O εγωισμός εμπνέει τέτοια φρίκη, ώστε επινοήσαμε την ευγένεια των τρόπων για να τον κρύψουμε σαν ένα ντροπιασμένο μέρος- αλλά διαφαίνεται μέσα από όλους τους πέπλους, και προδίνεται σε κάθε συνάντηση όπου προσπαθούμε ενστικτωδώς να χρησιμοποιήσουμε κάθε καινούργια γνωριμία, για να υπηρετήσει κάποιο από τα αναρίθμητα σχέδιά μας.
Η πρώτη μας σκέψη είναι πάντα να μάθουμε αν μπορεί να μας χρησιμεύσει ένας ορισμένος άνθρωπος για κάτι.
Όταν δεν μπορεί να μας χρησιμεύσει, δεν έχει καμιάν αξία…
Αυτό το συναίσθημα το υποπτευόμαστε τόσο καλά στους άλλους, ώστε, αν μας συμβεί να ζητήσουμε μια συμβουλή ή μια πληροφορία, χάνουμε κάθε εμπιστοσύνη σ’ αυτά πού μας λένε, φτάνει να υποθέσουμε πώς έχουν κάποιο οποιοδήποτε συμφέρον- γιατί αμέσως σκεφτόμαστε πως ο σύμβουλός μας θέλει να μας χρησιμοποιήσει σαν όργανό- και την γνώμη του δεν την αποδίνουμε τόσο στη φρόνηση της λογικής του, όσο στις κρυφές του προθέσεις, όσο μεγάλη κι’ αν είναι η πρώτη, κι’ όσο αδύνατες κι’ απόμακρες κι’ αν είναι οι δεύτερες.
Ο εγωισμός, από τη φύση του, δεν έχει όρια:
Ο άνθρωπος έχει μια μόνο απεριόριστη επιθυμία, να συντηρήσει την ύπαρξή του, να απελευθερωθεί από κάθε οδύνη, ακόμα κι’ από κάθε στέρηση
-
εκείνο πού θέλει, είναι όσο το δυνατό μεγαλύτερο ποσό ευεξίας, η κατοχή όλων των απολαύσεων που είναι ικανός να φανταστεί, και επινοεί διαρκώς τρόπους για να τις ποικίλει και να τις αναπτύξει.
Κάθε εμπόδιο που ορθώνεται ανάμεσα στον εγωισμό του και στους πόθους του διεγείρει την δυσθυμία του, την οργή του, το μίσος του:
Είναι ένας εχθρός που πρέπει να συντρίψει.
Θα ήθελε να απολαμβάνει τα πάντα όσο το δυνατό περισσότερο να κατέχει τα πάντα· μιας και δεν μπορεί, θα ήθελε τουλάχιστον να κυριαρχεί στα πάντα το έμβλημά του είναι:
«Όλα για μένα, τίποτα για τους άλλους».
Ο εγωισμός είναι κολοσσιαίος, και τίποτα δεν μπορεί να τον συγκροτήσει.
Γιατί αν μπορούσε ο καθένας να διαλέξει ανάμεσα στην εκμηδένιση του σύμπαντος και του δικού του χαμού, δεν είναι ανάγκη να πω ποια θα ήταν η απάντησή του.
Ο καθένας θεωρεί τον εαυτό του για κέντρο του κόσμου, και αναφέρει τα πάντα στον εαυτό του.
Ως τις μεγάλες αναστατώσεις των εταιρειών, δεν υπάρχει τίποτα που να μην το βλέπει ο άνθρωπος πρώτα από την άποψη του συμφέροντος του, όσο μικρό κι’ όσο απώτερο κι’ αν είναι αυτό το συμφέρον.
Μα υπάρχει τάχα πιο εντυπωσιακή αντίθεση;
Από τη μια μεριά, αυτό το ανώτερο, το αποκλειστικό ενδιαφέρον πού έχει ο καθένας για τον εαυτό του, κι’ από την άλλη, εκείνο το αδιάφορο βλέμμα πού ρίχνει σε όλους τους ανθρώπους.
Και μάλιστα είναι κωμικό πράγμα αυτή ή πεποίθηση τόσων ανθρώπων πού ενεργούν σαν να είχαν μόνο αυτοί πραγματική υπόσταση, και σαν οι όμοιοι τους να μην ήταν άλλο από μάταιες σκιές, καθαρά φαντάσματα.
Για να περιγράψω με μια γραμμή το πόσο τεράστιος είναι ο εγωισμός με μιαν εντυπωσιακή υπερβολή, σταμάτησα στο έξης:
«Πολλοί άνθρωποι θα ήταν ικανοί να σκοτώσουν έναν άνθρωπο για να πάρουν το λίπος τού νεκρού και να γρασάρουν τις μπότες τους».
Είναι πραγματικά υπερβολή αυτό;
Το κράτος, αυτό το αριστούργημα του νοήμονος και λογικευμένου εγωισμού, αυτό τ άθροισμά όλων των ατομικών εγωισμών, έβαλε τα δικαιώματα του καθενός στα χέρια μιας άπειρα ανώτερης εξουσίας από την εξουσία του ατόμου, και που το αναγκάζει να σέβεται τα δικαιώματα των άλλων.
Έτσι ρίχνονται στη σκιά o άμετρος εγωισμός όλων σχεδόν των ανθρώπων, η κακία των πολλών, η αγριότητα μερικών:
Τους κρατάει αλυσοδεμένους o καταναγκασμός, και αυτό δημιουργεί μιαν απατηλή φαινομενικότητα.
Μόλις όμως καταργηθεί ή παραλύσει η προστατευτική εξουσία του Κράτους, όπως συμβαίνει καμιά φορά, βλέπουμε να βγαίνουν στο άπλετο φως οι ακόρεστες ορέξεις, η βρωμερή φιλαργυρία, ή κρυφή ψευτιά, η κακία, ή δολιότητα των ανθρώπων, και τότε, πισωπατούμε, ρίχνουμε φωνές, σαν να βρισκόμαστε μπροστά σε ένα άγνωστο ακόμα τέρας· και όμως, αν δεν υπήρχε ο καταναγκασμός των νόμων, αν δεν υπήρχε η ανάγκη που έχουμε να μας τιμούν και να μας σέβονται, μια μέρα θα θριάμβευαν όλα αυτά τα πάθη.
Πρέπει να διαβάσουμε τις ονομαστές δίκες, την ιστορία της εποχής της αναρχίας, για να δούμε τί υπάρχει στο βάθος του ανθρώπου, και τι αξίζει η ηθικότητα του!
Αυτές οι χιλιάδες τα όντα που βρίσκονται μπρος στα μάτια μας, που εξαναγκάζουν το ένα το άλλο να σέβονται την ειρήνη, κατά βάθος είναι τίγρεις και λύκοι, πού μόνο ένα ισχυρό φίμωτρο τούς εμποδίζει να δαγκώσουν.
Αν υποθέσουμε πως καταργείται αυτί η δημόσια δύναμη, και πως τους έβγαζαν αυτό το φίμωτρο, θα πισωπατούσατε από τον τρόμο σας μπροστά στο θέαμα που θα παρουσιαζόταν στα μάτια σας και που εύκολα το φαντάζεται ο καθένας· δεν είναι σαν να ομολογείτε πόσο λίγο βασίζεται στη θρησκεία, στη συνείδηση, στην φυσική ηθική, οποιοδήποτε κι’ αν είναι το θεμέλιό τους;
Και όμως τότε, απέναντι στα εγωιστικά, τα αντιβηχικά συναισθήματα που αφήνονται ελεύθερα, θα βλέπαμε να αποκαλύπτεται και το αληθινό ηθικό ένστικτο του ανθρώπου, να αναπτύσσει τη δύναμή του, και να δείχνει τι μπορεί να κάνει και θα βλέπαμε πως στους ηθικούς χαρακτήρες υπάρχει τόση ποικιλία όσες ποικιλίες διάνοιας υπάρχουν, κι’ αυτό δεν είναι λίγο.
Έχει η συνείδηση φυσική την προέλευσή της;
Μπορούμε να αμφιβάλουμε γι’ αυτό.
Τουλάχιστον υπάρχει και μια νόθος συνείδηση, μια conscientia spuria, που συχνά την συγχέουμε με την αληθινή.
H αγωνία και η μετάνοια πού προκαλούν οι πράξεις μας, συχνά δεν είναι τίποτε’ άλλο παρά ο φόβος των συνεπειών.
Η παραβίαση ορισμένων εξωτερικών κανόνων, αυθαίρετων και ακόμα και γελοίων, διεγείρει ενδοιασμούς εντελώς ανάλογους με τις τύψεις της συνείδησης.
Έτσι, «ορισμένοι Εβραίοι θα βασανίζονται από την ιδέα πως κάπνισαν στο σπίτι τους το Σάββατο μια πίπα, παραβιάζοντας την εντολή του Μωυσή:
«Δεν θ’ ανάψεις καμιά φωτιά στο σπίτι σου την ημέρα του Σαββάτου».
Ένας ευγενής, ένας αξιωματικός, δεν παρηγοριέται πού παραβίασε σε κάποια περίπτωση τούς κανόνες εκείνου του κώδικα των τρελών, πού λέγεται σημείο τιμής, σε τέτοιο σημείο που πολλοί, μη μπορώντας να κρατήσουν το λόγο τους ή να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις του κώδικα της τιμής, τίναξαν τα μυαλά τους στον αέρα.
(Ξέρω πολλά τέτοια παραδείγματα).
Και όμως, ο ίδιος άνθρωπος θα παραβίαζε με ελαφριά την καρδιά κάθε μέρα το λόγο του, φτάνει να μην είχε προσθέσει εκείνη την ανούσια λέξη, εκείνο το Schiboleth:
Στο λόγο της τιμής μου.
Γενικά κάθε συνέπεια, κάθε απρονοησία, κάθε πράξη αντίθετη στα σχέδιά μας ή στις οποιοσδήποτε φύσης συμβατικότητές μας, και ακόμα και κάθε αδιακρισία, κάθε αδεξιότητα, κάθε ανοησία, αφήνουν πίσω τους ένα σκουλίκι που μας κατατρώει αθόρυβα, ένα αγκάθι βυθισμένο στην καρδιά.
Πολλοί άνθρωποι θα παραξενεύονταν, αν έβλεπαν από ποια στοιχεία αποτελείται αυτή η συνείδηση που τόσο μεγαλειώδη ιδέα έχουν γι’ αυτήν:
περίπου 1)5 από φόβο για τους ανθρώπους,
1)5 φόβο θρησκευτικό,
1)5 προλήψεις,
1)5 ματαιοδοξία,
1)5 συνήθεια·
δηλαδή, σαν να λέγαμε σαν εκείνον τον άλλο:
Δεν είμαι τόσο πλούσιος ώστε ν’ αγοράσω συνείδηση.
Μ’ όλο πού οι αρχές και η αφηρημένη λογική δεν είναι καθόλου η πρωταρχική πηγή η το πρώτο θεμέλιο της ηθικής, ωστόσο είναι απαραίτητες για την ηθική ζωή είναι σαν ένα δοχείο πού τροφοδοτείται από την πηγή κάθε ηθικότητας, αλλά που δεν τρέχει κάθε στιγμή, που διατηρείται και μπορεί να χυθεί όπου πρέπει την κατάλληλη στιγμή…
Χωρίς σταθερές αρχές, τα αντιηθικά ένστικτα, μόλος τεθούν σε κίνηση από τις εξωτερικές εντυπώσεις, μας κυριαρχούν επιτακτικά.
Το να στεκόμαστε σταθερά σ’ αυτές τις αρχές, να τις ακολουθούμε παρά τις αντίθετες αφορμές πού μας παρακινούν, είναι εκείνο πού ονομάζουμε αυτοκυριαρχία.
Οι πράξεις και η συμπεριφορά ενός ατόμου και ενός λαού μπορούν να τροποποιηθούν πολύ από τα δόγματα, το παράδειγμα και τη συνήθεια.
Αλλά οι πράξεις καθ’ αυτές δεν είναι άλλο από κενές εικόνες, και μόνο η πνευματική διάθεση παρακινεί, στις πράξεις και τους δίνει ηθική σημασία.
Αυτή η σημασία, μπορεί να μείνει απολύτως η ίδια, όσο κι’ αν έχει εντελώς διαφορετικές εξωτερικές εκδηλώσεις.
Με διαφορετικό βαθμό κακίας, ο ένας μπορεί να πεθάνει πάνω στον τροχό, κι’ ο άλλος να σβήσει με τον πιο γαλήνιο τρόπο ανάμεσα στους δικούς του.
Μπορεί να είναι ο ίδιος βαθμός κακίας εκείνος πού σ’ έναν λαό εκφράζεται με χυδαίες πράξεις, δολοφονίες, κανιβαλισμούς, ενώ στον άλλο, σιγανά και σε μικρογραφία, με αυλικές μηχανορραφίες, με κάθε λογής καταπιέσεις και λεπτόνοες πονηριές· το βάθος των πραγμάτων παραμένει το ίδιο.
Θα μπορούσαμε να φανταστούμε ένα τέλειο Κράτος, ή και ένα δόγμα που να ενέπνεε απόλυτη πίστη για τις μεταθανάτιες ανταμοιβές ή τιμωρίες, και πού θα κατόρθωνε να εμποδίσει κάθε έγκλημα:
Από πολιτική άποψη θα ήταν πολύ, ηθικά όμως δεν θα κερδίζαμε τίποτα, γιατί μόνο οι πράξεις θα αλυσοδένονταν και όχι η βούληση.
Μπορεί οι πράξεις να ήταν σωστές, αλλά η βούληση θα ήταν διεστραμμένη.
Ο Άρθουρ Σοπενχάουερ (22 Φεβρουαρίου 1788-21 Σεπτεμβρίου 1860) ήταν Γερμανός φιλόσοφος που χαρακτηρίζεται από τον αθεϊστικό πεσιμισμό του και τη φιλοσοφική του διαύγεια. Έγινε γνωστός κυρίως από το βιβλίο του Ο Κόσμος ως Βούληση και ως Παράσταση, στο οποίο ισχυρίστηκε ότι ο κόσμος μας οδηγείται από μία διαρκώς ανικανοποίητη βούληση καθώς αναζητά αέναα την ικανοποίηση.