιστής; Δραματικός της Ιστορίας ή σατιρικός της πολιτικής δημοκρατίας; Δημοκρατικός ή απολυταρχικός; Και πάει λέγοντας. Η αλήθεια είναι ότι, μέχρι και σήμερα, οι περισσότεροι αισθάνονται κατά βάθος άβολα με τον Μακιαβέλι. Πάνω από τεσσερισήμισι αιώνες μετά το θάνατό του, ο Φλωρεντινός εξακολουθεί να ενοχλεί, να προκαλεί, να σοκάρει. Για τον πολύ κόσμο, έχει καταγραφεί ως ένα είδος πολιτικού πορνογράφου.
Δεν είναι -ίσως- δύσκολο να φανταστεί κανείς γιατί στην Ελλάδα ο Μακιαβέλι είναι γνωστός μόνο ως όνομα, παντελώς άγνωστος ως προς την ουσία (με λίγες μεταφράσεις και ελάχιστη διάδοση). Η χώρα μας, καθώς όλοι οι κλειστοί τόποι, αποφεύγει όπως ο διάβολος το λιβάνι τις χειρουργικές επεμβάσεις· χώρα της μυθοπλασίας, των μικρών και μεγάλων μυθοποιήσεων (τα ιερά και τα όσια του Γένους, το απυρόβλητο των τιτλούχων, η αποστέωση των συγκρουόμενων ιδεοληψιών, η φανατική εμμονή σε κλισαρισμένους αναχρονισμούς, ένα έθνος που αρνείται ν’ αντικρίσει τον εαυτό του στον καθρέφτη…), η Ελλάδα δεν αποτελεί έδαφος κατάλληλο για την απογυμνωτική σκέψη του Φλωρεντινού.
Γιατί, αυτό κάνει ο Μακιαβέλι – εκεί έγκειται η δυναμική κι η διαχρονική επικαιρότητά του: απογυμνώνει την πολιτική απ’ τις μάσκες, τα προσχήματα, τις ωραιολογίες, την ηθική εικονοστασίου, τις απ’ όλα εκείνα τα συνήθη στοιχεία με τα οποία οι επαγγελματίες της εξουσίας την επικαλύπτουν για λόγους λαϊκής κατανάλωσης – λαϊκής ποδηγέτησης. Ο Μακιαβέλι περιγράφει γυμνή την πολιτική, ως φύση και ως λειτουργία· αναδεικνύει τους πανάρχαιους νόμους της μιλάει για την ταμπακιέρα: πολιτική είναι οι μορφές που προσλαμβάνει η σχέση -ο συσχετισμός δυνάμεων- ανάμεσα στους εξουσιάζοντες και τους εξουσιαζόμενους. Η ισχύς και η πειθώ, ο φόβος και η συνέγερση, το δέος και η συμμετοχή, η βία και η κολακεία (δημαγωγία), η τρομοκρατία και η ανάταση, ο αυταρχισμός και η δημοκρατικότητα εν τέλει, είναι τα διαλεκτικά στοιχεία (εργαλεία…) στη σχέση αυτή.
Θυμάμαι μια σαρδόνια φράση του Πωλ Βαλερύ: «Πολιτική είναι να εμποδίζεις τους ανθρώπους να ασχολούνται με τα πράγματα που τους αφορούν…» Ο Μακιαβέλι ρίχνει άπλετο φως (το φως ενός χειρουργικού τραπεζιού) στην τέχνη και την τεχνική της πολιτικής -δηλ. της εξουσίας. Κι αυτός ο (διά)φωτισμός, μοιραία λειτουργεί υπέρ (της συνειδητοποίησης) των εξουσιαζόμενων, αν όχι και στην κατεύθυνση της αναβάθμισης των εξουσιαστών. Από αυτή την άποψη, ο «κυνικός» και «ωμός» συγγραφέας του «Ηγεμόνα» εγκαινιάζει -αιώνες κι αιώνες μετά τον Αριστοτέλη- την ουσιαστική παράδοση της σύγχρονης δημοκρατικής ηθικής. Ακριβώς επειδή αναδεικνύει την άκρα σχετικότητα της ηθικής στην πολιτική! (Ακριβώς αυτό, άλλωστε, τον κάνει και διαχρονικώς επίκαιρο.)
Ναι, υπάρχει μια βαθύτερη ηθική καθαρότητα στον πολιτικό στοχαστή που διαπιστώνει ότι ο Ηγεμόνας «είναι απαραίτητο να ξέρει να ενεργεί σαν θηρίο όπως και σαν άνθρωπος» (αν θέλει να διατηρήσει την εξουσία του) – «να πράττει συχνά εναντία στην καλή πίστη, στη φιλανθρωπία, στην ανθρωπιά, στη θρησκεία…» Ο Ηγεμόνας, κεφ. 18).
Για τον Μακιαβέλι, οι μορφές διακυβέρνησης υπαγορεύονται από τις περιστάσεις, η Ανάγκη και η Αρετή (τα πράγματα όπως είναι κι όπως θα έπρεπε να είναι) θέτουν ένα συνεχές δίλημμα στον χειριστή της εξουσίας, κι όσο για το πολύ μεταγενέστερα διατυπωμένο δίλημμα περί του σκοπού που αγιάζει τα μέσα ή το αντίστροφο -τούτο το πολιτικό αυγό του Κολόμβου-, ο Φλωρεντινός το ξεπερνά προκαταβολικά με μια διαλεκτική συγκατάβαση: στην πρακτική τού ηγείσθαι, το «καλό» και το «κακό» είναι εργαλεία που μπορεί να χρησιμοποιηθούν εξίσου αποτελεσματικά, ανάλογα με τις περιστάσεις· πράγμα που προϋποθέτει βέβαια την (ενστικτώδη, έστω) κατανόηση της ανθρώπινης κοινωνίας σης πολιτικές εκφάνσεις της.
Έτσι, κατά τον Μακιαβέλι, μολονότι είναι προτιμότερο για τον Ηγεμόνα «να προκαλεί τον φόβο παρά την αγάπη», ένα κράτος είναι πολύ ισχυρότερο και σταθερότερο όταν στηρίζεται όχι στην παθητικότητα του λαού του, αλλά στην κινητοποίηση όλων των λαϊκών δυνάμεων. Κατά τον ίδιο τρόπο, ένας Ηγεμόνας μπορεί να κυριαρχεί εμπνέοντας στους υπηκόους του φόβο και δέος· θα είναι όμως πολύ πιο ισχυρός αν διαθέτει την ενεργό συναίνεση (και συμμετοχή, θα λέγαμε σήμερα) του λαού του. Κι αντίστοιχα, σε σύγκριση μ’ ένα αυταρχικό καθεστώς, «… η δημοκρατία έχει μακροπρόθεσμα πληρέστερη ζωή και καλύτερη τύχη, καθόσον είναι πιο ικανή να προσαρμόζεται στις διάφορες περιστάσεις» (Διατριβές, III. 9). Στο παιχνίδι της εξουσίας, στη ζωή των εθνών, στις κοινωνίες των ανθρώπων (ή μήπως πολιτική δεν είναι η ίδια η ζωή;), η προσαρμοστικότητα είναι το κλειδί της επιβίωσης. Αλλά, μιλούσαμε για την ηθική του Μακιαβέλι.
Δεν είναι -προφανώς- η ηθική του αρχιερέα, αλλά του ανατόμου. Κατατριμμένος μέσα στις συγκρούσεις και τις ίντριγκες της εποχής του, ο εξόριστος και κόλακας των Μεδίκων δεν παριστάνει ούτε τον κομισάριο ούτε τον γιόγκι, αντιλαμβάνεται τη σχετικότητα (ή και αντιθετικότητα) όλων των ηθικών, αρχών και αξιών: ποια είναι τα όρια μεταξύ καλού, ορθού και εφικτού – και μάλιστα στη δημόσια δράση;
Ο Μακιαβέλι είναι ένα χειρούργος/παρατηρητής της πολιτικής αρένας (άρα, της ζωής), ο οποίος ανιχνεύει τους διαχρονικούς νόμους ενός πανάρχαιου παιχνιδιού μελετώντας ενέργειες που έλαβαν χώρα σε ορισμένες κοινωνικές και ιστορικές συγκυρίες· φωτίζει τους μηχανισμούς πίσω απ’ τα σκηνικά. Μοναδικός του ίσως αντίστοιχος, ανά τον κόσμο κι ανά τους αιώνες, είναι ο εξίσου τρομαχτικός Θουκυδίδης.
Ωστόσο ο Μακιαβέλι διέθετε την ιστορική πολυτέλεια να προχωρήσει πιο μακριά. Με το έργο του εγκαθιδρύει μια θεμελιώδη διάκριση: ανάμεσα στην ηθική της ψυχής και την ηθική της πόλεως’ άλλα τα μέτρα και σταθμά για την ατομική «σωτηρία» κι άλλα για τη δημόσια δράση. Ως εκ τούτου, πάρα πολύ σπάνια «ένα καλός άνθρωπος είναι έτοιμος να χρησιμοποιήσει κακές μεθόδους για να πάρει την εξουσία, ακόμη κι αν ο σκοπός του είναι καλός» (Διατριβή 18). Η πολιτική είναι γι’ αυτούς που θεωρούν ότι «το καλό αποτέλεσμα δικαιώνει και τη χειρότερη πράξη» (Διατριβές, I. 9).
Από ’κει και πέρα, η συζήτηση περί πολιτικής και ηθικής, ή περί πολιτικής ηθικής, είναι ανοιχτή – αλλά ο Μακιαβέλι αρνείται σαρδόνια να μπλεχτεί σ’ αυτήν. Είδε πολύ αίμα στον καιρό του… Ξέρει πως «οι περισσότεροι άνθρωποι [οι εξουσιαζόμενοι, εννοείται] δεν καταφέρνουν να είναι ούτε ολοκληρωτικά καλοί ούτε ολοκληρωτικά κακοί» (Διατριβές, I. 26), ενώ για τους παίκτες της εξουσίας «καλή» είναι πρώτα απ’ όλα κάθε ενέργεια και επιλογή που στηρίζει το στόχο της κατάληψης ή διατήρησης της εξουσίας. Κι εν πάση περιπτώσει, μόνον άνθρωποι αυτής της στόφας είναι σε θέση να δράσουν και για το καλό του κράτους – μόνον όσοι αντέχουν να λερώσουν τα χέρια τους και την ψυχή τους. Η εξουσία για την εξουσία, αλλά όπως θα λέγαμε η ζωή για τη ζωή…
Η ηθική του Μακιαβέλι είναι η καθαρότητά του· είναι η ίδια η ωμότητά του. Μαζί του αισθάνονται άβολα -και είναι φυσικό- όσοι προτιμούν από νοητική μυωπία, ραθυμία ή ανασφάλεια, να στρουθοκαμηλίζουν πίσω από μονοκόμματες κι ετοιμοπαράδοτες αλήθειες, όσοι μεταμφιέζουν τα συμφέροντά τους σε ηθικές αρχές για να τα προωθήσουν καλύτερα, όσοι επικαλούνται τα ιερά και τα όσια για ν’ ανεβάσουν την τιμή της δικής τους πραμάτειας, όσοι κατασκευάζουν εικονοστάσια για να εξασφαλίσουν την ευλάβεια των πολλών, όσοι καταφεύγουν σε μεγάλα λόγια για να κρύψουν πράξεις αθεράπευτα μικρές, όσοι μετατρέπουν τις ιδέες σε χάντρες και καθρεφτάκια για τους ιθαγενείς, όσοι χρησιμοποιούν την ηθική ως μπλάστρι σε πληγές που θα έπρεπε να μένουν ανοιχτές…
Ο Μακιαβέλι εξακολουθεί να ενοχλεί γιατί σκαλίζει με το νυστέρι στο πολιτικό σώμα του δυτικού πολιτισμού, απογυμνώνοντας την ίδια τη φύση των πραγμάτων – την πραγματικότητα της πολιτικής και της ζωής. Η απογύμνωση αυτή είναι μια κορυφαία ηθική πράξη, αφυπνίζει τα νεύρα και τις συνειδήσεις των πολλών. Ηθικό, είναι το αποκαλυπτικό.
Αλέξανδρος Βέλιος
***
Πρόλογος του Αλέξανδρου Βέλιου στο βιβλίο
Niccolò Machiavelli –
Η χειραγώγηση του όχλου – Οι συνωμοσίες.
Σπύρος Δενδρινός (Μετάφραση),